Του καθηγητή ΒΑΣΙΛΗ ΦΙΛΙΑ
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα απέδειξε ότι εκτός από τις «παράπλευρες απώλειες» –όρος εισαχθείς από τη μεγάλη υπερατλαντική δημοκρατία– υπάρχουν και «παράπλευρες καριέρες» πολλών κατηγοριών. Λόγω σχετικής επικαιρότητας θα ασχοληθούμε με εκείνη των παραποιητών της ελληνικής ιστορίας και των κατ’ επάγγελμα συκοφαντών του λαού μας.
Το ΕΛΙΑΜΕΠ έχει μια αδιαμφισβήτητη πρωτιά πάνω σ’ αυτό, που του εξασφάλισε το περίφημο ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ για το 1821. Όμως, το τρόπαιο αυτό άλλαξε πλέον χέρια και η κατοχή του διαμφισβητείται πλέον από δύο αριστοτέχνες του είδους: Την κ. Μ. Ρεπούση και τον κ. Ν. Δήμου.
Σχολάρχης μέχρι στιγμής η κ. Ρεπούση, δεδομένης και της ιστορικής λεοντής της –λεοντής διότι Γαλλική Φιλολογία έχει σπουδάσει η γυναίκα– αφού συνωθήθηκε με τα πλήθη στην παραλία της Σμύρνης, ανήγαγε την Ιερή Συμμαχία στον ΟΗΕ της εποχής, τάχθηκε –ιστορικός αυτή υποτίθεται– υπέρ της διαγραφής της ιστορικής μνήμης και καταδίκασε τις παρελάσεις ως μεταξικό κατάλοιπο, αφού προηγουμένως καταπόντισε αύτανδρη την ατυχή κ. Γιαννάκου, που είχε την ατυχή έμπνευση της εισαγωγής του κατάπτυστου βιβλίου της, ως βιβλίο της Ιστορίας της 6ης Δημοτικού.
Σχολάρχης, επίσης, διότι διολίσθησε στην πολιτική ελέω ΔΗΜΑΡ και Κουβέλη.
Απέναντί της, αλλά στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Δήμου, που όμως δεν διέθετε ούτε τα τυπικά της προσόντα -καθηγήτρια «ιστορικός» γαρ η κ. Ρεπούση- ούτε την πολιτική της μεταμόρφωση.
Οσοδήποτε κι αν με φυλλάδες τύπου «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας» και την αυτοαναγόρευσή του από διαφημιστής σε συγγραφέα- φιλόσοφο και κοινωνικό κριτικό προσπάθησε επί σειρά ετών, ακολουθούσε δεύτερος και καταϊδρωμένος. Έως ότου ήρθε το Ποτάμι, που έφερε στην επιφάνεια πάσης φύσεως φρόκαλα και φυσαλίδες.
Άδραξε αμέσως την ευκαιρία ο κ. Δήμου, ξιφούλκησε και γαία πυρί μιχθήτω. Μοναδική ευκαιρία για να ικανοποιήσει τα απωθημένα μιας ολόκληρης ζωής.
Στο Protagon.gr ο κ. Δήμου κάνει μια επετειακή αφιέρωση, λόγω 25ης Μαρτίου, και μας λέει:
Δεν θα κάνουμε την τιμή στον κ. Δήμου να ασχοληθούμε λεπτομερειακά με την κατάρριψη των ασυναρτησιών και πομπωδών ανοησιών του ούτε θα κάνουμε συγκρίσεις με άλλες επαναστάσεις για να καταρρίψουμε τη «συλλογιστική» του.
Ένα μόνο θα πούμε, αναφερόμενοι στον Τοκβίλ, τον περίφημο γάλλο θεωρητικό του 19ου αιώνα: «Οι επαναστάσεις δεν δημιουργούνται επί του μηδενός».
Εκ του μηδενός, όμως, τις θέλει ο κ. Δήμου: Στα τυφλά και τυχαία προέκυψε το 1821, στα τυφλά και τυχαία πορεύτηκε, στα τυφλά και τυχαία κατέληξε.
Αν είχε διαβάσει και καταλάβει το ιστορικό γίγνεσθαι, ουδέποτε θα είχε τολμήσει να εκστομίσει αυτά τα παιδαριώδη «επιχειρήματα»… Όμως, άλλος τελικά είναι ο στόχος του.
Ο στόχος του είναι να σπάσει το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας του λαού μας, τον οποίο θέλει να διαφωτίσει ως κήρυκας της ορθώς αληθείας και με τον τρόπο αυτό να υπονομεύσει το «ανοσιοποιητικό» του σύστημα, που επέτρεψε στον λαό αυτό να επιζήσει στη διαδρομή των αιώνων. Το ερώτημα, βέβαια, είναι γιατί ό,τι λέει, δεν το λέει πιο σεμνά, αλλά το διατυπώνει με ύφος δέκα καρδιναλίων, άλλοτε ως νέος Ιερεμίας, άλλοτε ως Σαβανοράλας. Ερώτημα που την απάντησή του θα έδινε εύκολα ο πάλαι ποτέ καθηγητής της Εγκληματολογίας Γαρδίκας, που θα τον χαρακτήριζε ως «μανιοκαταθλιπτικό επιζητούντα προσωπικόν κύρος».
Η ανάγκη του για προβολή και αναγνώριση είναι τέτοια ώστε έχει χάσει κάθε φραγμό.
Το γεγονός ότι έφτασε σε σημείο να χαρακτηρίζει την ίδια του την πατρίδα «βοθρόλακο» μας νομιμοποιεί να μπούμε στην ανάλυση της παθογένειας της προσωπικότητάς του. Μιας προσωπικότητας που δεν της αναγνωρίστηκε το «μεγαλείο» που νόμιζε ότι της άξιζε: Η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν τον εξέλεξε αριστίνδην, η Ακαδημία δεν τον δέχτηκε στις αγκάλες της, το Πανελλήνιο δεν υποκλίθηκε εδαφιαία, άμα τη εμφανίσει του.
Αν σ' αυτό προστεθεί η γερμανοδοξία του, που δεν είναι βέβαια ο σεβασμός σε ό,τι μεγάλο και τρανό ανέδειξε η Γερμανία, δεν είναι ο Γκαίτε, ο Σίλερ και ο Χάινε, αλλά είναι ο δύσκολος υποκρυπτόμενος θαυμασμός του για την κραταιότητα και τη δύναμη αυτής της ιμπεριαλιστικής χώρας του Βορρά, που σήμερα υποστασιοποιεί η Μέρκελ και ο Σόιμπλε.
Γι' αυτό, ούτε λέξη περί αδαών και της «τρόικας» ο κ. Δήμου, εκείνο που τον απασχολεί είναι η αθλιότητα του γένους των Ελλήνων.
Σε τελευταία ανάλυση ο κ. Ν. Δήμου εκδικείται τη χώρα και τον λαό που τον γέννησε. Εκούσια και όχι ακούσια ενισχύει με τα όσα γράφει και λέει την ανθελληνική προπαγάνδα στη Γερμανία, δεδομένου ότι η γραμμή του δεν είναι διαφορετική, αλλά υπερακοντίζει εκείνη του «Focus», της «Bild» και ολόκληρου του κίτρινου Τύπου της Γερμανίας, τώρα μάλιστα που προαλείφεται να περάσει στην ενεργό πολιτική σκηνή της χώρας μας.
Πολύ μεγάλη, δυστυχώς, η αλυσίδα των τυμπανοκρουστών «της δυστυχίας του να είσαι Έλληνας». Και μεγαλώνει όσο βαθαίνει και παρατείνεται η κρίση διότι πρέπει με κάθε τρόπο να προληφθεί η αναζήτηση των πραγματικών της αιτιών, που θα οδηγούσε σε λαϊκές εκρήξεις, που θα ανέτρεπαν όλους συλλήβδην τους εθνικούς μειοδότες: Πολιτικούς, «διανοούμενους», δημοσιογράφους κ.ο.κ.
Λειτουργούν ως πυώδη έλκη διότι νοσεί και πάσχει το σώμα της πατρίδας, κάτι όμως που, όπως θα δείξει η εξέλιξη των πραγμάτων, θα αλλάξει ριζικά κάτω από την πίεση μιας αμείλικτης και αδιεξοδικής πραγματικότητας.
Τότε, οι κατήγοροι της πενταροδεκάρας θα γίνουν κατηγορούμενοι και τίποτα δεν θα μπορεί να τους σώσει από τη λαϊκή χλεύη και τον διασυρμό.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα απέδειξε ότι εκτός από τις «παράπλευρες απώλειες» –όρος εισαχθείς από τη μεγάλη υπερατλαντική δημοκρατία– υπάρχουν και «παράπλευρες καριέρες» πολλών κατηγοριών. Λόγω σχετικής επικαιρότητας θα ασχοληθούμε με εκείνη των παραποιητών της ελληνικής ιστορίας και των κατ’ επάγγελμα συκοφαντών του λαού μας.
Το ΕΛΙΑΜΕΠ έχει μια αδιαμφισβήτητη πρωτιά πάνω σ’ αυτό, που του εξασφάλισε το περίφημο ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ για το 1821. Όμως, το τρόπαιο αυτό άλλαξε πλέον χέρια και η κατοχή του διαμφισβητείται πλέον από δύο αριστοτέχνες του είδους: Την κ. Μ. Ρεπούση και τον κ. Ν. Δήμου.
Σχολάρχης μέχρι στιγμής η κ. Ρεπούση, δεδομένης και της ιστορικής λεοντής της –λεοντής διότι Γαλλική Φιλολογία έχει σπουδάσει η γυναίκα– αφού συνωθήθηκε με τα πλήθη στην παραλία της Σμύρνης, ανήγαγε την Ιερή Συμμαχία στον ΟΗΕ της εποχής, τάχθηκε –ιστορικός αυτή υποτίθεται– υπέρ της διαγραφής της ιστορικής μνήμης και καταδίκασε τις παρελάσεις ως μεταξικό κατάλοιπο, αφού προηγουμένως καταπόντισε αύτανδρη την ατυχή κ. Γιαννάκου, που είχε την ατυχή έμπνευση της εισαγωγής του κατάπτυστου βιβλίου της, ως βιβλίο της Ιστορίας της 6ης Δημοτικού.
Σχολάρχης, επίσης, διότι διολίσθησε στην πολιτική ελέω ΔΗΜΑΡ και Κουβέλη.
Απέναντί της, αλλά στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Δήμου, που όμως δεν διέθετε ούτε τα τυπικά της προσόντα -καθηγήτρια «ιστορικός» γαρ η κ. Ρεπούση- ούτε την πολιτική της μεταμόρφωση.
Οσοδήποτε κι αν με φυλλάδες τύπου «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας» και την αυτοαναγόρευσή του από διαφημιστής σε συγγραφέα- φιλόσοφο και κοινωνικό κριτικό προσπάθησε επί σειρά ετών, ακολουθούσε δεύτερος και καταϊδρωμένος. Έως ότου ήρθε το Ποτάμι, που έφερε στην επιφάνεια πάσης φύσεως φρόκαλα και φυσαλίδες.
Άδραξε αμέσως την ευκαιρία ο κ. Δήμου, ξιφούλκησε και γαία πυρί μιχθήτω. Μοναδική ευκαιρία για να ικανοποιήσει τα απωθημένα μιας ολόκληρης ζωής.
Στο Protagon.gr ο κ. Δήμου κάνει μια επετειακή αφιέρωση, λόγω 25ης Μαρτίου, και μας λέει:
• Δεν υπήρχαν Έλληνες «αυτόχθονες» επαναστάτες. Η επανάσταση υπήρξε εισαγόμενο προϊόν από ορισμένους αστούς, επηρεασμένους από τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης.
• Οι ντόπιοι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από πλιατσικολόγοι και -στην καλύτερη περίπτωση- επαγγελματίες μαχαιροβγάλτες.
• Η Εκκλησία, στο σύνολό της, όχι μόνο ήταν κατά της Επανάστασης αλλά και χρησιμοποίησε όλα τα πνευματικά της όπλα για να την ανακόψει.
• Η Επανάσταση απέτυχε διότι οι φερόμενοι ως κεφαλές πολεμούσαν ο ένας εναντίον του άλλου και όχι τους Τούρκους.
• Ο Κολοκοτρώνης άφησε να σφαγιαστούν 30 περίπου Τούρκοι στην Τρίπολη, συνειδητά, για να διευκολύνει το πλιάτσικο και τη λεηλασία των τουρκικών περιουσιών.
• Ο Καποδίστριας όχι μόνο δεν έπαιξε θετικό ρόλο στην όποια επαναστατική ζύμωση για να μεταπείσει τον Τσάρο, αλλά ήταν ανοιχτά κατά της Επαναστάσεως.
• Η Ελλάδα ελευθερώθηκε από τους ξένους, με μια πρώτη πράξη προάσπισης των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στην ιστορία του ευρωπαϊκού ουμανισμού και όχι χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού.Αυτά και άλλα πολλά ο πολύς κ. Δήμου, ο οποίος με τη μέθοδο της επίλεκτης χρησιμοποίησης στοιχείων ή περιστασιακών γεγονότων παραποιεί και διαστρέφει εσκεμμένα την ιστορία του 1821.
Δεν θα κάνουμε την τιμή στον κ. Δήμου να ασχοληθούμε λεπτομερειακά με την κατάρριψη των ασυναρτησιών και πομπωδών ανοησιών του ούτε θα κάνουμε συγκρίσεις με άλλες επαναστάσεις για να καταρρίψουμε τη «συλλογιστική» του.
Ένα μόνο θα πούμε, αναφερόμενοι στον Τοκβίλ, τον περίφημο γάλλο θεωρητικό του 19ου αιώνα: «Οι επαναστάσεις δεν δημιουργούνται επί του μηδενός».
Εκ του μηδενός, όμως, τις θέλει ο κ. Δήμου: Στα τυφλά και τυχαία προέκυψε το 1821, στα τυφλά και τυχαία πορεύτηκε, στα τυφλά και τυχαία κατέληξε.
Αν είχε διαβάσει και καταλάβει το ιστορικό γίγνεσθαι, ουδέποτε θα είχε τολμήσει να εκστομίσει αυτά τα παιδαριώδη «επιχειρήματα»… Όμως, άλλος τελικά είναι ο στόχος του.
Ο στόχος του είναι να σπάσει το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας του λαού μας, τον οποίο θέλει να διαφωτίσει ως κήρυκας της ορθώς αληθείας και με τον τρόπο αυτό να υπονομεύσει το «ανοσιοποιητικό» του σύστημα, που επέτρεψε στον λαό αυτό να επιζήσει στη διαδρομή των αιώνων. Το ερώτημα, βέβαια, είναι γιατί ό,τι λέει, δεν το λέει πιο σεμνά, αλλά το διατυπώνει με ύφος δέκα καρδιναλίων, άλλοτε ως νέος Ιερεμίας, άλλοτε ως Σαβανοράλας. Ερώτημα που την απάντησή του θα έδινε εύκολα ο πάλαι ποτέ καθηγητής της Εγκληματολογίας Γαρδίκας, που θα τον χαρακτήριζε ως «μανιοκαταθλιπτικό επιζητούντα προσωπικόν κύρος».
Η ανάγκη του για προβολή και αναγνώριση είναι τέτοια ώστε έχει χάσει κάθε φραγμό.
Το γεγονός ότι έφτασε σε σημείο να χαρακτηρίζει την ίδια του την πατρίδα «βοθρόλακο» μας νομιμοποιεί να μπούμε στην ανάλυση της παθογένειας της προσωπικότητάς του. Μιας προσωπικότητας που δεν της αναγνωρίστηκε το «μεγαλείο» που νόμιζε ότι της άξιζε: Η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν τον εξέλεξε αριστίνδην, η Ακαδημία δεν τον δέχτηκε στις αγκάλες της, το Πανελλήνιο δεν υποκλίθηκε εδαφιαία, άμα τη εμφανίσει του.
Αν σ' αυτό προστεθεί η γερμανοδοξία του, που δεν είναι βέβαια ο σεβασμός σε ό,τι μεγάλο και τρανό ανέδειξε η Γερμανία, δεν είναι ο Γκαίτε, ο Σίλερ και ο Χάινε, αλλά είναι ο δύσκολος υποκρυπτόμενος θαυμασμός του για την κραταιότητα και τη δύναμη αυτής της ιμπεριαλιστικής χώρας του Βορρά, που σήμερα υποστασιοποιεί η Μέρκελ και ο Σόιμπλε.
Γι' αυτό, ούτε λέξη περί αδαών και της «τρόικας» ο κ. Δήμου, εκείνο που τον απασχολεί είναι η αθλιότητα του γένους των Ελλήνων.
Σε τελευταία ανάλυση ο κ. Ν. Δήμου εκδικείται τη χώρα και τον λαό που τον γέννησε. Εκούσια και όχι ακούσια ενισχύει με τα όσα γράφει και λέει την ανθελληνική προπαγάνδα στη Γερμανία, δεδομένου ότι η γραμμή του δεν είναι διαφορετική, αλλά υπερακοντίζει εκείνη του «Focus», της «Bild» και ολόκληρου του κίτρινου Τύπου της Γερμανίας, τώρα μάλιστα που προαλείφεται να περάσει στην ενεργό πολιτική σκηνή της χώρας μας.
Πολύ μεγάλη, δυστυχώς, η αλυσίδα των τυμπανοκρουστών «της δυστυχίας του να είσαι Έλληνας». Και μεγαλώνει όσο βαθαίνει και παρατείνεται η κρίση διότι πρέπει με κάθε τρόπο να προληφθεί η αναζήτηση των πραγματικών της αιτιών, που θα οδηγούσε σε λαϊκές εκρήξεις, που θα ανέτρεπαν όλους συλλήβδην τους εθνικούς μειοδότες: Πολιτικούς, «διανοούμενους», δημοσιογράφους κ.ο.κ.
Λειτουργούν ως πυώδη έλκη διότι νοσεί και πάσχει το σώμα της πατρίδας, κάτι όμως που, όπως θα δείξει η εξέλιξη των πραγμάτων, θα αλλάξει ριζικά κάτω από την πίεση μιας αμείλικτης και αδιεξοδικής πραγματικότητας.
Τότε, οι κατήγοροι της πενταροδεκάρας θα γίνουν κατηγορούμενοι και τίποτα δεν θα μπορεί να τους σώσει από τη λαϊκή χλεύη και τον διασυρμό.
Παρόν |