Διαδεδομένη θέση είναι, ώς γνωστόν, ότι ύφίσταται σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού, ή όποία άπέβη καρποφόρα, κυοφορώντας τον «Ελληνοχριστιανικό Πολιτισμό». Που, πώς και πότε έπήλθε προσέγγιση τών δύο άντιπάλων, κοσμοαντιλήψεων δέν είναι δυνατό νά προσδιορισθεί πειστικά άπό τούς φορείς τής θέσης αυτής.
Ποτέ δέν σταμάτησε ή προσπάθεια αύτή τού χριστιανισμού νά συγκεράσει τή διδασκαλία του μέ τό άκραιφνές 'Ελληνικό πνεύμα, οίκειοποιούμενος τήν υψηλή πνευματική προσφορά τού Έθνους μας, τήν όποία άνήγαγε σέ μέσο διάδοσης τών ιδεών του. 'Ορισμένοι χριστιανικοί κύκλοι ώστόσο διατείνονται, ότι ό χριστιανισμός αποτελεί μετεξέλιξη ή άκόμη και διαχρονική συνέχεια τών άρχών τής αρχαίας Ελληνικής θρησκείας. Έάν υποθετικά δεχθούμε ότι αύτό συμβαίνει, τότε άνακύπτει τό έρώτημα: ποιός ό λόγος, άφού ό 'Ελληνισμός δέν βρέθηκε στήν άνάγκη ή είχε ώφέλεια νά προσεγγίσει ή νά μετεξελιχθεί στόν χριστιανισμό, καθότι αύτούσιος προυπήρξε.
Μέχρι τό 400 μ.Χ. θά άνθέξει ή ’Εθνική θρησκεία στόν άνελέητο πόλεμο πού εξαπέλυσε έναντίον της ή ιουδαιοχριστιανική λαίλαπα. Η έκβαση τής άνισης μάχης ήταν προδικασμένη. Χριστιανισμός, άνατολικής προέλευσης θεωρίες και ρωμαιοκρατία θά συνέτριβαν τήν ιδεολογική, φιλοσοφική και θεολογική έκφραση τού 'Ελληνισμού. Δυστυχώς τό περιεχόμενο τής ιστορικής άλήθειας και τό δίκαιο καθορίζονται άπό τον νικητή, ό όποιος έπιβάλλει ώς άληθινό και σωστό ό,τι ταυτίζεται μέ τις επιδιώξεις και τά συμφέροντα του.
Μία άντικειμενική προσέγγιση τού κεφαλαιώδους σημασίας θέματος τής «έλληνοχριστιανικής σύμπλευσης» έπιβάλλει μία ιδιαίτερη έπιμονή στήν καταγραφή τού ρόλου τής ’Εκκλησίας κατά τούς βυζαντινούς χρόνους, μία άμφιλεγόμενη περίοδο, κατά τήν όποία ή χριστιανική ιδιότητα λειτούργησε σαφώς σέ βάρος τής έθνικής ταυτότητας και συνειδητοποίησης, άφού άρκούσε ή προσήλωση στην όρθόδοξη πίστη, γιά νά γίνει όποιοσδήποτε ρωμαίος πολίτης.
Καί άλλοτε έχει τονισθή μέ έμφαση, ότι ό ίουδαιοχριστιανισμός καταδίωξε τά φυλετικά άρχέτυπα καί μόνο ή πνευματική πενία καί ό πολιτιστικός μαρασμός πού άνέκυψαν εξανάγκασαν τούς βυζαντινούς σέ ένα προκεχωρημένο στάδιο τής ζωής τής Αύτοκρατορίας νά καταφύγουν στο άσβεστο Έλληνικό πνεύμα, γιά νά άπεγκλωβισθούν από τό πολιτιστικό τέλμα, στο όποιο είχαν περιέλθει έξ αιτίας των χριστιανικών έπιλογών.
’Ανεξάρτητα πάντως άπό όλα αυτά άξίζει, νά παραλληλίσουμε τά κύρια χαρακτηριστικά τών δύο φαινομενικά άντίπαλων θρησκειών, του Ιουδαϊσμού καί τού χριστιανισμού, γιά νά καταδειχθεί ή υφιστάμενη συμπόρευση:
Η άπροθυμία άλλά καί ή έγγενής άδυναμία τού χριστιανισμού νά καθαρθεΐ άπό τον έβραϊσμό προσδιορίζει μέ άκρίβεια τό βαθύτερο αίτιο, γιά τό όποιο ή σύγκλιση 'Ελληνισμού - χριστιανισμού κατέστη όχι μόνο άνέφικτη άλλά καί άνεπιθύμητη. Ό χριστιανισμός, έξωραϊσμένη έκφραση τού Ιουδαϊκού τρόπου σκέψης, άποτελεί τον άντίποδα τού 'Ελληνικού πνεύματος.
Περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ
Η απόπειρα του χριστιανισμού νά μεταμφιεσθή σέ Έλληνικό δημιούργημα, αποτελούσε τήν αιχμή του δόρατος τής προσπάθειας πού άπέβλεπε στή χρησιμοποίηση τής διεθνούς 'Ελληνικής γλώσσας, γιά νά διεισδύσει η νεοθρησκεία σέ όλο τον κόσμο. Έτσι, όταν ό ’Απόστολος Παύλος προσδίδει στόν χριστιανισμό διεθνιστικό χαρακτήρα, γιά νά άξιοποιήσει καλύτερα και πιο άποτελεσματικά τή διδασκαλία του, άρχίζει τις περιοδείες του στόν Έλληνικό κόσμο κηρύσσοντας τήν «αλήθεια τού Θεού».
Είναι ιστορικά έπιβεβαιωμένο, ότι οί Ελληνες όχι μόνο δέν έπέδειξαν δεκτικότητα άφομοίωσης τών έβραϊκών δοξασιών, αλλά αντίθετα έχλεύασαν και απέπεμψαν τον Παύλο από τις πόλεις πού απισκέφθηκε. 'Ωστόσο, ό Παύλος άπτόητος και άποφασισμένος νά πραγματώσει τό σχέδιο συνεχίζει τήν περιοδεία του στήν ’Αθήνα, έπιζητώντας νά μιλήσει στήν Πνύκα, τό 47 μ.Χ. Παρά τον χλευασμό πού ύπέστη άπό τούς ’Αθηναίους, όπως ό ίδιος ομολογεί στις «Πράξεις Αποστόλων», άπευθύνεται πρός τούς Ιουδαίους καί μυεί μέλη τής έβραϊκής παροικίας, άναθέτοντας παράλληλα σέ έβραίους τής διασποράς τή διάδοση του χριστιανικού θρησκευτικού λόγου διά τού προσηλυτισμού.
Ποτέ δέν σταμάτησε ή προσπάθεια αύτή τού χριστιανισμού νά συγκεράσει τή διδασκαλία του μέ τό άκραιφνές 'Ελληνικό πνεύμα, οίκειοποιούμενος τήν υψηλή πνευματική προσφορά τού Έθνους μας, τήν όποία άνήγαγε σέ μέσο διάδοσης τών ιδεών του. 'Ορισμένοι χριστιανικοί κύκλοι ώστόσο διατείνονται, ότι ό χριστιανισμός αποτελεί μετεξέλιξη ή άκόμη και διαχρονική συνέχεια τών άρχών τής αρχαίας Ελληνικής θρησκείας. Έάν υποθετικά δεχθούμε ότι αύτό συμβαίνει, τότε άνακύπτει τό έρώτημα: ποιός ό λόγος, άφού ό 'Ελληνισμός δέν βρέθηκε στήν άνάγκη ή είχε ώφέλεια νά προσεγγίσει ή νά μετεξελιχθεί στόν χριστιανισμό, καθότι αύτούσιος προυπήρξε.
Αντίθετα ό δεύτερος προσέγγισε τον Ελληνισμό, γιά νά τον διαβρώσει και στή συνέχεια νά τον εξαφανίσει — πράγμα πού άλλωστε επραξε.
Αύτήν άκριβώς τήν έννοια είχε ή άναγόρευση διαπρεπών Ελλήνων φιλοσόφων σέ αγίους. Επιπρόσθετα ή αγιογράφηση χριστιανικών ναών μέ τις προσωπογραφίες τού Πυθαγόρα, τού Πλάτωνα, τού ’Αριστοτέλη, τού Σωκράτη κ.ά. μαρτυρεί ότι έπικρατούσε ζωντανή άκόμη στις ψυχές τών πιστών τής νέας θρησκείας ή προσήλωση στούς εκπροσώπους του αρχαιοελληνικού μεγαλείου.
Η αποκαλυπτική ομολογία του “αγίου” Αυγουστίνου, σύμφωνα μέ τήν οποία «αύτό πού άποκαλείται σήμερα χριστιανική Θρησκεία ύπήρχε στούς άρχαίους και δεν έπαψε ποτέ νά υπάρχει άπό τότε πού δημιουργήΘηκε τό άνΘρώπινο γένος, μέχρι τήν στιγμή πού, έπειδή ήρθε ό ίδιος ό Χριστός, άρχισαν νά άποκαλούν χριστιανική τήν αληθινή Θρησκεία, πού ύπήρχε ήδη άπό πρίν», δίνει τό μέτρο τής «αφαίμαξης» τής αρχαιοελληνικής πίστης άπό τούς χριστιανούς. Ποια σχέση μπορεί νά άποκτούσε ό ’Ιησούς, ό αποκαλούμενος «βασιλεύς τών ιουδαίων», μέ τον άρχαιοελληνικό κόσμο, άποτελεί ενα ερώτημα.
'Ο ισχυρισμός περί Ελληνοχριστιανικής σύζευξης άποτελεί λοιπόν μέγιστη ιστορική πλάνη.
Δέν υπάρχει συμπόρευση Ελληνικού πνεύματος καί ίουδαιο- χριστιανικής δοξασίας, άλλά ύπαγωγή του Ελληνικού κόσμου στήν εβραϊκή λατρεία κατά τρόπο βίαιο καί συγκεκριμένα μέ τήν ιστορική δολοφονία τού Ελληνικού πνεύματος άπό τον ίουδαιοχριστιανισμό.
Κάτω άπό αύτό τό πρίσμα ή άπόκτηση Ελληνικής Παιδείας άπό επιφανείς εκπροσώπους τού χριστιανισμού - Μ. Βασίλειος, Κλήμης ό ’Αλεξανδρεύς, Ωριγένης καί άλλοι — άπέβλεπε, καί μόνο, στο νά έντρυφήσουν οί χριστιανοί στά έγκατα τής Ελληνικής Σκέψης, νά τήν μελετήσουν εμπεριστατωμένα, ώστε νά διαμορφώσουν τήν έβραιογενή θρησκευτική τους δοξασία σέ επίπλαστα Ελληνική καί νά πείσουν έτσι τον έλληνορρωμαϊκό κόσμο.
Εξ άλλου, ό χριστιανισμός, γιά νά επιβιώσει, ύφαρπάζει συστατικά στοιχεία τών ’Ορφικών Μυστηρίων και χρησιμοποιεί, όπου αύτό καθίσταται αναγκαίο ελλείψει ιουδαϊκού υποβάθρου, τήν Έλληνική άρχιτεκτονική, τήν Έλληνική ζωγραφική, τήν Έλληνική υμνωδία...
Πραγματικά οί χριστιανοί καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες νά αντιγράψουν έξωτερικά τήν Εθνική δοξασία. Δέν είναι τυχαίο άλλωστε τό γεγονός τής έπιβολής του έορτασμού τών Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, ήμέρα εορτασμού άπό τούς λάτρεις τής Εθνικής θρησκείας τού Χειμερινού Ηλιοστασίου. ταυτίζουν δηλαδή τις γιορτές του στή συνείδηση τών λαϊκών μαζών μέ τις τελετές τής Εθνικής θρησκείας. Οί πιστοί τού χριτιανισμού υιοθετούν άκόμη τον άγιασμό τών σπιτιών μέ νερό, μία άπομίμηση τού πανάρχαιου αυτού έθίμου τής ’Εθνικής θρησκείας, έπινοούν τις λιτανείες έμπνεόμενοι άπό τις «θεωρίες» τών άρχαιοελλήνων, άποδέχονται σάν μυστήριό τους τήν βάπτιση κατ’ άπομίμηση τής μυητικής τελετουργίας γιά τήν εισδοχή τών Εθνικών στά μυστήρια κ.λπ.
Αύτά ώς πρός τό τυπικό.
Άπό μία σύγκριση σέ γενικό έπίπεδο άνάμεσα στόν Ελληνισμό και στόν χριστιανισμό προκύπτει, ότι ύφίσταται μεταξύ τους τεράστιο χάσμα, ήθικό, ιδεολογικό και φιλοσοφικό.
Ό Ελληνισμός θέτει αίσθητικές άξιες, τις όποιες άπορρίπτει ό χριστιανισμός, έμμένοντας στήν ταπεινότητα τής ψυχής. Ενστερνίζεται ήρωϊκές άντιλήψεις, δέχεται κοσμογονικούς νόμους πού άποτελούν γιά τον ’Ιεχωβά ύβρη, γιατί άνατρέπουν τήν θεωρία του. Ή άνδρεία καί ή πολεμική άρετή, τό στρατιωτικό ήθος, πού καλλιεργείται στήν άρχαία Ελλάδα όπου πρωτεύουσα σημασία κατέχει ή έννοια τής τιμής, σχέση δέν έχει μέ τό χριστιανικό πνεύμα. Επίσης ή έννοια τής άγάπης, όπως είσάγεται στόν ιουδαιοχριστιανισμό, καμμία σχέση δέν έχει μέ τήν άντίληψη τού Πλατωνικού έρωτα και τής 'Αριστοτελικής φιλίας, είναι διαμετρικά αντίθετα. Γι αυτό ό χριστιανισμός, όταν έπεβλήθη, κατεδίωξε μέ άπίστευτο μίσος όλες αύτές τις ιδεολογικές άξίες.
Μέχρι τό 400 μ.Χ. θά άνθέξει ή ’Εθνική θρησκεία στόν άνελέητο πόλεμο πού εξαπέλυσε έναντίον της ή ιουδαιοχριστιανική λαίλαπα. Η έκβαση τής άνισης μάχης ήταν προδικασμένη. Χριστιανισμός, άνατολικής προέλευσης θεωρίες και ρωμαιοκρατία θά συνέτριβαν τήν ιδεολογική, φιλοσοφική και θεολογική έκφραση τού 'Ελληνισμού. Δυστυχώς τό περιεχόμενο τής ιστορικής άλήθειας και τό δίκαιο καθορίζονται άπό τον νικητή, ό όποιος έπιβάλλει ώς άληθινό και σωστό ό,τι ταυτίζεται μέ τις επιδιώξεις και τά συμφέροντα του.
'Ο ίουδαιοχριστιανισμός, άνάδοχος αύτής τής τακτικής, άναγόρευσε έαυτόν σέ κτήτορα και θεμελιωτή τών έλληνικών παραδόσεων και ένδύθηκε τό μανδύα τού θεματοφύλακά τους, αφού βεβαίως προηγουμένως συκοφάντησε ή διαστρέβλωσε ή παραχάραξε όσες δέν εξάλειψε εντελώς άπό τήν συνείδηση τής άνθρωπότητας.
Μία άντικειμενική προσέγγιση τού κεφαλαιώδους σημασίας θέματος τής «έλληνοχριστιανικής σύμπλευσης» έπιβάλλει μία ιδιαίτερη έπιμονή στήν καταγραφή τού ρόλου τής ’Εκκλησίας κατά τούς βυζαντινούς χρόνους, μία άμφιλεγόμενη περίοδο, κατά τήν όποία ή χριστιανική ιδιότητα λειτούργησε σαφώς σέ βάρος τής έθνικής ταυτότητας και συνειδητοποίησης, άφού άρκούσε ή προσήλωση στην όρθόδοξη πίστη, γιά νά γίνει όποιοσδήποτε ρωμαίος πολίτης.
Γιά πρώτη φορά ό χριστιανισμός άναγόρευσε σε πολίτες κράτους άτομα διάφορης προέλευσης, ετερογενή στοιχεία ενός πολυφυλετικού μωσαϊκού, χρίζοντάς τα «ρωμιούς».
1 Ηταν άρκετός ό άσπασμός του χριστιανισμού, γιά νά καταφέρει ενας εύρωπαιος, άσιάτης ή αφρικανός νά άναδειχθεί στον διοικητικό μηχανισμό τής Αυτοκρατορίας ή και νά καταλάβει κάποια περίοπτη θέση, γεγονός τό όποιο επαληθεύει την έκτίμηση αυτή ό χριστιανισμός άλλοίωσε την εθνική κοινότητα προωθώντας την φυλετική επιμειξία.
Ο θρίαμβος τού χριστιανισμού σηματοδοτεί τήν αιχμαλωσία τού 'Ελληνισμού σέ ενα εξουσιαστικό σχήμα, πού κυριαρχείται από έκδηλα συμπτώματα μισελληνικής νοοτροπίας.
Οί ιδεολογικές αρχές πού περιέβαλλαν τό εξουσιαστικό πρότυπο τού Βυζαντίου, τής «Νέας Σιών», όπως αύτοαπεκαλείτο, υπαγορευόμενες άπό μία δράκα μισελλήνων ρασοφόρων, συνέτειναν στήν καταπίεση τού εθνικού συναισθήματος των 'Ελλήνων, ενώ ή υποβολή τής ιδέας τού «άνεθνικού χριστιανικού έθνους» οδήγησε στον εκφυλισμό των παραδοσιακών εθνικών άξιων. Τό ιερατείο μετέβαλε τήν Αυτοκρατορία σέ υπερασπιστή τού δογματισμού, υποχρεώνοντας τό Εθνος νά άπεμπολήσει και νά έγκαταλείψη άφύλακτη τή δική του κληρονομιά.
'Η προνομιακή μεταχείριση πού ύπέστη ό χριστιανισμός κατά τά χρόνια τής τουρκοκρατίας έξ άφορμής τής άνεξιθρησκείας πού καθιέρωσαν οι ’Οθωμανοί δυνάστες (σέ άντιδιαστολή βέβαια πρός τή διάδοση τής ελληνικής γλώσσας και παιδείας, ή όποια τελούσε ύπό διωγμόν), συνιστά ένα άκόμη στοιχείο, πού επιβεβαιώνει τή στράτευση τής θρησκείας του ’Ιησού και τή χρησιμοποίησή της σάν οργάνου αφελληνισμού. Ούδέποτε ή 'Εκκλησία άπώλεσε τά προνόμιά της καί αύτό καθ’ ήν στιγμήν ό Ελληνισμός ύπέφερε τά πάνδεινα καί δοκιμαζόταν άδιάκοπα άπό τον εχθρό.
'Αντίθετα μάλιστα ό Τούρκος δυνάστης συνέβαλε στήν καλλιέργεια καί προαγωγή του χριστιανικού θρησκεύματος, άφήνοντας νά πλανάται ή εντύπωση ότι ή 'Εκκλησία έχει ύποκαταστήσει τον έλληνικό-κρατικό οργανισμό.Ό μισελληνισμός τών εκπροσώπων τής 'Εκκλησίας υπήρξε συχνά άκρατος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ένός τέτοιου θρησκευτικού ταγού άποτελεί ή περίπτωση του Γ. Σχολάριου, του πρώτου πατριάρχη μετά τήν Αλωση, πού έδήλωσε ότι «μπορεί νά γεννήθηκε 'Έλληνας και νά μιλάει τήν έλληνική γλώσσα, μά είναι μόνο χριστιανός».
Αύτή ή φυσιογνωμία, πού παρέδωσε στήν πυρά τά συγγράμματα του μεγάλου φιλοσόφου Γεωργίου Πλήθωνα, επειδή εμπεριείχαν τήν έσχατη ελπίδα γιά ’Εθνική ’Αναγέννηση, όπως βέβαια καί τόσες άλλες, άντιπροσωπεύει τήν άσβεστη έλπίδα του ιουδαιοχριστιανισμού νά άφανίσει τον 'Ελληνισμό.
Καί άλλοτε έχει τονισθή μέ έμφαση, ότι ό ίουδαιοχριστιανισμός καταδίωξε τά φυλετικά άρχέτυπα καί μόνο ή πνευματική πενία καί ό πολιτιστικός μαρασμός πού άνέκυψαν εξανάγκασαν τούς βυζαντινούς σέ ένα προκεχωρημένο στάδιο τής ζωής τής Αύτοκρατορίας νά καταφύγουν στο άσβεστο Έλληνικό πνεύμα, γιά νά άπεγκλωβισθούν από τό πολιτιστικό τέλμα, στο όποιο είχαν περιέλθει έξ αιτίας των χριστιανικών έπιλογών.
Θά ήταν όμως παράδοξο νά έκδήλωναν οί χριστιανοί ενα άνυπόκριτο ένδιαφέρον γιά τά δημιουργήματα πού έφεραν χαραγμένη πάνω τους τήν έλληνική σφραγίδα, όταν θεωρούσαν τήν προσωνυμία «'Έλλην» σάν τίτλο ατιμωτικό, ταυτίζοντας την έννοιολογικά μέ όποιο χειρότερο συνειρμό.
Ενιωθαν δηλαδή ντροπή γιά ό,τι πνευματικότερο δημιούργησε ή άνθρώπινη διάνοια, ένώ παράλληλα αισθάνονταν ύπερήφανοι γιά τήν έβραϊκή ιστορία καί παράδοση. Είναι οί Ίδιοι, πού ξέκοψαν κάθε έλπίδα, άπό τή Δύση τις κρίσιμες ώρες τής πολιορκίας, γιατί δεν τούς τό έπέτρεπε ή θεολογική διαφωνία γύρω άπό τό «Φιλιόκβε». Γι' αύτό τό λόγο τό θεοκρατούμενο κράτος του Βυζαντίου παραδόθηκε άβοήθητο καί υπονομευμένο εσωτερικά άπό τον χριστιανισμό στις έχθρικές όρδές. Καί δέν είναι τυχαίο τό γεγονός ότι ο Σχολάριος, άμειβόμενος γιά τή στάση πού έπέδειξε τό χριστιανικό ιερατείο κατά τήν Αλωση, ήταν αύτός πού πρώτος κάθισε στον Πατριαρχικό θρόνο υπό τουρκική κυριαρχία.
’Ανεξάρτητα πάντως άπό όλα αυτά άξίζει, νά παραλληλίσουμε τά κύρια χαρακτηριστικά τών δύο φαινομενικά άντίπαλων θρησκειών, του Ιουδαϊσμού καί τού χριστιανισμού, γιά νά καταδειχθεί ή υφιστάμενη συμπόρευση:
'Υπάρχει ταύτιση στήν άναγνώριση τής θεότητας (Γιαχβέ) όσο καί στήν άναγνώριση τής έκλεκτικότητας του ιουδαϊκού λαού.
Τόσο ο χριστιανισμός όσο καί ό Ιουδαϊσμός τυγχάνουν Ιδεολογικά - πολιτικά συστήματα άκράτως άνθελληνικά.
Ιουδαϊσμός καί χριστιανισμός έχουν κοινό ύπόβαθρο τήν «Παλαιά Διαθήκη», έργο τό όποιο θεωρείται ιερό γιά τον εβραϊσμό έμπεριέχον τις βασικές άρχές τής ιστορίας του καί τής θρησκείας του καί κατέχει ιδιαίτερη θέση στήν χριστιανική ’Εκκλησία. ’Εξ άλλου ή έμμονή τής χριστιανικής ’Εκκλησίας νά παρουσιάζεται καί σήμερα σάν ύπέρμαχος τής ιερότητας τής «Παλαιάς Διαθήκης» άποτελεί άπτή άπόδειξη τής άρνησής της νά άποκηρύξει τήν Εβραϊκή καθοδήγηση καί νά άπαγκιστρωθεί άπό τά δεσμά του «περιούσιου λαού».
Η άπροθυμία άλλά καί ή έγγενής άδυναμία τού χριστιανισμού νά καθαρθεΐ άπό τον έβραϊσμό προσδιορίζει μέ άκρίβεια τό βαθύτερο αίτιο, γιά τό όποιο ή σύγκλιση 'Ελληνισμού - χριστιανισμού κατέστη όχι μόνο άνέφικτη άλλά καί άνεπιθύμητη. Ό χριστιανισμός, έξωραϊσμένη έκφραση τού Ιουδαϊκού τρόπου σκέψης, άποτελεί τον άντίποδα τού 'Ελληνικού πνεύματος.
Η συνειδητή καταδίκη τού ιουδαιοχριστιανικού συμπιλήματος απόψεων συνεισφέρει άποφασιστικά στον ενστερνισμό τής άρχαίας έλληνικής κληρονομιάς, πού τόσο συκοφαντήθηκε άπό τούς ίουδαιοχριστιανούς ώς «είδωλολατρεία».
Η άλήθεια, προσόν τής Ελληνικής υπεροχής, δέν πρέπει νά ύφίσταται τήν άέναη κακοποίηση άπό τούς πλαστογράφους τής ιστορίας καί άπό τούς δολοφόνους τού πνεύματος. Καί ό χριστιανισμός, παρά τις πολυαίωνες διώξεις πού εξαπέλυσε ένάντια στόν 'Ελληνικό Πολιτισμό, άπέτυχε νά τον εξαλείψει. Ή αντίστροφη πορεία γιά τήν άποκατάσταση τών 'Ελληνικών ’Αξιών έχει άρχίσει.
Περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!