Οβαννές Γαζαριάν
Απρίλιος - Ιούνιος 2013 τεύχος 77
Πού είσαι ιππότη; Πιο αγνέ ιππότη εσύ.
Καλύτερε ιππότη. Ανάβω την αντάρτικη λαμπάδα, μες στο σκοτάδι κυρά. Μες στο σκοτάδι
(αντάρτικο δημώδες)
Στην εποχή μας όπου όλα έχουν ισοπεδωθεί και εκφυλιστεί, όπου έννοιες όπως η δικαιοσύνη, η ανιδιοτέλεια, η θυσία και το καθήκον έχουν απαξιωθεί κάτω από τη βιτρίνα της άνευ όρων ανάπτυξης, της οικονομικής ευμάρειας και του υπέρμετρου ατομικισμού, υπάρχουν μορφές οι οποίες μοιάζουν με τη φύση που αντιστέκεται, που αναζητεί διαρκώς ευκαιρίες να ανασάνει, να βλαστήσει και να ανακτήσει το καταπατημένο έδαφος. Μια τέτοια μορφή ήταν ο Μοντέ Μελκονιάν.
O Μοντέ όταν ανακάλυψε ότι είναι Αρμένης ξεκίνησε για όπου τον καλούσε το δίκαιο και η πατρίδα. Όταν η Αρμενία τον χρειάστηκε στις πρώτες μάχες της σύγχρονης ιστορίας της με τον προαιώνιο εχθρό, ο Μοντέ ήδη έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα στο πληγωμένο Αρτσάχ και μόνο όταν η μοίρα του έπαιξε με την προδοσία και το θάνατο εγκατέλειψε…
Γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1957 και μέχρι τα 11 του χρόνια τα αισθήματα της αρμενικότητας μέσα του ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Όλα άλλαξαν όταν η οικογένειά του ταξίδεψε για ένα χρόνο στην Ευρώπη το 1964. Την εποχή που βρισκόταν στην Ισπανία και μάθαινε τη γλώσσα, σε ερώτηση του καθηγητή του για το ποια είναι η καταγωγή του αποκρίθηκε: «από την Καλιφόρνια». Ο καθηγητής τον ξαναρώτησε: «από πού κατάγονται οι πρόγονοί σου;!». Ο αδερφός του Μαρκάρ εξομολογείται ότι από εκείνη τη στιγμή ο Μοντέ για μήνες ολόκληρους συλλογιζόταν την ερώτηση του δασκάλου του. Το καλοκαίρι του ιδίου έτους, η οικογένειά του ταξίδεψε στην τουρκοκρατούμενη Αρμενία για να επισκεφθεί τον τόπο καταγωγής των Μελκονιάν. Όπως εκμυστηρεύτηκε αργότερα στη σύζυγό του «τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο ύστερα από εκείνη την επίσκεψη». Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ ολοκληρώνει το γυμνάσιο και φοιτά στο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, με ειδίκευση στην αρχαία ασιατική ιστορία και την αρχαιολογία. Εκεί οργανώνει έκθεση αρμενικών πολιτιστικών αντικειμένων, η οποία διακόπτεται από τις πανεπιστημιακές αρχές, κατόπιν αιτήματος του γενικού πρόξενου της Τουρκίας στο Σαν Φρανσίσκο.
Με την αποφοίτησή του το 1978, ταξίδεψε στο Ιράν όπου δίδαξε Αγγλικά ενώ συμμετείχε στο κίνημα για την ανατροπή του Σάχη. Κυνηγημένος από τη μυστική αστυνομία πέρασε στο Ιρανικό Κουρδιστάν, όπου εκπαιδεύτηκε με τους κούρδους αντάρτες «πεσμεργκά». Το φθινόπωρο του ιδίου έτους μεταβαίνει στη Βηρυτό και συμμετέχει στην άμυνα της αρμενικής συνοικίας Μπουρτζ Χαμούτ ενάντια στους ακροδεξιούς φαλαγγίτες. Εκεί συναντά τη μέλλουσα γυναίκα του Σέτα Κιμπρανιάν και μαθαίνει Αρμενικά, καθώς μέχρι τότε αγνοούσε παντελώς τη μητρική του γλώσσα (τα Αρμενικά ήταν η πέμπτη γλώσσα που μάθαινε, καθώς μέχρι τότε μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιαπωνικά ενώ αργότερα θα μάθαινε Ιταλικά, Αραβικά και Τουρκικά). Στη Βηρυτό συνεργάζεται με αριστερές και μουσουλμανικές οργανώσεις και μάχεται εναντίον των Φαλαγγιτών και Ισραηλινών.
Την άνοιξη του 1980 ο νεανικός ενθουσιασμός και ο πατριωτισμός του, τον οδηγεί στις τάξεις του αμφιλεγόμενου ASALA (Αρμενικός Μυστικός Στρατός για την απελευθέρωση της Αρμενίας). Για τα επόμενα τρία χρόνια εκπαιδεύεται σε παλαιστινιακά στρατόπεδα και συμμετέχει σε επιχειρήσεις της οργάνωσης.
Ο Μοντέ, καθώς πάντα πίστευε ότι ο ένοπλος αγώνας είναι μόνο το μέσο για την επίτευξη των στόχων του αρμενικού λαού και όχι αυτοσκοπός, κάτι το οποίο τον έφερνε σε αντίθεση με τη χρήση τυφλής βίας, που χρησιμοποιούσε η οργάνωση και παρά τις προσπάθειές του να αλλάξει την τακτική της, ήρθε σε ρήξη με αυτήν. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν η επίθεση στο αεροδρόμιο Ορλύ του Παρισιού είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο οχτώ αθώων πολιτών. Μετά από μερικές μέρες ο Μοντέ αποχωρεί από τον ASALA καταγγέλλοντας την τυχοδιωκτική πολιτική του. Ο αρχηγός της οργάνωσης Αγκόπ Αγκοπιάν, για να τον εκδικηθεί, εκτέλεσε δύο από τους πιο αγαπητούς συντρόφους του, τον Γκαρλέν Ανανιάν και τον Αράμ Βαρτανιάν, ενώ εξαπέλυσε άγριο κυνηγητό εναντίον του.
Ο Μοντέ κρύφτηκε για μερικούς μήνες σε διάφορα σημεία της Βηρυτού και κατόπιν μετέβη στη Γαλλία όπου το Νοέμβριο του 1985 συλλαμβάνεται από τη γαλλική αστυνομία για δεύτερη φορά -είχε συλληφθεί το 1981 και είχε μείνει στη φυλακή για ένα διάστημα. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6 ετών για οπλοκατοχή και κατοχή πλαστών εγγράφων. Το 1989 και ύστερα από εγκλεισμό 3,5 ετών στις γαλλικές φυλακές αποφυλακίζεται και ταξιδεύει στη Ν. Υόρκη όπου συναντά τη Σέτα Κιμπρανιάν. Για δύο σχεδόν χρόνια ζουν σε διάφορες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σε κατάσταση μεγάλης ανέχειας. Τον Οκτώβρη του 1990 πηγαίνουν στη Σοβιετική Αρμενία. Εκεί ο Μοντέ εργάζεται για οχτώ μήνες στην Αρμενική Ακαδημία Επιστημών και ταυτόχρονα αφουγκράζεται την συγκεχυμένη κατάσταση της χώρας.
Σε επιστολή του γράφει ότι βρήκε την Αρμενία και το λαό της σε σύγχυση. Προβλέπει ότι η βέβαιη πλέον πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, θα επιφέρει ακόμη μεγαλύτερα δεινά στη χώρα, καθώς οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν αρχίσει να ενεργοποιούνται δεν έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη κρίση. Στη συνέχεια επικεντρώνεται στο Καραμπάχ για το οποίο σημειώνει χαρακτηριστικά: «Αν χάσουμε το Καραμπάχ θα έχουμε γράψει την τελευταία σελίδα της ιστορίας μας». Πιστεύει ότι αν οι δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν καταλάβουν το θύλακα θα προχωρήσουν στο Ζανκεζούρ με κίνδυνο να απειληθεί όλη η χώρα.
Τον Αύγουστο του 1991 στο Μοναστήρι του Κεγάρτ παντρεύεται τη Σέτα και μερικές μέρες αργότερα αναχωρεί για το Καραπάχ για να συναντήσει το πεπρωμένο του. Θέλει να αγωνιστεί για το δίκαιο των Αρμενίων δίνοντας ακόμα και τη ζωή του. Φτάνει στο Σαχουμιάν στις 12 Σεπτεμβρίου και αμέσως αναλαμβάνει δράση. Χάρη στην αυτοθυσία, τον ηρωισμό, την αυταπάρνησή του και τις άριστες στρατιωτικές του ικανότητες προάγεται στο βαθμό του συνταγματάρχη. Το Φλεβάρη του 1992 φθάνει στο Μαρντουνί ως περιφερειακός διοικητής και οι αλλαγές που πραγματοποιεί γίνονται αμέσως αισθητές. Καταφέρνει να οργανώσει τις άτακτες ανταρτικές ομάδες σε πειθαρχημένο και αποτελεσματικό στρατό. Καθιερώνει ένα διαφορετικό ήθος, καθώς απαγορεύει τις εκτελέσεις αιχμαλώτων και την κακοποίηση των γυναικοπαίδων του αντιπάλου. Απαγορεύει ρητά το ποτό πριν και κατά τη διάρκεια της μάχης. Βρίσκεται δίπλα και συμπαραστέκεται σαν αδερφός σε όλους τους στρατιώτες, αλλά ταυτόχρονα είναι αυστηρός και άτεγκτος σε οποιοδήποτε παράπτωμα και αμέλεια που θα στοιχίσει στην έκβαση της μάχης.
Έτρωγε τελευταίος αφού πρώτα βεβαιωνόταν ότι είχαν φάει όλοι οι άντρες του, ήταν πάντα πρώτος στη μάχη, ποτέ δεν χρησιμοποίησε το βαθμό του για να έχει διαφορετική αντιμετώπιση, ενώ τα χρήματα που έπαιρνε τα έδινε στους συγγενείς των τραυματισμένων και νεκρών στρατιωτών. Όλα αυτά, μαζί με τη σεμνότητα και αμεσότητα του χαρακτήρα του, τον έκαναν ιδιαιτέρως αγαπητό σε όλους. Εκεί πήρε και το αγωνιστικό προσωνύμιο «Αβό» και έγινε γνωστός στο Καραμπάχ ως «Commander Avo» (Διοικητής Αβό). Το φθινόπωρο το ‘92 ξεκινά η μεγάλη αντεπίθεση των Αζέρων, οι οποίοι προελαύνουν στο Καραμπάχ και μόνο όταν θα βρεθούν απέναντι στον Μοντέ και τους άνδρες του -συνεπικουρούμενους και από άλλες αρμενικές δυνάμεις- θα ανακοπεί η πορεία τους και θα αρχίσει η τελική τους αποχώρηση από το Καραμπάχ.
Οι δραστηριότητες του Μοντέ δεν περιορίζονται μόνο στο στρατιωτικό τομέα. Θέτει σε λειτουργία ένα συνεταιριστικό αρτοποιείο στο Μαρντουνί, επισκέπτεται και επαναλειτουργεί δημοτικά σχολεία και ιατρικούς σταθμούς στα χωριά της περιοχής.Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, σχεδίαζε με τη γυναίκα του να δημιουργήσουν ένα εργαστήρι χαλιών, στα οποία οι ντόπιοι είχαν ιδιαίτερη ειδίκευση. Σε έναν τόπο με αυστηρά πατριαρχική κουλτούρα ο Μοντέ αποθάρρυνε τις διακρίσεις κατά των γυναικών, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα κάνοντας δουλειές οι οποίες εθεωρούντο υποτιμητικές για τους άνδρες (καθαριότητα, πλύσιμο πιάτων, κ.ά.). Επίσης, καλεί όσες γυναίκες επιθυμούν να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή μαζί τους. Ακόμα, καθιερώνει μια πολιτική είσπραξης φόρου -από το τοπικό φημισμένο κρασί- σε είδος, με τη μορφή πετρελαίου και πυρομαχικών.
Ένα βράδυ του Ιανουαρίου του 1993 σταματάει μια πομπή φορτηγών που έβγαζαν λαθραία κρασί από την επαρχία και κατάσχει όλο το εμπόρευμα. Είναι η αρχή ενός άλλου αγώνα που ξεκίνησε εναντίον ενός εχθρού πιο βρώμικου και αδίστακτου, χειρότερου ακόμα και από τους Αζέρους. Ήταν η αρμενική μαφία της οποίας ο Μοντέ ήταν ορκισμένος εχθρός. Παρά τις παραινέσεις των φίλων και συναγωνιστών του να μην αντιτίθεται τόσο πολύ, ο Μοντέ, ο οποίος τη θεωρεί ως τη μεγαλύτερη πληγή του Καραμπάχ, συνεχίζει να την πολεμάει. Στις 4 Ιουνίου του ‘93 καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα καθώς παραδίδει στην πυρά μια τεράστια έκταση με καλλιέργεια ινδικής καννάβης. Αυτό η τοπική μαφία δεν θα του το συγχωρήσει ποτέ. Στις 12 Ιουνίου κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης καταστροφής στρατιωτικών οχυρών των Αζέρων και ενώ η εξέλιξή της προχωρούσε σύμφωνα με το πρόγραμμα, στο χωριό Μαρζιλί από το οποίο είχαν εκδιωχθεί όλοι οι Αζέροι εμφανίστηκε ένα αζερικό (;) τεθωρακισμένο όχημα το οποίο έκλεισε το δρόμο στο τζιπ όπου βρισκόταν ο Μοντέ και τέσσερις άνδρες. Ένας από αυτούς, ο Γκομιτάς, βγήκε να κάνει αναγνώριση, αλλά πριν προλάβει οτιδήποτε, το τεθωρακισμένο όχημα τους γάζωσε με τα δύο πολυβόλα του. Όλοι οι άνδρες τραυματίστηκαν, ενώ ο Μοντέ που προσπάθησε να τραβήξει πίσω τον Γκομιτάς έπεσε νεκρός. Ο «Εφιάλτης» για άλλη μια φορά επιτέλεσε το σκοτεινό του έργο.
Ο Μοντέ θα μπορούσε να είχε μείνει στις ΗΠΑ και να συνεχίσει την πετυχημένη επιχείρηση του πατέρα του, να γίνει στέλεχος μεγάλης εταιρίας καθώς είχε και τη μόρφωση και τη γλωσσομάθεια που απαιτούνταν, να ακολουθήσει την μποέμικη ζωή των διανοουμένων φίλων του στο Σαν Φρανσίσκο και τη Νέα Υόρκη. Όμως ο Μοντέ δεν χωρούσε πουθενά σε όλα αυτά. Αυτός πάντα ήθελε να πολεμάει το άδικο να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Ποτέ δεν ήταν ο «εθνικιστής» και ο «υπερπατριώτης» πίστευε ότι ο αγώνας του αρμενικού λαού ήταν δίκαιος και γι’ αυτό βρισκόταν εκεί. Άλλωστε η τελευταία του συνέντευξη πριν σκοτωθεί αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Στην Αρμενία, μια χώρα που δεν υπάρχουν τίτλοι ευγενείας, ο ύψιστος τίτλος τιμής για τον Αρμένιο είναι αυτός του φενταΐ (αντάρτης) και του αζανταμαρντίκ (μαχητής της ελευθερίας). Του πατριώτη που παίρνει το όπλο και βγαίνει εθελοντικά στο βουνό να πολεμήσει τον κατακτητή. Όπου και αν ανήκει, σε όποια οργάνωση, ο φενταΐ είναι άκριτος, διότι αυτός θυσιάζει τη ζωή του και όχι οι άλλοι που εκ του ασφαλούς κρίνουν. Όσο για τον Μοντέ το τέλος του αποδεικνύει για άλλη μια φορά, ότι η ζωή ανταμείβει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τους χαρισματικούς που εκφράζουν το όραμα μια ελευθερίας χωρίς όρια. Ή όπως έγραψε ένας άλλος μεγάλος επαναστάτης ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα «Όλοι εμείς οι απροσάρμοστοι είμαστε καταδικασμένοι να σκοτωθούμε, καταρώμενοι μια εξουσία που τελικά στηρίζουμε με το θάνατό μας».
http://www.armenika.gr/istoria/82-istorikes-prosopikotites/523-monte-melkonian
Απρίλιος - Ιούνιος 2013 τεύχος 77
Πού είσαι ιππότη; Πιο αγνέ ιππότη εσύ.
Καλύτερε ιππότη. Ανάβω την αντάρτικη λαμπάδα, μες στο σκοτάδι κυρά. Μες στο σκοτάδι
(αντάρτικο δημώδες)
Στην εποχή μας όπου όλα έχουν ισοπεδωθεί και εκφυλιστεί, όπου έννοιες όπως η δικαιοσύνη, η ανιδιοτέλεια, η θυσία και το καθήκον έχουν απαξιωθεί κάτω από τη βιτρίνα της άνευ όρων ανάπτυξης, της οικονομικής ευμάρειας και του υπέρμετρου ατομικισμού, υπάρχουν μορφές οι οποίες μοιάζουν με τη φύση που αντιστέκεται, που αναζητεί διαρκώς ευκαιρίες να ανασάνει, να βλαστήσει και να ανακτήσει το καταπατημένο έδαφος. Μια τέτοια μορφή ήταν ο Μοντέ Μελκονιάν.
O Μοντέ όταν ανακάλυψε ότι είναι Αρμένης ξεκίνησε για όπου τον καλούσε το δίκαιο και η πατρίδα. Όταν η Αρμενία τον χρειάστηκε στις πρώτες μάχες της σύγχρονης ιστορίας της με τον προαιώνιο εχθρό, ο Μοντέ ήδη έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα στο πληγωμένο Αρτσάχ και μόνο όταν η μοίρα του έπαιξε με την προδοσία και το θάνατο εγκατέλειψε…
Γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1957 και μέχρι τα 11 του χρόνια τα αισθήματα της αρμενικότητας μέσα του ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Όλα άλλαξαν όταν η οικογένειά του ταξίδεψε για ένα χρόνο στην Ευρώπη το 1964. Την εποχή που βρισκόταν στην Ισπανία και μάθαινε τη γλώσσα, σε ερώτηση του καθηγητή του για το ποια είναι η καταγωγή του αποκρίθηκε: «από την Καλιφόρνια». Ο καθηγητής τον ξαναρώτησε: «από πού κατάγονται οι πρόγονοί σου;!». Ο αδερφός του Μαρκάρ εξομολογείται ότι από εκείνη τη στιγμή ο Μοντέ για μήνες ολόκληρους συλλογιζόταν την ερώτηση του δασκάλου του. Το καλοκαίρι του ιδίου έτους, η οικογένειά του ταξίδεψε στην τουρκοκρατούμενη Αρμενία για να επισκεφθεί τον τόπο καταγωγής των Μελκονιάν. Όπως εκμυστηρεύτηκε αργότερα στη σύζυγό του «τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο ύστερα από εκείνη την επίσκεψη». Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ ολοκληρώνει το γυμνάσιο και φοιτά στο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, με ειδίκευση στην αρχαία ασιατική ιστορία και την αρχαιολογία. Εκεί οργανώνει έκθεση αρμενικών πολιτιστικών αντικειμένων, η οποία διακόπτεται από τις πανεπιστημιακές αρχές, κατόπιν αιτήματος του γενικού πρόξενου της Τουρκίας στο Σαν Φρανσίσκο.
Τα απελευθερωτικά κινήματα
Με την αποφοίτησή του το 1978, ταξίδεψε στο Ιράν όπου δίδαξε Αγγλικά ενώ συμμετείχε στο κίνημα για την ανατροπή του Σάχη. Κυνηγημένος από τη μυστική αστυνομία πέρασε στο Ιρανικό Κουρδιστάν, όπου εκπαιδεύτηκε με τους κούρδους αντάρτες «πεσμεργκά». Το φθινόπωρο του ιδίου έτους μεταβαίνει στη Βηρυτό και συμμετέχει στην άμυνα της αρμενικής συνοικίας Μπουρτζ Χαμούτ ενάντια στους ακροδεξιούς φαλαγγίτες. Εκεί συναντά τη μέλλουσα γυναίκα του Σέτα Κιμπρανιάν και μαθαίνει Αρμενικά, καθώς μέχρι τότε αγνοούσε παντελώς τη μητρική του γλώσσα (τα Αρμενικά ήταν η πέμπτη γλώσσα που μάθαινε, καθώς μέχρι τότε μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιαπωνικά ενώ αργότερα θα μάθαινε Ιταλικά, Αραβικά και Τουρκικά). Στη Βηρυτό συνεργάζεται με αριστερές και μουσουλμανικές οργανώσεις και μάχεται εναντίον των Φαλαγγιτών και Ισραηλινών.
Την άνοιξη του 1980 ο νεανικός ενθουσιασμός και ο πατριωτισμός του, τον οδηγεί στις τάξεις του αμφιλεγόμενου ASALA (Αρμενικός Μυστικός Στρατός για την απελευθέρωση της Αρμενίας). Για τα επόμενα τρία χρόνια εκπαιδεύεται σε παλαιστινιακά στρατόπεδα και συμμετέχει σε επιχειρήσεις της οργάνωσης.
Η ρήξη με τον ASALA
Ο Μοντέ, καθώς πάντα πίστευε ότι ο ένοπλος αγώνας είναι μόνο το μέσο για την επίτευξη των στόχων του αρμενικού λαού και όχι αυτοσκοπός, κάτι το οποίο τον έφερνε σε αντίθεση με τη χρήση τυφλής βίας, που χρησιμοποιούσε η οργάνωση και παρά τις προσπάθειές του να αλλάξει την τακτική της, ήρθε σε ρήξη με αυτήν. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν η επίθεση στο αεροδρόμιο Ορλύ του Παρισιού είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο οχτώ αθώων πολιτών. Μετά από μερικές μέρες ο Μοντέ αποχωρεί από τον ASALA καταγγέλλοντας την τυχοδιωκτική πολιτική του. Ο αρχηγός της οργάνωσης Αγκόπ Αγκοπιάν, για να τον εκδικηθεί, εκτέλεσε δύο από τους πιο αγαπητούς συντρόφους του, τον Γκαρλέν Ανανιάν και τον Αράμ Βαρτανιάν, ενώ εξαπέλυσε άγριο κυνηγητό εναντίον του.
Στις γαλλικές φυλακές
Ο Μοντέ κρύφτηκε για μερικούς μήνες σε διάφορα σημεία της Βηρυτού και κατόπιν μετέβη στη Γαλλία όπου το Νοέμβριο του 1985 συλλαμβάνεται από τη γαλλική αστυνομία για δεύτερη φορά -είχε συλληφθεί το 1981 και είχε μείνει στη φυλακή για ένα διάστημα. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6 ετών για οπλοκατοχή και κατοχή πλαστών εγγράφων. Το 1989 και ύστερα από εγκλεισμό 3,5 ετών στις γαλλικές φυλακές αποφυλακίζεται και ταξιδεύει στη Ν. Υόρκη όπου συναντά τη Σέτα Κιμπρανιάν. Για δύο σχεδόν χρόνια ζουν σε διάφορες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σε κατάσταση μεγάλης ανέχειας. Τον Οκτώβρη του 1990 πηγαίνουν στη Σοβιετική Αρμενία. Εκεί ο Μοντέ εργάζεται για οχτώ μήνες στην Αρμενική Ακαδημία Επιστημών και ταυτόχρονα αφουγκράζεται την συγκεχυμένη κατάσταση της χώρας.
Κίνδυνος για το Καραμπάχ
Σε επιστολή του γράφει ότι βρήκε την Αρμενία και το λαό της σε σύγχυση. Προβλέπει ότι η βέβαιη πλέον πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, θα επιφέρει ακόμη μεγαλύτερα δεινά στη χώρα, καθώς οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν αρχίσει να ενεργοποιούνται δεν έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη κρίση. Στη συνέχεια επικεντρώνεται στο Καραμπάχ για το οποίο σημειώνει χαρακτηριστικά: «Αν χάσουμε το Καραμπάχ θα έχουμε γράψει την τελευταία σελίδα της ιστορίας μας». Πιστεύει ότι αν οι δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν καταλάβουν το θύλακα θα προχωρήσουν στο Ζανκεζούρ με κίνδυνο να απειληθεί όλη η χώρα.
Τον Αύγουστο του 1991 στο Μοναστήρι του Κεγάρτ παντρεύεται τη Σέτα και μερικές μέρες αργότερα αναχωρεί για το Καραπάχ για να συναντήσει το πεπρωμένο του. Θέλει να αγωνιστεί για το δίκαιο των Αρμενίων δίνοντας ακόμα και τη ζωή του. Φτάνει στο Σαχουμιάν στις 12 Σεπτεμβρίου και αμέσως αναλαμβάνει δράση. Χάρη στην αυτοθυσία, τον ηρωισμό, την αυταπάρνησή του και τις άριστες στρατιωτικές του ικανότητες προάγεται στο βαθμό του συνταγματάρχη. Το Φλεβάρη του 1992 φθάνει στο Μαρντουνί ως περιφερειακός διοικητής και οι αλλαγές που πραγματοποιεί γίνονται αμέσως αισθητές. Καταφέρνει να οργανώσει τις άτακτες ανταρτικές ομάδες σε πειθαρχημένο και αποτελεσματικό στρατό. Καθιερώνει ένα διαφορετικό ήθος, καθώς απαγορεύει τις εκτελέσεις αιχμαλώτων και την κακοποίηση των γυναικοπαίδων του αντιπάλου. Απαγορεύει ρητά το ποτό πριν και κατά τη διάρκεια της μάχης. Βρίσκεται δίπλα και συμπαραστέκεται σαν αδερφός σε όλους τους στρατιώτες, αλλά ταυτόχρονα είναι αυστηρός και άτεγκτος σε οποιοδήποτε παράπτωμα και αμέλεια που θα στοιχίσει στην έκβαση της μάχης.
«Commander Avo»
Έτρωγε τελευταίος αφού πρώτα βεβαιωνόταν ότι είχαν φάει όλοι οι άντρες του, ήταν πάντα πρώτος στη μάχη, ποτέ δεν χρησιμοποίησε το βαθμό του για να έχει διαφορετική αντιμετώπιση, ενώ τα χρήματα που έπαιρνε τα έδινε στους συγγενείς των τραυματισμένων και νεκρών στρατιωτών. Όλα αυτά, μαζί με τη σεμνότητα και αμεσότητα του χαρακτήρα του, τον έκαναν ιδιαιτέρως αγαπητό σε όλους. Εκεί πήρε και το αγωνιστικό προσωνύμιο «Αβό» και έγινε γνωστός στο Καραμπάχ ως «Commander Avo» (Διοικητής Αβό). Το φθινόπωρο το ‘92 ξεκινά η μεγάλη αντεπίθεση των Αζέρων, οι οποίοι προελαύνουν στο Καραμπάχ και μόνο όταν θα βρεθούν απέναντι στον Μοντέ και τους άνδρες του -συνεπικουρούμενους και από άλλες αρμενικές δυνάμεις- θα ανακοπεί η πορεία τους και θα αρχίσει η τελική τους αποχώρηση από το Καραμπάχ.
Οι δραστηριότητες του Μοντέ δεν περιορίζονται μόνο στο στρατιωτικό τομέα. Θέτει σε λειτουργία ένα συνεταιριστικό αρτοποιείο στο Μαρντουνί, επισκέπτεται και επαναλειτουργεί δημοτικά σχολεία και ιατρικούς σταθμούς στα χωριά της περιοχής.Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, σχεδίαζε με τη γυναίκα του να δημιουργήσουν ένα εργαστήρι χαλιών, στα οποία οι ντόπιοι είχαν ιδιαίτερη ειδίκευση. Σε έναν τόπο με αυστηρά πατριαρχική κουλτούρα ο Μοντέ αποθάρρυνε τις διακρίσεις κατά των γυναικών, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα κάνοντας δουλειές οι οποίες εθεωρούντο υποτιμητικές για τους άνδρες (καθαριότητα, πλύσιμο πιάτων, κ.ά.). Επίσης, καλεί όσες γυναίκες επιθυμούν να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή μαζί τους. Ακόμα, καθιερώνει μια πολιτική είσπραξης φόρου -από το τοπικό φημισμένο κρασί- σε είδος, με τη μορφή πετρελαίου και πυρομαχικών.
«Πόλεμος» και στη μαφία
Ένα βράδυ του Ιανουαρίου του 1993 σταματάει μια πομπή φορτηγών που έβγαζαν λαθραία κρασί από την επαρχία και κατάσχει όλο το εμπόρευμα. Είναι η αρχή ενός άλλου αγώνα που ξεκίνησε εναντίον ενός εχθρού πιο βρώμικου και αδίστακτου, χειρότερου ακόμα και από τους Αζέρους. Ήταν η αρμενική μαφία της οποίας ο Μοντέ ήταν ορκισμένος εχθρός. Παρά τις παραινέσεις των φίλων και συναγωνιστών του να μην αντιτίθεται τόσο πολύ, ο Μοντέ, ο οποίος τη θεωρεί ως τη μεγαλύτερη πληγή του Καραμπάχ, συνεχίζει να την πολεμάει. Στις 4 Ιουνίου του ‘93 καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα καθώς παραδίδει στην πυρά μια τεράστια έκταση με καλλιέργεια ινδικής καννάβης. Αυτό η τοπική μαφία δεν θα του το συγχωρήσει ποτέ. Στις 12 Ιουνίου κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης καταστροφής στρατιωτικών οχυρών των Αζέρων και ενώ η εξέλιξή της προχωρούσε σύμφωνα με το πρόγραμμα, στο χωριό Μαρζιλί από το οποίο είχαν εκδιωχθεί όλοι οι Αζέροι εμφανίστηκε ένα αζερικό (;) τεθωρακισμένο όχημα το οποίο έκλεισε το δρόμο στο τζιπ όπου βρισκόταν ο Μοντέ και τέσσερις άνδρες. Ένας από αυτούς, ο Γκομιτάς, βγήκε να κάνει αναγνώριση, αλλά πριν προλάβει οτιδήποτε, το τεθωρακισμένο όχημα τους γάζωσε με τα δύο πολυβόλα του. Όλοι οι άνδρες τραυματίστηκαν, ενώ ο Μοντέ που προσπάθησε να τραβήξει πίσω τον Γκομιτάς έπεσε νεκρός. Ο «Εφιάλτης» για άλλη μια φορά επιτέλεσε το σκοτεινό του έργο.
Ο Μοντέ θα μπορούσε να είχε μείνει στις ΗΠΑ και να συνεχίσει την πετυχημένη επιχείρηση του πατέρα του, να γίνει στέλεχος μεγάλης εταιρίας καθώς είχε και τη μόρφωση και τη γλωσσομάθεια που απαιτούνταν, να ακολουθήσει την μποέμικη ζωή των διανοουμένων φίλων του στο Σαν Φρανσίσκο και τη Νέα Υόρκη. Όμως ο Μοντέ δεν χωρούσε πουθενά σε όλα αυτά. Αυτός πάντα ήθελε να πολεμάει το άδικο να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Ποτέ δεν ήταν ο «εθνικιστής» και ο «υπερπατριώτης» πίστευε ότι ο αγώνας του αρμενικού λαού ήταν δίκαιος και γι’ αυτό βρισκόταν εκεί. Άλλωστε η τελευταία του συνέντευξη πριν σκοτωθεί αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
«Ποτέ δεν θα πω ότι ο αρμενικός λαός είναι καλύτερος από οποιονδήποτε άλλο. Όχι, τέτοια συζήτηση δεν είναι σωστή. Απλά κάθε άνθρωπος έχει τα χαρακτηριστικά του και η ποιότητα αυτών οδηγεί σε μια ποικιλία η οποία εμπλουτίζει την ανθρωπότητα. Έτσι είναι φυσικό ότι εσείς, εγώ και οι υπόλοιποι Αρμένιοι θα πρέπει να συνδέουμε την ποιότητα με τον πολιτισμό μας. Ο πολιτισμός μας είναι ένα μέρος από τον πλούτο της ανθρωπότητας εν γένει, και σαν τέτοιο πρέπει να τον προστατεύουμε, να τον διατηρούμε και να τον αναπτύσσουμε!!…».
Ο ύψιστος τίτλος τιμής
Στην Αρμενία, μια χώρα που δεν υπάρχουν τίτλοι ευγενείας, ο ύψιστος τίτλος τιμής για τον Αρμένιο είναι αυτός του φενταΐ (αντάρτης) και του αζανταμαρντίκ (μαχητής της ελευθερίας). Του πατριώτη που παίρνει το όπλο και βγαίνει εθελοντικά στο βουνό να πολεμήσει τον κατακτητή. Όπου και αν ανήκει, σε όποια οργάνωση, ο φενταΐ είναι άκριτος, διότι αυτός θυσιάζει τη ζωή του και όχι οι άλλοι που εκ του ασφαλούς κρίνουν. Όσο για τον Μοντέ το τέλος του αποδεικνύει για άλλη μια φορά, ότι η ζωή ανταμείβει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τους χαρισματικούς που εκφράζουν το όραμα μια ελευθερίας χωρίς όρια. Ή όπως έγραψε ένας άλλος μεγάλος επαναστάτης ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα «Όλοι εμείς οι απροσάρμοστοι είμαστε καταδικασμένοι να σκοτωθούμε, καταρώμενοι μια εξουσία που τελικά στηρίζουμε με το θάνατό μας».
http://www.armenika.gr/istoria/82-istorikes-prosopikotites/523-monte-melkonian
ΗΡΩΑΣ!.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!