ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ
ΧΟΡΤΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Είναι ένας βράχος. Όξω από την Κρήτη, προς το νοτιά. Μια πέτρα που την πέταξε ο Θεός έτσι, μέσα στο πέλαγο, του περίσσευε από τη σφεντόνα του. Πάνου του φωλιάζουνε τα θαλασσοπούλια, γλάροι, ψαρόνια, τέτοια είδη, στις αρμυρο-κουφάλεςτου τσαρκιάζουνε οι κακαβιοί. Κι όσοι αγριανέμοι φυσάνε από το Τούνεζι απ' την Μπαρμπαριά, απάνω του ξεθυμαίνουνε. Α, ναι!
Τον στολίζουνε και τίποτα αλειχήνες και βρωμόχορτα. Γραμπούσα τονέ λένε το βράχο, μια φορά κι ένα καιρό ήτανε καστέλλι, βίγλα να πούμε, που το χτίσανε οι Βενετσιάνοι ν' αγναντεύουνε πέρα μακριά και ν' ανάβουνε φωτιές, να ειδοποιάνε μην κι έρχουνται τίποτα Μπερμπερίνοι κουρσάροι. Μετά, γέρασε το λιοντάρι τ' Αϊ-Μάρκου, οι Τουρκαλάδες δεν ήτουνε και τίποτις ναυτικοί σπουδαίοι, τον αφήσανε το βράχο. Τότες τόνε πιάσανε οι αληθινοί πειρατές και τον κάνανε λημέρι τους.
Τη βίγλα την κάνανε κάστρο σωστό, μπεντένια, πολεμίστρες, ντεπό για νερό, ντεπό για μπαρούτια, σωστή δουλειά. Ήτανε κι άπαρτο, έτσι όπως ορθώνεται ξερακιανό μέσα στη θάλασσα, του βάλανε γερή φρουρά, το κάνανε λημέρι αληθινό, κανένας δεν κόταγε να το πειράξει, η Τορτούγα της Μεσογείου, να πούμε. Όποιος ήθελε να κρυφτεί, να ξεκουραστεί, να φτιάξει το καράβι του που έπαθε ζημιά σε ντισμπάρκα, όποιος ήθελε να τσουρμάρει καινούργιους, να κρύψει πράματα, πάγαινε στη Γραμπούσα.
Ήτανε, να πούμε, το σπίτι της θαλασσινής αλητείας.
Το λοιπόν, κει μέσα γινόντουσαν κι αδερφοποιτοί οι κουρσάροι ο ένας με τον άλλον. Όποιοι δεν είχανε γίνει κι ήτουνε «δόκιμοι», να πούμε, ακόμα, μαζευόντουσαν εφτά εφτά γύρω από ένα τραπεζάκι χαμηλό, ένα σοφρά, και βάζανε στη μέση ένα ταψί με κάρβουνα αναμμένα. Πάνου στα κάρβουνα ακουμπάγανε μια μπιστόλα γεμάτη. Γυρίζανε τώρα σιγά σιγά το ταψί και τραγουδάγανε το τραγούδι των αδερφοποιτών... «σε ζωή και σε θάνατο»... Κι η μπιστόλα ζεσταινότανε κι έπαιρνε φωτιά. Κάποιος από τους εφτά, οποιανού ήτανε η τύχη, λαβωνότανε χαμηλά στα ποδάρια. Κι απάνω στο αίμα του λαβωμένου δίνανε όρκο οι άλλοι, ότι γίνανε αδέρφια και θα υποστηρίζονται όπου κι αν είναι. Κι από τούτη τη στιγμή ο δόκιμος ήτανε σωστός κουρσάρος, είχε πάρει το δίπλωμα του, να πούμε, κι ήτανε μέλος της αδελφότητας κι είχε μίτζα σωστή στο κουρσός και κανένα δε λογάριαζε.
Το λοιπόν, όσο βάσταγε η Τουρκιά κι η Επανάσταση, οι κουρσάροι ήτανε εντάξει και κάνανε τη δουλειά τους, ρημάζανε τα ξένα καράβια και πλουταίνανε μια χαρά. Ύστερα όμως που 'ρθε ένα σωστό γκουβέρνο, φώναξε τους κάπους τους και τους διέταξε:
-Τώρα έχουμε κυβέρνηση, τάξη και ασφάλεια, να σταματήσετε το κουρσός.
Ναι, καλά και σε χαιρετώ. Πώς να το σταματήσεις το κουρσός, άμα κι οργώνεις τις θάλασσες χρόνια ολάκερα; Είπανε «ναι», δήθεν, όλοι οι αρχηγοί, αλλά στη ζούλα δεν αφήνανε καράβι να ξεμυτίσει στη θάλασσα. Χριστιανικά και Μουσουλμανικά, τα πιάνανε και τους αλλάζανε τον αδόξαστο. Και μάλιστα, για να μη μένουνε μάρτυρες και βρίσκουνε και τον μπελά τους, σφάζανε κι όλους τους ανθρώπους των κουρσεμένων καραβιών και είχανε το κεφαλάκι τους ήσυχο. Μετά λέγανε:
-Εμείς; Ψέματα. Οι Μπερμπερίνοι την κάνανε τη δουλειά. Κι άμα τους ζορίζανε πάρα πολύ, παγαίνανε και κλεινόντουσαν μέσα στη Γραμπούσα, τρέχα εσύ πιάσ' τους.
Έλαχε τώρα ένας, Κοψαύτη τον λέγανε, να βουλιάξει έξω από τη Σάμο κάποιο μπρίκι εγγλέζικο και να σκοτώσει κόσμο, χάλασε ο ντουνιάς. Οι Εγγλέζοι λυσσάξανε.
-Να καταστρέψετε τη Γραμπούσα.
Ήτανε δω ακόμα κείνος ο σωτήρας της Ελλάδος, το παλιόμουτρο ο Κόχραν. Ό,τι ήτανε ελληνικό το μισούσε μέχρι θάνατο. Μάζεψε καμιά κοσαριά καράβια, μπρίκια και δρόμωνες, έφερε κι από τη Μάλτα καμπόσα, βλέπεις η Ελλάδα δεν είχε στόλο δικό της. Πήγανε μαζί και κάτι Ψαριανοί, κάτι Σπετσώτες και ζώσανε το βράχο. Ανοιχτήκανε «λινέα μάχης» και τη γαζώνανε μπαμ-μπουμ με τα κανόνια τους. Οι από μέσα βαράγανε κι αυτοί, αλλά δεν είχανε κανόνια μεγάλα, δεν κάνανε ζημιές. Παγαίνανε μόνο. Μέχρι που πήγανε κάτι οβίδες του Κόχραν και βρήκανε διάνα τον τζεπ-χανέ με την μπαρούτη και τινάξανε στον αέρα το κάστρο.
Πάει η Γραμπούσα, παραδοθήκανε οι ρέστοι, κρεμάσανε τους μεγάλους στ' άλμπουρα και τους μικρούς τους στείλανε στα κάτεργα. Ξεθεμελιώσανε κι όλο το κάστρο κι έμεινε το νησί, έρημο
κι η θάλασσα έπεσε στα χέρια των Μπερμπερίνων, τριάντα χρόνια αργότερα τους ξεθηλυκώσανε κι αυτούς.
Το λοιπόν, για να κάνει ο Κόχραν τέτοια ζημιά, είναι τώρα στο κάγκελο ο Σαλέμης ο δάσκαλος και τα λέει όλα με το νίγμα και με το σίγμα, αφού κι είναι άνθρωπος γραμματισμένος κι εντάξει και ξέρει καλά την ιστορία.
Αναρτήθηκε από ENDYMION
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!