(H διαφορά μεταξύ πάλης και νεοελληνικού χορού της κοιλιάς)
Η επιβίωση ως ηθικό και όχι υλικό ζήτημα
Όποιος περιπίπτει στην κατάσταση του δούλου χάνει τον μισό ανδρισμό του, πίστευαν οι αρχαίοι (Όμηρος). Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί εν γένει και για την κατάσταση εκείνου, που η ζωή του και η τύχη του εξαρτώνται εξ' ολοκλήρου από άλλους και καθόλου από τον ίδιο: ένας τέτοιος άνθρωπος δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν δούλο, που δεν έχει κανένα δικαίωμα επάνω στη ζωή του.
Υπό αυτή την έννοια τα ζητήματα της επιβίωσης, ή μιας αξιοπρεπούς ζωής δεν αποτελούν παρά υποπεριπτώσεις του γενικότερου ζητήματος της ελευθερίας: αν για να επιβιώσεις πρέπει να πάψεις να είσαι ο εαυτός σου και να καταντήσεις, ούτε λίγο ούτε πολύ, μισός άντρας (=ευνούχος), τότε αυτός που θα έχει "επιβιώσει" δεν θα είσαι εσύ, αλλά κάποιος άλλος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, όταν η πάλη για επιβίωση φτάνει σε μεταίχμιο, όπου να απαιτείται η εκχώρηση και των τελευταίων υπολειμμάτων προσωπικής αξιοπρέπειας, τότε το ζήτημα της επιβίωσης παύει να τίθεται με υλικούς όρους και μετατρέπεται σε ηθικό (το ποιά είναι τα ελάχιστα όρια της αξιοπρέπειας -και κυρίως το εάν υπάρχουν- είναι φυσικά προσωπική υπόθεση του καθενός).
Είθισται η πάλη (ακόμα και η πιο δύσκολη και αβέβαιη) να είναι μια διαδικασία, η οποία διεξάγεται με συγκεκριμένους κανόνες, εναντίον συγκεκριμένου αντιπάλου, στον οποίο πρέπει να μπορείς να καταφέρεις χτυπήματα τέτοια, ώστε να έχεις πιθανότητες να τον καταβάλεις. Αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αν ο αντίπαλος δεν εμφανίζεται και σε έχει βάλει να παλεύεις μόνο με το φάντασμά του, αν οι κανόνες δεν σού γνωστοποιούνται, ή αν κάποιος πονηρός τους μεταβάλλει αυθαίρετα κάθε τόσο, τότε δεν πρόκειται περί πάλης, αλλά χορού-όπως-σου-βαράνε. Και στημένου παιγνιδιού, στο οποίο έχει πάψει προ πολλού να υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος εμπλοκής σου. Αφού (όπως και τα παιδιά γνωρίζουν) σε ένα παιγνίδι που είναι σικέ δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα, όχι να κερδίσεις, αλλά ούτε καν να πάρεις μια ισοπαλία (=έναν "έντιμο" συμβιβασμό). Σε αυτή την περίπτωση η συνέχιση της "πάλης" με τους όρους του αντιπάλου, είναι απλώς μια βολική ψευδαίσθηση και μια δικαιολογία για να κρύβεσαι πίσω από το δαχτυλάκι σου και να αποφεύγεις την πραγματική πάλη -και την πραγματική σύγκρουση.
Με αυτή την έννοια το σύνθημα "ζωή και όχι επιβίωση" δεν ήταν ποτέ πιο επίκαιρο από όσο σήμερα.
Μια μή υποκριτική απόπειρα κοινωνικής χαρτογράφησης της "κρίσης"
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν στην Ελλάδα τρεις -χονδρικά- κατηγορίες ανθρώπων: α) ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού, αποτελούμενο από αυτούς που δεν έχουν ζοριστεί καθόλου από την «κρίση» και ζουν όπως πριν (και όχι σπανίως, καλύτερα), β) η πλειοψηφία, δηλαδή αυτοί που έχουν ζοριστεί από λίγο έως περισσότερο, αλλά με κανέναν τρόπο δεν βρίσκονται στα όρια της απόγνωσης και δεν έχουν απολέσει ακόμα την πολυτέλεια να δείχνουν "ευελιξία" σε αυτήν την κατάσταση (μεταξύ τους και πολλοί άνεργοι με σεβαστούς όμως άλλους πόρους) - βλ. αποθέματα "λίπους", γ) οι στα όρια της απελπισίας, ή ήδη απελπισμένοι (μια μικρή μειονότητα κοινωνικώς ευνουχισμένων οριστικά).
Ο ευνουχισμός ενός (σχετικά μικρού προς το παρόν, ό,τι κι αν λέγεται) κομματιού του πληθυσμού, μπορεί να συμβαίνει με πολλούς τρόπους. Η αστεγοποίηση ανθρώπων που έτσι κι αλλιώς ούτε πριν την "κρίση" ζούσαν ιδιαίτερα καλά, η μακροχρόνια ανεργία (ανέκαθεν υψηλή στην Ελλάδα και τώρα απλώς υψηλότερη) ανθρώπων που δεν επωφελήθηκαν από τα φαγοπότια του Πάγκαλου (και των εκατομμυρίων ψηφοφόρων "πελατών" του), ή που δεν κληρονόμησαν κανένα περιουσιακό στοιχείο από τους γονείς τους και που δεν είχαν ποτέ άλλους πόρους πέραν ενός αιματηρά κερδισμένου μηνιάτικου, η εξώθηση στον εργασιακό νομαδισμό για μια "αμοιβή" των 200, 300, 600 ευρώ (που δεν φτάνει ούτε για να λάβεις το κατώτατο όριο των 800 θερμίδων ημερησίως και να πληρώνεις ενοίκιο σε υπόγεια γκαρσονιέρα στην πλατεία Βικτωρίας), το να περιμένεις να τραφείς από τα υποκριτικά συσσίτια της κρατικοδίαιτης και αφορολόγητης Εκκλησίας Α.Ε., ή από τα αποφάγια στους κάδους απορριμάτων, η επ' αόριστον επιστροφή, νέων ακόμα ανθρώπων, στην πολιτισμική, ηθική, υπαρξιακή κ.λπ. μιζέρια του νεοελληνικού χωριού (για όσους έχουν τέτοιο), η επίσης επ' αόριστον επιστροφή στους γονείς (μόνο για όσους έχουν τέτοιους και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι κι αυτοί θα έχουν τουλάχιστον ιδιόκτητη στέγη και μια σύνταξη πείνας), η διάλυση της οικογένειας που πιθανόν έχεις δημιουργήσει, η αδυναμία να διατηρείς στοιχειώδους διαβίωσης πράγματα (όπως προσωπικό χώρο κατοικίας -έστω και με ενοίκιο- ή προσωπικό μεταφορικό μέσο), η αδυναμία να παραχωρήσεις στον εαυτό σου την απαραίτητη για την αυτοεικόνα "πολυτέλεια" ενός καινούριου πουκάμισου, η πλήρης αποδόμηση της προσωπικής ερωτικής ζωής (όχι μόνο για ψυχολογικούς λόγους, δηλαδή ευλόγως μειωμένης διάθεσης, ή καταρράκωσης της αυτοπεποίθησης, αλλά και για "τεχνικούς", π.χ. πού θα την πας τη γυναίκα -αν υποθέσουμε ότι βρίσκεται κάποια να σε κοιτάξει στην κατάσταση που είσαι- για να της κάνεις έρωτα; θα πείς στους γονείς σου να σου αδειάσουν για κάποιο απόγευμα το σπίτι τους, όπως όταν ήσουν δεκαεφτά χρονών;!), η εξώθηση στην απεγνωσμένη εσωστρέφεια της αυτοκτονίας, συνιστούν απλώς και μόνο την εφαρμογή μιας παμπάλαιας συνταγής κοινωνικής κυριαρχίας: απελπίζεις μόνο ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού, θίγοντας με μέτρο κάποιους άλλους (που έτσι όχι μόνο δεν θα στραφούν εναντίον σου, αλλά μάλιστα θα είναι κι ευχαριστημένοι αφού δεν τους συνέβησαν τα χειρότερα - άλλωστε "υπάρχει λίπος" και μάλιστα πάρα πολύ για τους περισσότερους), και αφήνοντας απολύτως άθικτους κάποιους άλλους, ώστε να τους έχεις ενεργούς συμμάχους. Με το να μην μοιράζουν αναλογικά τα βάρη της "κρίσης", οι ιδιοκτήτες της κοινωνίας αφενός δεν ζημιώνουν ούτε στο ελάχιστο την κυρίαρχη κοινωνικοοικονομική τους θέση, αφετέρου διατηρούν την "κοινωνική ειρήνη" και "συνοχή", αποφεύγοντας την γενίκευση της δυσαρέσκειας και άρα τη γενικευμένη αναταραχή.
Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις το ενδεχόμενο ότι ίσως ανήκεις σε αυτούς που δεν έχουν από πού να "περικόψουν", τίποτα να παζαρέψουν, καθόλου "λίπος", καμμία δυνατότητα "ευελιξίας". Ότι ίσως δεν είσαι παρά το ανύποπτο ανθρωποθυσίασμα που θα ξελασπώσει τους Πάγκαλους και τα εκατομμύρια των "πελατών" τους, ότι είσαι απλώς μια "αναγκαία" και "αναμενόμενη" (=προϋπολογισμένη) απώλεια στον "πόλεμο" (όπως τον αποκαλούν) της "πατρίδας" (των Πάγκαλων και των "πελατών" τους) για να "σωθεί". Ότι δεν έχεις τίποτα να χάσεις και τίποτα να περιμένεις στο μέλλον (η "κρίση" ήρθε για να μείνει -όχι για όλους φυσικά... - και μόνο οι διανοητικά καθυστερημένοι πιστεύουν την προπαγάνδα περί του αντιθέτου). Κυρίως, ότι το να "το παλαίψεις" με τους στημένους κανόνες των Πάγκαλων (και του κάθε, ψυχικά και σωματικά, εκφυλισμένου παχύδερμου), δεν θα σου προσφέρει παρά μια ψευδαίσθηση πάλης και μια καλή δικαιολογία για να κρυφτείς πίσω από το δαχτυλάκι σου, αποφεύγοντας την πραγματική πάλη.
Το δικαίωμα της άμυνας
Ελλείψει "κρίσιμης μάζας" το δικαίωμα της ύστατης -και ευγενέστερης- άμυνας μπορεί να ασκηθεί μόνο προσωπικά: ίσως είναι καλύτερα να στραφείς στην εγκληματικότητα από το να ζητιανεύεις ένα ανασφάλιστο και περιστασιακό μεροκάματο ("από ήλιο σε ήλιο") των 20 ευρώ (μάλιστα ένα από τα θετικά της ελληνικής επαρχίας, για όσους κατέφυγαν εκεί, είναι η σχετική ευκολία εύρεσης κάποιου όπλου). Ίσως είναι καλύτερα να συμμετέχεις σε μια συλλογικότητα ("συμμορία" κατά τους ηθικολόγους τού νομικισμού) από ομοιοπαθείς και να αρχίσεις να απαλλοτριώνεις κάποια παγκάρια, κάποια σούπερ μάρκετς, κάποιες τράπεζες (αυτό το τελευταίο είναι ομολογουμένως αρκετά πιο δύσκολο, αλλά όλα γίνονται αν υπάρχει διάθεση για μάθηση...).
Ίσως είναι καλύτερα να πιάσεις όμηρο για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, κάποιο θρασύτατο γομάρι (πολιτικάντη του φαληρισμένου πελατειακού κράτους, κρατικοδίαιτο εργολάβο της μίζας, κερδοσκόπο εργοδότη που εκβιάζει τους εργαζόμενους, δικαστή που δικαιώνει το δίκαιο της ζούγκλας και του ισχυρότερου, δημοσιογραφιά που πληρώνεται για να προπαγανδίζει την ίδια γνώμη με τον διαπλεκόμενο "χορηγό" του κ.λπ. - οι στόχοι είναι αναρίθμητοι σε έναν κοινωνικό πόλεμο και αδύνατον να φυλάσσονται πάντα) και να λύσεις το οικονομικό πρόβλημα της ζωής σου. Κι ίσως είναι καλύτερα να απαλλάξεις την κοινωνία από τέτοια παράσιτα, αν δεν σου καταβάλουν τα λύτρα (ή και αν σου τα καταβάλουν). Βέβαια αυτά τα πράγματα χρειάζονται κάποια πείρα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι και για τους πλέον έμπειρους υπήρξε κάποτε μια πρώτη φορά.
Και αν κάτι δεν πάει καλά, το πολύ να αρχίσεις να ζεις δημοσία δαπάνη (δηλαδή πηγαίνοντας φυλακή). Πιθανότατα μάλιστα η φυλακή να μην σου φανεί χειρότερη από τον "'έξω κόσμο", όπου θα ζούσες την υπόλοιπη ζωή σου μέσα στην παρακμή, κακομοίρης, ανέραστος, με τριμμένα ρούχα και με τα δόντια σου να πέφτουν, χωρίς να μπορείς να προσφέρεις τίποτα στα παιδιά σου (αν έχεις) εκτός από πατρικά πρότυπα ραγιαδισμού, βυθισμένος στην αυτολύπηση, με τη ζωή να σε πετάει σιγά-σιγά απ' έξω και χωρίς να μπορείς να αρνηθείς τον οίκτο και τις όποιες ελεημοσύνες των -τυχερότερων- άλλων. Θα έχεις διατηρήσει την αξιοπρέπειά σου (και τ' αρχίδια σου στη θέση τους), θα έχεις κάνει τα παιδιά σου (αν έχεις) υπερήφανα για σένα (πράγμα που ίσως τους φανεί πιο χρήσιμο στη ζωή τους από το να ζουν με κάποιον, που απλώς θα παριστάνει τον πατέρα τους), χώρια που -ως ουσιαστικά "πολιτικός"- θα απολαμβάνεις του γενικού σεβασμού της απαιτητικής κοινωνίας των ποινικών.
Και η "εύλογος αποχώρησις"; (θα ρωτήσουν μερικοί)
Φυσικά, αν τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εφικτό, υπάρχει και η λύση της "ευλόγου αποχωρήσεως", όπως την είχαν διαπραγματευτεί χωρίς ηθικολογία και υποκρισία, οι αρχαίοι φιλόσοφοι (Στωικοί). Αρκετές χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα την έχουν ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια, αλλά βέβαια το ζήτημα που τίθεται κάθε φορά είναι το κατά πόσον η εκάστοτε "αποχώρησις" είναι εύλογος, δηλαδή το κάτα πόσον είναι λογικά τεκμηριωμένη. Γιατί αν αυτοκτονείς πέφτοντας από το μπαλκόνι επειδή αποδείχτηκες καλομαθημένος και βουτυρόπαιδο μπροστά στις δυσκολίες της ζωής, ή αν αυτολυντσάρεσαι επειδή ... χρωστάς λεφτά (αν είναι δυνατόν αυτό να αποτελεί λόγο αυτοκτονίας!), ή αν αυτοπυροβολείσαι με ένα όπλο, το οποίο θα μπορούσες αξιοπρεπέστατα να έχεις χρησιμοποιήσει για την επιβίωσή σου, ή τουλάχιστον να το έχεις στρέψει πρώτα εναντίον του αντιπάλου αντί κατευθείαν στον κρόταφό σου (όπως ο Χριστούλας), τότε η "αποχώρησις" δεν είναι καθόλου εύλογος, αλλά μια πράξη το ίδιο αναξιοπρεπής με τη ζωή που τερμάτισε.
"Αποχωρείς" εύλογα μόνον μετά από νηφάλια σκέψη, όταν αποδεδειγμένα δεν έχεις να περιμένεις τίποτα από τη ζωή, όταν αποδεδειγμένα δεν υπάρχει τίποτα που να σε συνδέει πλέον με τον κόσμο, όταν η προσωπική αναζήτηση νοήματος, έχοντας εξαντλήσει τα όρια της, δεν οδηγεί πουθενά, όταν η ανάκτηση της αξιοπρέπειας είναι αποδεδειγμένα αδύνατη, όταν η κατάσταση της δουλείας είναι αποδεδειγμένα οριστική και αναπότρεπτη.
Το τίμημα της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας
Το δίλημμα για μερικούς είναι, λοιπόν, μεταξύ αξιοπρέπειας και μιας προδιαγεγραμμένης παρακμής. Και αν κάποιος αντιτάξει ότι "η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία", όπως λένε, τότε είναι απλώς σαν να παραδέχεται ότι ο ίδιος θα πεθάνει πριν από αυτήν.
Το τίμημα της ελευθερίας και της προσωπικής αυτοδιάθεσης μπορεί κάποιες φορές να χρειαστεί να είναι ισότιμο με αυτές: η ίδια η ελευθερία και η αυτοδιάθεση. Και το τίμημα της αξιοπρέπειας μπορεί να χρειαστεί να είναι η ίδια η ζωή σου, αυτή που σου καταρράκωσαν για πάντα, και που τους την επιστρέφεις με αξιοπρέπεια ως μή αποδεκτή ελεημοσύνη και με μια βόμβα κρυμμένη μέσα της: έτσι θα έλθουν αντιμέτωποι με την υποκριτικότατη προτροπή τους "πρέπει να ματώσουμε".
Και άλλωστε ... "έχουμε πόλεμο", δεν αρέσκονται να λένε οι ίδιοι;
Η κατάσταση χρειάζεται αληθινή ευελιξία, δηλαδή κίνηση έξω από τους χαμαιλεοντικά μεταβαλλόμενους όρους τού στημένου παιγνιδιού τους.
Όποιος περιπίπτει στην κατάσταση του δούλου χάνει τον μισό ανδρισμό του, πίστευαν οι αρχαίοι (Όμηρος). Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί εν γένει και για την κατάσταση εκείνου, που η ζωή του και η τύχη του εξαρτώνται εξ' ολοκλήρου από άλλους και καθόλου από τον ίδιο: ένας τέτοιος άνθρωπος δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν δούλο, που δεν έχει κανένα δικαίωμα επάνω στη ζωή του.
Υπό αυτή την έννοια τα ζητήματα της επιβίωσης, ή μιας αξιοπρεπούς ζωής δεν αποτελούν παρά υποπεριπτώσεις του γενικότερου ζητήματος της ελευθερίας: αν για να επιβιώσεις πρέπει να πάψεις να είσαι ο εαυτός σου και να καταντήσεις, ούτε λίγο ούτε πολύ, μισός άντρας (=ευνούχος), τότε αυτός που θα έχει "επιβιώσει" δεν θα είσαι εσύ, αλλά κάποιος άλλος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, όταν η πάλη για επιβίωση φτάνει σε μεταίχμιο, όπου να απαιτείται η εκχώρηση και των τελευταίων υπολειμμάτων προσωπικής αξιοπρέπειας, τότε το ζήτημα της επιβίωσης παύει να τίθεται με υλικούς όρους και μετατρέπεται σε ηθικό (το ποιά είναι τα ελάχιστα όρια της αξιοπρέπειας -και κυρίως το εάν υπάρχουν- είναι φυσικά προσωπική υπόθεση του καθενός).
Είθισται η πάλη (ακόμα και η πιο δύσκολη και αβέβαιη) να είναι μια διαδικασία, η οποία διεξάγεται με συγκεκριμένους κανόνες, εναντίον συγκεκριμένου αντιπάλου, στον οποίο πρέπει να μπορείς να καταφέρεις χτυπήματα τέτοια, ώστε να έχεις πιθανότητες να τον καταβάλεις. Αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αν ο αντίπαλος δεν εμφανίζεται και σε έχει βάλει να παλεύεις μόνο με το φάντασμά του, αν οι κανόνες δεν σού γνωστοποιούνται, ή αν κάποιος πονηρός τους μεταβάλλει αυθαίρετα κάθε τόσο, τότε δεν πρόκειται περί πάλης, αλλά χορού-όπως-σου-βαράνε. Και στημένου παιγνιδιού, στο οποίο έχει πάψει προ πολλού να υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος εμπλοκής σου. Αφού (όπως και τα παιδιά γνωρίζουν) σε ένα παιγνίδι που είναι σικέ δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα, όχι να κερδίσεις, αλλά ούτε καν να πάρεις μια ισοπαλία (=έναν "έντιμο" συμβιβασμό). Σε αυτή την περίπτωση η συνέχιση της "πάλης" με τους όρους του αντιπάλου, είναι απλώς μια βολική ψευδαίσθηση και μια δικαιολογία για να κρύβεσαι πίσω από το δαχτυλάκι σου και να αποφεύγεις την πραγματική πάλη -και την πραγματική σύγκρουση.
Με αυτή την έννοια το σύνθημα "ζωή και όχι επιβίωση" δεν ήταν ποτέ πιο επίκαιρο από όσο σήμερα.
Μια μή υποκριτική απόπειρα κοινωνικής χαρτογράφησης της "κρίσης"
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν στην Ελλάδα τρεις -χονδρικά- κατηγορίες ανθρώπων: α) ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού, αποτελούμενο από αυτούς που δεν έχουν ζοριστεί καθόλου από την «κρίση» και ζουν όπως πριν (και όχι σπανίως, καλύτερα), β) η πλειοψηφία, δηλαδή αυτοί που έχουν ζοριστεί από λίγο έως περισσότερο, αλλά με κανέναν τρόπο δεν βρίσκονται στα όρια της απόγνωσης και δεν έχουν απολέσει ακόμα την πολυτέλεια να δείχνουν "ευελιξία" σε αυτήν την κατάσταση (μεταξύ τους και πολλοί άνεργοι με σεβαστούς όμως άλλους πόρους) - βλ. αποθέματα "λίπους", γ) οι στα όρια της απελπισίας, ή ήδη απελπισμένοι (μια μικρή μειονότητα κοινωνικώς ευνουχισμένων οριστικά).
Ο ευνουχισμός ενός (σχετικά μικρού προς το παρόν, ό,τι κι αν λέγεται) κομματιού του πληθυσμού, μπορεί να συμβαίνει με πολλούς τρόπους. Η αστεγοποίηση ανθρώπων που έτσι κι αλλιώς ούτε πριν την "κρίση" ζούσαν ιδιαίτερα καλά, η μακροχρόνια ανεργία (ανέκαθεν υψηλή στην Ελλάδα και τώρα απλώς υψηλότερη) ανθρώπων που δεν επωφελήθηκαν από τα φαγοπότια του Πάγκαλου (και των εκατομμυρίων ψηφοφόρων "πελατών" του), ή που δεν κληρονόμησαν κανένα περιουσιακό στοιχείο από τους γονείς τους και που δεν είχαν ποτέ άλλους πόρους πέραν ενός αιματηρά κερδισμένου μηνιάτικου, η εξώθηση στον εργασιακό νομαδισμό για μια "αμοιβή" των 200, 300, 600 ευρώ (που δεν φτάνει ούτε για να λάβεις το κατώτατο όριο των 800 θερμίδων ημερησίως και να πληρώνεις ενοίκιο σε υπόγεια γκαρσονιέρα στην πλατεία Βικτωρίας), το να περιμένεις να τραφείς από τα υποκριτικά συσσίτια της κρατικοδίαιτης και αφορολόγητης Εκκλησίας Α.Ε., ή από τα αποφάγια στους κάδους απορριμάτων, η επ' αόριστον επιστροφή, νέων ακόμα ανθρώπων, στην πολιτισμική, ηθική, υπαρξιακή κ.λπ. μιζέρια του νεοελληνικού χωριού (για όσους έχουν τέτοιο), η επίσης επ' αόριστον επιστροφή στους γονείς (μόνο για όσους έχουν τέτοιους και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι κι αυτοί θα έχουν τουλάχιστον ιδιόκτητη στέγη και μια σύνταξη πείνας), η διάλυση της οικογένειας που πιθανόν έχεις δημιουργήσει, η αδυναμία να διατηρείς στοιχειώδους διαβίωσης πράγματα (όπως προσωπικό χώρο κατοικίας -έστω και με ενοίκιο- ή προσωπικό μεταφορικό μέσο), η αδυναμία να παραχωρήσεις στον εαυτό σου την απαραίτητη για την αυτοεικόνα "πολυτέλεια" ενός καινούριου πουκάμισου, η πλήρης αποδόμηση της προσωπικής ερωτικής ζωής (όχι μόνο για ψυχολογικούς λόγους, δηλαδή ευλόγως μειωμένης διάθεσης, ή καταρράκωσης της αυτοπεποίθησης, αλλά και για "τεχνικούς", π.χ. πού θα την πας τη γυναίκα -αν υποθέσουμε ότι βρίσκεται κάποια να σε κοιτάξει στην κατάσταση που είσαι- για να της κάνεις έρωτα; θα πείς στους γονείς σου να σου αδειάσουν για κάποιο απόγευμα το σπίτι τους, όπως όταν ήσουν δεκαεφτά χρονών;!), η εξώθηση στην απεγνωσμένη εσωστρέφεια της αυτοκτονίας, συνιστούν απλώς και μόνο την εφαρμογή μιας παμπάλαιας συνταγής κοινωνικής κυριαρχίας: απελπίζεις μόνο ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού, θίγοντας με μέτρο κάποιους άλλους (που έτσι όχι μόνο δεν θα στραφούν εναντίον σου, αλλά μάλιστα θα είναι κι ευχαριστημένοι αφού δεν τους συνέβησαν τα χειρότερα - άλλωστε "υπάρχει λίπος" και μάλιστα πάρα πολύ για τους περισσότερους), και αφήνοντας απολύτως άθικτους κάποιους άλλους, ώστε να τους έχεις ενεργούς συμμάχους. Με το να μην μοιράζουν αναλογικά τα βάρη της "κρίσης", οι ιδιοκτήτες της κοινωνίας αφενός δεν ζημιώνουν ούτε στο ελάχιστο την κυρίαρχη κοινωνικοοικονομική τους θέση, αφετέρου διατηρούν την "κοινωνική ειρήνη" και "συνοχή", αποφεύγοντας την γενίκευση της δυσαρέσκειας και άρα τη γενικευμένη αναταραχή.
Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις το ενδεχόμενο ότι ίσως ανήκεις σε αυτούς που δεν έχουν από πού να "περικόψουν", τίποτα να παζαρέψουν, καθόλου "λίπος", καμμία δυνατότητα "ευελιξίας". Ότι ίσως δεν είσαι παρά το ανύποπτο ανθρωποθυσίασμα που θα ξελασπώσει τους Πάγκαλους και τα εκατομμύρια των "πελατών" τους, ότι είσαι απλώς μια "αναγκαία" και "αναμενόμενη" (=προϋπολογισμένη) απώλεια στον "πόλεμο" (όπως τον αποκαλούν) της "πατρίδας" (των Πάγκαλων και των "πελατών" τους) για να "σωθεί". Ότι δεν έχεις τίποτα να χάσεις και τίποτα να περιμένεις στο μέλλον (η "κρίση" ήρθε για να μείνει -όχι για όλους φυσικά... - και μόνο οι διανοητικά καθυστερημένοι πιστεύουν την προπαγάνδα περί του αντιθέτου). Κυρίως, ότι το να "το παλαίψεις" με τους στημένους κανόνες των Πάγκαλων (και του κάθε, ψυχικά και σωματικά, εκφυλισμένου παχύδερμου), δεν θα σου προσφέρει παρά μια ψευδαίσθηση πάλης και μια καλή δικαιολογία για να κρυφτείς πίσω από το δαχτυλάκι σου, αποφεύγοντας την πραγματική πάλη.
Το δικαίωμα της άμυνας
Ελλείψει "κρίσιμης μάζας" το δικαίωμα της ύστατης -και ευγενέστερης- άμυνας μπορεί να ασκηθεί μόνο προσωπικά: ίσως είναι καλύτερα να στραφείς στην εγκληματικότητα από το να ζητιανεύεις ένα ανασφάλιστο και περιστασιακό μεροκάματο ("από ήλιο σε ήλιο") των 20 ευρώ (μάλιστα ένα από τα θετικά της ελληνικής επαρχίας, για όσους κατέφυγαν εκεί, είναι η σχετική ευκολία εύρεσης κάποιου όπλου). Ίσως είναι καλύτερα να συμμετέχεις σε μια συλλογικότητα ("συμμορία" κατά τους ηθικολόγους τού νομικισμού) από ομοιοπαθείς και να αρχίσεις να απαλλοτριώνεις κάποια παγκάρια, κάποια σούπερ μάρκετς, κάποιες τράπεζες (αυτό το τελευταίο είναι ομολογουμένως αρκετά πιο δύσκολο, αλλά όλα γίνονται αν υπάρχει διάθεση για μάθηση...).
Ίσως είναι καλύτερα να πιάσεις όμηρο για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, κάποιο θρασύτατο γομάρι (πολιτικάντη του φαληρισμένου πελατειακού κράτους, κρατικοδίαιτο εργολάβο της μίζας, κερδοσκόπο εργοδότη που εκβιάζει τους εργαζόμενους, δικαστή που δικαιώνει το δίκαιο της ζούγκλας και του ισχυρότερου, δημοσιογραφιά που πληρώνεται για να προπαγανδίζει την ίδια γνώμη με τον διαπλεκόμενο "χορηγό" του κ.λπ. - οι στόχοι είναι αναρίθμητοι σε έναν κοινωνικό πόλεμο και αδύνατον να φυλάσσονται πάντα) και να λύσεις το οικονομικό πρόβλημα της ζωής σου. Κι ίσως είναι καλύτερα να απαλλάξεις την κοινωνία από τέτοια παράσιτα, αν δεν σου καταβάλουν τα λύτρα (ή και αν σου τα καταβάλουν). Βέβαια αυτά τα πράγματα χρειάζονται κάποια πείρα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι και για τους πλέον έμπειρους υπήρξε κάποτε μια πρώτη φορά.
Και αν κάτι δεν πάει καλά, το πολύ να αρχίσεις να ζεις δημοσία δαπάνη (δηλαδή πηγαίνοντας φυλακή). Πιθανότατα μάλιστα η φυλακή να μην σου φανεί χειρότερη από τον "'έξω κόσμο", όπου θα ζούσες την υπόλοιπη ζωή σου μέσα στην παρακμή, κακομοίρης, ανέραστος, με τριμμένα ρούχα και με τα δόντια σου να πέφτουν, χωρίς να μπορείς να προσφέρεις τίποτα στα παιδιά σου (αν έχεις) εκτός από πατρικά πρότυπα ραγιαδισμού, βυθισμένος στην αυτολύπηση, με τη ζωή να σε πετάει σιγά-σιγά απ' έξω και χωρίς να μπορείς να αρνηθείς τον οίκτο και τις όποιες ελεημοσύνες των -τυχερότερων- άλλων. Θα έχεις διατηρήσει την αξιοπρέπειά σου (και τ' αρχίδια σου στη θέση τους), θα έχεις κάνει τα παιδιά σου (αν έχεις) υπερήφανα για σένα (πράγμα που ίσως τους φανεί πιο χρήσιμο στη ζωή τους από το να ζουν με κάποιον, που απλώς θα παριστάνει τον πατέρα τους), χώρια που -ως ουσιαστικά "πολιτικός"- θα απολαμβάνεις του γενικού σεβασμού της απαιτητικής κοινωνίας των ποινικών.
Και η "εύλογος αποχώρησις"; (θα ρωτήσουν μερικοί)
Φυσικά, αν τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εφικτό, υπάρχει και η λύση της "ευλόγου αποχωρήσεως", όπως την είχαν διαπραγματευτεί χωρίς ηθικολογία και υποκρισία, οι αρχαίοι φιλόσοφοι (Στωικοί). Αρκετές χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα την έχουν ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια, αλλά βέβαια το ζήτημα που τίθεται κάθε φορά είναι το κατά πόσον η εκάστοτε "αποχώρησις" είναι εύλογος, δηλαδή το κάτα πόσον είναι λογικά τεκμηριωμένη. Γιατί αν αυτοκτονείς πέφτοντας από το μπαλκόνι επειδή αποδείχτηκες καλομαθημένος και βουτυρόπαιδο μπροστά στις δυσκολίες της ζωής, ή αν αυτολυντσάρεσαι επειδή ... χρωστάς λεφτά (αν είναι δυνατόν αυτό να αποτελεί λόγο αυτοκτονίας!), ή αν αυτοπυροβολείσαι με ένα όπλο, το οποίο θα μπορούσες αξιοπρεπέστατα να έχεις χρησιμοποιήσει για την επιβίωσή σου, ή τουλάχιστον να το έχεις στρέψει πρώτα εναντίον του αντιπάλου αντί κατευθείαν στον κρόταφό σου (όπως ο Χριστούλας), τότε η "αποχώρησις" δεν είναι καθόλου εύλογος, αλλά μια πράξη το ίδιο αναξιοπρεπής με τη ζωή που τερμάτισε.
"Αποχωρείς" εύλογα μόνον μετά από νηφάλια σκέψη, όταν αποδεδειγμένα δεν έχεις να περιμένεις τίποτα από τη ζωή, όταν αποδεδειγμένα δεν υπάρχει τίποτα που να σε συνδέει πλέον με τον κόσμο, όταν η προσωπική αναζήτηση νοήματος, έχοντας εξαντλήσει τα όρια της, δεν οδηγεί πουθενά, όταν η ανάκτηση της αξιοπρέπειας είναι αποδεδειγμένα αδύνατη, όταν η κατάσταση της δουλείας είναι αποδεδειγμένα οριστική και αναπότρεπτη.
Το τίμημα της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας
Το δίλημμα για μερικούς είναι, λοιπόν, μεταξύ αξιοπρέπειας και μιας προδιαγεγραμμένης παρακμής. Και αν κάποιος αντιτάξει ότι "η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία", όπως λένε, τότε είναι απλώς σαν να παραδέχεται ότι ο ίδιος θα πεθάνει πριν από αυτήν.
Το τίμημα της ελευθερίας και της προσωπικής αυτοδιάθεσης μπορεί κάποιες φορές να χρειαστεί να είναι ισότιμο με αυτές: η ίδια η ελευθερία και η αυτοδιάθεση. Και το τίμημα της αξιοπρέπειας μπορεί να χρειαστεί να είναι η ίδια η ζωή σου, αυτή που σου καταρράκωσαν για πάντα, και που τους την επιστρέφεις με αξιοπρέπεια ως μή αποδεκτή ελεημοσύνη και με μια βόμβα κρυμμένη μέσα της: έτσι θα έλθουν αντιμέτωποι με την υποκριτικότατη προτροπή τους "πρέπει να ματώσουμε".
Και άλλωστε ... "έχουμε πόλεμο", δεν αρέσκονται να λένε οι ίδιοι;
Η κατάσταση χρειάζεται αληθινή ευελιξία, δηλαδή κίνηση έξω από τους χαμαιλεοντικά μεταβαλλόμενους όρους τού στημένου παιγνιδιού τους.
Προπάντων χρειάζεται -πολεμική- εξωστρέφεια και όχι άλλες αυτοκτονίες (τουλάχιστον όχι πριν "πάρεις μαζί σου" και μερικούς εχθρούς).
Έχουμε πόλεμο.
Πρέπει να ματώσουν.
Θ. Λ.