Για να προχωρήσει οποιαδήποτε προσπάθεια στην κατεύθυνση της συγκρότησης ευρωπαϊκού στρατού απαιτούνται δύο κύριες προϋποθέσεις: πολιτική βούληση εκ μέρους των κρατών μελών και χρηματοδότηση. Αμφότερα δεν υπάρχουν, τουλάχιστον στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την υλοποίηση ενός τέτοιου στόχου.
Δρ Ιωάννης Παρίσης (*)
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, στη γερμανική εφημερίδα Welt am Sonntag, περί της ανάγκης δημιουργίας Ευρωπαϊκού Στρατού, επανέφεραν το θέμα αυτό στη δημόσια συζήτηση. Κάποιοι ωστόσο εκφράζουν απόψεις επί του θέματος χωρίς ούτε να γνωρίζουν τα δεδομένα και τις προϋποθέσεις ούτε να αντιλαμβάνονται τις δυσχέρειες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Αρκετοί συνέδεσαν το θέμα με την παλιότερη αναφορά σε «Ευρωστρατό», έναν όρο που ήταν στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα προ δεκαετίας και πλέον.
Δρ Ιωάννης Παρίσης (*)
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, στη γερμανική εφημερίδα Welt am Sonntag, περί της ανάγκης δημιουργίας Ευρωπαϊκού Στρατού, επανέφεραν το θέμα αυτό στη δημόσια συζήτηση. Κάποιοι ωστόσο εκφράζουν απόψεις επί του θέματος χωρίς ούτε να γνωρίζουν τα δεδομένα και τις προϋποθέσεις ούτε να αντιλαμβάνονται τις δυσχέρειες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Αρκετοί συνέδεσαν το θέμα με την παλιότερη αναφορά σε «Ευρωστρατό», έναν όρο που ήταν στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα προ δεκαετίας και πλέον.
Τι ακριβώς είπε ο κ. Γιουνκέρ; Καταρχήν επανέλαβε το αυτονόητο, ότι η ΕΕ χρειάζεται τον δικό της στρατό «για να αντιμετωπίσει τη Ρωσία και άλλες απειλές αλλά και για να αποκαταστήσει την εικόνα της στον κόσμο όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της.» Αναφερόμενος στο ΝΑΤΟ,είπε ότι δεν επαρκεί γιατί δεν είναι μέλη της ΕΕ όλα τα μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας. «Ένας κοινός στρατός της ΕΕ θα έδειχνε στον κόσμο ότι δεν θα γίνει ποτέ ξανά πόλεμος μεταξύ χωρών της ΕΕ. Ένας τέτοιος στρατός θα μας βοηθούσε επίσης να συγκροτήσουμε μία κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας και θα επέτρεπε στην Ευρώπη να αναλάβει ευθύνες στον κόσμο» δήλωσε ο Γιουνκέρ.
Είπε ακόμα ότι ένας κοινός στρατός της ΕΕ θα λειτουργούσε αποτρεπτικά και θα ήταν χρήσιμος στην ουκρανική κρίση. «Με τον δικό της στρατό η Ευρώπη θα αντιδρούσε με μεγαλύτερη αξιοπιστία στην απειλή για την ειρήνη ενός κράτους μέλους ή μίας γειτονικής χώρας. Ένας ευρωπαϊκός στρατός δεν θα είχε την έννοια της άμεσης ανάπτυξης, αλλά ένας ενιαίος ευρωπαϊκός στρατός θα περνούσε ένα σαφές μήνυμα στη Ρωσία ότι μιλάμε σοβαρά όταν πρόκειται για την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών αξιών.»
Η Γερμανίδα Υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λέγεν χαιρέτισε την πρόταση Γιουνκέρ, δηλώνοντας σε γερμανικό ραδιόφωνο: «Το μέλλον μας ως Ευρωπαίοι, κάποια στιγμή θα είναι με έναν ευρωπαϊκό στρατό». Είναι προφανές ότι οι δηλώσεις Γιουνκέρ δεν έγιναν «τυχαίως» ούτε η Γερμανίδα Υπουργός ανέμενε να τις πληροφορηθεί από τον Τύπο για… να συμφωνήσει! Παρά ταύτα, η συμπεριφορά της Γερμανίας στα θέματα της αμυντικής συνεργασίας δεν ήταν πάντοτε θετική, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Λιβύης το 2011, όπου Αγγλία και Γαλλία έπαιξαν ηγετικό ρόλο, απούσης της Γερμανίας.
Οι ηγέτες της ΕΕ έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν την ενίσχυση της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας (ΚΠΑΑ) βελτιώνοντας τις δυνατότητες άμεσης αντίδρασης. Ωστόσο, η Βρετανία, μία από τις δύο μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της ΕΕ, εκφράζει επιφυλάξεις ως προς την ανάληψη μεγαλύτερου στρατιωτικού ρόλου από την ΕΕ, φοβούμενη ότι αυτό ενδεχομένως να υπονόμευε το ΝΑΤΟ. Από την πλευρά της η Γαλλία κρατά αποστάσεις, αν και παραδοσιακά είναι η κύρια υπέρμαχος της ευρωπαϊκής αυτονομίας στον αμυντικό τομέα. Ας η λησμονούμε άλλωστε, πως και η Γαλλία, επί Προεδρίας Σαρκοζύ, επέστρεψε στη Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ, από την οποία είχε αποχωρήσει τη δεκαετία του 1960 σε μία προσπάθεια μεγαλύτερης αυτονόμησης της αμυντικής της πολιτικής.
Είναι γεγονός ότι, η «κοινή άμυνα» ετέθη εξαρχής ως μελλοντικός στόχος της ΕΕ. Πράγματι, στο προοίμιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ (Συνθήκη για την ΕΕ) αναφερόταν ότι: «…αποφασισμένοι να εφαρμόσουν μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, που συμπεριλαμβάνει την εν καιρώ διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί, σε δεδομένη στιγμή να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, ενισχύοντας έτσι την ευρωπαϊκή ταυτότητα και ανεξαρτησία…». Το στοιχείο, κατά συνέπεια, που υπάρχει εδώ είναι η χρονική ασάφεια σχετικά με την μελλοντική διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής και άρα κοινής άμυνας.
Είναι προφανές ότι οι ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών δεν είχαν καμία αμφιβολία για τις δυσκολίες που υπάρχουν στην υλοποίηση αυτής της κοινής άμυνας. Είναι εύκολα αντιληπτές. Μπορούμε εδώ να θυμηθούμε τα λόγια του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν σε ομιλία του ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου, τον Ιανουάριο του 1995 (αναφερόμενος στο εν λόγω θέμα): «Πρόκειται για μεγάλη φιλοδοξία, για στόχο που σε ορισμένους μπορεί να φανεί ανέφικτος, […] ο οποίος θα απαιτεί συνεχείς προσπάθειες, αλλά επιτέλους, μας χρειάσθηκε μια γενιά για να πραγματοποιηθεί η μεγάλη αγορά των αγαθών, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Πιθανόν δεν θα είναι ευκολότερο να εναρμονίσουμε το πολιτικό μας συμφέρον, που προέκυψε μετά από αιώνες ενόπλων αγώνων, διπλωματικών και πολιτιστικών επιρροών, εχθροτήτων και κάποτε μίσους ανάμεσα στους λαούς μας. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να προχωρήσουμε σ’ αυτή την εναρμόνιση».
Μια κοινή άμυνα θα σήμαινε τη συγκρότηση ενός Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων Ευρώπης, το οποίο θα αποφάσιζε για όλα τα αμυντικά ζητήματα, όλων των κρατών μελών. Συγκρότηση και μετακινήσεις δυνάμεων, διατάξεις, εξοπλισμούς, επανδρώσεις… όλα τέλος πάντων εκείνα τα ζητήματα για τα οποία σχεδιάζει και αποφασίζει κάθε εθνικό Γενικό Επιτελείο και κάθε Κυβέρνηση φυσικά. Εδώ τίθεται τι ερώτημα: υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα η οποία θα αποδεχόταν εύκολα να παραχωρήσει τις αντίστοιχες αρμοδιότητες – ουσιαστικά κυριαρχικά δικαιώματα – σε ένα κεντρικό όργανο της ΕΕ;
Το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να φαντασθούμε εν προκειμένω θα ήταν η συγκρότηση μιας Ευρωπαϊκής Δύναμης, ανάλογης εκείνης που είχε τεθεί ως στόχος στο Ελσίνκι το 1999, αλλά με προϋποθέσεις πραγματικού ευρωπαϊκού στρατού. Αυτό θα σήμαινε καταρχήν ενιαία διοίκηση, συγκρότηση και εξοπλισμό στο μέτρο που το τελευταίο θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί. Θυμίζω εδώ την «Πρωτοβουλία του Τερβουρέν» του 2003, που είχε εκδηλωθεί από τέσσερις χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο) η οποία, παρόλο που εγκαταλείφθηκε σχεδόν εν τω γεννάσθαι, έδειξε τις ανησυχίες των Ευρωπαίων και το ενδιαφέρον τους να προχωρήσουν ταχύτερα στη δημιουργία αμυντικών θεσμών και δυνατοτήτων.
Θυμίζω ότι κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (10-11 Δεκεμβρίου 1999), ένα χρόνο μετά τη γαλλο-βρετανική Διακήρυξη του St. Malo και έξι μήνες μετά τη Διακήρυξη της Κολωνίας, που καθιέρωσε τη διαδικασία της ΕΠΑΑ (ΚΠΑΑ), τα τότε δεκαπέντε κράτη μέλη της ΕΕ, συμφώνησαν στην αποδοχή ενός στόχου, του Helsinki Headline Goal (HHG). Ο στόχος αυτός αναφερόταν στην απόκτηση στρατιωτικών δυνατοτήτων προκειμένου η ΕΕ να αναλαμβάνει αυτόνομα επιχειρήσεις. Κύριο στοιχείο του HHG ήταν η συγκρότηση μέχρι το 2003, μιας European Rapid Reaction Force (ERRF) – γνωστής επίσης και ως Headline Task Force (HTF). Επισημαίνεται ότι η δύναμη αυτή δεν θα ήταν ένας μόνιμος ευρωπαϊκός στρατός, αλλά, ουσιαστικά, ένας κατάλογος (δεξαμενή) δυνάμεων που θα διέθεταν τα κράτη μέλη για τις αποστολές στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ.
Είναι γεγονός ότι η σύνοδος εκείνη του Ελσίνκι έκανε τεράστια πρόοδο προς την κατεύθυνση της ΚΠΑΑ, η οποία συνεχίσθηκε σταθερά. Τον επόμενο Μάρτιο (2000) τα θεσμικά όργανα – η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας (PSC), η Στρατιωτική Επιτροπή (EUMC) και το στρατιωτικό Επιτελείο (EUMS) – άρχισαν να λειτουργούν σε προσωρινή βάση, εντός της Γραμματείας του Συμβουλίου της ΕΕ, υπό την αιγίδα του τότε Γενικού Γραμματέα/ Ύπατου Εκπροσώπου για την ΚΕΠΠΑ.
Πολλοί ανέμεναν ότι η δημιουργία της ERRF (την οποία λανθασμένα στην Ελλάδα αποκαλούσαν «Ευρωστρατό») θα παρείχε εγγυήσεις για την ασφάλεια των κρατών μελών από επίθεση εκ μέρους τρίτων χωρών. Ο γράφων είχε διατυπώσει τότε την άποψη ότι, θα ήταν μάλλον υπερβολή, η διαδικασία για την υλοποίηση της απόφασης σχετικά με τη δυνατότητα ανάληψης αυτόνομης στρατιωτικής δράσης εκ μέρους της ΕΕ, να οδηγήσει στην εντύπωση ότι πρόκειται περί πραγματικής ευρωπαϊκής άμυνας. Επεσήμαινα τότε την προαναφερθείσα αναφορά στο προοίμιο της Συνθήκης για την «…εν καιρώ διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί, σε δεδομένη στιγμή να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, ενισχύοντας έτσι την ευρωπαϊκή ταυτότητα και ανεξαρτησία…».Όπως γνωρίζουμε, οι προβλέψεις περί αμοιβαίας συνδρομής (αν και όχι με την μορφή που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Ατλαντικής Συμμαχίας) διατυπώθηκαν για πρώτη φορά στη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009).
Περαιτέρω σημείωνα ότι η ΕΕ δεν επεδίωξε με την πρωτοβουλία αυτή να δημιουργήσει ένα στρατιωτικό οργανισμό παράλληλο προς το ΝΑΤΟ, αλλά συμπληρωματικό, και αυτό κατέστη σαφές από τους τότε «δεκαπέντε». Έτσι η Ένωση θα χρησιμοποιεί, όταν είναι αναγκαίο, τη δομή της Συμμαχίας, η οποία επίσης έχει εκφράσει την πρόθεση να ενισχύσει της λιγότερο αναπτυγμένες δυνατότητες των ευρωπαϊκών στρατών: διοίκηση και έλεγχος, πληροφορίες και στρατηγικές μεταφορές. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ελσίνκι, η δημιουργία Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στη δημιουργία «Ευρωπαϊκού Στρατού». Αυτό αναφέρεται και στο κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου: «…Με τη διαδικασία αυτή αποφεύγονται οι περιττές επικαλύψεις (σ.σ. με το ΝΑΤΟ) και δεν απαιτείται η δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού».
Επί του θέματος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Νίκαια (Δεκέμβριος 2000) – το οποίο μεταξύ των άλλων έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης (που είχε αποφασισθεί ένα έτος πριν στο Ελσίνκι), σημείωσε ότι: «…Τα προαναφερθέντα δεν συνεπάγονται τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού. Η διάθεση εθνικών μέσων από τα κράτη μέλη σε τέτοιες επιχειρήσεις θα θεμελιώνονται σε αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων». Επίσης, σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι «…τα κράτη μέλη αποφάσισαν να αναπτύξουν αποτελεσματικότερες στρατιωτικές ικανότητες. Η διεργασία αυτή, διεξαγόμενη χωρίς περιττές επικαλύψεις, δεν συνεπάγεται τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού».
Αν κάποιοι, από τις δηλώσεις Γιουνκέρ σχημάτησαν την εντύπωση ότι πρόκειται για κάτι που μπορεί να συμβεί στο άμεσο μέλλον, προφανώς έχουν λάθος. Οι στρατιωτικές δυνατότητες, παρά τις προσπάθειες (και τις προόδους) για κοινή ασφάλεια και άμυνα, παραμένουν στα χέρια του κάθε κράτους μέλους. Η Συνθήκη προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν στη διάθεση της Ένωσης στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα για την υλοποίηση των επιχειρήσεών της στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ. Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν αν θα συμμετάσχουν σε μια επιχείρησε και κάθε συνεισφορά θα είναι πάντοτε σε εθελοντική βάση.
Ουσιώδες αρνητικό στοιχείο σχετικά με την πρόταση Γιούνκερ συνιστά το ότι, χωρίς πλήρη πολιτική ένωση, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να συγκροτηθεί μια αξιόπιστη δύναμη. Επιπλέον, για να προχωρήσει οποιαδήποτε προσπάθεια στην κατεύθυνση της συγκρότησης ευρωπαϊκού στρατού απαιτούνται δύο κύριες προϋποθέσεις: πολιτική βούληση εκ μέρους των κρατών μελών και χρηματοδότηση. Αμφότερα δεν υπάρχουν, τουλάχιστον στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την υλοποίηση ενός τέτοιου στόχου. Αντίθετα όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες κινούνται σταθερά στην κατεύθυνση μειώσεων προσωπικού, μέσων και αμυντικών δαπανών. Αρκεί να αναφερθεί ότι οι αμυντικές δαπάνες των ευρωπαϊκών χωρών το 2013 (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) ήταν της τάξεως του 1,6%, με την Ελλάδα να προηγείται με ποσοστό 2,3% ακολουθούμενης από το Ηνωμένο Βασίλειο με 2,1% (που όμως από το 2015 με τις περικοπές που αποφασίσθηκαν εκτιμάται επίσημα ότι θα φθάσει στο 1,38% μέχρι το 2025). Να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο ποσοστό των Ηνωμένων Πολιτειών είναι 4,6%.
Ένας σημαντικός παράγων που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στα επόμενα χρόνια είναι η σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και η δυνατότητα της Ευρώπης να καλύψει το κενό που θα προκύψει από τη σταδιακή απόσυρση των Αμερικανών από τα θέματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Είναι εμφανές ότι η απόσυρση από την Ευρώπη και η μετατόπιση του κέντρου βάρους της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής των ΗΠΑ στην Ασία θα συνεχισθεί ανεξαρτήτως του αν θα υπάρξει πρόοδος στην πορεία της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής. Αυτό θα σημαίνει ότι θα υπάρξει αλλαγή στα μεγέθη της ισχύος που προσφέρει σήμερα η διατλαντική σχέση και κατά συνέπεια οι Ευρωπαίοι θα είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες για τη διατήρηση της ειρήνης, της ασφάλειας και της σταθερότητας στον περίγυρό τους. Στο πλαίσιο αυτό ίσως «κληθούν» να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες στο ΝΑΤΟ, που τώρα στηρίζεται κυρίως στο ενδιαφέρον και τις δυνατότητες που προσφέρει ο υπερατλαντικός σύμμαχος. Ίσως οι Ευρωπαίοι κληθούν εκ των πραγμάτων να αναλάβουν την πλήρη διοίκηση και λειτουργία της Συμμαχίας, αποκτώντας μέσα από αυτήν, τον «πολυπόθητο» ευρωπαϊκό στρατό, για την άμυνα της ηπείρου.
(*) Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης, Πρόεδρος Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων (www.acastran.org)
Είπε ακόμα ότι ένας κοινός στρατός της ΕΕ θα λειτουργούσε αποτρεπτικά και θα ήταν χρήσιμος στην ουκρανική κρίση. «Με τον δικό της στρατό η Ευρώπη θα αντιδρούσε με μεγαλύτερη αξιοπιστία στην απειλή για την ειρήνη ενός κράτους μέλους ή μίας γειτονικής χώρας. Ένας ευρωπαϊκός στρατός δεν θα είχε την έννοια της άμεσης ανάπτυξης, αλλά ένας ενιαίος ευρωπαϊκός στρατός θα περνούσε ένα σαφές μήνυμα στη Ρωσία ότι μιλάμε σοβαρά όταν πρόκειται για την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών αξιών.»
Η Γερμανίδα Υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λέγεν χαιρέτισε την πρόταση Γιουνκέρ, δηλώνοντας σε γερμανικό ραδιόφωνο: «Το μέλλον μας ως Ευρωπαίοι, κάποια στιγμή θα είναι με έναν ευρωπαϊκό στρατό». Είναι προφανές ότι οι δηλώσεις Γιουνκέρ δεν έγιναν «τυχαίως» ούτε η Γερμανίδα Υπουργός ανέμενε να τις πληροφορηθεί από τον Τύπο για… να συμφωνήσει! Παρά ταύτα, η συμπεριφορά της Γερμανίας στα θέματα της αμυντικής συνεργασίας δεν ήταν πάντοτε θετική, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Λιβύης το 2011, όπου Αγγλία και Γαλλία έπαιξαν ηγετικό ρόλο, απούσης της Γερμανίας.
Οι ηγέτες της ΕΕ έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν την ενίσχυση της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας (ΚΠΑΑ) βελτιώνοντας τις δυνατότητες άμεσης αντίδρασης. Ωστόσο, η Βρετανία, μία από τις δύο μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της ΕΕ, εκφράζει επιφυλάξεις ως προς την ανάληψη μεγαλύτερου στρατιωτικού ρόλου από την ΕΕ, φοβούμενη ότι αυτό ενδεχομένως να υπονόμευε το ΝΑΤΟ. Από την πλευρά της η Γαλλία κρατά αποστάσεις, αν και παραδοσιακά είναι η κύρια υπέρμαχος της ευρωπαϊκής αυτονομίας στον αμυντικό τομέα. Ας η λησμονούμε άλλωστε, πως και η Γαλλία, επί Προεδρίας Σαρκοζύ, επέστρεψε στη Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ, από την οποία είχε αποχωρήσει τη δεκαετία του 1960 σε μία προσπάθεια μεγαλύτερης αυτονόμησης της αμυντικής της πολιτικής.
Είναι γεγονός ότι, η «κοινή άμυνα» ετέθη εξαρχής ως μελλοντικός στόχος της ΕΕ. Πράγματι, στο προοίμιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ (Συνθήκη για την ΕΕ) αναφερόταν ότι: «…αποφασισμένοι να εφαρμόσουν μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, που συμπεριλαμβάνει την εν καιρώ διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί, σε δεδομένη στιγμή να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, ενισχύοντας έτσι την ευρωπαϊκή ταυτότητα και ανεξαρτησία…». Το στοιχείο, κατά συνέπεια, που υπάρχει εδώ είναι η χρονική ασάφεια σχετικά με την μελλοντική διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής και άρα κοινής άμυνας.
Είναι προφανές ότι οι ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών δεν είχαν καμία αμφιβολία για τις δυσκολίες που υπάρχουν στην υλοποίηση αυτής της κοινής άμυνας. Είναι εύκολα αντιληπτές. Μπορούμε εδώ να θυμηθούμε τα λόγια του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν σε ομιλία του ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου, τον Ιανουάριο του 1995 (αναφερόμενος στο εν λόγω θέμα): «Πρόκειται για μεγάλη φιλοδοξία, για στόχο που σε ορισμένους μπορεί να φανεί ανέφικτος, […] ο οποίος θα απαιτεί συνεχείς προσπάθειες, αλλά επιτέλους, μας χρειάσθηκε μια γενιά για να πραγματοποιηθεί η μεγάλη αγορά των αγαθών, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Πιθανόν δεν θα είναι ευκολότερο να εναρμονίσουμε το πολιτικό μας συμφέρον, που προέκυψε μετά από αιώνες ενόπλων αγώνων, διπλωματικών και πολιτιστικών επιρροών, εχθροτήτων και κάποτε μίσους ανάμεσα στους λαούς μας. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να προχωρήσουμε σ’ αυτή την εναρμόνιση».
Μια κοινή άμυνα θα σήμαινε τη συγκρότηση ενός Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων Ευρώπης, το οποίο θα αποφάσιζε για όλα τα αμυντικά ζητήματα, όλων των κρατών μελών. Συγκρότηση και μετακινήσεις δυνάμεων, διατάξεις, εξοπλισμούς, επανδρώσεις… όλα τέλος πάντων εκείνα τα ζητήματα για τα οποία σχεδιάζει και αποφασίζει κάθε εθνικό Γενικό Επιτελείο και κάθε Κυβέρνηση φυσικά. Εδώ τίθεται τι ερώτημα: υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα η οποία θα αποδεχόταν εύκολα να παραχωρήσει τις αντίστοιχες αρμοδιότητες – ουσιαστικά κυριαρχικά δικαιώματα – σε ένα κεντρικό όργανο της ΕΕ;
Το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να φαντασθούμε εν προκειμένω θα ήταν η συγκρότηση μιας Ευρωπαϊκής Δύναμης, ανάλογης εκείνης που είχε τεθεί ως στόχος στο Ελσίνκι το 1999, αλλά με προϋποθέσεις πραγματικού ευρωπαϊκού στρατού. Αυτό θα σήμαινε καταρχήν ενιαία διοίκηση, συγκρότηση και εξοπλισμό στο μέτρο που το τελευταίο θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί. Θυμίζω εδώ την «Πρωτοβουλία του Τερβουρέν» του 2003, που είχε εκδηλωθεί από τέσσερις χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο) η οποία, παρόλο που εγκαταλείφθηκε σχεδόν εν τω γεννάσθαι, έδειξε τις ανησυχίες των Ευρωπαίων και το ενδιαφέρον τους να προχωρήσουν ταχύτερα στη δημιουργία αμυντικών θεσμών και δυνατοτήτων.
Θυμίζω ότι κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (10-11 Δεκεμβρίου 1999), ένα χρόνο μετά τη γαλλο-βρετανική Διακήρυξη του St. Malo και έξι μήνες μετά τη Διακήρυξη της Κολωνίας, που καθιέρωσε τη διαδικασία της ΕΠΑΑ (ΚΠΑΑ), τα τότε δεκαπέντε κράτη μέλη της ΕΕ, συμφώνησαν στην αποδοχή ενός στόχου, του Helsinki Headline Goal (HHG). Ο στόχος αυτός αναφερόταν στην απόκτηση στρατιωτικών δυνατοτήτων προκειμένου η ΕΕ να αναλαμβάνει αυτόνομα επιχειρήσεις. Κύριο στοιχείο του HHG ήταν η συγκρότηση μέχρι το 2003, μιας European Rapid Reaction Force (ERRF) – γνωστής επίσης και ως Headline Task Force (HTF). Επισημαίνεται ότι η δύναμη αυτή δεν θα ήταν ένας μόνιμος ευρωπαϊκός στρατός, αλλά, ουσιαστικά, ένας κατάλογος (δεξαμενή) δυνάμεων που θα διέθεταν τα κράτη μέλη για τις αποστολές στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ.
Είναι γεγονός ότι η σύνοδος εκείνη του Ελσίνκι έκανε τεράστια πρόοδο προς την κατεύθυνση της ΚΠΑΑ, η οποία συνεχίσθηκε σταθερά. Τον επόμενο Μάρτιο (2000) τα θεσμικά όργανα – η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας (PSC), η Στρατιωτική Επιτροπή (EUMC) και το στρατιωτικό Επιτελείο (EUMS) – άρχισαν να λειτουργούν σε προσωρινή βάση, εντός της Γραμματείας του Συμβουλίου της ΕΕ, υπό την αιγίδα του τότε Γενικού Γραμματέα/ Ύπατου Εκπροσώπου για την ΚΕΠΠΑ.
Πολλοί ανέμεναν ότι η δημιουργία της ERRF (την οποία λανθασμένα στην Ελλάδα αποκαλούσαν «Ευρωστρατό») θα παρείχε εγγυήσεις για την ασφάλεια των κρατών μελών από επίθεση εκ μέρους τρίτων χωρών. Ο γράφων είχε διατυπώσει τότε την άποψη ότι, θα ήταν μάλλον υπερβολή, η διαδικασία για την υλοποίηση της απόφασης σχετικά με τη δυνατότητα ανάληψης αυτόνομης στρατιωτικής δράσης εκ μέρους της ΕΕ, να οδηγήσει στην εντύπωση ότι πρόκειται περί πραγματικής ευρωπαϊκής άμυνας. Επεσήμαινα τότε την προαναφερθείσα αναφορά στο προοίμιο της Συνθήκης για την «…εν καιρώ διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί, σε δεδομένη στιγμή να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, ενισχύοντας έτσι την ευρωπαϊκή ταυτότητα και ανεξαρτησία…».Όπως γνωρίζουμε, οι προβλέψεις περί αμοιβαίας συνδρομής (αν και όχι με την μορφή που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Ατλαντικής Συμμαχίας) διατυπώθηκαν για πρώτη φορά στη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009).
Περαιτέρω σημείωνα ότι η ΕΕ δεν επεδίωξε με την πρωτοβουλία αυτή να δημιουργήσει ένα στρατιωτικό οργανισμό παράλληλο προς το ΝΑΤΟ, αλλά συμπληρωματικό, και αυτό κατέστη σαφές από τους τότε «δεκαπέντε». Έτσι η Ένωση θα χρησιμοποιεί, όταν είναι αναγκαίο, τη δομή της Συμμαχίας, η οποία επίσης έχει εκφράσει την πρόθεση να ενισχύσει της λιγότερο αναπτυγμένες δυνατότητες των ευρωπαϊκών στρατών: διοίκηση και έλεγχος, πληροφορίες και στρατηγικές μεταφορές. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ελσίνκι, η δημιουργία Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στη δημιουργία «Ευρωπαϊκού Στρατού». Αυτό αναφέρεται και στο κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου: «…Με τη διαδικασία αυτή αποφεύγονται οι περιττές επικαλύψεις (σ.σ. με το ΝΑΤΟ) και δεν απαιτείται η δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού».
Επί του θέματος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Νίκαια (Δεκέμβριος 2000) – το οποίο μεταξύ των άλλων έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης (που είχε αποφασισθεί ένα έτος πριν στο Ελσίνκι), σημείωσε ότι: «…Τα προαναφερθέντα δεν συνεπάγονται τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού. Η διάθεση εθνικών μέσων από τα κράτη μέλη σε τέτοιες επιχειρήσεις θα θεμελιώνονται σε αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων». Επίσης, σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι «…τα κράτη μέλη αποφάσισαν να αναπτύξουν αποτελεσματικότερες στρατιωτικές ικανότητες. Η διεργασία αυτή, διεξαγόμενη χωρίς περιττές επικαλύψεις, δεν συνεπάγεται τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού».
Αν κάποιοι, από τις δηλώσεις Γιουνκέρ σχημάτησαν την εντύπωση ότι πρόκειται για κάτι που μπορεί να συμβεί στο άμεσο μέλλον, προφανώς έχουν λάθος. Οι στρατιωτικές δυνατότητες, παρά τις προσπάθειες (και τις προόδους) για κοινή ασφάλεια και άμυνα, παραμένουν στα χέρια του κάθε κράτους μέλους. Η Συνθήκη προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν στη διάθεση της Ένωσης στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα για την υλοποίηση των επιχειρήσεών της στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ. Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν αν θα συμμετάσχουν σε μια επιχείρησε και κάθε συνεισφορά θα είναι πάντοτε σε εθελοντική βάση.
Ουσιώδες αρνητικό στοιχείο σχετικά με την πρόταση Γιούνκερ συνιστά το ότι, χωρίς πλήρη πολιτική ένωση, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να συγκροτηθεί μια αξιόπιστη δύναμη. Επιπλέον, για να προχωρήσει οποιαδήποτε προσπάθεια στην κατεύθυνση της συγκρότησης ευρωπαϊκού στρατού απαιτούνται δύο κύριες προϋποθέσεις: πολιτική βούληση εκ μέρους των κρατών μελών και χρηματοδότηση. Αμφότερα δεν υπάρχουν, τουλάχιστον στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την υλοποίηση ενός τέτοιου στόχου. Αντίθετα όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες κινούνται σταθερά στην κατεύθυνση μειώσεων προσωπικού, μέσων και αμυντικών δαπανών. Αρκεί να αναφερθεί ότι οι αμυντικές δαπάνες των ευρωπαϊκών χωρών το 2013 (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) ήταν της τάξεως του 1,6%, με την Ελλάδα να προηγείται με ποσοστό 2,3% ακολουθούμενης από το Ηνωμένο Βασίλειο με 2,1% (που όμως από το 2015 με τις περικοπές που αποφασίσθηκαν εκτιμάται επίσημα ότι θα φθάσει στο 1,38% μέχρι το 2025). Να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο ποσοστό των Ηνωμένων Πολιτειών είναι 4,6%.
Ένας σημαντικός παράγων που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στα επόμενα χρόνια είναι η σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και η δυνατότητα της Ευρώπης να καλύψει το κενό που θα προκύψει από τη σταδιακή απόσυρση των Αμερικανών από τα θέματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Είναι εμφανές ότι η απόσυρση από την Ευρώπη και η μετατόπιση του κέντρου βάρους της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής των ΗΠΑ στην Ασία θα συνεχισθεί ανεξαρτήτως του αν θα υπάρξει πρόοδος στην πορεία της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής. Αυτό θα σημαίνει ότι θα υπάρξει αλλαγή στα μεγέθη της ισχύος που προσφέρει σήμερα η διατλαντική σχέση και κατά συνέπεια οι Ευρωπαίοι θα είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες για τη διατήρηση της ειρήνης, της ασφάλειας και της σταθερότητας στον περίγυρό τους. Στο πλαίσιο αυτό ίσως «κληθούν» να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες στο ΝΑΤΟ, που τώρα στηρίζεται κυρίως στο ενδιαφέρον και τις δυνατότητες που προσφέρει ο υπερατλαντικός σύμμαχος. Ίσως οι Ευρωπαίοι κληθούν εκ των πραγμάτων να αναλάβουν την πλήρη διοίκηση και λειτουργία της Συμμαχίας, αποκτώντας μέσα από αυτήν, τον «πολυπόθητο» ευρωπαϊκό στρατό, για την άμυνα της ηπείρου.
(*) Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης, Πρόεδρος Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων (www.acastran.org)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!