Κωνσταντίνος Γρίβας
Άρδην τ. 72
Μέχρι σήμερα είχαμε μάθει να θεωρούμε αξιωματικά ότι η Τουρκία αποτελεί ένα ενεργούμενο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένα μαντρόσκυλο των Αμερικανών στην περιοχή, απόλυτα ελεγχόμενο από αυτούς. Η άποψη αυτή μπορεί, έτσι και αλλιώς, να δεχθεί σφοδρή κριτική αναφορικά με την ορθότητά της. Η Τουρκία διατηρούσε ανέκαθεν τις δικές της γεωστρατηγικές στοχοθετήσεις, ενώ οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ ανέφελες. Σήμερα, όμως, φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται οι συνθήκες για μια ριζική ανατροπή της προνομιακής τουρκο-αμερικανικής σχέσης, εν παραλλήλω με μια ώθηση της Τουρκίας, από την ίδια τη δυναμική των γεωπολιτικών εξελίξεων, σε μια εξαναγκαστική, κατά κάποιον τρόπο, επιλογή να διεκδικήσει μια προνομιακή θέση στο υπό διαμόρφωση παγκόσμιο πολυπολικό σύστημα.
Το τέλος του αμερικάνικου πλανήτη ανοίγει τον δρόμο για ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα
Ο πρώτος παράγοντας που ωθεί την Τουρκία σε αυτή την αναγκαστική φυγή προς ένα νεο-αυτοκρατορικό – νεο-οθωμανικό μέλλον είναι η κατάρρευση του μύθου του «αμερικανικού πλανήτη», η απελευθέρωση του κόσμου από την εικονική πραγματικότητα ενός μονοπολικού διεθνούς συστήματος, ελεγχόμενου (υποτίθεται) από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ξήλωμα αυτής της εικόνας ξεκίνησε μόλις έγινε κατανοητό ότι οι Αμερικανοί αδυνατούν να επιβάλουν την τάξη στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, ενώ έφτασε σε ανεξέλεγκτα επίπεδα μετά την ταπείνωση που υπέστη η εικόνα της αμερικανικής παντοδυναμίας στον πόλεμο της Γεωργίας, το περασμένο καλοκαίρι.
Η αποδόμηση αυτής της παραπλανητικής εικόνας ενός διεθνούς συστήματος ελεγχόμενου από τους Αμερικανούς ξεσκεπάζει έναν κόσμο χωρίς γεωπολιτικό σχήμα. Ένα διεθνές σύστημα χωρίς κυρίαρχους πόλους. Το γεγονός της ραγδαίας οπισθοχώρησης της αμερικανικής ισχύος δημιουργεί ένα κενό, το οποίο, όμως, δεν μπορεί να καλυφθεί σήμερα από καμιά άλλη χώρα. Εξ αντικειμένου, λοιπόν, οδηγούμαστε προς ένα πολυπολικό σύστημα. Προς την αποφασιστική, δηλαδή, ενίσχυση του ρόλου περιφερειακών κομβικών χωρών, ώστε να «επαναρρυθμιστεί» ο «απορρυθμισμένος» παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης. Μια από τις χώρες αυτές είναι, φυσικά, και η Τουρκία, η οποία οδηγείται νομοτελειακά προς τον ρόλο της περιφερειακής δύναμης, εξαιτίας μιας σειράς «θετικών», αλλά και «αρνητικών» παραγόντων.
Ορισμένοι από αυτούς τους «θετικούς» παράγοντες είναι η κρίσιμη γεωγραφική θέση της χώρας, τα μεγάλα της μεγέθη, η πολύ σημαντική βιομηχανική, τεχνολογική και οικονομική βάση, οι πολιτισμικές και εθνοτικές σχέσεις με μια αλυσίδα λαών της Κεντρικής Ασίας, που φτάνει ακόμη και μέσα στην Κίνα και, κυρίως, το ισχυρότατο στράτευμά της. Σημαντικός «αρνητικός» παράγοντας είναι το γεγονός της αναγκαστικής μοναχικής της πορείας, μιας και διατηρεί παραδοσιακά ανταγωνιστικές σχέσεις με όλους της τους γείτονες, ενώ η πιθανότητα να ενταχθεί στο ευρωπαϊκό σχήμα απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο (αν υπήρξε και ποτέ στην πραγματικότητα). Η Τουρκία ήταν και θα παραμένει ένας μοναχικός λύκος. Πιθανώς όμως, ο κυρίαρχος «αρνητικός» παράγων που οδηγεί την Τουρκία σε μια «φυγή» προς έναν ρόλο αυτόνομης περιφερειακής δύναμης είναι ότι, παρ’ όλα τα μεγέθη και την ισχύ της, θεωρεί τον εαυτό της ως μια χώρα–έπαθλο, λόγω της κρίσιμης γεωγραφικής της θέσης και όχι μόνον, φόβος που κληρονομήθηκε από το οθωμανικό παρελθόν.
Στο σημείο αυτό, μπορεί να εγερθούν τεκμηριωμένες αντιρρήσεις για το κατά πόσον πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο σήμερα. Το γεγονός όμως παραμένει ότι σημαντικό τμήμα της τουρκικής πολιτικο-στρατιωτικής νομενκλατούρας, αλλά και του τουρκικού λαού γενικώς, διακατέχεται από αυτό το σύνδρομο της χώρας–επάθλου, που περιμένει τον διαμελισμό της και η αντίληψη αυτή επηρεάζει συνειδητά ή ασυνείδητα τις επιλογές της χώρας.
Η Τουρκία μαστίζεται από τη δίδυμη παράνοια να θεωρεί τον εαυτό της τόσο μια ηγέτιδα δύναμη, που η «μοίρα την προορίζει να ηγεμονεύει», όσο και ένα θήραμα. Η ακραία διαλεκτική αντίφαση αυτών των δύο στοιχείων συνθέτει την αίσθηση γεωπολιτικής ταυτότητας που έχει η Τουρκία για τον εαυτό της και, κατά την άποψη του γράφοντος, είναι ένας από τους «στοιχειακούς» γεωπολιτικούς παράγοντες που την οδηγούν σε μια «εξαναγκαστική» προσπάθεια αυτοκρατορικού μέλλοντος. Μια προσπάθεια που γίνεται τόσο για αμυντικούς λόγους, για να μη γίνει, δηλαδή, η Τουρκία βορά στα σαγόνια των ισχυρών της γειτονιάς της, όσο και για επιθετικούς, γιατί έτσι της... επιβάλλει η μοίρα της.
Βέβαια, εάν οι παράγοντες που θα διαμόρφωναν την τουρκική γεωστρατηγική στο μέλλον ήταν μόνο αυτοί, τα πράγματα θα ήταν μάλλον απλά. Δηλαδή, αν η Τουρκία ωθούνταν σε μια επιθετική διεκδίκηση περιφερειακής δύναμης, σε ένα μετα-αμερικανικό πολυπολικό σύστημα, και, ταυτοχρόνως, ο μόνος της φόβος ήταν η ισχύς και οι αρπακτικές διαθέσεις των γειτόνων της (ιδιαίτερα δε η ανερχόμενη ισχύς της ρωσικής άρκτου...), τότε οι επιλογές της θα ήταν μάλλον δεδομένες. Θα επεδίωκε να αποκτήσει έναν αυξημένο ρόλο στην περιοχή και θα συνήπτε μια στενότερη συμμαχία με τις ΗΠΑ και όλα θα ήταν μέλι γάλα. Όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί σήμερα και ο λόγος μπορεί να συμπυκνωθεί σε μία λέξη: Κουρδιστάν.
Το πρόβλημα ξεκινάει από το κουφάρι του Ιράκ, μιας και η Τουρκία είναι φανατικά και ανυποχώρητα ανελέητος εχθρός του μοναδικού πιστού συμμάχου των ΗΠΑ στην περιοχή, της κομβικής περιοχής του Κουρδιστάν. Μιας εν δυνάμει ανεξάρτητης χώρας, γνησίως και ειλικρινώς φιλοαμερικανικής, η οποία ελέγχει μεγάλα πετρελαϊκά κοιτάσματα και αναμένεται να αποτελέσει το βασικότερο ορμητήριο των αμερικανικών δυνάμεων στην Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Όμως το ιρακινό Κουρδιστάν είναι και ο πυρήνας μιας ευρύτερης κουρδικής πατρίδας, η οποία θα οδηγήσει την Τουρκία σε συρρίκνωση. Με άλλα λόγια, το χάσμα μεταξύ της τουρκικής και αμερικανικής γεωστρατηγικής στοχοθέτησης είναι τέτοιο που πάρα πολύ δύσκολα μπορεί πλέον να γεφυρωθεί.
Παρεμπιπτόντως, να πούμε ότι το Κουρδιστάν μπορεί να αποτελέσει και κρίσιμης σημασίας δεξαμενή υδάτινων πόρων για το μόνιμα διψασμένο Ισραήλ, ενώ, έτσι και αλλιώς η ύπαρξή του στην περιοχή αποτελεί έναν παράγοντα φοβήτρου για τις χώρες που είναι παραδοσιακοί αντίπαλοι του Ισραήλ, αν βέβαια επιμείνει στη φιλοϊσραηλινή πολιτική του. Κατά συνέπεια, το Κουρδιστάν αποτελεί μια μεγάλη γεωπολιτική επένδυση και για το Ισραήλ, και το γεγονός αυτό υπονομεύει δραστικά την τουρκοϊσραηλινή (λυκο)φιλία, η οποία στο παρελθόν, είχε μεγαλόστομα και υπερβολικά παρουσιαστεί σαν «άξονας Άγκυρας–Τελ Αβίβ». Αυτή η εν δυνάμει σύγκρουση με το Ισραήλ αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που ωθεί την Τουρκία σε μια «εξαναγκαστική» πολιτική αυτοκρατορικής «αναγέννησης».1
Βέβαια, οι κόντρες για το Κουρδιστάν είναι απλώς ένας από τους παράγοντες που ωθούν σε σύγκρουση τις ΗΠΑ με την Τουρκία. Ο μύθος της Τουρκίας – χαϊδεμένου παιδιού των Αμερικανών έχει σκεπάσει στα μάτια μας τον θυελλώδη και βαθύ αντιαμερικανισμό που μαστίζει την τουρκική κοινωνία, ενώ και η ηγεσία δεν πάει πίσω στις κρίσιμες επιλογές της.
Για δεκαετίες η Τουρκία συντηρούσε τον μύθο ότι αποτελούσε ένα «κομβικό» κράτος και βασικό στήριγμα των ΗΠΑ στην πιο κρίσιμη περιοχή του πλανήτη. Όταν όμως χρειάστηκε να δικαιολογήσει την τεράστια επένδυση που είχε γίνει πάνω της, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής επίθεσης στο Ιράκ, την άνοιξη του 2003, όχι μόνο δεν προσέφερε τίποτε, αλλά και οι ιθύνοντες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ αγωνίστηκαν απελπισμένα να φρενάρουν τις προθέσεις της να εισβάλει στο Βόρειο Ιράκ, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα απειλών, ικεσιών και υποσχέσεων.
Ο αιφνιδιασμός για τους Αμερικανούς ήταν μεγάλος. Θεωρούσαν τόσο δεδομένη τη συνεργασία με τους Τούρκους, ώστε σχεδίαζαν να περάσει από το έδαφός της και να εισβάλει στο Ιράκ ο σημαντικότερος στρατιωτικός τους σχηματισμός, η 4η μηχανοκίνητη μεραρχία πεζικού, η πρώτη «ψηφιοποιημένη» μεγάλη μονάδα του αμερικανικού στρατεύματος. Η συγκεκριμένη μονάδα βολόδερνε για καιρό στη Μεσόγειο και τελικά πέρασε τη διώρυγα στη Σουέζ και έφτασε στο Ιράκ όταν ο πόλεμος είχε τελειώσει και η Βαγδάτη είχε καταληφθεί. Αν η πορεία των επιχειρήσεων ήταν διαφορετική, τότε το γεγονός αυτό μπορεί να είχε αποβεί δραματικής σημασίας για την αμερικανική στρατηγική.
Το σοκ για τους Αμερικανούς ήταν μεγάλο και δεν πρόκειται να ξεχαστεί ποτέ, περνώντας όχι στην τόσο επιρρεπή σε «αμνησία» πολιτική μνήμη, αλλά στη θεσμική μνήμη του αμερικανικού πολιτικο-στρατιωτικού συμπλέγματος. Μάλιστα, λίγο μετά την επίθεση στο Ιράκ, δημοσιεύτηκε στον διεθνή αμυντικό Τύπο η είδηση ότι οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις προσπαθούν να δημιουργήσουν μια νέα μεθοδολογία εκστρατείας, που θα τους επιτρέπει να διεξάγουν τις υπερπόντιες επιχειρήσεις τους χωρίς τη βοήθεια συμμάχων2.
Επίσης, η Τουρκία είναι μια χώρα που ολισθαίνει συνεχώς προς τον ισλαμισμό και στην οποία ενισχύεται ολοένα και περισσότερο ένας βαθύς και οργανικός αντιαμερικανισμός, σαρώνοντας τόσο την κοινωνία όσο και τις ελίτ. Οι Αμερικανοί δεν ξεχνούν ότι η Περσία ήταν ο πιο πιστός τους σύμμαχος πριν τον Χομεϊνί και ότι πριν μεταστραφεί στον πιο φανατικό πολέμιό τους στην περιοχή, φαινόταν πολύ πιο σταθερή από ό,τι σήμερα η Τουρκία.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει, ίσως, να επισημανθεί ότι αυτές οι ανερχόμενες τριβές ΗΠΑ και Τουρκίας για το Κουρδιστάν είναι έμμεσο πλην όμως αποφασιστικό αποτέλεσμα της αποδόμησης της αμερικανικής ισχύος και κυρίως της εικόνας της αμερικανικής ισχύος. Το γεγονός αυτό όχι μόνο αναγκάζει τις ΗΠΑ να στηρίζονται ολοένα και περισσότερο σε απόλυτα ελεγχόμενες μικρές χώρες, γνησίως φιλοαμερικανικές, όπως είναι το Κουρδιστάν (ή η Αλβανία και τα Σκόπια...), αλλά καθιστά και την πιθανότητα οξείας σύγκρουσης Τουρκίας και ΗΠΑ, ακόμη και σε στρατιωτικό επίπεδο, ένα λογικό, ως και ελκυστικό ενδεχόμενο.
Πράγματι, η δυνατότητα να εμπλακούν σε μια περιορισμένη στρατιωτική αντιπαράθεση με τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις και να τις νικήσουν ή, ακόμη καλύτερα, να απειλήσουν μια παρόμοια σύρραξη και να αναγκάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να οπισθοχωρήσουν, είναι πολύ μεγάλος πειρασμός για το τουρκικό κατεστημένο. Όχι μόνο για τα οφέλη που θα προκύψουν στην εξωτερική πολιτική σε μια τέτοια περίπτωση, τα οποία, βέβαια, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε «σοκ και δέος» σε όλους τους γείτονες της Τουρκίας, αλλά και στην Ε.Ε. και τη Ρωσία, καθιερώνοντας την Τουρκία ως κυρίαρχο πόλο στη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Ανατολική Μεσόγειο, δηλαδή στο γεωπολιτικό κέντρο του κόσμου. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι παρόμοια επιτυχία, ενάντια στις δαιμονοποιημένες για την τουρκική κοινή γνώμη Ηνωμένες Πολιτείες, θα καθιέρωνε εκ νέου τον κυρίαρχο ρόλο του κεμαλικού πλέγματος εξουσίας μέσα στο τουρκικό κράτος και την κοινωνία και θα διαιώνιζε την ύπαρξή του.
Ας μη βιαστεί, λοιπόν, κάποιος να εξαγάγει το συμπέρασμα ότι παρόμοια εξέλιξη είναι εξ αντικειμένου θετική για την Ελλάδα, μιας και η Τουρκία θα έρθει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και θα.. «καθαρίσουν οι Αμερικανοί για εμάς», πολλώ δε μάλλον ας μην μπει κάποιος στον πειρασμό να πιστέψει ότι ήρθε η ώρα να επαληθευτούν σενάρια περί διάλυσης της Τουρκίας. Κατ’ αρχάς, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι ΗΠΑ είναι σε θέση να νικήσουν την Τουρκία (!). Όσον δε αφορά τα σενάρια διάλυσης, πράγματι η Τουρκία ως χώρα, ως κρατικό σύστημα, αλλά και ως κοινωνία, είναι ένα εξαιρετικά εύθραυστο μείγμα, που μαστίζεται από πλήθος κεντρόφυγων δυνάμεων. Όμως, η ιστορική πείρα μάς δείχνει ότι σπάνια ένα κράτος που βρισκόταν σε μια διαδικασία διεκδίκησης ενός ηγεμονικού ρόλου έπεφτε θύμα των εγγενών διαλυτικών του τάσεων. Ίσως μάλιστα το γεγονός της προσπάθειας αποφυγής και υπέρβασης των διαλυτικών τάσεων να είναι ένας από τους παράγοντες που ωθούν την Τουρκία σε αυτήν τη φυγή προς τα εμπρός, προς την αυτοκρατορική επιλογή, ώστε να θωρακίσει το εσωτερικό της.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε ότι η Τουρκία επιδιώκει σώνει και καλά μια στρατιωτική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Όμως, είναι ρεαλιστικός και σαφώς προσδιορισμένος στόχος το ότι επιδιώκει να αναπτύξει ικανότητες τέτοιες που θα καθιστούσαν μια σύγκρουση με τις ΗΠΑ μη ελκυστική για την αμερικανική πολιτική. Μια σύγκρουση, οι πιθανές συνέπειες της οποίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες θα ξεπερνούσαν το διακύβευμα, δηλαδή την επένδυσή τους στο Κουρδιστάν…
Το γεγονός παραμένει ότι η Τουρκία φαίνεται ότι έχει αρχίσει να μελετά, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο, μεθόδους, τεχνολογίες και οπλικά συστήματα για να αντιμετωπίσει τους Αμερικανούς κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον και αυτό θα έπρεπε, υπό φυσιολογικές συνθήκες (...), να προκαλεί τρόμο στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι το τουρκικό στράτευμα έχει ένα εκπληκτικό ερέθισμα, που το ωθεί να αναπτύξει μοναδικές δυνατότητες, οι οποίες, φυσικά, θα μπορούν να εφαρμοστούν και εναντίον πολύ υποδεέστερων στρατευμάτων από το αμερικανικό...
Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας για τη μελλοντική πολεμική μηχανή της Τουρκίας είναι ότι επιδιώκει να αποκτήσει ξεκάθαρη τεχνολογική αυτονομία, έτσι ώστε να μπορεί να συντηρήσει το στράτευμά της ακόμη και αν κλείσει η ροή ανταλλακτικών και τεχνογνωσίας από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Οι Τούρκοι στρατηγοί έχουν αφομοιώσει πολύ καλά τα διδάγματα από το πάθημα του Ιράν όταν, μετά την πτώση του Σάχη, ένα από τα πιο ισχυρά και τεχνολογικά προηγμένα στρατεύματα στον πλανήτη κατέρρευσε από το ίδιο του το βάρος, μόλις οι Αμερικανοί σταμάτησαν τη ροή των ανταλλακτικών.
Για να αποφύγουν οι Τούρκοι κάτι παρόμοιο, αφενός μεν επενδύουν σημαντικά σε μια εγχώρια πολεμική βιομηχανία, αφετέρου δε συνάπτουν ολοένα και περισσότερες αμυντικές συμφωνίες και συνεργασίες με χώρες που είναι ασφαλείς από τις επιρροές της Δύσης, με προεξάρχουσες την Κίνα, το Πακιστάν και τη Νότια Κορέα. Με την τελευταία συνεργάζονται στην από κοινού ανάπτυξη του επόμενου τουρκικού άρματος μάχης, ενώ, στον τουρκικό στρατό, υπηρετεί ήδη το προηγμένο αυτοκινούμενο πυροβόλο Firtina, το οποίο είναι κορεατικής σχεδίασης. Από την Κίνα και το Πακιστάν, η Τουρκία εισάγει κυρίως πυραυλικά συστήματα και σχετική τεχνολογία, ιδιαίτερα στον χώρο των βαλλιστικών βλημάτων.
Και εδώ ακριβώς εισέρχεται μια κρίσιμη παράμετρος αναφορικά με την ταυτότητα της τουρκικής πολεμικής μηχανής του μέλλοντος. Ότι, δηλαδή, η επαφή της με την κινεζική στρατιωτική σκέψη ίσως την οδηγήσει στο να αναπτύξει ασύμμετρες μεθόδους ισχύος, έτσι ώστε να υπερκεράσει την αμερικανική υπεροπλία, μιας και δεν μπορεί να το κάνει με συμβατικό τρόπο.3
Εκτός από την Κίνα, η Τουρκία αναζητεί προηγμένα βαλλιστικά συστήματα όπου μπορεί, όπως και στο Ισραήλ, όπου εξέτασε το σύστημα LORA5.
Άρδην τ. 72
Μέχρι σήμερα είχαμε μάθει να θεωρούμε αξιωματικά ότι η Τουρκία αποτελεί ένα ενεργούμενο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένα μαντρόσκυλο των Αμερικανών στην περιοχή, απόλυτα ελεγχόμενο από αυτούς. Η άποψη αυτή μπορεί, έτσι και αλλιώς, να δεχθεί σφοδρή κριτική αναφορικά με την ορθότητά της. Η Τουρκία διατηρούσε ανέκαθεν τις δικές της γεωστρατηγικές στοχοθετήσεις, ενώ οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ ανέφελες. Σήμερα, όμως, φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται οι συνθήκες για μια ριζική ανατροπή της προνομιακής τουρκο-αμερικανικής σχέσης, εν παραλλήλω με μια ώθηση της Τουρκίας, από την ίδια τη δυναμική των γεωπολιτικών εξελίξεων, σε μια εξαναγκαστική, κατά κάποιον τρόπο, επιλογή να διεκδικήσει μια προνομιακή θέση στο υπό διαμόρφωση παγκόσμιο πολυπολικό σύστημα.
Το τέλος του αμερικάνικου πλανήτη ανοίγει τον δρόμο για ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα
Ο πρώτος παράγοντας που ωθεί την Τουρκία σε αυτή την αναγκαστική φυγή προς ένα νεο-αυτοκρατορικό – νεο-οθωμανικό μέλλον είναι η κατάρρευση του μύθου του «αμερικανικού πλανήτη», η απελευθέρωση του κόσμου από την εικονική πραγματικότητα ενός μονοπολικού διεθνούς συστήματος, ελεγχόμενου (υποτίθεται) από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ξήλωμα αυτής της εικόνας ξεκίνησε μόλις έγινε κατανοητό ότι οι Αμερικανοί αδυνατούν να επιβάλουν την τάξη στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, ενώ έφτασε σε ανεξέλεγκτα επίπεδα μετά την ταπείνωση που υπέστη η εικόνα της αμερικανικής παντοδυναμίας στον πόλεμο της Γεωργίας, το περασμένο καλοκαίρι.
Η αποδόμηση αυτής της παραπλανητικής εικόνας ενός διεθνούς συστήματος ελεγχόμενου από τους Αμερικανούς ξεσκεπάζει έναν κόσμο χωρίς γεωπολιτικό σχήμα. Ένα διεθνές σύστημα χωρίς κυρίαρχους πόλους. Το γεγονός της ραγδαίας οπισθοχώρησης της αμερικανικής ισχύος δημιουργεί ένα κενό, το οποίο, όμως, δεν μπορεί να καλυφθεί σήμερα από καμιά άλλη χώρα. Εξ αντικειμένου, λοιπόν, οδηγούμαστε προς ένα πολυπολικό σύστημα. Προς την αποφασιστική, δηλαδή, ενίσχυση του ρόλου περιφερειακών κομβικών χωρών, ώστε να «επαναρρυθμιστεί» ο «απορρυθμισμένος» παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης. Μια από τις χώρες αυτές είναι, φυσικά, και η Τουρκία, η οποία οδηγείται νομοτελειακά προς τον ρόλο της περιφερειακής δύναμης, εξαιτίας μιας σειράς «θετικών», αλλά και «αρνητικών» παραγόντων.
Ορισμένοι από αυτούς τους «θετικούς» παράγοντες είναι η κρίσιμη γεωγραφική θέση της χώρας, τα μεγάλα της μεγέθη, η πολύ σημαντική βιομηχανική, τεχνολογική και οικονομική βάση, οι πολιτισμικές και εθνοτικές σχέσεις με μια αλυσίδα λαών της Κεντρικής Ασίας, που φτάνει ακόμη και μέσα στην Κίνα και, κυρίως, το ισχυρότατο στράτευμά της. Σημαντικός «αρνητικός» παράγοντας είναι το γεγονός της αναγκαστικής μοναχικής της πορείας, μιας και διατηρεί παραδοσιακά ανταγωνιστικές σχέσεις με όλους της τους γείτονες, ενώ η πιθανότητα να ενταχθεί στο ευρωπαϊκό σχήμα απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο (αν υπήρξε και ποτέ στην πραγματικότητα). Η Τουρκία ήταν και θα παραμένει ένας μοναχικός λύκος. Πιθανώς όμως, ο κυρίαρχος «αρνητικός» παράγων που οδηγεί την Τουρκία σε μια «φυγή» προς έναν ρόλο αυτόνομης περιφερειακής δύναμης είναι ότι, παρ’ όλα τα μεγέθη και την ισχύ της, θεωρεί τον εαυτό της ως μια χώρα–έπαθλο, λόγω της κρίσιμης γεωγραφικής της θέσης και όχι μόνον, φόβος που κληρονομήθηκε από το οθωμανικό παρελθόν.
Στο σημείο αυτό, μπορεί να εγερθούν τεκμηριωμένες αντιρρήσεις για το κατά πόσον πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο σήμερα. Το γεγονός όμως παραμένει ότι σημαντικό τμήμα της τουρκικής πολιτικο-στρατιωτικής νομενκλατούρας, αλλά και του τουρκικού λαού γενικώς, διακατέχεται από αυτό το σύνδρομο της χώρας–επάθλου, που περιμένει τον διαμελισμό της και η αντίληψη αυτή επηρεάζει συνειδητά ή ασυνείδητα τις επιλογές της χώρας.
Η Τουρκία μαστίζεται από τη δίδυμη παράνοια να θεωρεί τον εαυτό της τόσο μια ηγέτιδα δύναμη, που η «μοίρα την προορίζει να ηγεμονεύει», όσο και ένα θήραμα. Η ακραία διαλεκτική αντίφαση αυτών των δύο στοιχείων συνθέτει την αίσθηση γεωπολιτικής ταυτότητας που έχει η Τουρκία για τον εαυτό της και, κατά την άποψη του γράφοντος, είναι ένας από τους «στοιχειακούς» γεωπολιτικούς παράγοντες που την οδηγούν σε μια «εξαναγκαστική» προσπάθεια αυτοκρατορικού μέλλοντος. Μια προσπάθεια που γίνεται τόσο για αμυντικούς λόγους, για να μη γίνει, δηλαδή, η Τουρκία βορά στα σαγόνια των ισχυρών της γειτονιάς της, όσο και για επιθετικούς, γιατί έτσι της... επιβάλλει η μοίρα της.
Βέβαια, εάν οι παράγοντες που θα διαμόρφωναν την τουρκική γεωστρατηγική στο μέλλον ήταν μόνο αυτοί, τα πράγματα θα ήταν μάλλον απλά. Δηλαδή, αν η Τουρκία ωθούνταν σε μια επιθετική διεκδίκηση περιφερειακής δύναμης, σε ένα μετα-αμερικανικό πολυπολικό σύστημα, και, ταυτοχρόνως, ο μόνος της φόβος ήταν η ισχύς και οι αρπακτικές διαθέσεις των γειτόνων της (ιδιαίτερα δε η ανερχόμενη ισχύς της ρωσικής άρκτου...), τότε οι επιλογές της θα ήταν μάλλον δεδομένες. Θα επεδίωκε να αποκτήσει έναν αυξημένο ρόλο στην περιοχή και θα συνήπτε μια στενότερη συμμαχία με τις ΗΠΑ και όλα θα ήταν μέλι γάλα. Όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί σήμερα και ο λόγος μπορεί να συμπυκνωθεί σε μία λέξη: Κουρδιστάν.
Το πρόβλημα ξεκινάει από το κουφάρι του Ιράκ, μιας και η Τουρκία είναι φανατικά και ανυποχώρητα ανελέητος εχθρός του μοναδικού πιστού συμμάχου των ΗΠΑ στην περιοχή, της κομβικής περιοχής του Κουρδιστάν. Μιας εν δυνάμει ανεξάρτητης χώρας, γνησίως και ειλικρινώς φιλοαμερικανικής, η οποία ελέγχει μεγάλα πετρελαϊκά κοιτάσματα και αναμένεται να αποτελέσει το βασικότερο ορμητήριο των αμερικανικών δυνάμεων στην Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Όμως το ιρακινό Κουρδιστάν είναι και ο πυρήνας μιας ευρύτερης κουρδικής πατρίδας, η οποία θα οδηγήσει την Τουρκία σε συρρίκνωση. Με άλλα λόγια, το χάσμα μεταξύ της τουρκικής και αμερικανικής γεωστρατηγικής στοχοθέτησης είναι τέτοιο που πάρα πολύ δύσκολα μπορεί πλέον να γεφυρωθεί.
Παρεμπιπτόντως, να πούμε ότι το Κουρδιστάν μπορεί να αποτελέσει και κρίσιμης σημασίας δεξαμενή υδάτινων πόρων για το μόνιμα διψασμένο Ισραήλ, ενώ, έτσι και αλλιώς η ύπαρξή του στην περιοχή αποτελεί έναν παράγοντα φοβήτρου για τις χώρες που είναι παραδοσιακοί αντίπαλοι του Ισραήλ, αν βέβαια επιμείνει στη φιλοϊσραηλινή πολιτική του. Κατά συνέπεια, το Κουρδιστάν αποτελεί μια μεγάλη γεωπολιτική επένδυση και για το Ισραήλ, και το γεγονός αυτό υπονομεύει δραστικά την τουρκοϊσραηλινή (λυκο)φιλία, η οποία στο παρελθόν, είχε μεγαλόστομα και υπερβολικά παρουσιαστεί σαν «άξονας Άγκυρας–Τελ Αβίβ». Αυτή η εν δυνάμει σύγκρουση με το Ισραήλ αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που ωθεί την Τουρκία σε μια «εξαναγκαστική» πολιτική αυτοκρατορικής «αναγέννησης».1
Βέβαια, οι κόντρες για το Κουρδιστάν είναι απλώς ένας από τους παράγοντες που ωθούν σε σύγκρουση τις ΗΠΑ με την Τουρκία. Ο μύθος της Τουρκίας – χαϊδεμένου παιδιού των Αμερικανών έχει σκεπάσει στα μάτια μας τον θυελλώδη και βαθύ αντιαμερικανισμό που μαστίζει την τουρκική κοινωνία, ενώ και η ηγεσία δεν πάει πίσω στις κρίσιμες επιλογές της.
Για δεκαετίες η Τουρκία συντηρούσε τον μύθο ότι αποτελούσε ένα «κομβικό» κράτος και βασικό στήριγμα των ΗΠΑ στην πιο κρίσιμη περιοχή του πλανήτη. Όταν όμως χρειάστηκε να δικαιολογήσει την τεράστια επένδυση που είχε γίνει πάνω της, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής επίθεσης στο Ιράκ, την άνοιξη του 2003, όχι μόνο δεν προσέφερε τίποτε, αλλά και οι ιθύνοντες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ αγωνίστηκαν απελπισμένα να φρενάρουν τις προθέσεις της να εισβάλει στο Βόρειο Ιράκ, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα απειλών, ικεσιών και υποσχέσεων.
Ο αιφνιδιασμός για τους Αμερικανούς ήταν μεγάλος. Θεωρούσαν τόσο δεδομένη τη συνεργασία με τους Τούρκους, ώστε σχεδίαζαν να περάσει από το έδαφός της και να εισβάλει στο Ιράκ ο σημαντικότερος στρατιωτικός τους σχηματισμός, η 4η μηχανοκίνητη μεραρχία πεζικού, η πρώτη «ψηφιοποιημένη» μεγάλη μονάδα του αμερικανικού στρατεύματος. Η συγκεκριμένη μονάδα βολόδερνε για καιρό στη Μεσόγειο και τελικά πέρασε τη διώρυγα στη Σουέζ και έφτασε στο Ιράκ όταν ο πόλεμος είχε τελειώσει και η Βαγδάτη είχε καταληφθεί. Αν η πορεία των επιχειρήσεων ήταν διαφορετική, τότε το γεγονός αυτό μπορεί να είχε αποβεί δραματικής σημασίας για την αμερικανική στρατηγική.
Το σοκ για τους Αμερικανούς ήταν μεγάλο και δεν πρόκειται να ξεχαστεί ποτέ, περνώντας όχι στην τόσο επιρρεπή σε «αμνησία» πολιτική μνήμη, αλλά στη θεσμική μνήμη του αμερικανικού πολιτικο-στρατιωτικού συμπλέγματος. Μάλιστα, λίγο μετά την επίθεση στο Ιράκ, δημοσιεύτηκε στον διεθνή αμυντικό Τύπο η είδηση ότι οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις προσπαθούν να δημιουργήσουν μια νέα μεθοδολογία εκστρατείας, που θα τους επιτρέπει να διεξάγουν τις υπερπόντιες επιχειρήσεις τους χωρίς τη βοήθεια συμμάχων2.
Στο πλαίσιο αυτό, το αμερικανικό ναυτικό εξετάζει την πιθανότητα να αποκτήσει τεράστια αερόπλοια, τα οποία θα μεταφέρουν εφόδια κατευθείαν από το έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών στο θέατρο επιχειρήσεων, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη γειτονικών φίλιων χωρών, που θα λειτουργούν ως ορμητήρια. Βασικό, αν και αφανές, ερέθισμα για τα προγράμματα αυτά ήταν η απρόσμενη στάση της Τουρκίας στον πόλεμο εναντίον του Ιράκ.Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο «αντιτουρκισμός» ή, καλύτερα, η γεωπολιτική απαξίωση της Τουρκίας, τείνει να μετατραπεί σε «δομικό» στοιχείο της αμερικανικής στρατηγικής, όπως αυτή διαμορφώνεται από τη στρατιωτική και πολιτική γραφειοκρατία, και δεν είναι μια «προσωρινή παρεξήγηση».
Επίσης, η Τουρκία είναι μια χώρα που ολισθαίνει συνεχώς προς τον ισλαμισμό και στην οποία ενισχύεται ολοένα και περισσότερο ένας βαθύς και οργανικός αντιαμερικανισμός, σαρώνοντας τόσο την κοινωνία όσο και τις ελίτ. Οι Αμερικανοί δεν ξεχνούν ότι η Περσία ήταν ο πιο πιστός τους σύμμαχος πριν τον Χομεϊνί και ότι πριν μεταστραφεί στον πιο φανατικό πολέμιό τους στην περιοχή, φαινόταν πολύ πιο σταθερή από ό,τι σήμερα η Τουρκία.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει, ίσως, να επισημανθεί ότι αυτές οι ανερχόμενες τριβές ΗΠΑ και Τουρκίας για το Κουρδιστάν είναι έμμεσο πλην όμως αποφασιστικό αποτέλεσμα της αποδόμησης της αμερικανικής ισχύος και κυρίως της εικόνας της αμερικανικής ισχύος. Το γεγονός αυτό όχι μόνο αναγκάζει τις ΗΠΑ να στηρίζονται ολοένα και περισσότερο σε απόλυτα ελεγχόμενες μικρές χώρες, γνησίως φιλοαμερικανικές, όπως είναι το Κουρδιστάν (ή η Αλβανία και τα Σκόπια...), αλλά καθιστά και την πιθανότητα οξείας σύγκρουσης Τουρκίας και ΗΠΑ, ακόμη και σε στρατιωτικό επίπεδο, ένα λογικό, ως και ελκυστικό ενδεχόμενο.
Πράγματι, η δυνατότητα να εμπλακούν σε μια περιορισμένη στρατιωτική αντιπαράθεση με τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις και να τις νικήσουν ή, ακόμη καλύτερα, να απειλήσουν μια παρόμοια σύρραξη και να αναγκάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να οπισθοχωρήσουν, είναι πολύ μεγάλος πειρασμός για το τουρκικό κατεστημένο. Όχι μόνο για τα οφέλη που θα προκύψουν στην εξωτερική πολιτική σε μια τέτοια περίπτωση, τα οποία, βέβαια, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε «σοκ και δέος» σε όλους τους γείτονες της Τουρκίας, αλλά και στην Ε.Ε. και τη Ρωσία, καθιερώνοντας την Τουρκία ως κυρίαρχο πόλο στη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Ανατολική Μεσόγειο, δηλαδή στο γεωπολιτικό κέντρο του κόσμου. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι παρόμοια επιτυχία, ενάντια στις δαιμονοποιημένες για την τουρκική κοινή γνώμη Ηνωμένες Πολιτείες, θα καθιέρωνε εκ νέου τον κυρίαρχο ρόλο του κεμαλικού πλέγματος εξουσίας μέσα στο τουρκικό κράτος και την κοινωνία και θα διαιώνιζε την ύπαρξή του.
Ας μη βιαστεί, λοιπόν, κάποιος να εξαγάγει το συμπέρασμα ότι παρόμοια εξέλιξη είναι εξ αντικειμένου θετική για την Ελλάδα, μιας και η Τουρκία θα έρθει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και θα.. «καθαρίσουν οι Αμερικανοί για εμάς», πολλώ δε μάλλον ας μην μπει κάποιος στον πειρασμό να πιστέψει ότι ήρθε η ώρα να επαληθευτούν σενάρια περί διάλυσης της Τουρκίας. Κατ’ αρχάς, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι ΗΠΑ είναι σε θέση να νικήσουν την Τουρκία (!). Όσον δε αφορά τα σενάρια διάλυσης, πράγματι η Τουρκία ως χώρα, ως κρατικό σύστημα, αλλά και ως κοινωνία, είναι ένα εξαιρετικά εύθραυστο μείγμα, που μαστίζεται από πλήθος κεντρόφυγων δυνάμεων. Όμως, η ιστορική πείρα μάς δείχνει ότι σπάνια ένα κράτος που βρισκόταν σε μια διαδικασία διεκδίκησης ενός ηγεμονικού ρόλου έπεφτε θύμα των εγγενών διαλυτικών του τάσεων. Ίσως μάλιστα το γεγονός της προσπάθειας αποφυγής και υπέρβασης των διαλυτικών τάσεων να είναι ένας από τους παράγοντες που ωθούν την Τουρκία σε αυτήν τη φυγή προς τα εμπρός, προς την αυτοκρατορική επιλογή, ώστε να θωρακίσει το εσωτερικό της.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε ότι η Τουρκία επιδιώκει σώνει και καλά μια στρατιωτική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Όμως, είναι ρεαλιστικός και σαφώς προσδιορισμένος στόχος το ότι επιδιώκει να αναπτύξει ικανότητες τέτοιες που θα καθιστούσαν μια σύγκρουση με τις ΗΠΑ μη ελκυστική για την αμερικανική πολιτική. Μια σύγκρουση, οι πιθανές συνέπειες της οποίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες θα ξεπερνούσαν το διακύβευμα, δηλαδή την επένδυσή τους στο Κουρδιστάν…
Το γεγονός παραμένει ότι η Τουρκία φαίνεται ότι έχει αρχίσει να μελετά, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο, μεθόδους, τεχνολογίες και οπλικά συστήματα για να αντιμετωπίσει τους Αμερικανούς κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον και αυτό θα έπρεπε, υπό φυσιολογικές συνθήκες (...), να προκαλεί τρόμο στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι το τουρκικό στράτευμα έχει ένα εκπληκτικό ερέθισμα, που το ωθεί να αναπτύξει μοναδικές δυνατότητες, οι οποίες, φυσικά, θα μπορούν να εφαρμοστούν και εναντίον πολύ υποδεέστερων στρατευμάτων από το αμερικανικό...
Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας για τη μελλοντική πολεμική μηχανή της Τουρκίας είναι ότι επιδιώκει να αποκτήσει ξεκάθαρη τεχνολογική αυτονομία, έτσι ώστε να μπορεί να συντηρήσει το στράτευμά της ακόμη και αν κλείσει η ροή ανταλλακτικών και τεχνογνωσίας από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Οι Τούρκοι στρατηγοί έχουν αφομοιώσει πολύ καλά τα διδάγματα από το πάθημα του Ιράν όταν, μετά την πτώση του Σάχη, ένα από τα πιο ισχυρά και τεχνολογικά προηγμένα στρατεύματα στον πλανήτη κατέρρευσε από το ίδιο του το βάρος, μόλις οι Αμερικανοί σταμάτησαν τη ροή των ανταλλακτικών.
Για να αποφύγουν οι Τούρκοι κάτι παρόμοιο, αφενός μεν επενδύουν σημαντικά σε μια εγχώρια πολεμική βιομηχανία, αφετέρου δε συνάπτουν ολοένα και περισσότερες αμυντικές συμφωνίες και συνεργασίες με χώρες που είναι ασφαλείς από τις επιρροές της Δύσης, με προεξάρχουσες την Κίνα, το Πακιστάν και τη Νότια Κορέα. Με την τελευταία συνεργάζονται στην από κοινού ανάπτυξη του επόμενου τουρκικού άρματος μάχης, ενώ, στον τουρκικό στρατό, υπηρετεί ήδη το προηγμένο αυτοκινούμενο πυροβόλο Firtina, το οποίο είναι κορεατικής σχεδίασης. Από την Κίνα και το Πακιστάν, η Τουρκία εισάγει κυρίως πυραυλικά συστήματα και σχετική τεχνολογία, ιδιαίτερα στον χώρο των βαλλιστικών βλημάτων.
Και εδώ ακριβώς εισέρχεται μια κρίσιμη παράμετρος αναφορικά με την ταυτότητα της τουρκικής πολεμικής μηχανής του μέλλοντος. Ότι, δηλαδή, η επαφή της με την κινεζική στρατιωτική σκέψη ίσως την οδηγήσει στο να αναπτύξει ασύμμετρες μεθόδους ισχύος, έτσι ώστε να υπερκεράσει την αμερικανική υπεροπλία, μιας και δεν μπορεί να το κάνει με συμβατικό τρόπο.3
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η (πιθανή) ασύμμετρη χρήση βαλλιστικών πυραύλων έτσι ώστε να πληγεί η ραχοκοκαλιά των αμερικανικών εκστρατευτικών δυνάμεων, το αμερικανικό ναυτικό.Συγκεκριμένα, οι μέντορες της Τουρκίας στην ανάπτυξη βαλλιστικής τεχνογνωσίας, αλλά και ασύμμετρης πολεμικής μεθοδολογίας, Κινέζοι, βρίσκονται κοντά στην ανάπτυξη ενός επαναστατικού βαλλιστικού πυραύλου, ικανού να προσβάλει κινούμενα πλοία 4.
Εκτός από την Κίνα, η Τουρκία αναζητεί προηγμένα βαλλιστικά συστήματα όπου μπορεί, όπως και στο Ισραήλ, όπου εξέτασε το σύστημα LORA5.
Επισημαίνεται ότι και οι Ισραηλινοί βελτιώνουν συνεχώς τις τεχνολογίες ανανέωσης δεδομένων στοχοποίησης σε πυραύλους, ενώ αυτοί βρίσκονται εν πτήσει, έτσι ώστε να μπορούν να προσβάλουν κινούμενους στόχους. Παρόμοια συστήματα στο περιβάλλον του Αιγαίου μπορεί να αποβούν κρίσιμης σημασίας σε τυχόν σύρραξη με τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες δεν έχουν απολύτως κανένα αντίδοτο, αυτή τη στιγμή, για να τις αντιμετωπίσουν.
Εννοείται φυσικά ότι αυτό είναι απλώς ένα (πιθανό) παράδειγμα του πώς μπορούν οι Τούρκοι να αναπτύξουν ασύμμετρες πολεμικές ικανότητες, οι οποίες θα είναι σε θέση να ανατρέψουν ριζικά και άμεσα τους συσχετισμούς ισχύος στο ελληνοτουρκικό σύστημα χωρίς αυτό να εμφανίζεται ούτε στις ποσοτικές συγκρίσεις, ούτε με τις συμβατικές μεθόδους μέτρησης και σύγκρισης των πολεμικών ικανοτήτων και προσομοίωσης μέσω πολεμικών παιγνίων...
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής ανάλυσης και πολεμικής τεχνολογίας. Διδάσκει στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Σημειώσεις:
1. Περισσότερη τεκμηρίωση και ανάλυση για το συγκεκριμένο θέμα ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο βιβλίο του καθηγητή γεωπολιτικής Ι.Θ. Μάζη Η γεωπολιτική στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και η Τουρκία, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Πηγές:
1) Jane’s Defence Weekly, 7 May 2003, σελίδα 2. “US moves towards more flexible global basing”. Kim Burger.
2) Jane’s Defence Weekly, 7 May 2003, σελίδα 8. “US Navy floats lighter – than – air transport concept”. Michael Sirak & Kim Burger.
3. Σύμφωνα με μια μελέτη του αμερικανικού Πενταγώνου που αναφέρεται στη μελλοντική πολεμική μηχανή και φέρει τον τίτλο «Chinese Views of Future Warfare», η Κίνα στοχεύει να πλευροκοπήσει την αμερικανική ισχύ, επενδύοντας σε μια μεθοδολογία «ασύμμετρων» επιχειρήσεων. Πολύ απλά, η Κίνα, αφού δεν μπορεί να αποκτήσει ισάξια άρματα μάχης, μαχητικά αεροσκάφη, ελικόπτερα κ.λπ. με τις ΗΠΑ, ή ακόμη και τη Ρωσία, θα επενδύσει σε άλλες μορφές πολέμου και σε άλλα όπλα.
Πηγή: Κώστας Γρίβας «Ο Πόλεμος στον 21ο Αιώνα», εκδόσεις Επικοινωνίες, Αθήνα 1999.
4. Για την ακρίβεια, θα υπάρχει μια ολόκληρη οικογένεια βαλλιστικών πυραύλων εναντίον πλοίων, οι οποίοι θα βασίζονται στον βαλλιστικό πύραυλο μικρού βεληνεκούς DF – 15 (CSS – 6) με βεληνεκές 600 χλμ και στον DF – 21 (CSS – 5), πύραυλο μέσου βεληνεκούς (MRB) με βεληνεκές 2.150, το οποίο αυξάνεται στα 2.500 χλμ για την έκδοση DF – 21A (CSS – 5 Mod 2), η ύπαρξη των οποίων είναι γνωστοί από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Οι ναυτικές εκδόσεις των πυραύλων αυτών θα διαθέτουν «οχήματα επανεισόδου» (reentry vehicles), τα οποία θα έχουν τροποποιηθεί σε οχήματα επανεισόδου με ικανότητα εκτέλεσης ελιγμών (Maneuvering re – entry vehicles / MaRV), εφοδιασμένα με ραντάρ, υπέρυθρους αισθητήρες ή άλλες συσκευές, ώστε να μπορούν να προσβάλουν κινούμενα πλοία. Το γραφείο πληροφοριών του αμερικανικού ναυτικού (Office of Naval Intelligence) εκτιμά ότι ο πύραυλος αυτός βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης και ενδέχεται να εφοδιάζεται με ενεργά και παθητικά ραντάρ για τον εγκλωβισμό των στόχων του. Για να μπορέσουν να επιτύχουν κάτι τέτοιο οι κινεζικές αμυντικές βιομηχανίες πρέπει να καταφέρουν να δημιουργήσουν σμικρυμένα και σκληρυμένα (stress hardening) συστήματα ραντάρ.
Το βεληνεκές των πυραύλων αυτών καθιστά αναγκαία την ανάπτυξη συστημάτων εντοπισμού στόχων σε μεγάλες αποστάσεις. Για τον σκοπό αυτό, οι Κινέζοι αναμένεται να αναπτύξουν ραντάρ με ικανότητες εντοπισμού στόχων πέραν του ορίζοντος (Over – The – Horizon / OTH), δορυφόρους και μη επανδρωμένα αεροχήματα. Ασιατικές πηγές εκτιμούν ωστόσο ότι η Κίνα δεν θα έχει τη νέα οικογένεια δορυφόρων τηλεπισκόπισης πριν από το 2009 έτσι ώστε να είναι οι πύραυλοί της αυτοί (σε περίπτωση βέβαια που υλοποιηθεί η δημιουργία τους) πλήρως επιχειρησιακοί.
Για την ανάληψη των καθηκόντων αυτών η Κίνα φαίνεται πως συμπαραγάγει τους ρωσικούς δορυφόρους τηλεπισκόπισης Kornet της NPO Machinostroyenia, εφοδιασμένους είτε με ραντάρ είτε με ηλεκτροοπτικές κάμερες. Ο πρώτος «αστερισμός» των δορυφόρων αυτών θα αποτελείται από δύο δορυφόρους με ηλεκτροοπτικές κάμερες και έναν με ραντάρ, με προοπτική να φτάσουν στους τέσσερις ηλεκτροοπτικούς και σε τέσσερις με ραντάρ. Η Κίνα διαθέτει ήδη σήμερα ραντάρ OTH καθώς και UAV μεγάλης εμβέλειας, τα οποία ενδέχεται να υποκαταστήσουν τους δορυφόρους στα καθήκοντα εντοπισμού πλοίων - στόχων. Πηγή: Jane’s Defence Weekly, 25 January 2006, σελίδα 12. “China develops anti – ship missile”. Ted Parsons.
5. Αξίζει να επισημανθεί ότι η πρώτη επίσημη παρουσίαση του ισραηλινού πυραυλικού συστήματος LORA της εταιρείας ΙΑΙ έγινε κατά τη διάρκεια παρουσίασής του στον Τούρκο υπουργό Άμυνας. Ο πύραυλος αυτός χρησιμοποιεί πυραυλοκινητήρα στερεών καυσίμων, έχει μέγιστο βεληνεκές 200 χλμ. (επισήμως, αν και το πραγματικό του ενδέχεται να είναι σημαντικά μεγαλύτερο), μεταφέρει πολεμική κεφαλή βάρους 440 - 600 κιλών και επιτυγχάνει ακρίβεια πλήγματος μικρότερη των δέκα μέτρων στο μέγιστο βεληνεκές.
Τέσσερις πύραυλοι τοποθετούνται σε έναν κινητό εκτοξευτή και μπορούν να βληθούν μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Σύμφωνα με τους κατασκευαστές του, το LORA μπορεί να εκτοξευτεί και από πλοία επιφανείας και να λειτουργήσει και ως πύραυλος επιφανείας – επιφανείας. Τον Μάρτιο του 2004, το βλήμα δοκιμάστηκε με επιτυχία στη Μεσόγειο Θάλασσα. Η Ινδία έχει, επίσης, δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πύραυλο.
Εννοείται φυσικά ότι αυτό είναι απλώς ένα (πιθανό) παράδειγμα του πώς μπορούν οι Τούρκοι να αναπτύξουν ασύμμετρες πολεμικές ικανότητες, οι οποίες θα είναι σε θέση να ανατρέψουν ριζικά και άμεσα τους συσχετισμούς ισχύος στο ελληνοτουρκικό σύστημα χωρίς αυτό να εμφανίζεται ούτε στις ποσοτικές συγκρίσεις, ούτε με τις συμβατικές μεθόδους μέτρησης και σύγκρισης των πολεμικών ικανοτήτων και προσομοίωσης μέσω πολεμικών παιγνίων...
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής ανάλυσης και πολεμικής τεχνολογίας. Διδάσκει στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Σημειώσεις:
1. Περισσότερη τεκμηρίωση και ανάλυση για το συγκεκριμένο θέμα ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο βιβλίο του καθηγητή γεωπολιτικής Ι.Θ. Μάζη Η γεωπολιτική στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και η Τουρκία, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Πηγές:
1) Jane’s Defence Weekly, 7 May 2003, σελίδα 2. “US moves towards more flexible global basing”. Kim Burger.
2) Jane’s Defence Weekly, 7 May 2003, σελίδα 8. “US Navy floats lighter – than – air transport concept”. Michael Sirak & Kim Burger.
3. Σύμφωνα με μια μελέτη του αμερικανικού Πενταγώνου που αναφέρεται στη μελλοντική πολεμική μηχανή και φέρει τον τίτλο «Chinese Views of Future Warfare», η Κίνα στοχεύει να πλευροκοπήσει την αμερικανική ισχύ, επενδύοντας σε μια μεθοδολογία «ασύμμετρων» επιχειρήσεων. Πολύ απλά, η Κίνα, αφού δεν μπορεί να αποκτήσει ισάξια άρματα μάχης, μαχητικά αεροσκάφη, ελικόπτερα κ.λπ. με τις ΗΠΑ, ή ακόμη και τη Ρωσία, θα επενδύσει σε άλλες μορφές πολέμου και σε άλλα όπλα.
Πηγή: Κώστας Γρίβας «Ο Πόλεμος στον 21ο Αιώνα», εκδόσεις Επικοινωνίες, Αθήνα 1999.
4. Για την ακρίβεια, θα υπάρχει μια ολόκληρη οικογένεια βαλλιστικών πυραύλων εναντίον πλοίων, οι οποίοι θα βασίζονται στον βαλλιστικό πύραυλο μικρού βεληνεκούς DF – 15 (CSS – 6) με βεληνεκές 600 χλμ και στον DF – 21 (CSS – 5), πύραυλο μέσου βεληνεκούς (MRB) με βεληνεκές 2.150, το οποίο αυξάνεται στα 2.500 χλμ για την έκδοση DF – 21A (CSS – 5 Mod 2), η ύπαρξη των οποίων είναι γνωστοί από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Οι ναυτικές εκδόσεις των πυραύλων αυτών θα διαθέτουν «οχήματα επανεισόδου» (reentry vehicles), τα οποία θα έχουν τροποποιηθεί σε οχήματα επανεισόδου με ικανότητα εκτέλεσης ελιγμών (Maneuvering re – entry vehicles / MaRV), εφοδιασμένα με ραντάρ, υπέρυθρους αισθητήρες ή άλλες συσκευές, ώστε να μπορούν να προσβάλουν κινούμενα πλοία. Το γραφείο πληροφοριών του αμερικανικού ναυτικού (Office of Naval Intelligence) εκτιμά ότι ο πύραυλος αυτός βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης και ενδέχεται να εφοδιάζεται με ενεργά και παθητικά ραντάρ για τον εγκλωβισμό των στόχων του. Για να μπορέσουν να επιτύχουν κάτι τέτοιο οι κινεζικές αμυντικές βιομηχανίες πρέπει να καταφέρουν να δημιουργήσουν σμικρυμένα και σκληρυμένα (stress hardening) συστήματα ραντάρ.
Το βεληνεκές των πυραύλων αυτών καθιστά αναγκαία την ανάπτυξη συστημάτων εντοπισμού στόχων σε μεγάλες αποστάσεις. Για τον σκοπό αυτό, οι Κινέζοι αναμένεται να αναπτύξουν ραντάρ με ικανότητες εντοπισμού στόχων πέραν του ορίζοντος (Over – The – Horizon / OTH), δορυφόρους και μη επανδρωμένα αεροχήματα. Ασιατικές πηγές εκτιμούν ωστόσο ότι η Κίνα δεν θα έχει τη νέα οικογένεια δορυφόρων τηλεπισκόπισης πριν από το 2009 έτσι ώστε να είναι οι πύραυλοί της αυτοί (σε περίπτωση βέβαια που υλοποιηθεί η δημιουργία τους) πλήρως επιχειρησιακοί.
Για την ανάληψη των καθηκόντων αυτών η Κίνα φαίνεται πως συμπαραγάγει τους ρωσικούς δορυφόρους τηλεπισκόπισης Kornet της NPO Machinostroyenia, εφοδιασμένους είτε με ραντάρ είτε με ηλεκτροοπτικές κάμερες. Ο πρώτος «αστερισμός» των δορυφόρων αυτών θα αποτελείται από δύο δορυφόρους με ηλεκτροοπτικές κάμερες και έναν με ραντάρ, με προοπτική να φτάσουν στους τέσσερις ηλεκτροοπτικούς και σε τέσσερις με ραντάρ. Η Κίνα διαθέτει ήδη σήμερα ραντάρ OTH καθώς και UAV μεγάλης εμβέλειας, τα οποία ενδέχεται να υποκαταστήσουν τους δορυφόρους στα καθήκοντα εντοπισμού πλοίων - στόχων. Πηγή: Jane’s Defence Weekly, 25 January 2006, σελίδα 12. “China develops anti – ship missile”. Ted Parsons.
5. Αξίζει να επισημανθεί ότι η πρώτη επίσημη παρουσίαση του ισραηλινού πυραυλικού συστήματος LORA της εταιρείας ΙΑΙ έγινε κατά τη διάρκεια παρουσίασής του στον Τούρκο υπουργό Άμυνας. Ο πύραυλος αυτός χρησιμοποιεί πυραυλοκινητήρα στερεών καυσίμων, έχει μέγιστο βεληνεκές 200 χλμ. (επισήμως, αν και το πραγματικό του ενδέχεται να είναι σημαντικά μεγαλύτερο), μεταφέρει πολεμική κεφαλή βάρους 440 - 600 κιλών και επιτυγχάνει ακρίβεια πλήγματος μικρότερη των δέκα μέτρων στο μέγιστο βεληνεκές.
Τέσσερις πύραυλοι τοποθετούνται σε έναν κινητό εκτοξευτή και μπορούν να βληθούν μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Σύμφωνα με τους κατασκευαστές του, το LORA μπορεί να εκτοξευτεί και από πλοία επιφανείας και να λειτουργήσει και ως πύραυλος επιφανείας – επιφανείας. Τον Μάρτιο του 2004, το βλήμα δοκιμάστηκε με επιτυχία στη Μεσόγειο Θάλασσα. Η Ινδία έχει, επίσης, δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πύραυλο.
Πηγή: Jane’s Defence Weekly, 18 May 2005, σελίδα 15. “LORA goes on display, data revealed”.
Νεο-οθωμανισμός και ελληνισμός
Νεο-οθωμανισμός και ελληνισμός