Ο ΒΑΛΕΣ ΤΑ ΜΑΖΕΥΕΙ
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
Στην Κίνα, Πεκίνο να πούμε, Πε-Κινγκ, που θα πει «Πρωτεύουσα του Βοριά», ήτουνε ένας αυτοκράτορας. Είχε μούσι, είχε κοτσίδα, καθότανε στο θρόνο, φόρηγε κιμονό μεταξωτό, «σηρικόν» που λένε, έτρωγε γλυκά και άφηνε αέρια.
Κι άμα το αέριο ήτουνε ηχητικό, κάνανε τεμενά όλοι οι αυλικοί του, «τα κακά πνεύματα εγκαταλείπουν το σώμα του πολυχρονεμένου μας άρχοντα»,και πολύ το χαιρόντουσαν «διά την αναχώρησιν των κακών πνευμάτων εν τω εξωτερικώ».
Κι άλλα πολλά έκανε ο αυτοκράτορας, «διά πάντα δε ταύτα μεγάλως εχαίροντο οι αυλικοί». Βαριότανε, έκοβε κεφάλια, έπαιζε γκογκ και μαγκγκόγκ με ξυλάκια χρωματιστά, έδινε διαταγές να θάψουνε κρατουμένους στη γη με το κεφάλι όξω και να τους πασαλείψουν το κεφάλι με μέλι, τέτοια μαγκιόρα αυτοκρατορικά πράματα. Το οποίον, πολύ καμαρώνανε άπαντες του γκεζιού του και λέγανε «αχέχταχτα, άχτι καλά», (μα στογκ τα γκουγκ, έτσι το λένε κινέζικα), και παίρνανε εύνοιες, παρασήματα και μεζέ από στομάχια καρχαριών και καρδιές χελιδονιών, που είναι φαΐ μαγκιόρο στην κινέζικη κουζίνα.
Γύρω τώρα από τον αυτοκράτορα είχανε φυτέψει καμιά σαρανταριά γυναίκες, λοξομάτες, νέες και νόστιμες. Οι πέντε που φοράγανε βεραμάν καθόντουσαν στα σπίτια με τα κίτρινα κεραμίδια, κι ήτουνε οι νόμιμες του, οι ρέστες που φοράγανε τουρλού-τουρλού ήτουνε να μένουνε στα σπίτια με τα γαλάζια κεραμίδια και λαχαίνανε παλλακίδες του. Όμως και τις σαράντο βαριότανε ο αυτοκράτορας κι ας ήτανε μπουκιά και συχώριο, διότι άμα έχεις δικό σου πολύ πράμα, το βαριέσαι και θες εκείνο που δεν έχεις και κοιτάς τις δούλες μπας και βρεις κει πέρα κάτι «αξιοπρόσεκτον»...
Ένα πρωινό ,τώρα, χασμουριόταν ο αυτοκράτορας και δεν' ρε τι να κάνει. Να κόψει είκοσι χιλιάδες αντιφρονούσας κεφοΰ και να περάσει την ώρα του; Να φωνάξει τρεις χιλιάδες δικούς και να τους κοτσάρει από ένα παράσημο να το βλέπει να κουνιέται και να γελάει που θα καμάρωναν οι τέτοιοι το ντενεκάκι τους
Να βγάλει κάνα νόμο δίκαιο, περί φορολογίας ή δικαιοσύνης ή περί μακαρονιών ή οτιδήποτε; Να βάλει τις σαράντα γυναίκες να δέρνονται μεταξύ τους κι όποια μείνει τελευταία να της δώσει το πρωτάθλημα; Τέτοια σκεφτότανε και του λένε:
-Είναι ένας και θέλει να σε δει.
-Τον ψάξανε μην έχει απάνω του φονικόν όργανον;
-Δεν έχει.
-Να περάσει. Κι άμα πει μπούρδες, να τον πάρετε και να τον ρίξετε στα σκυλόψαρα.
Μπήκε ένας γελαστός με κιμονό σηρικόν κι ελόγου του έκανε τούμπα, χαιρέτησε «Να Φα, Κα, Τα», αυτοκράτωρ μας και μετά έβγαλε από την τσέπη του κάτι χαρτιά ζωγραφισμένα και του τα 'δειξε.
-Τι είν' αυτό, ρε.
-Τράπουλα, αυτοκράτωρ μας.
-Και τι κάνει;
-Παίζεις και σκοτώνεις την ώρα σου.
Του "δείξε τους άσσους, τις ντάμες, τους ρηγάδες, τους βαλέδες, όλα τα μυστήρια, του έδειξε πώς παίζεται, ενθουσιάστηκε ο αυτοκράτωρ.
-Μπράβο, ρε τσίφτη μου, είσαι πολύ εντάξει.
-Μερντ - σι.
Χαρές, γέλια, λοιπόν, λέει ο μεγάλος στους γραμματείς του:
-Δώστε του τρία παράσημα, το ένα ρεζέρβα.
O άνθρωπος που είχε βρει την τράπουλα ξίνισε τα μούτρα.
-Τι να τα κάνω τα παράσημα; Νομίζεις ότι άμα πάω με παράσημο στον μπακάλη θα μου δώσει ρύζι; Μπα... δε μου δίνεις καλύτερα τρεις χιλιάδες χρυσά να πορεύουμαι κι εγώ εν τω κόσμω ως μανδαρίνος της προκοπής;
Τον παζαρέψανε, του δώσανε δύο χιλιάδες, γράψανε όμως απόδειξη για τέσσερις και κονομηθήκανε και κάτι άλλοι και πάει ο εφευρέτης της τράπουλας στο καλό.
Έτσι πάνου-κάτου βγήκε η τράπουλα κι έτσι διαδόθηκε σ' όλο τον κόσμο... Δε λέμε. Την αφόρισε ο Πάπας γιατί έχασε στην πρέφα με τον Νούντσιο και την απαγορέψανε οι βασιλιάδες γιατί τ' ακουμπήσανε στο σεμέν ντε φερ με τους δούκες, αλλά όσο απαγορεύεις ένα πράμα, τόσο διαδίδεται... «Το να 'σαι στενά ηθικός και αυστηρός εις τα ήθη είναι σαν να ανοίγεις την πόρτα για να περάσει η διαφθορά».
Αναρτήθηκε από ENDYMION
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
Στην Κίνα, Πεκίνο να πούμε, Πε-Κινγκ, που θα πει «Πρωτεύουσα του Βοριά», ήτουνε ένας αυτοκράτορας. Είχε μούσι, είχε κοτσίδα, καθότανε στο θρόνο, φόρηγε κιμονό μεταξωτό, «σηρικόν» που λένε, έτρωγε γλυκά και άφηνε αέρια.
Κι άμα το αέριο ήτουνε ηχητικό, κάνανε τεμενά όλοι οι αυλικοί του, «τα κακά πνεύματα εγκαταλείπουν το σώμα του πολυχρονεμένου μας άρχοντα»,και πολύ το χαιρόντουσαν «διά την αναχώρησιν των κακών πνευμάτων εν τω εξωτερικώ».
Κι άλλα πολλά έκανε ο αυτοκράτορας, «διά πάντα δε ταύτα μεγάλως εχαίροντο οι αυλικοί». Βαριότανε, έκοβε κεφάλια, έπαιζε γκογκ και μαγκγκόγκ με ξυλάκια χρωματιστά, έδινε διαταγές να θάψουνε κρατουμένους στη γη με το κεφάλι όξω και να τους πασαλείψουν το κεφάλι με μέλι, τέτοια μαγκιόρα αυτοκρατορικά πράματα. Το οποίον, πολύ καμαρώνανε άπαντες του γκεζιού του και λέγανε «αχέχταχτα, άχτι καλά», (μα στογκ τα γκουγκ, έτσι το λένε κινέζικα), και παίρνανε εύνοιες, παρασήματα και μεζέ από στομάχια καρχαριών και καρδιές χελιδονιών, που είναι φαΐ μαγκιόρο στην κινέζικη κουζίνα.
Γύρω τώρα από τον αυτοκράτορα είχανε φυτέψει καμιά σαρανταριά γυναίκες, λοξομάτες, νέες και νόστιμες. Οι πέντε που φοράγανε βεραμάν καθόντουσαν στα σπίτια με τα κίτρινα κεραμίδια, κι ήτουνε οι νόμιμες του, οι ρέστες που φοράγανε τουρλού-τουρλού ήτουνε να μένουνε στα σπίτια με τα γαλάζια κεραμίδια και λαχαίνανε παλλακίδες του. Όμως και τις σαράντο βαριότανε ο αυτοκράτορας κι ας ήτανε μπουκιά και συχώριο, διότι άμα έχεις δικό σου πολύ πράμα, το βαριέσαι και θες εκείνο που δεν έχεις και κοιτάς τις δούλες μπας και βρεις κει πέρα κάτι «αξιοπρόσεκτον»...
Ένα πρωινό ,τώρα, χασμουριόταν ο αυτοκράτορας και δεν' ρε τι να κάνει. Να κόψει είκοσι χιλιάδες αντιφρονούσας κεφοΰ και να περάσει την ώρα του; Να φωνάξει τρεις χιλιάδες δικούς και να τους κοτσάρει από ένα παράσημο να το βλέπει να κουνιέται και να γελάει που θα καμάρωναν οι τέτοιοι το ντενεκάκι τους
Να βγάλει κάνα νόμο δίκαιο, περί φορολογίας ή δικαιοσύνης ή περί μακαρονιών ή οτιδήποτε; Να βάλει τις σαράντα γυναίκες να δέρνονται μεταξύ τους κι όποια μείνει τελευταία να της δώσει το πρωτάθλημα; Τέτοια σκεφτότανε και του λένε:
-Είναι ένας και θέλει να σε δει.
-Τον ψάξανε μην έχει απάνω του φονικόν όργανον;
-Δεν έχει.
-Να περάσει. Κι άμα πει μπούρδες, να τον πάρετε και να τον ρίξετε στα σκυλόψαρα.
Μπήκε ένας γελαστός με κιμονό σηρικόν κι ελόγου του έκανε τούμπα, χαιρέτησε «Να Φα, Κα, Τα», αυτοκράτωρ μας και μετά έβγαλε από την τσέπη του κάτι χαρτιά ζωγραφισμένα και του τα 'δειξε.
-Τι είν' αυτό, ρε.
-Τράπουλα, αυτοκράτωρ μας.
-Και τι κάνει;
-Παίζεις και σκοτώνεις την ώρα σου.
Του "δείξε τους άσσους, τις ντάμες, τους ρηγάδες, τους βαλέδες, όλα τα μυστήρια, του έδειξε πώς παίζεται, ενθουσιάστηκε ο αυτοκράτωρ.
-Μπράβο, ρε τσίφτη μου, είσαι πολύ εντάξει.
-Μερντ - σι.
Χαρές, γέλια, λοιπόν, λέει ο μεγάλος στους γραμματείς του:
-Δώστε του τρία παράσημα, το ένα ρεζέρβα.
O άνθρωπος που είχε βρει την τράπουλα ξίνισε τα μούτρα.
-Τι να τα κάνω τα παράσημα; Νομίζεις ότι άμα πάω με παράσημο στον μπακάλη θα μου δώσει ρύζι; Μπα... δε μου δίνεις καλύτερα τρεις χιλιάδες χρυσά να πορεύουμαι κι εγώ εν τω κόσμω ως μανδαρίνος της προκοπής;
Τον παζαρέψανε, του δώσανε δύο χιλιάδες, γράψανε όμως απόδειξη για τέσσερις και κονομηθήκανε και κάτι άλλοι και πάει ο εφευρέτης της τράπουλας στο καλό.
Έτσι πάνου-κάτου βγήκε η τράπουλα κι έτσι διαδόθηκε σ' όλο τον κόσμο... Δε λέμε. Την αφόρισε ο Πάπας γιατί έχασε στην πρέφα με τον Νούντσιο και την απαγορέψανε οι βασιλιάδες γιατί τ' ακουμπήσανε στο σεμέν ντε φερ με τους δούκες, αλλά όσο απαγορεύεις ένα πράμα, τόσο διαδίδεται... «Το να 'σαι στενά ηθικός και αυστηρός εις τα ήθη είναι σαν να ανοίγεις την πόρτα για να περάσει η διαφθορά».
Αναρτήθηκε από ENDYMION
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!