Του Χρήστου Μηνάγια
Το σηµαντικότερο πρόβληµα της Τουρκίας εστιάζεται στο ποιος κατέχει την εξουσία της χώρας. Στο παρελθόν, το στρατιωτικό κατεστηµένο ρύθµιζεκαι έλεγχε όλες τις εξελίξεις αφήνοντας µικρά περιθώρια ελιγµών στις δηµοκρατικά εκλεγµένες κυβερνήσεις. Σήµερα, παρόλο που η στρατοκρατία ηττήθηκε σε µεγάλο βαθµό από την νέα πολιτική πραγµατικότητα, η νοσηρή αντίληψη περί εξουσίας εξακολουθεί να υπάρχει στη χώρα µε αποτέλεσµα να δηµιουργείται η εντύπωση ότι η δικτατορία των τουρκο-ισλαµιστών στρατηγών αντικαταστάθηκε από την δικτατορία των τουρκο-ισλαµιστών πολιτικών.
Η δηµοκρατική λειτουργία ενός κράτους στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: ο πρώτος αφορά στις σχέσεις ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και περιλαµβάνει τα ανθρώπινα δικαιώµατα και τις βασικές ατοµικές ελευθερίες. Ο δεύτερος πυλώνας αφορά στις σχέσεις ΚΡΑΤΟΥΣ-ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και αναφέρεται στην ισχύ και το εύρος των απαιτήσεων των πολιτικών φορέων και κοινωνικών οµάδων. Και τέλος, ο τρίτος πυλώνας περιλαµβάνει τις σχέσεις ΚΡΑΤΟΥΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και ειδικότερα, τόσο τον καθορισµό των αρµοδιοτήτων στα πλαίσια των νόµων και της ιεραρχίας, όσο την ορθή λειτουργία των µηχανισµών πολιτικού, δικαστικού και διοικητικού ελέγχου.
Αν κρίνουµε από τις έως τώρα συµπεριφορές του τουρκικού πολιτικού συστήµατος καθίσταται σαφές ότι η δυσλειτουργία των δηµοκρατικών θεσµών της χώρας είναι διαχρονική και εστιάζεται: στο κουρδικό πρόβληµα, στο στρατιωτικό κατεστηµένο, στη σηµαντική απήχηση της θρησκευτικο-πολιτικής αντίληψης του κινήµατος Γκιουλέν στους φορείς ασφαλείας και ΜΜΕ, στην επιδίωξη του πρωθυπουργού Ερντογάν να αλλάξει το πολίτευµα της χώρας από προεδρευόµενη σε µια µορφή προεδρικής ή ηµιπροεδρικής δηµοκρατίας και τέλος στην ωφελιµιστική πολιτική των Τούρκων έναντι της ∆ύσης και τη συµµόρφωση τους µε τους δυτικούς δηµοκρατικούς θεσµούς στο επίπεδο που αυτοί κρίνουν σωστό.
Κουρδικό πρόβληµα και πιθανή αλλαγή του πολιτεύµατος
Η τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει µε δυναµικό και αποφασιστικό τρόπο τη στρατηγική της έναντι των Κούρδων και δεν θα υπαναχωρήσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες από τις αρχές: µια σηµαία, ένα έθνος, µια πατρίδα, ένα κράτος. Ωστόσο, παράλληλα µε τα στρατιωτικά µέτρα, η Άγκυρα προβαίνει σε πολυδιάστατες ενέργειες σε πεδία δράσης που έχουν κοινωνική, οικονοµική,πολιτιστική, ψυχολογική και διπλωµατική διάσταση.
Για πολλά χρόνια η τουρκική πολιτική που εφαρµόσθηκε για την αντιµετώπιση του κουρδικού διαχώριζε το κουρδικό πρόβληµα από το πρόβληµα του ΡΚΚ, θεωρώντας ότι για την επίλυσή τους θα πρέπει να εφαρµοσθούν διαφορετικές στρατηγικές. Άλλωστε, το ΡΚΚ για πολλά χρόνια δαιµονοποιήθηκε στην τουρκική κοινή γνώµη και η µεταστροφή του κλίµατος που έχει δηµιουργηθεί αφενός δεν είναι εύκολη, αφετέρου θα απαιτήσει µεγάλο χρονικό διάστηµα. Μάλιστα, η κυβέρνηση του Ερντογάν, ως πρώτο βήµα, θα πρέπει να σταµατήσει να αποκαλεί το ΡΚΚ ως τροµοκρατική οργάνωση αλλά ως κουρδική εξέγερση.
Στη συνέχεια θα πρέπει να γίνουν ενέργειες από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών προς τις Ηνωµένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε το ΡΚΚ να µην περιλαµβάνεται στον κατάλογο των τροµοκρατικών οργανώσεων. Αυτό θα διευκολύνει τόσο τα ηγετικά στελέχη του ΡΚΚ όσο και τους λοιπούς αντάρτες να παραδοθούν είτε στην Τουρκία είτε σε τρίτες χώρες, όπως οι Ηνωµένες Πολιτείες, το Ιράκ, χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.λπ.
Ας σηµειωθεί ακόµη ότι οι θέσεις και απόψεις των κουρδικών κοµµάτων, φορέων και οργανώσεων προκαλούν σύγχυση δεδοµένου ότι αυτές κατηγοριοποιούνται ως ακολούθως:
•Πρώτον, υπάρχουν αυτοί που επιδιώκουν την ίδρυση ενός νέου κράτους έθνους ενώνοντας τους Κούρδους του Ιράκ, του Ιράν, της Συρίας και της Τουρκίας.
•∆εύτερον, υπάρχουν αυτοί που επιθυµούν είτε την οµοσπονδία, είτε την αυτονοµία εντός των κρατών στα οποία κατοικούν οι Κούρδοι.
•Τρίτον, υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται για την εθνική-πολιτιστική ταυτότητα των Κούρδων, εντεταγµένων εντός της χώρας τους, η οποία θα διακυβερνάται µε δηµοκρατικά κριτήρια και αξίες.
•Και τέταρτον, υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται για την οικονοµική, τεχνολογική και κοινωνική ανάπτυξη των κουρδικών περιοχών προτάσσοντας υπεράνω όλων την πολιτιστική διάσταση του προβλήµατος.
Το τελευταίο διάστηµα διαπιστώνεται µια προσπάθεια συνδιαλλαγής του κυβερνώντος κόµµατος ΑΚΡ µε τον φυλακισµένο Κούρδο ηγέτη Οτζαλάν προκειµένου να αφοπλισθεί το ΡΚΚ και να σταµατήσει η ένοπλη δράση του. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή παρουσιάζει τα ακόλουθα αρνητικά στοιχεία:
•Με την προσέγγιση αυτή καταδεικνύεται ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει αντιληφθεί την ουσία του κουρδικού προβλήµατος και αποτελεί το προϊόν µιας µικροπολιτικής αντίληψης που έχει ως στόχο να εκµεταλλευθείτην προαναφερθείσα διάσταση απόψεων και θέσεων που υπάρχει µεταξύ των Κούρδων. Φυσικά, ένα τµήµα των ανταρτών ίσως να παραδώσει τον οπλισµό του και να εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα, όµως οι υπόλοιποι αντάρτες θα παραµείνουν στις θέσεις τους αναµένοντας την οριστική επίλυση του κουρδικού προβλήµατος. Είναι γνωστό πάντως ότι ο πρωθυπουργός Ερντογάν δεν επιδιώκει την επίλυση του κουρδικού στα πλαίσια ενός εθνικού προβλήµατος, αλλά στην
προσπάθεια ώστε να πεισθούν οι µερικές χιλιάδες αντάρτες του ΡΚΚ να εγκαταλείψουν τον ένοπλο αγώνα στα βουνά και να µεταβούν σε άλλα κράτη.
•Η ιδέα του πλήρους αφοπλισµού του ΡΚΚ αποτελεί ουτοπία, δεδοµένου ότι, µετά την αποχώρηση των αµερικανικών στρατευµάτων από το Ιράκ και τις εξελίξεις στη Συρία, το όρος Καντίλ, που ελέγχεται από το ΡΚΚ, απέκτησε σηµαντική περιφερειακή αξία επειδή ευρίσκεται στον άξονα ∆αµασκός-Βαγδάτη-Τεχεράνη-Μόσχα. Συνακόλουθα δε, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, πλέον το κουρδικό πρόβληµα περιφερειοποιήθηκε και οι Κούρδοι της Συρίας, της Τουρκίας, του Ιράκ και του Ιράν προσδίδουν στο όρος Καντίλ ένα ιδιαίτερο στρατηγικό βάθος.
•Εάν ο αφοπλισµός του ΡΚΚ ή ακόµη και η επίλυση του κουρδικού προβλήµατος δεν υλοποιηθούν βάσει µιας διαφανούς, πλουραλιστικής και δηµοκρατικής διαδικασίας και εάν αυτά συνδυασθούν µε την επιδίωξη τουΕρντογάν να βρει συµµάχους για την αλλαγή του πολιτεύµατος σε µια µορφή προεδρικής ή ηµιπροεδρικής δηµοκρατίας θα ενεργοποιηθούν τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του 50% των ψηφοφόρων του κόµµατος ΑΚΡ και οι συνέπειες για τον Τούρκο πρωθυπουργό θα είναι προφανείς. Εάν επιβεβαιωθεί η άποψη αυτή, το κουρδικό κόµµα BDP πιθανόν θα στηρίξει το κυβερνόν κόµµα ΑΚΡ τόσο στο σχετικό δηµοψήφισµα που θα γίνει όσο και στη ψήφιση του νέου Συντάγµατος. Για το λόγο αυτό, η τουρκική κυβέρνηση, προκειµένου να αποτρέψει µια πιθανή αντίδραση της δικαστικής εξουσίας προτίθεται να προβεί στον πλήρη έλεγχό της µε την άµεση εκλογή από την πολιτική εξουσία των 9 από τα 17 µέλη του Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου και των 16 από τα 22 µέλη του Ανωτάτου Συµβουλίου ∆ικαστών και Εισαγγελέων.
Συνεπώς, µε τον τρόπο αυτό η νοµοθετική και δικαστική εξουσία της χώρας θα ελέγχονται πλήρως από τον Ερντογάν και το αυταρχικό καθεστώς του.
Η ρήξη του Ερντογάν µε το στρατιωτικό κατεστηµένο
Όταν ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία απέφυγε την οριστική ρήξη µε τους κεµαλιστές στρατηγούς και επεδίωξε τη βήµα προς βήµα συνδιαλλαγή µαζίτους, κερδίζοντας χρόνο και ενδυναµώνοντας παράλληλα την επιρροή και τη διείσδυσή του κόµµατός του στους υπόλοιπους κρατικούς φορείς, όπως η αστυνοµία, η ΜΙΤ, η δικαιοσύνη και η παιδεία. Στην προσπάθεια του αυτή, σηµαντική ήταν η συµβολή της «ασύµµετρης συµµαχίας» Ερντογάν-κίνηµα Γκιουλέν, η οποία όµως το τελευταίο διάστηµα τείνει να µετατραπεί σε µια «ασύµµετρη σύγκρουση», δεδοµένου ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός αφού απέκτησε τα προσδοκώµενα οφέλη άρχισε να επανακαθορίζει τις ισορροπίες εξουσίας της «Νέας Τουρκίας».
Όταν το στρατιωτικό κατεστηµένο είχε τον πλήρη έλεγχο της χώρας αποστράτευε όσα στελέχη, µε τις πράξεις τους, καταδείκνυαν ότι δενασπάζονται και δεν σέβονται τις µεταρρυθµίσεις και τις αρχές του Ατατούρκ. Πλέον, το τουρκο-ισλαµικό καθεστώς του Ερντογάν άλλαξε τα κριτήρια αυτά και δίδει βαρύτηταστην ιδιωτική ζωή των στρατιωτικών. Συγκεκριµένα, οι ∆ιευθύνσεις Στρατιωτικών Πληροφοριών συλλέγουν αντίστοιχες πληροφορίες για τα στελέχη των ενόπλων δυνάµεων και τα µέλη των οικογενειών τους και στη συνέχεια µέσω εκβιασµών και απειλών τους αναγκάζουν σε παραίτηση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασµό µε τη φυλάκιση ή την πρόωρη αποστρατεία περίπου 1.000 Τούρκων στρατιωτικών λόγω των υποθέσεων Εργκένεκον και κατασκοπείας τείνει να βεβαιώσει ότι, στην «κρυφή ατζέντα» του τουρκο-ισλαµιστή Ερντογάν περιλαµβάνεται µεταξύ άλλωνκαι η δηµιουργία ενός θρησκευόµενου στρατού.
Η συγκεκριµένη άποψη επιβεβαιώνεται από προηγούµενη δήλωση του Ερντογάν για γαλούχηση θεοσεβούµενων γενεών, η οποία ανησύχησε έντονα τους κοσµικούς-κεµαλικούς κύκλους της Τουρκίας καιθεωρήθηκε ως το πρώτο βήµα για την εγκαθίδρυση ενός θεοκρατικού κρατικού µηχανισµού.
Σηµειωτέον ότι έχουν φυλακισθεί 365 στρατιωτικοί (201 εν ενεργεία και 164 εν αποστρατεία) από τους οποίους οι 132 είναι ανώτατοι, οι 208 ανώτεροι, οι 15 κατώτεροι και 10 υπαξιωµατικοί.
Φυσικά, θα ήταν λάθος να ειπωθεί ότι οι ισλαµιστές πέτυχαν πλήρως τους στόχους τους και θα σταµατήσουν την επίθεση εναντίον του στρατιωτικού κατεστηµένου. Ο τουρκο-ισλαµικός µηχανισµός του Ερντογάν χρειάζεται επιπλέον 5 έως 6 χρόνια για να ελέγξει πλήρως τις ένοπλες δυνάµεις, δεδοµένου ότι οι µελλοντικοί ισλαµιστές αρχηγοί των γενικών επιτελείων, προς το παρόν, κατέχουν το βαθµό του ταξιάρχου.
Συνακόλουθα δε, Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι το τελικό πλήγµα των ισλαµιστών προς τους στρατηγούς θα γίνει µετά τη ψήφιση του νέου Συντάγµατος και την εκλογή του Ερντογάν ως προέδρου ∆ηµοκρατίας, σε ένα νέο πολίτευµα προεδρικής ή ηµιπροεδρικής δηµοκρατίας.
Η Τουρκία αποµακρύνεται από τη ∆ύση;
Το 2001, ο Τούρκος στρατηγός Tuncer Kılınç, ως γενικός γραµµατέας του Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα της χώρας του να αναζητήσει ως εναλλακτική λύση έναντι της ευρωπαϊκής ένωσης τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και την Κεντρική Ασία. Στη συνέχεια, το 2007, σε ένα συνέδριο στην Αγγλία που διοργάνωσε ο Σύνδεσµος Σκέψης του Ατατούρκ, ο Kılınç υπεραµύνθηκε της άποψης αυτής τονίζοντας ότι η Τουρκία θα πρέπει να γυρίσει την πλάτη της στην Ευρώπη, να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ και να στραφεί προς την Ρωσία και την Κίνα.
Σύµφωνα µε τον Τούρκο δηµοσιογράφο Hasan Cemal της εφηµερίδας Milliyet/6-2-2013, οι θέσεις αυτές εστιάζονταν στο γεγονός ότι η εναρµόνιση µε τους δηµοκρατικούς θεσµούς της ευρωπαϊκής ένωσης θα έθετε σε κίνδυνο την στρατοκρατία στην Τουρκία, σε αντίθεση µε τα τότε αυταρχικά καθεστώτα της Ρωσίας και της Κίνας, όπου τα ανθρώπινα δικαιώµατα καιτο κράτος δικαίου δεν είχαν καµία αξία.
Ωστόσο, 12 χρόνια µετά, αυτό που δεν πραγµατοποίησαν οι Τούρκοι στρατηγοί µήπως θέλει να το πετύχει ο Ερντογάν; Το αναφέρουµε αυτό διότι το τελευταίο διάστηµα ο Τούρκος πρωθυπουργός, µε ένα συνεχόµενο παραλήρηµααλαζονείας, τόνισε ότι η µη ένταξη της χώρας του στην ευρωπαϊκή ένωση δενθα αποτελέσει το τέλος του κόσµου, δεδοµένου ότι η Ευρώπη έχει µεγαλύτερη ανάγκη την Τουρκία παρά η Τουρκία την Ευρώπη.
Παράλληλα δε, διεµήνυσε στη Ρωσία και την Κίνα ότι σε περίπτωση αποδοχής της Τουρκίας ως µέλος του Οργανισµού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ), η Άγκυρα θα έχανε κάθε ενδιαφέρον για την ένταξή της στην ευρωπαϊκή ένωση. Ως γνωστόν, ο ΟΣΣ ιδρύθηκε στις 14-6-2001 και αριθµεί 6 κράτη µέλη: την Κίνα, τη Ρωσία, το Καζακστάν, τη Κιργιζία, το Τατζικιστάν και το Ουζµπεκιστάν, συµµετέχουν 4 κράτη µε την ιδιότητα του παρατηρητή: Ινδία, Πακιστάν, Ιράν και Μογγολία, καθώς επίσης και 3 κράτη µε την ιδιότητα του συνοµιλητή, όπως η Τουρκία, η Λευκορωσία και η Σρι Λάνκα..
Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την ευρωπαϊκή ένωση αποτέλεσε ένα ισχυρό κίνητρο για την αναβάθµιση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονοµικής κατάστασης της χώρας σύµφωνα µε τα δυτικάπρότυπα, σε αντίθεση µε τα περισσότερα κράτη του ΟΣΣ όπου οιδηµοκρατικοί θεσµοί δεν έχουν καµία έννοια.
Κατά συνέπεια, η ωφελιµιστική πολιτική του τουρκο-ισλαµιστή πρωθυπουργού όχι µόνο δεν ενοχλείται από τη δυσλειτουργία των δηµοκρατικών θεσµών της χώρας του, αλλά δεν διστάζει να απειλήσει και µε αποχώρηση από οργανισµούς (ευρωπαϊκή ένωση και ΝΑΤΟ) που τον στήριξαν για να εδραιωθεί στην τουρκική κοινωνία.
Ενισχυτικό δε της άποψης αυτής αποτελεί η ακόλουθη δήλωση του Ερντογάν: «Θα βαδίσουµε προς τα εκεί που βρίσκονται τα συµφέροντα µας.Θα αναζητήσουµε συνεργασίες και θα αναπτύξουµε σχέσεις µε εκείνους που θα εξυπηρετήσουν τα συµφέροντά µας. ∆εν θα παραχωρήσουµε το δικαίωµα σε κανένα άτοµο, σε κανένα κράτος και σε κανένα οργανισµό να µας κάνει τον έξυπνο και να µας επιβάλει τη θέλησή του.»
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η Τουρκία διοικείταιαπό µια µορφή µετακεµαλικής ολιγαρχίας, στηριζόµενης στην αυταρχικότητα και τον ολοκληρωτισµό, την οποία είναι δύσκολο και επικίνδυνο κάποιος να την εµπιστευτεί. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το ΑΚΡ δεν αποτελεί µια οµοιογενή πολιτική κίνηση, αλλά ένα συνασπισµό φιλελεύθερων, θρησκευόµενων, συντηρητικών, εθνικιστικών και αριστερών τάσεων, των οποίων οι κόκκινες γραµµές υπερβαίνουν την εξάρτησή τους από τα πολιτικά κόµµατα.
Πηγές
Yeni *afak, Milliyet, Vatan, Sabah και haber.mynet.com
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΟ ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟ national-pride.org
Το σηµαντικότερο πρόβληµα της Τουρκίας εστιάζεται στο ποιος κατέχει την εξουσία της χώρας. Στο παρελθόν, το στρατιωτικό κατεστηµένο ρύθµιζεκαι έλεγχε όλες τις εξελίξεις αφήνοντας µικρά περιθώρια ελιγµών στις δηµοκρατικά εκλεγµένες κυβερνήσεις. Σήµερα, παρόλο που η στρατοκρατία ηττήθηκε σε µεγάλο βαθµό από την νέα πολιτική πραγµατικότητα, η νοσηρή αντίληψη περί εξουσίας εξακολουθεί να υπάρχει στη χώρα µε αποτέλεσµα να δηµιουργείται η εντύπωση ότι η δικτατορία των τουρκο-ισλαµιστών στρατηγών αντικαταστάθηκε από την δικτατορία των τουρκο-ισλαµιστών πολιτικών.
Η δηµοκρατική λειτουργία ενός κράτους στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: ο πρώτος αφορά στις σχέσεις ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και περιλαµβάνει τα ανθρώπινα δικαιώµατα και τις βασικές ατοµικές ελευθερίες. Ο δεύτερος πυλώνας αφορά στις σχέσεις ΚΡΑΤΟΥΣ-ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και αναφέρεται στην ισχύ και το εύρος των απαιτήσεων των πολιτικών φορέων και κοινωνικών οµάδων. Και τέλος, ο τρίτος πυλώνας περιλαµβάνει τις σχέσεις ΚΡΑΤΟΥΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και ειδικότερα, τόσο τον καθορισµό των αρµοδιοτήτων στα πλαίσια των νόµων και της ιεραρχίας, όσο την ορθή λειτουργία των µηχανισµών πολιτικού, δικαστικού και διοικητικού ελέγχου.
Αν κρίνουµε από τις έως τώρα συµπεριφορές του τουρκικού πολιτικού συστήµατος καθίσταται σαφές ότι η δυσλειτουργία των δηµοκρατικών θεσµών της χώρας είναι διαχρονική και εστιάζεται: στο κουρδικό πρόβληµα, στο στρατιωτικό κατεστηµένο, στη σηµαντική απήχηση της θρησκευτικο-πολιτικής αντίληψης του κινήµατος Γκιουλέν στους φορείς ασφαλείας και ΜΜΕ, στην επιδίωξη του πρωθυπουργού Ερντογάν να αλλάξει το πολίτευµα της χώρας από προεδρευόµενη σε µια µορφή προεδρικής ή ηµιπροεδρικής δηµοκρατίας και τέλος στην ωφελιµιστική πολιτική των Τούρκων έναντι της ∆ύσης και τη συµµόρφωση τους µε τους δυτικούς δηµοκρατικούς θεσµούς στο επίπεδο που αυτοί κρίνουν σωστό.
Κουρδικό πρόβληµα και πιθανή αλλαγή του πολιτεύµατος
Η τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει µε δυναµικό και αποφασιστικό τρόπο τη στρατηγική της έναντι των Κούρδων και δεν θα υπαναχωρήσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες από τις αρχές: µια σηµαία, ένα έθνος, µια πατρίδα, ένα κράτος. Ωστόσο, παράλληλα µε τα στρατιωτικά µέτρα, η Άγκυρα προβαίνει σε πολυδιάστατες ενέργειες σε πεδία δράσης που έχουν κοινωνική, οικονοµική,πολιτιστική, ψυχολογική και διπλωµατική διάσταση.
Για πολλά χρόνια η τουρκική πολιτική που εφαρµόσθηκε για την αντιµετώπιση του κουρδικού διαχώριζε το κουρδικό πρόβληµα από το πρόβληµα του ΡΚΚ, θεωρώντας ότι για την επίλυσή τους θα πρέπει να εφαρµοσθούν διαφορετικές στρατηγικές. Άλλωστε, το ΡΚΚ για πολλά χρόνια δαιµονοποιήθηκε στην τουρκική κοινή γνώµη και η µεταστροφή του κλίµατος που έχει δηµιουργηθεί αφενός δεν είναι εύκολη, αφετέρου θα απαιτήσει µεγάλο χρονικό διάστηµα. Μάλιστα, η κυβέρνηση του Ερντογάν, ως πρώτο βήµα, θα πρέπει να σταµατήσει να αποκαλεί το ΡΚΚ ως τροµοκρατική οργάνωση αλλά ως κουρδική εξέγερση.
Στη συνέχεια θα πρέπει να γίνουν ενέργειες από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών προς τις Ηνωµένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε το ΡΚΚ να µην περιλαµβάνεται στον κατάλογο των τροµοκρατικών οργανώσεων. Αυτό θα διευκολύνει τόσο τα ηγετικά στελέχη του ΡΚΚ όσο και τους λοιπούς αντάρτες να παραδοθούν είτε στην Τουρκία είτε σε τρίτες χώρες, όπως οι Ηνωµένες Πολιτείες, το Ιράκ, χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.λπ.
Ας σηµειωθεί ακόµη ότι οι θέσεις και απόψεις των κουρδικών κοµµάτων, φορέων και οργανώσεων προκαλούν σύγχυση δεδοµένου ότι αυτές κατηγοριοποιούνται ως ακολούθως:
•Πρώτον, υπάρχουν αυτοί που επιδιώκουν την ίδρυση ενός νέου κράτους έθνους ενώνοντας τους Κούρδους του Ιράκ, του Ιράν, της Συρίας και της Τουρκίας.
•∆εύτερον, υπάρχουν αυτοί που επιθυµούν είτε την οµοσπονδία, είτε την αυτονοµία εντός των κρατών στα οποία κατοικούν οι Κούρδοι.
•Τρίτον, υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται για την εθνική-πολιτιστική ταυτότητα των Κούρδων, εντεταγµένων εντός της χώρας τους, η οποία θα διακυβερνάται µε δηµοκρατικά κριτήρια και αξίες.
•Και τέταρτον, υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται για την οικονοµική, τεχνολογική και κοινωνική ανάπτυξη των κουρδικών περιοχών προτάσσοντας υπεράνω όλων την πολιτιστική διάσταση του προβλήµατος.
Το τελευταίο διάστηµα διαπιστώνεται µια προσπάθεια συνδιαλλαγής του κυβερνώντος κόµµατος ΑΚΡ µε τον φυλακισµένο Κούρδο ηγέτη Οτζαλάν προκειµένου να αφοπλισθεί το ΡΚΚ και να σταµατήσει η ένοπλη δράση του. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή παρουσιάζει τα ακόλουθα αρνητικά στοιχεία:
•Με την προσέγγιση αυτή καταδεικνύεται ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει αντιληφθεί την ουσία του κουρδικού προβλήµατος και αποτελεί το προϊόν µιας µικροπολιτικής αντίληψης που έχει ως στόχο να εκµεταλλευθείτην προαναφερθείσα διάσταση απόψεων και θέσεων που υπάρχει µεταξύ των Κούρδων. Φυσικά, ένα τµήµα των ανταρτών ίσως να παραδώσει τον οπλισµό του και να εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα, όµως οι υπόλοιποι αντάρτες θα παραµείνουν στις θέσεις τους αναµένοντας την οριστική επίλυση του κουρδικού προβλήµατος. Είναι γνωστό πάντως ότι ο πρωθυπουργός Ερντογάν δεν επιδιώκει την επίλυση του κουρδικού στα πλαίσια ενός εθνικού προβλήµατος, αλλά στην
προσπάθεια ώστε να πεισθούν οι µερικές χιλιάδες αντάρτες του ΡΚΚ να εγκαταλείψουν τον ένοπλο αγώνα στα βουνά και να µεταβούν σε άλλα κράτη.
•Η ιδέα του πλήρους αφοπλισµού του ΡΚΚ αποτελεί ουτοπία, δεδοµένου ότι, µετά την αποχώρηση των αµερικανικών στρατευµάτων από το Ιράκ και τις εξελίξεις στη Συρία, το όρος Καντίλ, που ελέγχεται από το ΡΚΚ, απέκτησε σηµαντική περιφερειακή αξία επειδή ευρίσκεται στον άξονα ∆αµασκός-Βαγδάτη-Τεχεράνη-Μόσχα. Συνακόλουθα δε, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, πλέον το κουρδικό πρόβληµα περιφερειοποιήθηκε και οι Κούρδοι της Συρίας, της Τουρκίας, του Ιράκ και του Ιράν προσδίδουν στο όρος Καντίλ ένα ιδιαίτερο στρατηγικό βάθος.
•Εάν ο αφοπλισµός του ΡΚΚ ή ακόµη και η επίλυση του κουρδικού προβλήµατος δεν υλοποιηθούν βάσει µιας διαφανούς, πλουραλιστικής και δηµοκρατικής διαδικασίας και εάν αυτά συνδυασθούν µε την επιδίωξη τουΕρντογάν να βρει συµµάχους για την αλλαγή του πολιτεύµατος σε µια µορφή προεδρικής ή ηµιπροεδρικής δηµοκρατίας θα ενεργοποιηθούν τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του 50% των ψηφοφόρων του κόµµατος ΑΚΡ και οι συνέπειες για τον Τούρκο πρωθυπουργό θα είναι προφανείς. Εάν επιβεβαιωθεί η άποψη αυτή, το κουρδικό κόµµα BDP πιθανόν θα στηρίξει το κυβερνόν κόµµα ΑΚΡ τόσο στο σχετικό δηµοψήφισµα που θα γίνει όσο και στη ψήφιση του νέου Συντάγµατος. Για το λόγο αυτό, η τουρκική κυβέρνηση, προκειµένου να αποτρέψει µια πιθανή αντίδραση της δικαστικής εξουσίας προτίθεται να προβεί στον πλήρη έλεγχό της µε την άµεση εκλογή από την πολιτική εξουσία των 9 από τα 17 µέλη του Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου και των 16 από τα 22 µέλη του Ανωτάτου Συµβουλίου ∆ικαστών και Εισαγγελέων.
Συνεπώς, µε τον τρόπο αυτό η νοµοθετική και δικαστική εξουσία της χώρας θα ελέγχονται πλήρως από τον Ερντογάν και το αυταρχικό καθεστώς του.
Η ρήξη του Ερντογάν µε το στρατιωτικό κατεστηµένο
Όταν ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία απέφυγε την οριστική ρήξη µε τους κεµαλιστές στρατηγούς και επεδίωξε τη βήµα προς βήµα συνδιαλλαγή µαζίτους, κερδίζοντας χρόνο και ενδυναµώνοντας παράλληλα την επιρροή και τη διείσδυσή του κόµµατός του στους υπόλοιπους κρατικούς φορείς, όπως η αστυνοµία, η ΜΙΤ, η δικαιοσύνη και η παιδεία. Στην προσπάθεια του αυτή, σηµαντική ήταν η συµβολή της «ασύµµετρης συµµαχίας» Ερντογάν-κίνηµα Γκιουλέν, η οποία όµως το τελευταίο διάστηµα τείνει να µετατραπεί σε µια «ασύµµετρη σύγκρουση», δεδοµένου ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός αφού απέκτησε τα προσδοκώµενα οφέλη άρχισε να επανακαθορίζει τις ισορροπίες εξουσίας της «Νέας Τουρκίας».
Όταν το στρατιωτικό κατεστηµένο είχε τον πλήρη έλεγχο της χώρας αποστράτευε όσα στελέχη, µε τις πράξεις τους, καταδείκνυαν ότι δενασπάζονται και δεν σέβονται τις µεταρρυθµίσεις και τις αρχές του Ατατούρκ. Πλέον, το τουρκο-ισλαµικό καθεστώς του Ερντογάν άλλαξε τα κριτήρια αυτά και δίδει βαρύτηταστην ιδιωτική ζωή των στρατιωτικών. Συγκεκριµένα, οι ∆ιευθύνσεις Στρατιωτικών Πληροφοριών συλλέγουν αντίστοιχες πληροφορίες για τα στελέχη των ενόπλων δυνάµεων και τα µέλη των οικογενειών τους και στη συνέχεια µέσω εκβιασµών και απειλών τους αναγκάζουν σε παραίτηση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασµό µε τη φυλάκιση ή την πρόωρη αποστρατεία περίπου 1.000 Τούρκων στρατιωτικών λόγω των υποθέσεων Εργκένεκον και κατασκοπείας τείνει να βεβαιώσει ότι, στην «κρυφή ατζέντα» του τουρκο-ισλαµιστή Ερντογάν περιλαµβάνεται µεταξύ άλλωνκαι η δηµιουργία ενός θρησκευόµενου στρατού.
Η συγκεκριµένη άποψη επιβεβαιώνεται από προηγούµενη δήλωση του Ερντογάν για γαλούχηση θεοσεβούµενων γενεών, η οποία ανησύχησε έντονα τους κοσµικούς-κεµαλικούς κύκλους της Τουρκίας καιθεωρήθηκε ως το πρώτο βήµα για την εγκαθίδρυση ενός θεοκρατικού κρατικού µηχανισµού.
Σηµειωτέον ότι έχουν φυλακισθεί 365 στρατιωτικοί (201 εν ενεργεία και 164 εν αποστρατεία) από τους οποίους οι 132 είναι ανώτατοι, οι 208 ανώτεροι, οι 15 κατώτεροι και 10 υπαξιωµατικοί.
Φυσικά, θα ήταν λάθος να ειπωθεί ότι οι ισλαµιστές πέτυχαν πλήρως τους στόχους τους και θα σταµατήσουν την επίθεση εναντίον του στρατιωτικού κατεστηµένου. Ο τουρκο-ισλαµικός µηχανισµός του Ερντογάν χρειάζεται επιπλέον 5 έως 6 χρόνια για να ελέγξει πλήρως τις ένοπλες δυνάµεις, δεδοµένου ότι οι µελλοντικοί ισλαµιστές αρχηγοί των γενικών επιτελείων, προς το παρόν, κατέχουν το βαθµό του ταξιάρχου.
Συνακόλουθα δε, Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι το τελικό πλήγµα των ισλαµιστών προς τους στρατηγούς θα γίνει µετά τη ψήφιση του νέου Συντάγµατος και την εκλογή του Ερντογάν ως προέδρου ∆ηµοκρατίας, σε ένα νέο πολίτευµα προεδρικής ή ηµιπροεδρικής δηµοκρατίας.
Η Τουρκία αποµακρύνεται από τη ∆ύση;
Το 2001, ο Τούρκος στρατηγός Tuncer Kılınç, ως γενικός γραµµατέας του Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα της χώρας του να αναζητήσει ως εναλλακτική λύση έναντι της ευρωπαϊκής ένωσης τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και την Κεντρική Ασία. Στη συνέχεια, το 2007, σε ένα συνέδριο στην Αγγλία που διοργάνωσε ο Σύνδεσµος Σκέψης του Ατατούρκ, ο Kılınç υπεραµύνθηκε της άποψης αυτής τονίζοντας ότι η Τουρκία θα πρέπει να γυρίσει την πλάτη της στην Ευρώπη, να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ και να στραφεί προς την Ρωσία και την Κίνα.
Σύµφωνα µε τον Τούρκο δηµοσιογράφο Hasan Cemal της εφηµερίδας Milliyet/6-2-2013, οι θέσεις αυτές εστιάζονταν στο γεγονός ότι η εναρµόνιση µε τους δηµοκρατικούς θεσµούς της ευρωπαϊκής ένωσης θα έθετε σε κίνδυνο την στρατοκρατία στην Τουρκία, σε αντίθεση µε τα τότε αυταρχικά καθεστώτα της Ρωσίας και της Κίνας, όπου τα ανθρώπινα δικαιώµατα καιτο κράτος δικαίου δεν είχαν καµία αξία.
Ωστόσο, 12 χρόνια µετά, αυτό που δεν πραγµατοποίησαν οι Τούρκοι στρατηγοί µήπως θέλει να το πετύχει ο Ερντογάν; Το αναφέρουµε αυτό διότι το τελευταίο διάστηµα ο Τούρκος πρωθυπουργός, µε ένα συνεχόµενο παραλήρηµααλαζονείας, τόνισε ότι η µη ένταξη της χώρας του στην ευρωπαϊκή ένωση δενθα αποτελέσει το τέλος του κόσµου, δεδοµένου ότι η Ευρώπη έχει µεγαλύτερη ανάγκη την Τουρκία παρά η Τουρκία την Ευρώπη.
Παράλληλα δε, διεµήνυσε στη Ρωσία και την Κίνα ότι σε περίπτωση αποδοχής της Τουρκίας ως µέλος του Οργανισµού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ), η Άγκυρα θα έχανε κάθε ενδιαφέρον για την ένταξή της στην ευρωπαϊκή ένωση. Ως γνωστόν, ο ΟΣΣ ιδρύθηκε στις 14-6-2001 και αριθµεί 6 κράτη µέλη: την Κίνα, τη Ρωσία, το Καζακστάν, τη Κιργιζία, το Τατζικιστάν και το Ουζµπεκιστάν, συµµετέχουν 4 κράτη µε την ιδιότητα του παρατηρητή: Ινδία, Πακιστάν, Ιράν και Μογγολία, καθώς επίσης και 3 κράτη µε την ιδιότητα του συνοµιλητή, όπως η Τουρκία, η Λευκορωσία και η Σρι Λάνκα..
Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την ευρωπαϊκή ένωση αποτέλεσε ένα ισχυρό κίνητρο για την αναβάθµιση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονοµικής κατάστασης της χώρας σύµφωνα µε τα δυτικάπρότυπα, σε αντίθεση µε τα περισσότερα κράτη του ΟΣΣ όπου οιδηµοκρατικοί θεσµοί δεν έχουν καµία έννοια.
Κατά συνέπεια, η ωφελιµιστική πολιτική του τουρκο-ισλαµιστή πρωθυπουργού όχι µόνο δεν ενοχλείται από τη δυσλειτουργία των δηµοκρατικών θεσµών της χώρας του, αλλά δεν διστάζει να απειλήσει και µε αποχώρηση από οργανισµούς (ευρωπαϊκή ένωση και ΝΑΤΟ) που τον στήριξαν για να εδραιωθεί στην τουρκική κοινωνία.
Ενισχυτικό δε της άποψης αυτής αποτελεί η ακόλουθη δήλωση του Ερντογάν: «Θα βαδίσουµε προς τα εκεί που βρίσκονται τα συµφέροντα µας.Θα αναζητήσουµε συνεργασίες και θα αναπτύξουµε σχέσεις µε εκείνους που θα εξυπηρετήσουν τα συµφέροντά µας. ∆εν θα παραχωρήσουµε το δικαίωµα σε κανένα άτοµο, σε κανένα κράτος και σε κανένα οργανισµό να µας κάνει τον έξυπνο και να µας επιβάλει τη θέλησή του.»
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η Τουρκία διοικείταιαπό µια µορφή µετακεµαλικής ολιγαρχίας, στηριζόµενης στην αυταρχικότητα και τον ολοκληρωτισµό, την οποία είναι δύσκολο και επικίνδυνο κάποιος να την εµπιστευτεί. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το ΑΚΡ δεν αποτελεί µια οµοιογενή πολιτική κίνηση, αλλά ένα συνασπισµό φιλελεύθερων, θρησκευόµενων, συντηρητικών, εθνικιστικών και αριστερών τάσεων, των οποίων οι κόκκινες γραµµές υπερβαίνουν την εξάρτησή τους από τα πολιτικά κόµµατα.
17 Φεβρουαρίου 2013
www.geostrategy.gr
Πηγές
Yeni *afak, Milliyet, Vatan, Sabah και haber.mynet.com
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΟ ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟ national-pride.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!