Το πολιτιστικό κίνημα Γκουλέν και η Ελλάδα
Του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ*
Το πρόσφατο δημοψήφισμα που κέρδισε ο Ερντογάν με αναπάντεχη (για μερικούς) πλειοψηφία μάς αναγκάζει να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε την ιδιότυπη δράση ενός άλλου Τούρκου που, παρ' όλον που ενεργεί στο παρασκήνιο, μπορεί τελικώς να αποδειχθεί ότι έχει μεγαλύτερη επιρροή στην εξέλιξη της σύγχρονης Τουρκίας ακόμη και από τον υπουργό και φίλο του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Πρόκειται για τον ιμάμη Φετχουλάχ Γκουλέν που από το 1998 ζει (υπό την προστασία της CIA) στην Πενσυλβανία των ΗΠΑ, υποχρεωθείς να φύγει από τη χώρα του «ως σοβαρός κίνδυνος» για το λαϊκό κεμαλικό καθεστώς.
Ο Γκουλέν είναι ο ιδρυτής ενός πολιτιστικού κινήματος που προσφέρει στο κόμμα του Ερντογάν μια κοινωνικοπολιτιστική βάση με τη δημιουργία σχολείων, ανωτέρων σχολών και πανεπιστημίων που επιβάλλονται σιγά σιγά με την απροκάλυπτη καθιέρωση πνευματικής αξιοκρατίας. Το αναδυόμενο εκπαιδευτικό σύστημα Γκουλέν διαφέρει έτσι σαφώς από τη σχεδόν απανταχού τάση να «πλαδαρώνουν» οι σπουδές, να θυσιάζεται η αξιοκρατία στο βωμό των «δήθεν» δημοκρατικών απαιτήσεων της εποχής μας.
Το κίνημα όμως πρωτοτυπεί και σ' άλλα σημεία, τα οποία οι διάφοροι εκπαιδευτικοί της χώρας μας θα θεωρούσαν, σε πολλά σημεία, αποδοκιμαστέα. Ετσι, παρατηρούμε ότι:
1 Τα σχολεία αυτά ανταποκρίνονται στις ιδέες και απαιτήσεις της μουσουλμανικής θρησκείας (αφήνοντας ελεύθερη π.χ. τη χρήση της μαντίλας που δεν επιτρέπεται στα επίσημα κρατικά πανεπιστήμια). Ταυτοχρόνως, όμως, αποφεύγουν πλήρως τα απροκάλυπτα θρησκευτικά στοιχεία των «μεντρεσέδων».
2 Αν και η σχέση του κινήματος είναι στενότατη με το κόμμα του Ερντογάν, επισήμως σκοπίμως διαφοροποιούνται στη διατύπωση πολιτικών απόψεων για να δυναμώσουν την εικόνα ότι είναι ανεξάρτητο το ένα από το άλλο. Ετσι, π.χ. στις ΗΠΑ ο Γκουλέν απεδοκίμασε την επιχείρηση του στολίσκου βοηθείας προς τους Παλαιστινίους με το επιχείρημα ότι πρώτα έπρεπε να είχε ζητηθεί η άδεια των Ισραηλινών.
3 Το πρόγραμμα των σχολείων εστιάζεται κυρίως στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, παρέχοντας εντατική προετοιμασία για πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Ταυτοχρόνως όμως επιμελώς και εντέχνως διδάσκονται η τουρκική ιστορία και ο πολιτισμός, με σκοπό να εμφυσήσουν υπερηφάνεια στους μαθητές για τα επιτεύγματα του οθωμανικού παρελθόντος.
4 Η άριστη κατάρτιση των νέων υποβοηθείται από σημαντικές οικονομικές ενισχύσεις του είδους που έχουν τόσο βοηθήσει τα αμερικανικά πανεπιστήμια να καταλάβουν την εξέχουσα θέση που απολαμβάνουν εν σχέσει με τα αρχαία αλλά πλειστάκις πτωχευμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η οικονομική αυτή ευρωστία επιτρέπει την πρόσληψη ειδικευμένου προσωπικού και τη δημιουργία καλών εγκαταστάσεων.
5 Με τέτοια ανοικτή επιδίωξη επιστημονικής αξιοκρατίας και αυξανόμενης οικονομικής ενίσχυσης από τον ιδιωτικό παράγοντα που τόσο (αδικαιολόγητα, κατά την γνώμη μου) φοβούμεθα εμείς -θεωρητικώς τουλάχιστον μέχρις προσφάτων- έχει οδηγήσει σε τέτοια πνευματικο-οικονομική επιτυχία το κίνημα που ήδη, σε διάστημα δώδεκα μόλις ετών, έχει ιδρύσει είκοσι δύο νέα πανεπιστήμια μέσα στον τουρκικό χώρο -ιδίως στο νοτιοανατολικό-κεντρικό μέρος της χώρας, απ' όπου κυρίως αντλεί τη δύναμή του το κόμμα του Ερντογάν- αλλά και πλέον των 1.000 νέων σχολείων σε 115 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Αφρικής, της κεντρικής Ασίας, των Βαλκανίων και του Καυκάσου. Ετσι, μόνο στις ΗΠΑ απαντούν 90 σχολεία, διασκορπισμένα σε είκοσι περίπου πολιτείες, όπου φοιτούν και χριστιανοί νέοι και νέες λόγω των επαγγελματικών προσόντων που τους παρέχει η εκπαίδευση στα σχολεία του ιμάμη!
Τα ανωτέρω, εν συντομία, στοιχεία καθιστούν τον Γκουλέν αντάξιο διάδοχο του Ιγνατίου Λογιόλα, δημιουργού του ιησουιτικού συστήματος παιδείας και μιας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Καθολικής Αντιμεταρρυθμίσεως, οι οποίες από τα μέσα του 16ου αιώνα προσπάθησαν να σταματήσουν τη θρησκευτική και πολιτική αποδόμηση του Καθολικισμού που προκάλεσε, κυρίως στη βόρεια Ευρώπη, ο Λουθηρανικός Προτεσταντισμός. Για να επιτύχουν αυτόν το σκοπό, τα ιησουιτικά σχολεία, όπως σήμερα τα σχολεία του Γκουλέν, επεδίωξαν να προσελκύσουν επιλεκτικά τα πιο αξιόλογα πρόσωπα της εποχής των, να τους δώσουν άριστη μόρφωση, αλλά και να τους «δέσουν», εμμέσως πλην σαφώς, στα «πιστεύω» τους.
Ταυτοχρόνως και τα δύο κινήματα επιχείρησαν (και επιχειρούν) την τοποθέτηση στις εξέχουσες κρατικές θέσεις -δημοσιοϋπαλληλικές, δικαστικές και στρατιωτικές- των πρώην μαθητών τους με τους οποίους, μάλιστα, και μετά την αποφοίτησή τους, κρατούν επαφή μέσω «μεντόρων». Το πρόσφατο τουρκικό δημοψήφισμα, με τη μεγαλύτερη πρόσβαση που έδωσε στον Ερντογάν στα ανώτερα δικαστικά αξιώματα -στα κατώτερα το κίνημα Γκουλέν ήδη έχει σημαντική αντιπροσώπευση- εδραιώνει ακόμη πιο ισχυρά και το κίνημα Ερντογάν και τη φιλοσοφία του νεο-οθωμανισμού.
Τι σημαίνουν όλα τα ανωτέρω για μας τους Ελληνες;
* Πρώτον, ως ήδη τονίστηκε, το κίνημα σκοπό έχει να δυναμώσει την εθνική συνείδηση και ιδιαιτερότητα. Διαφέρει έτσι από την προσπάθεια που από καιρό γίνεται στην Ελλάδα να αμβλυθούν οι διαφορές μας με τους Τούρκους ως και ο τρόπος που ερμηνεύουμε εμείς την κοινή ιστορία. Η γραμμή αυτή δεν είναι τόσο εμφανής στο τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα που, π.χ., ομιλεί ακόμη για την «κατοχή» των νήσων του Αιγαίου από τους Ελληνες. Αντιθέτως, η τάσις επιστροφής στο «ένδοξο και ανεκτικό» οθωμανικό παρελθόν ενισχύεται από συχνές υπουργικές ομιλίες ως και την προπαγάνδα των γκουλικών σχολείων.
Ουδέποτε μίλησα προσωπικά εναντίον των «μοντερνιστών» του υπουργείου Παιδείας, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια να αλλάξουν την ιστορία μας κατά τον τρόπο που πιστεύουν μια και η ελευθερία σκέψης και λόγου είναι για μένα θεμελιώδεις αξίες της σύχρονης δημοκρατίας.
Οταν όμως αυτές οι ιδέες ξεφεύγουν από το πνεύμα των αρχικών συμφωνιών Παπανδρέου-Τζεμ του 2000, που οραματίστηκαν πρώτη φορά σχολικά βιβλία που θα διόρθωναν ιστορικές «ανακρίβειες», αλλά που, αντί διορθώσεων τυχόν λαθών ή υπερβολών, αναδομούν την ελληνική ιστορία, ενώ οι Τούρκοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν «αδιόρθωτα» τα δικά τους σχολικά συγγράμματα, τότε η αρχική «χειρονομία» μεταβάλλεται σε ουσιώδη αλλαγή της εξωτερικής και εσωτερικής μας πολιτικής.
Υπογραμμίζω δε και εσωτερικής πολιτικής, μια και αυτή η απόφαση του τότε υπουργού Εξωτερικών απέκτησε με την πάροδο του χρόνου και άμεσες εσωτερικές προεκτάσεις, αναγνωρίζοντας στους συγγραφείς αυτών των έργων πολύ περισσότερη πολιτική δύναμη από το (σεβαστό) δικαίωμά τους να εκφράσουν την γνώμη τους, όσο ανορθόδοξη και αν είναι αυτή εν σχέσει με την παγίως μέχρι τότε αποδεκτή ιστορική γραμμή.
Πολλοί μπορεί να διαφωνήσουν ακόμη και με την σκοπίμως μετριασμένη διαφοροποίησή μου από αυτή την προσπάθεια. Σ' αυτούς λοιπόν αρκούμαι να υπενθυμίσω τις ευρύτερες συνέπειες αυτής της μεταστροφής όπως τις επεσήμανε καλύτερα από κάθε άλλον ο Νταβούτογλου, στις σελ. 57-58 του βιβλίου του «Το στρατηγικό βάθος» (Αθήνα: «Ποιότητα», 2010).
Ο μόνος άλλος τρόπος αλλαγής του σκηνικού θα ήταν μια συμφωνία μεταξύ τουλάχιστον των μεγαλυτέρων κομμάτων για να στηρίξουν ανενδοίαστα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο να επιτύχει ποιότητα και όχι ποσότητα, στο να περιορίσει την εσωτερική καταστροφικότητα που κατά καιρούς επιβάλλουν μικρές ομάδες φοιτητών (ή και «ξένων» στοιχείων) -πολλοί των οποίων, πρέπει να το αναγνωρίσουμε, δικαίως αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι- και, τέλος, στη βελτίωση του τεχνικού εξοπλισμού της παιδείας μας με τη βοήθεια ενέσεων από τον ιδιωτικό τομέα.
Ολα αυτά μπορεί να αποτελούν χίμαιρα τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις αλλά, αν μια μέρα δεν γίνουν πραγματικότητα, η ελληνική παιδεία, από πλευράς διεθνούς ανταγωνιστικότητας, θα συνεχίσει να χειροτερεύει κατά γεωμετρική πρόοδο. Οι πρόσφατες δηλώσεις και του πρωθυπουργού και της υπουργού Παιδείας δίδουν ελπίδες επικείμενης αλλαγής, αλλά πρέπει να περιμένουμε να δούμε πώς τελικώς θα αντιδράσουν οι συνήθως αρνούμενοι την ανάγκη εκμοντερνισμού. Ιδωμεν.
* Τρίτο και τελευταίο συμπέρασμα. Στη σύγχρονη Ελλάδα βασικές έννοιες διαστρεβλώνονται ή αποκτούν νέα νοήματα. Ο πατριώτης γίνεται γλαφυρός, ο επιδιώκων την αναγνώριση και προώθηση του άριστου μεταβάλλεται σε αντιδημοκράτη, η αναζήτηση εμπνεύσεων τόσο από ένα μεγάλο παρελθόν όσο και από «αλλού» θεωρείται αφορμή είτε αναχρονισμού ή ξενοφοβίας.
Και όμως, μια καλή ιδέα πρέπει να μελετάται και, καταλλήλως προσαρμοσμένη για να μεταμοσχευθεί επιτυχώς στο ελληνικό έδαφος, πρέπει να αντιγράφεται. Το ότι μπορεί να προέρχεται από «αντίπαλη» χώρα εμένα τουλάχιστον δεν με ενδιαφέρει, διότι ουδέποτε θεώρησα τον πατριωτισμό μου απόλυτη έννοια που μου αποκλείει την πρόσβαση στο καλό, το ωραίο, το τέλειο, από όπου και αν αυτά προέρχονται.
Η διαπίστωση όμως ότι υπάρχουν τόσο καινοτόμες ιδέες στη γείτονα χώρα με στενοχωρεί βαθιά, γιατί τις βλέπω να πηγάζουν από όραμα, ανεξάρτητη και όχι ξενοκίνητη σκέψη, και αυτοπεποίθηση που γεννιέται από τις ιδέες που ο Νταβούτογλου επήνεσε στο κείμενο που παρέθεσα ανωτέρω. Τέτοιες πηγές εμπνεύσεως από καιρού εμείς τις έχουμε εγκαταλείψει για χάρη της αδιατάρακτης ευζωίας της καταναλωτικής κοινωνίας που μερικοί από μας διατηρούν ακόμη και σε στιγμές οικονομικής θύελλας.
Με τέτοιες νοοτροπίες όμως τα κράτη δεν επιζούν για πολύ, γι' αυτό και ειλικρινά ελπίζω ότι οι πρόσφατες ελπιδοφόρες ενδείξεις μεταβολών θα ευοδωθούν με επιτυχία!
* Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και Αντεπιστέλλον Μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, καθώς και των Ακαδημιών της Ρώμης, του Βελγίου, της Ολλανδίας και των Αθηνών.
Enet 23/10/2010
Του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ*
Το πρόσφατο δημοψήφισμα που κέρδισε ο Ερντογάν με αναπάντεχη (για μερικούς) πλειοψηφία μάς αναγκάζει να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε την ιδιότυπη δράση ενός άλλου Τούρκου που, παρ' όλον που ενεργεί στο παρασκήνιο, μπορεί τελικώς να αποδειχθεί ότι έχει μεγαλύτερη επιρροή στην εξέλιξη της σύγχρονης Τουρκίας ακόμη και από τον υπουργό και φίλο του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Πρόκειται για τον ιμάμη Φετχουλάχ Γκουλέν που από το 1998 ζει (υπό την προστασία της CIA) στην Πενσυλβανία των ΗΠΑ, υποχρεωθείς να φύγει από τη χώρα του «ως σοβαρός κίνδυνος» για το λαϊκό κεμαλικό καθεστώς.
Ο Γκουλέν είναι ο ιδρυτής ενός πολιτιστικού κινήματος που προσφέρει στο κόμμα του Ερντογάν μια κοινωνικοπολιτιστική βάση με τη δημιουργία σχολείων, ανωτέρων σχολών και πανεπιστημίων που επιβάλλονται σιγά σιγά με την απροκάλυπτη καθιέρωση πνευματικής αξιοκρατίας. Το αναδυόμενο εκπαιδευτικό σύστημα Γκουλέν διαφέρει έτσι σαφώς από τη σχεδόν απανταχού τάση να «πλαδαρώνουν» οι σπουδές, να θυσιάζεται η αξιοκρατία στο βωμό των «δήθεν» δημοκρατικών απαιτήσεων της εποχής μας.
Το κίνημα όμως πρωτοτυπεί και σ' άλλα σημεία, τα οποία οι διάφοροι εκπαιδευτικοί της χώρας μας θα θεωρούσαν, σε πολλά σημεία, αποδοκιμαστέα. Ετσι, παρατηρούμε ότι:
1 Τα σχολεία αυτά ανταποκρίνονται στις ιδέες και απαιτήσεις της μουσουλμανικής θρησκείας (αφήνοντας ελεύθερη π.χ. τη χρήση της μαντίλας που δεν επιτρέπεται στα επίσημα κρατικά πανεπιστήμια). Ταυτοχρόνως, όμως, αποφεύγουν πλήρως τα απροκάλυπτα θρησκευτικά στοιχεία των «μεντρεσέδων».
2 Αν και η σχέση του κινήματος είναι στενότατη με το κόμμα του Ερντογάν, επισήμως σκοπίμως διαφοροποιούνται στη διατύπωση πολιτικών απόψεων για να δυναμώσουν την εικόνα ότι είναι ανεξάρτητο το ένα από το άλλο. Ετσι, π.χ. στις ΗΠΑ ο Γκουλέν απεδοκίμασε την επιχείρηση του στολίσκου βοηθείας προς τους Παλαιστινίους με το επιχείρημα ότι πρώτα έπρεπε να είχε ζητηθεί η άδεια των Ισραηλινών.
3 Το πρόγραμμα των σχολείων εστιάζεται κυρίως στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, παρέχοντας εντατική προετοιμασία για πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Ταυτοχρόνως όμως επιμελώς και εντέχνως διδάσκονται η τουρκική ιστορία και ο πολιτισμός, με σκοπό να εμφυσήσουν υπερηφάνεια στους μαθητές για τα επιτεύγματα του οθωμανικού παρελθόντος.
4 Η άριστη κατάρτιση των νέων υποβοηθείται από σημαντικές οικονομικές ενισχύσεις του είδους που έχουν τόσο βοηθήσει τα αμερικανικά πανεπιστήμια να καταλάβουν την εξέχουσα θέση που απολαμβάνουν εν σχέσει με τα αρχαία αλλά πλειστάκις πτωχευμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η οικονομική αυτή ευρωστία επιτρέπει την πρόσληψη ειδικευμένου προσωπικού και τη δημιουργία καλών εγκαταστάσεων.
5 Με τέτοια ανοικτή επιδίωξη επιστημονικής αξιοκρατίας και αυξανόμενης οικονομικής ενίσχυσης από τον ιδιωτικό παράγοντα που τόσο (αδικαιολόγητα, κατά την γνώμη μου) φοβούμεθα εμείς -θεωρητικώς τουλάχιστον μέχρις προσφάτων- έχει οδηγήσει σε τέτοια πνευματικο-οικονομική επιτυχία το κίνημα που ήδη, σε διάστημα δώδεκα μόλις ετών, έχει ιδρύσει είκοσι δύο νέα πανεπιστήμια μέσα στον τουρκικό χώρο -ιδίως στο νοτιοανατολικό-κεντρικό μέρος της χώρας, απ' όπου κυρίως αντλεί τη δύναμή του το κόμμα του Ερντογάν- αλλά και πλέον των 1.000 νέων σχολείων σε 115 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Αφρικής, της κεντρικής Ασίας, των Βαλκανίων και του Καυκάσου. Ετσι, μόνο στις ΗΠΑ απαντούν 90 σχολεία, διασκορπισμένα σε είκοσι περίπου πολιτείες, όπου φοιτούν και χριστιανοί νέοι και νέες λόγω των επαγγελματικών προσόντων που τους παρέχει η εκπαίδευση στα σχολεία του ιμάμη!
Τα ανωτέρω, εν συντομία, στοιχεία καθιστούν τον Γκουλέν αντάξιο διάδοχο του Ιγνατίου Λογιόλα, δημιουργού του ιησουιτικού συστήματος παιδείας και μιας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Καθολικής Αντιμεταρρυθμίσεως, οι οποίες από τα μέσα του 16ου αιώνα προσπάθησαν να σταματήσουν τη θρησκευτική και πολιτική αποδόμηση του Καθολικισμού που προκάλεσε, κυρίως στη βόρεια Ευρώπη, ο Λουθηρανικός Προτεσταντισμός. Για να επιτύχουν αυτόν το σκοπό, τα ιησουιτικά σχολεία, όπως σήμερα τα σχολεία του Γκουλέν, επεδίωξαν να προσελκύσουν επιλεκτικά τα πιο αξιόλογα πρόσωπα της εποχής των, να τους δώσουν άριστη μόρφωση, αλλά και να τους «δέσουν», εμμέσως πλην σαφώς, στα «πιστεύω» τους.
Ταυτοχρόνως και τα δύο κινήματα επιχείρησαν (και επιχειρούν) την τοποθέτηση στις εξέχουσες κρατικές θέσεις -δημοσιοϋπαλληλικές, δικαστικές και στρατιωτικές- των πρώην μαθητών τους με τους οποίους, μάλιστα, και μετά την αποφοίτησή τους, κρατούν επαφή μέσω «μεντόρων». Το πρόσφατο τουρκικό δημοψήφισμα, με τη μεγαλύτερη πρόσβαση που έδωσε στον Ερντογάν στα ανώτερα δικαστικά αξιώματα -στα κατώτερα το κίνημα Γκουλέν ήδη έχει σημαντική αντιπροσώπευση- εδραιώνει ακόμη πιο ισχυρά και το κίνημα Ερντογάν και τη φιλοσοφία του νεο-οθωμανισμού.
Τι σημαίνουν όλα τα ανωτέρω για μας τους Ελληνες;
* Πρώτον, ως ήδη τονίστηκε, το κίνημα σκοπό έχει να δυναμώσει την εθνική συνείδηση και ιδιαιτερότητα. Διαφέρει έτσι από την προσπάθεια που από καιρό γίνεται στην Ελλάδα να αμβλυθούν οι διαφορές μας με τους Τούρκους ως και ο τρόπος που ερμηνεύουμε εμείς την κοινή ιστορία. Η γραμμή αυτή δεν είναι τόσο εμφανής στο τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα που, π.χ., ομιλεί ακόμη για την «κατοχή» των νήσων του Αιγαίου από τους Ελληνες. Αντιθέτως, η τάσις επιστροφής στο «ένδοξο και ανεκτικό» οθωμανικό παρελθόν ενισχύεται από συχνές υπουργικές ομιλίες ως και την προπαγάνδα των γκουλικών σχολείων.
Ουδέποτε μίλησα προσωπικά εναντίον των «μοντερνιστών» του υπουργείου Παιδείας, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια να αλλάξουν την ιστορία μας κατά τον τρόπο που πιστεύουν μια και η ελευθερία σκέψης και λόγου είναι για μένα θεμελιώδεις αξίες της σύχρονης δημοκρατίας.
Οταν όμως αυτές οι ιδέες ξεφεύγουν από το πνεύμα των αρχικών συμφωνιών Παπανδρέου-Τζεμ του 2000, που οραματίστηκαν πρώτη φορά σχολικά βιβλία που θα διόρθωναν ιστορικές «ανακρίβειες», αλλά που, αντί διορθώσεων τυχόν λαθών ή υπερβολών, αναδομούν την ελληνική ιστορία, ενώ οι Τούρκοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν «αδιόρθωτα» τα δικά τους σχολικά συγγράμματα, τότε η αρχική «χειρονομία» μεταβάλλεται σε ουσιώδη αλλαγή της εξωτερικής και εσωτερικής μας πολιτικής.
Υπογραμμίζω δε και εσωτερικής πολιτικής, μια και αυτή η απόφαση του τότε υπουργού Εξωτερικών απέκτησε με την πάροδο του χρόνου και άμεσες εσωτερικές προεκτάσεις, αναγνωρίζοντας στους συγγραφείς αυτών των έργων πολύ περισσότερη πολιτική δύναμη από το (σεβαστό) δικαίωμά τους να εκφράσουν την γνώμη τους, όσο ανορθόδοξη και αν είναι αυτή εν σχέσει με την παγίως μέχρι τότε αποδεκτή ιστορική γραμμή.
Πολλοί μπορεί να διαφωνήσουν ακόμη και με την σκοπίμως μετριασμένη διαφοροποίησή μου από αυτή την προσπάθεια. Σ' αυτούς λοιπόν αρκούμαι να υπενθυμίσω τις ευρύτερες συνέπειες αυτής της μεταστροφής όπως τις επεσήμανε καλύτερα από κάθε άλλον ο Νταβούτογλου, στις σελ. 57-58 του βιβλίου του «Το στρατηγικό βάθος» (Αθήνα: «Ποιότητα», 2010).
«Οι κοινωνίες οι οποίες έχουν στέρεες δομές και κατέχουν μια πολύ ισχυρή αίσθηση του ανήκειν και της ταυτότητας, που οφείλεται στην αντίληψη του χρόνου και του χώρου, και μπορούν με αυτή την αίσθηση να κινητοποιήσουν τα ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά και οικονομικά στοιχεία, έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν στρατηγικά ανοίγματα ικανά να ανανεώνονται συνεχώς. Αντιθέτως, οι κοινωνίες που ζουν μια κρίση ταυτότητας και τη μετατρέπουν σε μια καταστροφή πολιτισμού περιέρχονται σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο παραδομένες στη δίνη των ψυχολογικών, κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών διακυμάνσεων».* Δεύτερον, αν προσέξει κανείς τις καινοτομίες του κινήματος Γκουλέν βλέπει ότι έχει οικοδομηθεί πάνω σε αρχές που το δήθεν δημοκρατικό, αλλά στην ουσία εξισωτικό «προς τα κάτω», σύστημα της ελληνικής (αλλά και ευρωπαϊκής) παιδείας ουδέποτε θα μπορούσε να υιοθετήσει, εκτός αν ποτέ ίσχυε στην Ελλάδα η «ιδιότυπη» συγκεντρωτική αν όχι «αυταρχική δημοκρατία» της Τουρκίας - μοντέλο που εμένα τουλάχιστον δεν αρέσει!
Ο μόνος άλλος τρόπος αλλαγής του σκηνικού θα ήταν μια συμφωνία μεταξύ τουλάχιστον των μεγαλυτέρων κομμάτων για να στηρίξουν ανενδοίαστα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο να επιτύχει ποιότητα και όχι ποσότητα, στο να περιορίσει την εσωτερική καταστροφικότητα που κατά καιρούς επιβάλλουν μικρές ομάδες φοιτητών (ή και «ξένων» στοιχείων) -πολλοί των οποίων, πρέπει να το αναγνωρίσουμε, δικαίως αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι- και, τέλος, στη βελτίωση του τεχνικού εξοπλισμού της παιδείας μας με τη βοήθεια ενέσεων από τον ιδιωτικό τομέα.
Ολα αυτά μπορεί να αποτελούν χίμαιρα τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις αλλά, αν μια μέρα δεν γίνουν πραγματικότητα, η ελληνική παιδεία, από πλευράς διεθνούς ανταγωνιστικότητας, θα συνεχίσει να χειροτερεύει κατά γεωμετρική πρόοδο. Οι πρόσφατες δηλώσεις και του πρωθυπουργού και της υπουργού Παιδείας δίδουν ελπίδες επικείμενης αλλαγής, αλλά πρέπει να περιμένουμε να δούμε πώς τελικώς θα αντιδράσουν οι συνήθως αρνούμενοι την ανάγκη εκμοντερνισμού. Ιδωμεν.
* Τρίτο και τελευταίο συμπέρασμα. Στη σύγχρονη Ελλάδα βασικές έννοιες διαστρεβλώνονται ή αποκτούν νέα νοήματα. Ο πατριώτης γίνεται γλαφυρός, ο επιδιώκων την αναγνώριση και προώθηση του άριστου μεταβάλλεται σε αντιδημοκράτη, η αναζήτηση εμπνεύσεων τόσο από ένα μεγάλο παρελθόν όσο και από «αλλού» θεωρείται αφορμή είτε αναχρονισμού ή ξενοφοβίας.
Και όμως, μια καλή ιδέα πρέπει να μελετάται και, καταλλήλως προσαρμοσμένη για να μεταμοσχευθεί επιτυχώς στο ελληνικό έδαφος, πρέπει να αντιγράφεται. Το ότι μπορεί να προέρχεται από «αντίπαλη» χώρα εμένα τουλάχιστον δεν με ενδιαφέρει, διότι ουδέποτε θεώρησα τον πατριωτισμό μου απόλυτη έννοια που μου αποκλείει την πρόσβαση στο καλό, το ωραίο, το τέλειο, από όπου και αν αυτά προέρχονται.
Η διαπίστωση όμως ότι υπάρχουν τόσο καινοτόμες ιδέες στη γείτονα χώρα με στενοχωρεί βαθιά, γιατί τις βλέπω να πηγάζουν από όραμα, ανεξάρτητη και όχι ξενοκίνητη σκέψη, και αυτοπεποίθηση που γεννιέται από τις ιδέες που ο Νταβούτογλου επήνεσε στο κείμενο που παρέθεσα ανωτέρω. Τέτοιες πηγές εμπνεύσεως από καιρού εμείς τις έχουμε εγκαταλείψει για χάρη της αδιατάρακτης ευζωίας της καταναλωτικής κοινωνίας που μερικοί από μας διατηρούν ακόμη και σε στιγμές οικονομικής θύελλας.
Με τέτοιες νοοτροπίες όμως τα κράτη δεν επιζούν για πολύ, γι' αυτό και ειλικρινά ελπίζω ότι οι πρόσφατες ελπιδοφόρες ενδείξεις μεταβολών θα ευοδωθούν με επιτυχία!
* Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και Αντεπιστέλλον Μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, καθώς και των Ακαδημιών της Ρώμης, του Βελγίου, της Ολλανδίας και των Αθηνών.
Enet 23/10/2010