Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Κατέστρεψαν τις έννοιες “Έλληνας” και “Έθνος”

Θεοδ. Δημοσθ. Παναγόπουλος: Τα ψιλά γράμματα της ιστορίας.

Η βία και ταπείνωση αιώνων μπορεί ίσως να εξηγήσει το ανελέητο μίσος κατά του τυράννου. Οι Μοραΐτες ήσαν σκλάβοι. Ο ξεσηκωμός τους έδωσε την ευκαιρία να ανακτή­σουν τη φυλετική τους αυτοπεποίθηση. Μπορούσαν να τα καταφέ­ρουν. 


Η Τριπολιτσά έπεσε.Το μίσος ξεχείλισε και έπνιξε τον δυνά­στη.

Το νεότερο κράτος, η επίσημη ιστορία δεν αναδεικνύει την άλω­ση της Τριπολιτσάς, όσο θα έπρεπε. Αυτό γίνεται σκόπιμα. Κάτω από το μεταγενέστερο πνεύμα του ανθρωπισμού τέτοια γεγονότα πρέπει να λησμονηθούν. Καλύτερα να τα ξεχάσουμε. Δεν μας συμ­φέρει να τα θυμόμαστε. Οι θυσίες αντίθετα πάντοτε “πουλάνε”. Η θυματοποίηση στην εθνική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα έχει σήμερα πέραση. Δεν είναι λοιπόν η Τριπολιτσά το παράδειγμα που πρέπει να προβάλλουμε. Το Μεσολόγγι και το ολοκαύτωμά του είναι οι ηρωικές στιγμές του Γένους. Το Μεσολόγγι έγινε το εθνικό μας σύμβολο, ενώ η Τριπολιτσά αποσιωπήθηκε, και αυτός είναι ο λόγος, που προσπαθώ τώρα να καθαρίσω λίγο τη σκόνη που την κάλυ­ψε. Η αλήθεια όμως δεν μπορεί εύκολα να κρυφθεί.

Η Πελοπόννησος ήταν τότε η κοιτίδα του ελληνισμού και της αμφι­σβήτησης της τουρκικής εξουσίας. Ήταν το πλουσιότερο μέρος της Ελλάδας και είχε δεκαπλάσιο πληθυσμό από τους Τούρκους. Τετρα­κόσιες χιλιάδες Έλληνες, σαράντα χιλιάδες Τούρκοι.

Εδώ η αντίσταση κατά της οθωμανικής κυριαρχίας είχε αρχίσει από πολύ ενωρίς. Ήδη έναν αιώνα πριν την επανάσταση κυριαρχούσαν στον Μοριά οι κλέφτες και οι αρματολοί. Δυστυχώς όμως τα ένοπλα σώματα των κλεφτών, με την άμεση συνδρομή της εκκλησίας, είχαν αποδεκατισθεί από το 1806 και σχεδόν ούτε ένα ντουφέκι δεν υπήρχε στον Μόριά λίγο πριν τον ξεσηκωμό. Οι πολίτες, που βγήκαν στο βουνό, δεν ήξεραν από όπλα, είχαν μόνο μαχαίρια, σουγλιά, ξι­νάρια και για σημαίες τα μαντήλια των γυναικών τους. Στην πλειοψηφία τους ήσαν βοσκοί και γεωργοί. Η κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση ήταν άθλια. 

Πείνα, φόβος, εκμετάλλευση από Τούρ­κους και κοτζαμπάσηδες. Για να επιβιώσουν έπρεπε να προσκολληθούν κοντά σε κάποιον τοπικό άρχοντα. Επιζητούσαν την προστασία του και την πλήρωναν ακριβά. Τη χρυσοπλήρωναν μάλιστα, αν ήθε­λαν να μην τους εκμεταλλεύονται οι πάντες. Καλύτερος ο ένας αφέντης από τους πολλούς. Δεν ήταν αυτεξούσια άτομα με δική τους κρί­ση και απόφαση. Εξαρτημένοι απόλυτα, ακολουθούσαν σχεδόν σε όλα τον προστάτη τους, ο οποίος δίκην πατριάρχου αποφάσιζε γι’ αυτούς, πριν από αυτούς. Κάθε χωριό είχε τον δικό του καπετάνιο, τον δικό του αρχηγό. Και αυτός με τη σειρά του είχε άλλον πάνω από αυτόν αρχηγό, τον αρχηγό των αρχηγών, τον πλούσιο χωροδεσπότη της επαρχίας του, τον γαιοκτήμονα της περιοχής, τον κοτζαμπάση. 
Η πυραμίδα αυτή είχε οργανωθεί και δούλευε καλά, τόσο προς όφελος Τούρκων, όσο και προς όφελος των μεγαλοτσιφλικάδων κοτζαμπά­σηδων. Όλα άρχιζαν και τελείωναν στα όρια της επαρχίας.
Οι έμποροι, οι πραματευτάδες και ο ανώτερος κλήρος έκαναν το κορόιδο. Ήσαν οι προνομιούχες τάξεις και δεν τους ενδιέφερε και τό­σο πολύ η επανάσταση. Το αντίθετο μάλιστα. Δεν επιθυμούσαν καμμιά αλλαγή. Δεν ήταν αυτοί που υπέφεραν από τον τουρκικό ζυγό.

Από την άλλη μεριά, οι έννοιες “Έλληνας” και “Έθνος” δεν εύρισκαν ανταπόκριση στον απλό καθημερινό άνθρωπο του μόχθου και της δουλειάς. Ήταν άγνωστες έννοιες. «Άφ’ ης έποχής ό 'Ρωμαίος ύπατος Μούμιος κατέστρεψε την Κόρινθον και απεκατέστησε όλην την Ελλάδαν ρωμαϊκήν επαρχίαν, έσβησεν τό όνομα Έλλην και έξηλείφθη από τούς καταλόγους όλων των έθνών τού κόσμου, ώστε και αφού έβασίλευσεν εις την Κωνσταντινούπολη ό Μέγας Κωνσταντίνος καί οί διάδοχοι αυτού μέχρι του τελευταίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, μάς ώνόμαζον όλα τα έθνη του κόσμου Γραικούς και 'Ρωμαίους, καθ’ δ,τι οι αύτοκράτορες χριστιανοι ώνομάζοντο αύτοκράτορες Ρωμαίων καί ουδέποτε Ελλήνων. Ώς και αυτοί οί κατακτηταί και τύραννοί μας Τούρκοι, μάς ώνόμαζον Ρωμαίους».1

Δεν υπήρχε αυτό που λέμε σήμερα «εθνική συνείδηση». Υπήρχε ένας άκρατος τοπικισμός. Οι Μοραΐτες ήσαν απλώς Μοραΐτες, ούτε καν Πελοποννήσιοι, οι Ρουμελιώτες, Ρουμελιώτες, οι Νησιώτες, Νη­σιώτες κ.ο.κ. και ο ένας υπέβλεπε και ανταγωνιζόταν τον άλλον. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν οι Έλληνες και η Ελλάδα είχαν «πεθάνει» πριν απο 1675 χρόνια; 
Και την ασήκωτη ταφό­πετρα την είχαν βάλλει ο Άγιος -και Μέγας- Κωνσταντίνος, ο (άλλος) Μέγας Θεοδόσιος και ο Ιουστινιανός, οι οποίοι -κυρίως οι δυο τελευταίοι- είχαν με νόμο απαγορεύσει το όνομα “Έλλην” με την ποινή του θανάτου, την εξορία, τον αποκλεισμό των παιδιών από την κληρονομιά του πατέρα τους, τη δήμευση της περιουσίας τους, την αδυναμία απόκτησης ακίνητης περιουσίας και άλλα τέτοια ψυ­χωφελή και ωφέλιμα, στο όνομα της εδραίωσης, δια πυρός και σιδή­ρου, του χριστιανισμού, της νέας θρησκείας της «αγάπης» και της δή­θεν ανεξιθρησκίας. 
Βλέπετε η φιλοσοφία, ο τρόπος ζωής και η κο­σμοαντίληψη των αρχαίων Ελλήνων ερχόταν σε ευθεία αντίθεση, με τα δόγματα της νεοεμφανισθείσης θρησκείας της ύστερης ρωμαϊκής εποχής. 

Χίλια επτακόσια χρόνια λοιπόν ήσαν αρκετά για την απόλυ­τη πλύση του εγκέφαλου και της συνείδησης των αγράμματων και απαίδευτων, υπόδουλων μαζών, για να μην πληροφορηθούν ποτέ, να μην ακούσουν τίποτε και από κανέναν, για το παρελθόν και την ιστο­ρία των προγόνων τους. Χίλια επτακόσια χρόνια ήταν αρκετά, αρχι­κά με την απειλή της κεφαλικής ποινής και της φυλάκισης, και αργό­τερα, με την κατάλληλη κατήχηση, συνεπικουρούμενη -καρότο και μαστίγιο μαζί- και με το λίαν δραστικό, προληπτικό, κατασταλτικό, αναμορφοκικό και παιδαγωγικό μέτρο του αφορισμού -ο εκκλησια­στικός τρομονόμος της εποχής εκείνης, ώστε να ξεχαστούν σύντομα, όλα, μα όλα, τα κλέη των προγόνων, και το νησί του Πέλοπα, η Πελοπόννησος, να γίνει Μωρέας, Μοριάς... Μουριά και η Στερεά Ελ­λάδα, Ρούμελη2 και οι Έλληνες Ρωμιοί και Γραικοί και το χειρότε­ρο Γραικύλοι. 
Το παράδειγμα γι’ αυτόν τον αφελληνισμό τον είχαν δώσει οι κεφαλές της Εκκλησίας, συνεχίζοντας την πολιτική των Ρω­μαίων χριστιανών αυτοκρατόρων με τα ίδια μέσα του πυρός, του σι­δήρου και του αφορισμού. Ήδη, ο πρώτος πατριάρχης Γεννάδιος, που τον ανέβασε στον πατριαρχικό θρόνο ο Μωάμεθ ο Πορθητής, μετά την άλωση της Πόλης το 1453, ο επονομαζόμενος και Σχολά- ριος και κατά κόσμον Γεώργιος Κουρτέσιος, Θεσσαλός την καταγω­γή, αρνείται διαρρήδην την ελληνικότητά του και, όταν τον ρώτησαν αν είναι Έλληνας, απάντησε ότι «Ομιλώ απλώς ελληνικά, ουδέποτε ισχυρίστηκα ότι είμαι Έλληνας και, αν με ρωτήσει κανείς τί είμαι, του απαντώ: Είμαι χριστιανός».3
Ο ίδιος πατριάρχης, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, ξεσηκώνοντας τα πλήθη κατά του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου του 11ου, ο οποίος επιζητούσε την ένω­ση των Εκκλησιών για να αντιμετωπισθεί ο τουρκικός κίνδυνος, και επέτυχε τη ματαίωση της ένωσης, με τα γνωστά τραγικά αποτελέ­σματα, γράφει το 1450, με την ιδιότητα του καλόγερου, στον δεσπό­τη της Πελοποννήσου Οϊσή, που σκότωσε τον μοναχό Ιουβενάλη, μα­θητή του Πλήθωνα Γεμιστού και ελληνιστή: 
«Τους ασεβείς και κατα­ραμένους ελληνιστές, θανάτωνε με τη φωτιά, με το σπαθί και με κά­θε τρόπο. Μαστίγωνε, φυλάκιζε, κόψε τους το χέρι, ή βγάλε τους το μάτι και, αν επιμείνουν, πνίξε τους στη θάλασσα».4
Αλλά και ο Δικός μας, μόλις πρόσφατα, μας είπε ότι: «Θα ξερα­θεί το χέρι εκείνου που θα το απλώσει πάνω στην Εκκλησία».
Αυτός, λοιπόν, ο φανατικός, παρανοϊκός καλόγερος έγινε πατριάρχης. Δεν ήταν όμως ο μόνος ανθέλληνας ιερωμένος, που έβγαζε αφρούς, φαρμάκι και χολή, όταν αναφερόταν σε Έλληνες: 
«Αδελφοί μου, έμαθα πώς μέ την χάριν του Θεού, δεν εισθε Έλληνες, δεν εισθε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, άλλ’ εισθε ορθόδοξοι χριστιανοί», ωρύεται, λίγα μόλις χρόνια πριν τον μεγάλο ξεσηκωμό του ’21 ο πατήρ Κοσμάς ο Αιτωλός, ο μετέπειτα άγιος της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας, μεγάλη η χάρη του και δοξασμένο το όνομά του!
Και όμως, ούτε οι άγιοι πατέρες ούτε οι πατριάρχες, ανάστησαν το γένος, αλλά μόνον οι ξεβράκωτοι και οι ξυπόλητοι βοσκοί και οι ξωμάχοι της γης, με το αίμα τους και τις προσωπικές τους θυσίες, μας ξαναθύμισαν τις ρίζες μας και τις απαρχές της ιστορίας μας.

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ