Σε πλήρη αντίθεση με την χριστιανική πρακτική της ψυχικής συντριβής που δια της παρακλητικής προσευχής επιζητεί φώτιση, συγχώρεση ή ανταμοιβή, η Ελληνική προσευχή αναζητεί την αναγωγή της ψυχής στα θεία επίπεδα.
Φανερά η χριστιανική πρακτική επιθυμεί να κατεβάσει το ουράνιο στο γήινο ενώ η Ελληνική, δεν περιορίζεται σε αυτό επιθυμώντας διακαώς την θειότητα. Δεν είναι μόνον λατρεία του θείου αλλά πνευματική άσκηση και εκστατική ένωση με τους Θεούς.
Η προσευχή κατά τον Θείο Πρόκλο είναι «πράξις νοερά εξυμνούσα τον νου μέχρι τον Θεό, το μέσον δια του οποίου επιτυγχάνεται η θέασις, η έξοδος από τον κόσμο της πολλότητος, και η επανασύνδεση με την Άρρητη Ενότητα». Σε απόλυτη διάκριση από τον παραληρηματικό ατομικό μονόλογο στην ιουδαιογενή σκεπτομορφή, η Ελληνική προσευχή απευθύνεται ποικιλοτρόπως σε Θεούς και Θεές με δικαιοδοσία δράσεως σε τόπο, χρόνο, έργο και σκοπό. Η διάρκεια της Ελληνικής λατρείας, που χάνεται στην αχλύ της ιστορίας, πιστοποιεί αναμφισβήτητα το γεγονός της επιτυχημένης επικοινωνίας μεταξύ λατρευτών και Θεών.
Αντίθετα η προσευχή χωρίς αντικειμενικό αντίκρισμα του χριστιανού, νομοτελειακά επιστρέφει στην πηγή της αθεΐας και ασεβείας που τον γέννησε καταλήγοντας πάλι σε αθεΐα και ασέβεια, αφού η προσευχή του αποδεικνύεται αναποτελεσματική.
Ακόμα και στα σκοτεινά χρόνια της ολοκληρωτικής κυριαρχίας του, δεν κατόρθωσε να την επιβάλλει και να εμφυσήσει ζήλο και φρόνημα σε μια πρακτική, που από την φύση της έχει χαρακτήρα αυστηρά προσωπικό. Οι δυστυχείς υπήκοοι των κατακτημένων εθνών την παρέβλεπαν και προσποιούνταν με άτεχνα επιδεικτικά σταυροκοπήματα και ψελλίσματα ώστε να ξεμπερδεύουν.
Υποχρεωτικά ο κλήρος και οι μοναχοί έπρεπε να συντηρήσουν την αξία της προσευχής σε έναν ψευδοθεό με μυθεύματα, υπερβολές και θαυματολογίες, ακριβώς όπως σήμερα συντηρείται ο τζόγος διαφημίζοντας το τεράστιο ποσό που ένας τυχερός κέρδισε. Και βέβαια στην περίπτωση του τζόγου είναι πραγματικό, όμως στην χριστιανική περίπτωση άνθρωποι πετούσαν, κομμένα μέλη φύτρωναν, νεκροί ανασταίνονταν και λοιπά φαιδρά.
Γιατί όμως διαφέρει η πραγματική προσευχή από την χριστιανική παραποίηση;
Ο Έλλην αναγνωρίζοντας ότι ο άνθρωπος αποτελεί το έλλογο μέρος της Φύσεως, νοιώθει σεβασμό και δέος αντικρίζοντάς την. Αντιλαμβανόμενος την αδυναμία και την παροδικότητά του απέναντι στις αιώνιες Οντικές Ψυχές που την ζωοποιούν, επιζητεί την αναγνώριση, την υπεροχή και την διάκριση μιμούμενος τα Θεία Έργα και δημιουργώντας πολιτισμό. Επιζητεί την ηρωοποίηση και την αθανασία στην μάχη, την διάκριση στη αθλητική νίκη, το κάλλος στην τέχνη, την αρετή στην φιλοσοφία.
Ο χριστιανός γεννιέται εξουσιαστής. Εκπαιδεύεται από τα γεννοφάσκια του σε αυτήν. Νομίζει εαυτόν ως το ανώτερο είδος της δημιουργίας, τον εκλεκτό λαό με δικαίωμα ζωής και θανάτου στο ζωικό και φυτικό βασίλειο. Αυτή η διεστραμμένη παραδοχή μετατρέπει τον φυσικό εθνισμό, σε εθνικισμό ενάντια σε αλλοδόξους, με πρόσχημα την φυλή που έχει υποτάξει στο δόγμα του και που χρησιμοποιεί σαν όχημα και όπλο επιβολής.
Ο χριστιανός επιζητά την δύναμη για καταστροφή του πλανήτη και θέλει να εξάγει την καταστροφική του συμπεριφορά και σε άλλα άστρα. Η έπαρσή του είναι δεδομένη. Η ταπεινότητα που διακηρύσσει είναι εξορισμού υποκριτική. Απλά γιατί έρχεται σε κάθετη σύγκρουση με την κοσμοαντίληψη του ελέω θεού τοπάρχου.
Αυτός είναι και ο λόγος που δημιουργεί αυταρχικά πολιτεύματα. Όπως προσκυνά τον ψευδοθεό του, θέλει να εξαναγκάζει και τους υπηκόους του σε προσκύνημα. Όπως κλαίει και οδύρεται ζητώντας άφεση, έλεος, ή ανταμοιβή, έτσι απαιτεί να του φέρονται και οι υπήκοοί του. Όπως η σκεπτομορφή που έχει πλάσει δεν εισακούει την παράκλησή του, έτσι και αυτός είναι σκληρός σαδιστής, ατομιστής και απαθής. Η προσευχή του πηγάζει από το εμφυτευμένο συναίσθημα της ενοχής. Κατά την διάρκειά της βιώνει τον αυτομηδενισμό καταλήγοντας σε ένα ψυχικό κενό. Αυτό το προσωρινό συναίσθημα είναι το επιθυμητό συναίσθημα που ο χριστιανός αναβιβάζει σε υπερτάτη προσδοκωμένη αξία. Είναι το ίδιο συναίσθημα που βιώνει ένα θύμα αδίκου ξυλοδαρμού ή ένα θύμα βιασμού.
Αντίθετα ο τύπος προσευχής του Έλληνος τίθεται σε τελείως διαφορετικά ψυχικά θεμέλια. Οι Έλληνες δεν προσκυνούσαν προσευχόμενοι, οι Θεοί μας απεχθάνονται την δουλική συμπεριφορά.
Η ψυχική διάθεση που προηγείται της προσευχής είναι ο θαυμασμός του Κόσμου. «Προηγείται λοιπόν ο θαυμασμός διότι και εντός μας αυτός είναι η αρχή της γνώσεως όλων των πραγμάτων. Όσον δε αφορά τα θεία πράγματα, ο θαυμασμός φέρνει σε επαφή το θαυμάζον με το θαυμαζόμενο», εις Τίμαιον 1.33
Αυτό είναι το συναίσθημα που νοιώθουμε θεωρώντας το μεγαλείο του Κόσμου κοιτώντας τον με νέο βλέμμα, όπως ένα παιδί. Αντιλαμβανόμαστε τον Κόσμο πέρα από λογικές παραδοχές, σαν να μην γνωρίζουμε τίποτε δεδομένο γι’ αυτόν. Ένα δέντρο, μια πέτρα, μια ριπή ανέμου, το φέγγος ενός άστρου, το κλάμα ενός ανθρώπου, είναι εκείνη την στιγμή μεγαλειώδη, αυθύπαρκτα, ξαφνικά, και γι’ αυτό θαυμάσια, όσο θαύμα είναι και η δυνατότητα να τα θεωρείς.
Τότε με την ορθή προφορά και εκφώνηση των Ύμνων η ψυχή ενθουσιάζεται. Ενθεώνεται με Θεία Μανία και αναρπάζεται ο νους προς τα Νοητά ύψη. Αυτό είναι και το προσδοκώμενο συναίσθημα της Ελληνικής προσευχής. Αυτή η αναγωγική της δύναμη, ο τρόπος και η μέθοδος που φθόνησε η χριστιανική μικροψυχία.
Έτσι προσευχόμαστε κατά τα πάτρια οι Έλληνες. Στους Ουρανίους με τα χέρια υψωμένα στον Ουρανό. Στους Θαλασσίους με τα χέρια απλωμένα στην θάλασσα. Στους Χθονίους με τα χέρια προς την γη. Όρθιοι και απροσκύνητοι, όπως μας θέλουν οι Θεοί μας.
Έλληνες προσευχηθείτε στους Αθανάτους Θεούς σας.
Μεγιστίας-Δωδωναίος Κήρυξ
4η Μεσούντος μηνός Γαμηλιώνος, έτους 2782 μετά πρώτην Ολυμπιάδα
http://www.hellenicreligion.gr/doc/xristproseuxi.htm
Φανερά η χριστιανική πρακτική επιθυμεί να κατεβάσει το ουράνιο στο γήινο ενώ η Ελληνική, δεν περιορίζεται σε αυτό επιθυμώντας διακαώς την θειότητα. Δεν είναι μόνον λατρεία του θείου αλλά πνευματική άσκηση και εκστατική ένωση με τους Θεούς.
Η προσευχή κατά τον Θείο Πρόκλο είναι «πράξις νοερά εξυμνούσα τον νου μέχρι τον Θεό, το μέσον δια του οποίου επιτυγχάνεται η θέασις, η έξοδος από τον κόσμο της πολλότητος, και η επανασύνδεση με την Άρρητη Ενότητα». Σε απόλυτη διάκριση από τον παραληρηματικό ατομικό μονόλογο στην ιουδαιογενή σκεπτομορφή, η Ελληνική προσευχή απευθύνεται ποικιλοτρόπως σε Θεούς και Θεές με δικαιοδοσία δράσεως σε τόπο, χρόνο, έργο και σκοπό. Η διάρκεια της Ελληνικής λατρείας, που χάνεται στην αχλύ της ιστορίας, πιστοποιεί αναμφισβήτητα το γεγονός της επιτυχημένης επικοινωνίας μεταξύ λατρευτών και Θεών.
Αντίθετα η προσευχή χωρίς αντικειμενικό αντίκρισμα του χριστιανού, νομοτελειακά επιστρέφει στην πηγή της αθεΐας και ασεβείας που τον γέννησε καταλήγοντας πάλι σε αθεΐα και ασέβεια, αφού η προσευχή του αποδεικνύεται αναποτελεσματική.
Ακόμα και στα σκοτεινά χρόνια της ολοκληρωτικής κυριαρχίας του, δεν κατόρθωσε να την επιβάλλει και να εμφυσήσει ζήλο και φρόνημα σε μια πρακτική, που από την φύση της έχει χαρακτήρα αυστηρά προσωπικό. Οι δυστυχείς υπήκοοι των κατακτημένων εθνών την παρέβλεπαν και προσποιούνταν με άτεχνα επιδεικτικά σταυροκοπήματα και ψελλίσματα ώστε να ξεμπερδεύουν.
Υποχρεωτικά ο κλήρος και οι μοναχοί έπρεπε να συντηρήσουν την αξία της προσευχής σε έναν ψευδοθεό με μυθεύματα, υπερβολές και θαυματολογίες, ακριβώς όπως σήμερα συντηρείται ο τζόγος διαφημίζοντας το τεράστιο ποσό που ένας τυχερός κέρδισε. Και βέβαια στην περίπτωση του τζόγου είναι πραγματικό, όμως στην χριστιανική περίπτωση άνθρωποι πετούσαν, κομμένα μέλη φύτρωναν, νεκροί ανασταίνονταν και λοιπά φαιδρά.
Γιατί όμως διαφέρει η πραγματική προσευχή από την χριστιανική παραποίηση;
Ο Έλλην αναγνωρίζοντας ότι ο άνθρωπος αποτελεί το έλλογο μέρος της Φύσεως, νοιώθει σεβασμό και δέος αντικρίζοντάς την. Αντιλαμβανόμενος την αδυναμία και την παροδικότητά του απέναντι στις αιώνιες Οντικές Ψυχές που την ζωοποιούν, επιζητεί την αναγνώριση, την υπεροχή και την διάκριση μιμούμενος τα Θεία Έργα και δημιουργώντας πολιτισμό. Επιζητεί την ηρωοποίηση και την αθανασία στην μάχη, την διάκριση στη αθλητική νίκη, το κάλλος στην τέχνη, την αρετή στην φιλοσοφία.
Ο χριστιανός γεννιέται εξουσιαστής. Εκπαιδεύεται από τα γεννοφάσκια του σε αυτήν. Νομίζει εαυτόν ως το ανώτερο είδος της δημιουργίας, τον εκλεκτό λαό με δικαίωμα ζωής και θανάτου στο ζωικό και φυτικό βασίλειο. Αυτή η διεστραμμένη παραδοχή μετατρέπει τον φυσικό εθνισμό, σε εθνικισμό ενάντια σε αλλοδόξους, με πρόσχημα την φυλή που έχει υποτάξει στο δόγμα του και που χρησιμοποιεί σαν όχημα και όπλο επιβολής.
Ο χριστιανός επιζητά την δύναμη για καταστροφή του πλανήτη και θέλει να εξάγει την καταστροφική του συμπεριφορά και σε άλλα άστρα. Η έπαρσή του είναι δεδομένη. Η ταπεινότητα που διακηρύσσει είναι εξορισμού υποκριτική. Απλά γιατί έρχεται σε κάθετη σύγκρουση με την κοσμοαντίληψη του ελέω θεού τοπάρχου.
Αυτός είναι και ο λόγος που δημιουργεί αυταρχικά πολιτεύματα. Όπως προσκυνά τον ψευδοθεό του, θέλει να εξαναγκάζει και τους υπηκόους του σε προσκύνημα. Όπως κλαίει και οδύρεται ζητώντας άφεση, έλεος, ή ανταμοιβή, έτσι απαιτεί να του φέρονται και οι υπήκοοί του. Όπως η σκεπτομορφή που έχει πλάσει δεν εισακούει την παράκλησή του, έτσι και αυτός είναι σκληρός σαδιστής, ατομιστής και απαθής. Η προσευχή του πηγάζει από το εμφυτευμένο συναίσθημα της ενοχής. Κατά την διάρκειά της βιώνει τον αυτομηδενισμό καταλήγοντας σε ένα ψυχικό κενό. Αυτό το προσωρινό συναίσθημα είναι το επιθυμητό συναίσθημα που ο χριστιανός αναβιβάζει σε υπερτάτη προσδοκωμένη αξία. Είναι το ίδιο συναίσθημα που βιώνει ένα θύμα αδίκου ξυλοδαρμού ή ένα θύμα βιασμού.
Αντίθετα ο τύπος προσευχής του Έλληνος τίθεται σε τελείως διαφορετικά ψυχικά θεμέλια. Οι Έλληνες δεν προσκυνούσαν προσευχόμενοι, οι Θεοί μας απεχθάνονται την δουλική συμπεριφορά.
Η ψυχική διάθεση που προηγείται της προσευχής είναι ο θαυμασμός του Κόσμου. «Προηγείται λοιπόν ο θαυμασμός διότι και εντός μας αυτός είναι η αρχή της γνώσεως όλων των πραγμάτων. Όσον δε αφορά τα θεία πράγματα, ο θαυμασμός φέρνει σε επαφή το θαυμάζον με το θαυμαζόμενο», εις Τίμαιον 1.33
Αυτό είναι το συναίσθημα που νοιώθουμε θεωρώντας το μεγαλείο του Κόσμου κοιτώντας τον με νέο βλέμμα, όπως ένα παιδί. Αντιλαμβανόμαστε τον Κόσμο πέρα από λογικές παραδοχές, σαν να μην γνωρίζουμε τίποτε δεδομένο γι’ αυτόν. Ένα δέντρο, μια πέτρα, μια ριπή ανέμου, το φέγγος ενός άστρου, το κλάμα ενός ανθρώπου, είναι εκείνη την στιγμή μεγαλειώδη, αυθύπαρκτα, ξαφνικά, και γι’ αυτό θαυμάσια, όσο θαύμα είναι και η δυνατότητα να τα θεωρείς.
Τότε με την ορθή προφορά και εκφώνηση των Ύμνων η ψυχή ενθουσιάζεται. Ενθεώνεται με Θεία Μανία και αναρπάζεται ο νους προς τα Νοητά ύψη. Αυτό είναι και το προσδοκώμενο συναίσθημα της Ελληνικής προσευχής. Αυτή η αναγωγική της δύναμη, ο τρόπος και η μέθοδος που φθόνησε η χριστιανική μικροψυχία.
Έτσι προσευχόμαστε κατά τα πάτρια οι Έλληνες. Στους Ουρανίους με τα χέρια υψωμένα στον Ουρανό. Στους Θαλασσίους με τα χέρια απλωμένα στην θάλασσα. Στους Χθονίους με τα χέρια προς την γη. Όρθιοι και απροσκύνητοι, όπως μας θέλουν οι Θεοί μας.
Έλληνες προσευχηθείτε στους Αθανάτους Θεούς σας.
Μεγιστίας-Δωδωναίος Κήρυξ
4η Μεσούντος μηνός Γαμηλιώνος, έτους 2782 μετά πρώτην Ολυμπιάδα
http://www.hellenicreligion.gr/doc/xristproseuxi.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!