Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

ΤΑ ΑΣΧΗΜΑ ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΟMΑΣ ΜAΛΘΟΥΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΡΙΚΑΡΝΤΟ


Ι. ΤΑ ΑΣΧΗΜΑ ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΟMΑΣ ΜAΛΘΟΥΣ:

1. Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΠΛΗΘΥΣΜΟ» ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ ΤΟ 17Ο ΚΑΙ 18° ΑΙΩΝΑ

Στην Αγγλία του 18ου αιώνα εκτός από το πρόβλημα της φτώχιας, ένα μεγάλο ερώτημα που υπήρχε ήταν το μέγεθος του πληθυσμού. Η χώρα βρισκόταν σε πρώιμο επίπεδο της βιομηχανικής ανάπτυξης, φέρνοντας μαζί της αισιοδοξία ως προς την οικονομική ανάπτυξη. Εισήχθησαν νέες μέθοδοι παραγωγής, μεταφορών, οργάνωσης ενώ επίσης αναπτύχθηκαν και τομείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ανάπτυξη των εργοστασίων. Η εισαγωγή βιομηχανιών στην παραγωγή δημιούργησε προβλήματα αστικοποίησης, όπου η εργατική τάξη πλήθαινε σε αριθμό και επιβαρυνόταν σε επίπεδα διαβίωσης. Η πρώιμη φάση της εκβιομηχάνισης της χώρας δημιούργησε πολλά προβλήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων αναφέρονταν στο μεγαλύτερο μέγεθος του πληθυσμού, την εργατική τάξη. Ο πληθυσμός δεν είχε προσδιοριστεί ακριβώς την περίοδο αυτή.


Το 1801 υπήρξε η πρώτη επίσημη μέτρηση του πληθυσμού καθώς μέχρι τότε οι όποιες προσπάθειες μέτρησης γινόταν από ερασιτέχνες και βασίζονταν σε ελλιπή στοιχεία , κυρίως σε μητρώα φόρων ή βαφτίσεων. Οι προβλέψεις του Κίνγκ, ο πρώτος ερασιτέχνης στατιστικολόγος περί πληθυσμού, για την αύξηση του πληθυσμού δεν ήταν και πολύ ευχάριστες. Υποστήριζε πως ο διπλασιασμός του πληθυσμού της Αγγλίας θα ολοκληρωνόταν μετά από 600 χρόνια περίπου. Ο επόμενος στατιστικολόγος που μελέτησε τις δημογραφικές εξελίξεις στην Αγγλία ήταν ο Δρ. Ρίτσαρντ Πράϊς, ο οποίος απέδειξε πως ο πληθυσμός είχε μειωθεί περισσότερο του 30 τοις εκατό από την εποχή της Παλινόρθωσης. Οι απαισιόδοξες αυτές προβλέψεις δεν ήταν αδιάφορες για τους πολιτικούς της εποχής, οι οποίοι συνέταξαν πολιτικές επιδότησης υπέρ των φτωχών με στόχο την αύξηση του πληθυσμού.
Εκτός από αυτές τις, όχι και τόσο ευχάριστες, προβλέψεις υπήρχαν και αισιόδοξες προβλέψεις περί του πληθυσμού. Ο Ουίλιαμ Γκόντγουιν ήταν ο πρώτος αισιόδοξος υποστηριχτής της εκτίμησης αύξησης του πληθυσμού. Κατά την περίοδο αυτή κλόνιζε επίσης την χώρα οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, μέχρι το 1815 όπου και έλαβαν τέλος. Η τιμές των αγαθών και οι Νόμοι περί Σιτηρών, που καθιστούσαν την τιμή των εγχώριων αγαθών σε υψηλή τιμή και των ξένων σε πολύ υψηλότερη επιβάρυναν το πρόβλημα της φτώχιας και των εισοδηματικών ανισοτήτων, αύξησε το ποσοστό της ανεργίας και ενίσχυσε την οικονομική ύφεση της χώρας.
Θα μπορούσαμε όμως να πούμε πως δεν υπήρχε ιδιαίτερη ανησυχία στη σχέση του πληθυσμού με την ανάπτυξη. Οι αισιόδοξες απόψεις, περί ανάπτυξης του συνολικού επιπέδου, του Ουίλιαμ Γκόντγουιν συζητούνταν μόνο στις τάξεις των αριστοκρατών. Ένας εξ αυτών ήταν ο Ντάνιελ Μάλθους, πατέρας του Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους.
1. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
. Ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους γεννήθηκε το 1766. Ήταν γιός του Ντάνιελ Μάλθους, οπαδό των αισιόδοξων απόψεων του Ουίλιαμ Γκόντγουιν και των φιλελεύθερων Βολταίρο, Ρουσώ και τον φιλόσοφο Ντέϊβιντ Χιουμ με τους οποίους είχε στενή επαφή.Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, ο νεαρός Μάλθους σπούδασε ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων. Βραβεύτηκε στα Λατινικά και τα Ελληνικά, διέπρεψε στα Μαθηματικά, ορκίστηκε ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας, για να γίνει, τελικά, ο πρώτος Βρετανός καθηγητής πανεπιστημίου στην πολιτική οικονομία, το 1805. Κατά την διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου του ταξίδευε σε διάφορες χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και οι Σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες τον επηρέασαν τόσο ώστε να αναθεωρήσει τις απόψεις του και κατ’ επέκταση το δοκίμιο του αρκετές φορές.
Το 1798, εκδίδει, με την υποστήριξη του πατέρα του, την πρώτη εκδοχή του κλασικού έργου «Δοκίμιο για την Αρχή του Πληθυσμού»( An Essay on the Principle of Population as It Affects the Future Improvement of Society). Το βιβλίο του Μάλθους αντέκρουε τις απόψεις των αισιόδοξων της εποχής του σχετικά με την ευημερία της κοινωνίας στο απώτερο μέλλον. Κατά την διάρκεια της ζωής του αναθεώρησε το δοκίμιο του, και ως προς το περιεχόμενο και ως προς την έκταση προσθέτοντας κάθε φορά εμπειρικά δεδομένα για να τεκμηριώσει την θέση του.
Το 1805 έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο των Ανατολικών Ινδιών, όπου και παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1821 βοήθησε τον Ντέϊβιντ Ρικάρντο, φίλο του καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του, αν και οι απόψεις τους αντικρούονταν , να ιδρυθεί ο Όμιλος Πολιτικής Οικονομίας και τη Στατιστική Εταιρεία του Λονδίνου. Αν και ήταν ιδεολογικά αντίθετος στον Γάμο και την αναπαραγωγή, παντρεύτηκε σε πολύ μεγάλη ηλικία Πριν το τέλος του 1834 ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους θα αποχωρήσει από τα εγκόσμια.
2.1 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η μέθοδος που ακολουθεί ο Μάλθους στηρίζεται στη θεωρητική ανάλυση και ταυτόχρονη ιστορική περιγραφή των οικονομικών φαινομένων, τα οποία πρέπει α ανταποκρίνονται στις θεωρητικά του συμπεράσματα. Για τον λόγο αυτό αναθεώρησε το δοκίμιο του για τον πληθυσμό πέντε φορές κατά την διάρκεια της ζωής του. Αυτό ήταν και το πρόβλημα των θεωρητικών προσεγγίσεων του, το οποίο αναλύεται παρακάτω.
2. Η ΘΕΩΡΊΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Ο Μάλθους διαφωνούσε με τους αισιόδοξους της εποχής του ως προς τις εξελίξεις της κοινωνίας στο μέλλον . ο Γουίλιαμ Γκόντγουιν υποστήριζε την μεταβολή των ηθικών θεσμών της κοινωνίας μας και την αναδιανομή του πλούτου, μέσω της οποίας οι άνθρωποι θα άλλαζαν τις συνήθειες τους και θα επιτύγχαναν στην επίτευξη της τελειότητας κι της ευτυχίας. Ο Μαρκήσιος του Γκοντορσέτ πίστευε επίσης την επίτευξη της συνολικής ευτυχίας μέσω της γνώσης των τεχνών και των επιστημών. Μέσω των γνώσεων θα βελτιώνονταν οι τεχνικές εκείνες οι οποίες θα εξάλειφαν το πρόβλημα της αύξησης του πληθυσμού.
Δεν συμφωνούσε με τους ριζοσπάστες φιλόσοφους της εποχής του. Στήριζε την άποψη αυτή σε δύο βασικά αξιώματα. Το πρώτο ήταν βασικό επιβίωσης μιας και όπως υποστήριζε, «η τροφή είναι αναγκαία για την ύπαρξη του ανθρώπου» και το δεύτερο πως « ο πόθος είναι αναγκαίος μεταξύ των δυο φύλων και θα διατηρηθεί στην σημερινή του κατάσταση». Εκτός από αυτές τις βασικές υποθέσεις ο Μάλθους υποστηρίζει επίσης πως η αύξηση των μέσων συντήρησης είναι μικρότερη από τους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού. Υποστηρίζει δηλαδή πως ο πληθυσμός αυξάνεται με βαθμό γεωμετρικής προόδου, ενώ τα μέσα συντήρησης, όπως η γη, μπορούν να αυξηθούν με βαθμό αριθμητικής προόδου. Τα μέσα συντήρησης δηλαδή, σε κάποιο μελλοντικό χρόνο, δεν θα είναι δυνατά να καλύπτουν ούτε τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού.
Ήταν ο πρώτος που ανέφερε τις φθίνουσες αποδόσεις του εδάφους, χωρίς να τις χαρακτηρίζει με αυτόν τον τρόπο. Το πρόβλημα το εντοπίζει στην ποιότητα των εδαφών και στον περιορισμένο αριθμό τους, σε σχέση με τις διαστάσεις που μπορεί να πάρει ο πληθυσμός. Υποστηρίζει πως η αύξηση των καλλιεργούμενων εδαφών μπορεί να γίνει με οριακά μικρότερα οφέλη, στην απόδοση της παραγωγής, σε σχέση με τα ήδη καλλιεργούμενα εδάφη. Με σταθερές τις μεθόδους παραγωγής η προσφορά τροφίμων μπορεί να αυξηθεί, από ένα σημείο και ύστερα όμως τα εδάφη που θα καλλιεργούνται θα αποδίδουν λιγότερες ποσότητες τροφίμων, ενώ ταυτόχρονα θα είναι και πιο επίπονη η προσπάθεια καλλιέργειας τους. Ακόμη κι αν η αύξηση του πληθυσμού υπερκαλύπτεται από την προσφορά τροφής, λόγω των οριακά χαμηλότερων αποδόσεων του εδάφους, οι τιμές των τροφίμων θα αυξάνονταν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Στο πρόβλημα αυτό ο Μάλθους υποστήριζε τον έλεγχο της αύξησης του πληθυσμού. Μάλιστα υποστήριζε, μεταξύ άλλων, την δουλεία, την παιδοκτονία και την κατάργηση των επιδομάτων προς τους φτωχούς και τις εργατικές τάξεις. Η υποστήριξη των φτωχότερων τάξεων θα ευνοούσε την αναπαραγωγή τους, όπως επίσης και θα δυσχεραίνει το επίπεδο διαβίωσης τους. Σε νεότερη έκδοση του δοκιμίου του υποστηρίζει την μεταβολή των ηθικών θεσμών της κοινωνίας μέσω του αυτοελέγχου του πληθυσμού. Η μεταβολή αυτή αναφέρεται στην αναβολή του γάμου μέχρι τα άτομα να έχουν τα απαραίτητα μέσα με τα οποία θα μπορούν να συντηρήσουν την ζωή τους. Επίσης υποστήριζε πως τα βοηθήματα για τους φτωχούς ενισχύουν μεν τα ασθενέστερα στρώματα εις βάρος δε όσων πληρώνουν στο κράτος. Με αυτό τον λογισμό υποστήριζε την κατάργηση της κοινωνικής πρόνοιας έτσι ώστε να ενισχυθεί το αίσθημα, από τον πληθυσμό του ατομικού οφέλους. Πάνω σε αυτές τις παραδοχές η κυβέρνησης της εποχής απέσυρε νομοσχέδιο για την ενίσχυση βοηθημάτων προς του φτωχούς, είχαν δηλαδή και πολιτική προέκταση.
Οι παράγοντες που μπορούν να μειώσουν τον πληθυσμό φυσικά προέρχονται από τα ελαττώματα του ανθρωπίνου σώματος. Η ευπάθεια στις ασθένειες, με σημαντικότερη τον λιμό, μειώνουν το μέγεθος του πληθυσμού. Ο πόλεμος και η παιδική θνησιμότητα είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες. Εκτός όμως από τους φυσικούς παράγοντες και η κοινωνία επίσης παίζει ρόλο στον περιορισμό του. Η ιδέα της ηθικής αυτοσυγκράτησης , η οποία πρέπει να ενισχύεται στον πληθυσμό, η αναστολή γάμου επίσης και ο περιορισμός των γεννήσεων λόγω της μη ικανότητας συντήρησης.
3. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΛΗΘΕΥΕΙ ΤΗ ΜΑΛΘΟΥΣΙΑΝΗ ΑΠΕΙΛΗ;
Οι υποθέσεις του Μάλθους για τα δεδομένα της εποχής του πάνω στα οποία στήριξε ολόκληρη την θεωρία του περί πληθυσμού δεν ήταν ακριβή. Η υπόθεση πως ο πληθυσμός διπλασιάζεται κάθε 25 χρόνια ή οποιαδήποτε τέτοιου μεγέθους πιθανή αύξηση του πληθυσμού , στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατή. Ο δεύτερος λόγος που αποδυναμώνει την Μαλθουσιανή θεωρία είναι η παραδοχή πως υπάρχει σταθερή τεχνογνωσία και αξιοποίηση της, με αποτέλεσμα η παραγωγή να εξαρτάται μόνο από τους φυσικούς παράγοντες. Μάλιστα η αξιοποίηση των τεχνολογικών μεθόδων και η επενδύσεις στον τομέα παραγωγής έχουν αυξήσει τις αποδόσεις της, ελάχιστα αυξανόμενης, καλλιεργήσιμης γης.
4. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ
Ο Μάλθους διέκρινε μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην αγοραία τιμή, η οποία προκύπτει από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης και την φυσική τιμή των αγαθών. Ιδιαίτερη σημασία δίνει στο κόστος παραγωγής , στο οποίο προσδιορίζονται οι αναλογίες στην ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων. Το κόστος παραγωγής συμπεριλαμβάνει την τιμή των παραγωγικών συντελεστών, όπως η γη και η εργασία. Η εργασία ενσωματώνεται στο κόστος μέσω των μισθών και το φυσικό κεφάλαιο, η γη, μέσω της προσόδου. Οι αγοραίες τιμές των αγαθών προσδιορίζονται από την προσφορά και την ζήτηση για τα αγαθά αυτά βραχυχρόνια. Πρέπει όμως οι αγοραίες τιμές να συμπεριλαμβάνουν το κόστος παραγωγής, της αξίας της εργασίας και του φυσικού κεφαλαίου, όπως επίσης και του φυσικού, λογικού όπως αναφέρει, κέρδους των παραγωγών. Οι φυσικές τιμές των αγαθών προσδιορίζονται επίσης από την προσφορά και την ζήτηση μακροχρόνια. 

Το κόστος των αγαθών αυξάνεται λόγω της αύξησης των μισθών σε επίπεδο συντήρησης, το οποίο συνεπάγεται μείωση του ποσοστού κέρδους. Ένα ποσοστό του κέρδους των παραγωγών αποταμιεύεται και αυξάνεται αναλογικά με το μέγεθος του κέρδους. Οι αποταμιεύσεις οδηγούν στην αύξηση της προσφοράς τροφίμων και εφόσον, βραχυχρόνια, η ζήτηση για αγαθά παραμένει αμετάβλητη οδηγούμαστε σε υπερπροσφορά και πτώση της τιμής των αγαθών. Οι τιμές των αγαθών προσδιορίζονται σε επίπεδο χαμηλότερο του κόστους παραγωγής, μειώνοντας το κέρδος και κατά συνέπεια τις αποταμιεύσεις. Η συνολική ζήτηση για τα αγαθά δεν είναι ικανή να εξισορροπηθεί με την συνολική προσφορά των αγαθών με συνέπεια την ύπαρξη πλεονασμάτων παραγωγής μακροχρόνια. Οι φυσικές τιμές δεν καθορίζονται σύμφωνα με το μέσο κόστος παραγωγής αλλά σύμφωνα με την προσφορά και την ζήτηση των προϊόντων.
5. Η ΘΕΩΡΊΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΙΚΗΣ ΓΑΙΟΠΡΟΣΟΔΟΥ ΚΑΙ Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Η γαιοπρόσοδος, σύμφωνα με τον Μάλθους, έχει πολύ στενή σχέση με τις τιμές των τροφίμων . Παρατήρησε τρείς λόγους εμφάνισης της γαιοπροσόδου. Ο πρώτος ήταν η παραγωγική δυνατότητα του εδάφους, η ικανότητα δηλαδή να προσφέρει περισσότερα αγαθά από τα αναγκαία για τους παραγωγούς. Ο δεύτερος λόγος είναι η αντίστροφη σχέση του πληθυσμού με την προσφορά τροφίμων. Η αύξηση δηλαδή της συνολικής ποσότητας των τροφίμων προκαλεί την αύξηση του πληθυσμού , αυξάνεται δηλαδή η ζήτηση για είδη διαβίωσης και συνακολούθως αυξάνεται επιπλέον η προσφορά αυτών. Ο τρίτος λόγος ύπαρξης της προσόδου σχετίζεται με τον Νόμο αυξουσών αποδόσεων του φυσικού κεφαλαίου και την ζήτηση για αγαθά διαβίωσης. Η υπερβάλλουσα ζήτηση για τρόφιμά αυξάνει την ανάγκη χρησιμοποίησης νέων εδαφών στην παραγωγική εργασία. Τα νέα εδάφη που χρησιμοποιούνται υστερούν σε παραγωγικότητα ενώ το κόστος παραγωγής των νέων εδαφών η τιμή πρέπει να είναι υψηλότερη, σε συνολικό επίπεδο της οικονομίας. Εφόσον η τιμή είναι υψηλότερη οι κάτοικοι των πιο εύφορων εδαφών, χαμηλού κόστους παραγωγής και υψηλής παραγωγικότητας, απολαμβάνουν υψηλότερα κέρδη αυξάνοντας το εισόδημα τους σε σχέση με τους κατόχους μη παραγωγικών εδαφών. Οι κάτοχοι εύφορων εδαφών που απολαμβάνουν υψηλά κέρδη, θέλοντας να αυξήσουν την παραγωγή τους προσλαμβάνουν πιο παραγωγικούς εργάτες με υψηλότερους μισθούς, αυξάνοντας έτσι σταδιακά το επίπεδο των μισθών και συνολικά την ευημερία της κοινωνίας.
6. Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ SΑΥ.
Σε γενικές γραμμές πρέπει να πούμε πως ο Νόμος του SAY αναφέρει πως η συνολική ζήτηση για αγαθά ισούται με την συνολική προσφορά , εφόσον τα χρηματικά διαθέσιμα παραμένουν σταθερά. Οποιαδήποτε βραχυχρόνια υπερπροσφορά θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών και κατά συνέπεια των κερδών. Η μείωση των κερδών θα οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής μέχρι του επιπέδου της ζήτησης. Εάν υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών. Οι υψηλές τιμές θα προκαλέσουν αύξηση της παραγωγής μέχρις ότου εξισωθούν η προσφορά και η ζήτηση. Συνεπώς η συνολική μακροχρόνια προσφορά και ζήτηση θα είναι ίδιες. 

Ο Μάλθους δεν συμφωνούσε απόλυτα με τον Say. Υποστήριζε πως σε περίπτωση υπερβάλλουσας ζήτησης, όπου οι τιμές θα καθορίζονται σε υψηλότερα επίπεδα, αυξάνονται τα κέρδη των παραγωγών. Τα υψηλά κέρδη οδηγούν τους παραγωγούς σε αύξηση των αποταμιεύσεων. Η αύξηση των αποταμιεύσεων οδηγεί σε αύξηση της συσσώρευσης του πλούτου. Η αποταμίευση μειώνει επίσης την ζήτηση για αγαθά, εφόσον ξοδεύονται λιγότερα χρήματα και εξαρτάται μόνο από την ζήτηση των εργατικών τάξεων. Συνεπώς θα μειώνει και την παραγωγή των αγαθών. 

Ενώ ο Say προϋποθέτει την προσφορά χρήματος να είναι σταθερή, ο Μάλθους αντίθετα λέει πως η συσσώρευση πλούτου μέσω της ανταλλαγής εμπορευμάτων οδηγεί σε αύξηση των μισθών. Η αύξηση αυτή οδηγεί σε αύξηση του πληθυσμού και με δεδομένους τους λοιπούς συντελεστές παραγωγής αυξάνεται η προσφορά εργασίας με σταθερή την ζήτηση. Αυξάνεται με αυτόν τον τρόπο η ανεργία. Το χρήμα σε όλη αυτή την διαδικασία χρησιμεύει μόνο ως μέσο ανταλλαγής αγαθών αλλά και ως μέσο ανταλλαγής κεφαλαίου μέσω των μισθών για εργασία. Συνεπώς το χρήμα είναι ουδέτερο ως προς την προσφορά και ζήτηση των αγαθών, διότι η αύξηση των τιμών των αγαθών προκαλεί αύξηση των μισθών.
7. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΟΥΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ «ΓΕΝΙΚΟΥ ΚΟΡΕΣΜΟΥ».
Ο Μάλθους δεν όρισε τον ορισμό της «ενεργούς ζήτησης». Με τον όρο αυτό εννοούσε την ικανότητα και την επιθυμία της κοινωνίας να αγοράζει τα αγαθά στην τιμή αυτή η οποία καλύπτει το κόστος του φυσικού κεφαλαίου, της εργασίας και του λογικού κέρδους των παραγωγών. Η συνολική ζήτηση για εργασία δηλαδή προκύπτει από την συνολική ζήτηση για εμπορεύματα. Υποστήριζε πως η «ενεργός ζήτηση» μειώνεται σαν συνέπεια της υπερβολικής αποταμίευσης των παραγωγών, οι οποίοι μειώνουν ανάλογα την παραγωγή. Στο υπάρχον σύστημα της οικονομίας οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται για επενδύσεις σε καταναλωτικά αγαθά και οι εργαζόμενοι είναι σε θέση να καταναλώνουν τόσο όσο τους επιτρέπει ο μισθός τους. Οι υψηλές αποταμιεύσεις σε συνδυασμό με την μικρή αγοραστική δύναμη των εργαζομένων θα επιφέρει μια κατάσταση «γενικού κορεσμού», υπεραφθονία δηλαδή προσφοράς εμπορευμάτων για τα οποία δεν υπάρχει επαρκής ζήτηση. 

Πως είναι δυνατόν, αναρωτιόταν ο Μάλθους, να επιτευχθεί η αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος σε καταστάσεις ανεπαρκούς ζήτησης; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα έδιναν οι μη παραγωγικοί καταναλωτές. Οι καταναλωτές δηλαδή που δεν συνεισφέρουν στην παραγωγική διαδικασία, και κατά συνέπεια στο κόστος παραγωγής. Αυτοί οι καταναλωτές είναι ικανοί να αντισταθμίσουν την απώλεια ζήτησης, λόγω των υψηλών αποταμιεύσεων, τόσο σε εμπορεύματα όσο και κεφαλαίων. Το κράτος επίσης πρέπει να εξασφαλίζει την απώλεια λόγω των αποταμιεύσεων Σε αυτό το σύστημα πρέπει να υποστηρίζεται η εγχώρια παραγωγή και γι’ αυτό τον λόγο ήταν πολέμιος του διεθνούς εμπορίου. Παρεμβαίνοντας στις εισαγωγές προϊόντων διασφαλίζεται η ζήτηση για εργασία ακόμη κι αν οι τιμές των προϊόντων καθορίζονται σε υψηλότερα επίπεδα. Όσο η ζήτηση για εργασία είναι αποτελεσματική και η ποσότητα τροφίμων δεν εξαρτάται από διακυμάνσεις εξωτερικών χώρων, δεν υπάρχει πιθανότητα για υπεραφθονία ή ανεπάρκεια προϊόντων. Η σταθερότητα αυτή, υποστήριζε, θα προστάτευε τις φτωχότερες τάξεις από υψηλές διακυμάνσεις των τιμών των αγαθών και κατά συνέπεια το σύνολο της οικονομίας της χώρας. Σε ύστερες εκδόσεις του δοκιμίου του φαίνεται πιο διαλλακτικός ως προς αυτή την θέση υποστηρίζοντας πως η ανάπτυξη της βιομηχανίας, μέσω της απελευθέρωσης του εξωτερικού εμπορίου, εξασφαλίζει την αποτελεσματική ζήτηση για εργασία
8. ΜΑΛΘΟΥΣΙΑΝΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ
Ο Μάλθους για την εποχή του δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Οι απόψεις του οι οποίες περιλαμβάνουν πληθώρα κατευθύνσεων έθεσαν τις βάσεις για περαιτέρω έρευνα. Οι απαισιόδοξες απόψεις του επηρέασαν πολλούς ύστερους οικονομολόγους τόσο από την σκοπιά της μεθοδολογικής προσέγγισης, της απαγωγικής λογικής, όσο και από τις μελέτες του στο ζήτημα του πληθυσμού, της ενεργούς ζήτησης και του ελέγχου των τιμών.
Η ανάλυση του για τις συνέπειες της αύξησης του πληθυσμού επηρέασαν μέχρι και την κρατική πολιτική με την κατάργηση του νομοσχεδίου για την ενίσχυση των φτωχών τάξεων. Εντούτοις εξέπεσε σε ένα σφάλμα όσο αφορά την τεκμηρίωση της αρχής περί πληθυσμού. Στην εποχή που έζησε τα στατιστικά στοιχεία για την μέτρηση του πληθυσμού ήταν αναξιόπιστα. Με την συμβολή του παρακινήθηκε η διαδικασία της πρώτης επίσημης απογραφής του πληθυσμού το 1801 και αυξήθηκαν οι έρευνες στον δημογραφικό χώρο. Η θεωρία του διαψεύστηκε στην εποχή του διότι θεώρησε πως το τεχνολογικό επίπεδο στον τομέα της παραγωγής θα παρέμενε σταθερό. Οι απόψεις του περί πληθυσμού επανέρχονται στο προσκήνιο 180 χρόνια μετά με την εμφάνιση του προβλήματος της αύξησης του πληθυσμού στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες δεν έχουν αναπτυχτεί αρκετά στον τομέα της τεχνολογίας παραγωγής τροφίμων. Οι θέσεις του όχι μόνο στην αύξηση της παραγωγής αλλά και στον περιορισμό της αύξησης του πληθυσμού, μέσω των ελέγχων των γεννήσεων, δέχονται ισχυρή υποστήριξη.
Με το θέμα της ενεργούς ζήτησης, του ρόλου των μη παραγωγικών καταναλωτών και της κρατικής παρέμβασης με τα οποία ασχολήθηκε επίσης έδωσαν τις βάσεις για περαιτέρω έρευνα σε ύστερους οικονομολόγους, όπως ο Κέυνς. Οι θέσεις του σε αυτούς τους τομείς δεν ήταν απόλυτα ξεκάθαρες. Ο Μάλθους δεν μπόρεσε να διευκρινίσει, ή να επιχειρηματολογήσει ξεκάθαρα, την πραγματικότητα της εποχής του. Τα προβλήματα αυτά ήταν εμφανή εμπειρικά, δεν ήταν όμως σε θέση να τα εξηγήσει και να τα τεκμηριώσει. Για τον λόγο αυτό δεν συνδέθηκε το όνομα του με την συνεισφορά του σε αυτές τις οικονομικές θεωρίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2o
Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΡΙΚΑΡΝΤΟ


1. H ΑΓΓΛΙΑ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 18ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΆ.
Στο τέλος του 18ου αιώνα η Αγγλία βρισκόταν σε μια φάση ανάπτυξης του βιομηχανικού και χρηματοπιστωτικού τομέα όπως επίσης αντιμετώπιζε και το πρόβλημα της αύξησης του πληθυσμού. Η εμφάνιση πληθώρας επαρχιακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έκανε αναγκαία την παρέμβαση της τράπεζας της Αγγλίας να αναλάβει καθήκοντα Κεντρικής Τράπεζας έτσι ώστε να ρυθμίζει την προσφορά χρήματος και την μετατροπή του σε χρυσό. Την εποχή αυτή την Αγγλία την απασχολούσε ένα άλλο θέμα, ήταν οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι οι οποίοι είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία της . Ένα σημαντικό ζήτημα που προέκυψε ήταν η αύξηση των τιμών των αγαθών, λόγω της αναστολής προσφοράς χρήματος και της μείωσης της αξίας του αγγλικού νομίσματος, σε σχέση με τις αυξανόμενες πιέσεις του χρυσού. 

Το βασικό πρόβλημα που εμφανίστηκε ήταν η αύξηση των τιμών των αγαθών πρώτης ανάγκης, όπως του ψωμιού. Έτσι προέκυψε το ζήτημα της εισαγωγής φθηνών σιτηρών το οποίο με τους Νόμος των σιτηρών το 1816 απέτρεψε την εισαγωγή τους με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών των εγχώριων σιτηρών. Η αύξηση αυτή των τιμών σε συνάρτηση της αύξησης του πληθυσμού δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στο επίπεδο της εγχώριας οικονομίας και υπήρξαν αρκετές συζητήσεις στο θέμα αυτό. Υπήρξαν υποστηρικτές των νόμων για την εισαγωγή σιτηρών οι οποίοι υποστήριζαν εμμέσως την αγροτική εγχώρια παραγωγή, και ως εκ τούτου τους γαιοκτήμονες. Υπήρχαν όμως και υποστηρικτές της ελευθερίας εισαγωγής φθηνών σιτηρών, οι οποίες θα επέτρεπαν στους βιομηχάνους να παράγουν φθηνότερα αγαθά κυρίως σε είδη πρώτης ανάγκης. Έτσι προέκυψε μια σύγκρουση μεταξύ των τάξεων των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών βιομηχάνων, οι οποίοι στήριζαν τις απόψεις τους σε μελέτες και θεωρίες των επιστημών της εποχής.
2. Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΟΥ
Ένας εξ’ αυτών ήταν και ο Ντέϊβιντ Ρικάρντο. Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1772 από Ολλανδοεβραϊκή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν μέλος του Χρηματιστηρίου, στο οποίο απασχολούνταν από 14 χρονών ο Ντέϊβιντ Ρικάρντο. Δεν κατάφερε να αποκτήσει ακαδημαϊκή εκπαίδευση και παρά το γεγονός αυτό σε ηλικία 21 χρονών είχε αρκετή περιουσία για να στηριχθεί σε δικούς του πόρους. Η αποξένωση από την οικογένεια του λόγω του γάμου του με αντίθετων θρησκευτικών πεποιθήσεων του έδωσε την δυνατότητα της αποδοχής των απόψεων του από την κοινωνία της Αγγλίας . Τα πρώτα του κείμενα τα δημοσίευσε στην εφημερίδα Morning Chronicle και σχετίζονταν με την τιμή της αγοράς χρυσού και των συναλλαγματικής ισοτιμίας, με αποτέλεσμα την δημιουργία του Φυλλαδίου «The High Price of Bullion: A Proof of the Depreciation of Bank Notes». Το 1815 δημοσιεύει το δοκίμιο « Essay on the influence of a Low Price of Corn on the Profits f Stock (Δοκίμιο για την επίδραση της χαμηλής τιμής των σιτηρών στα κέρδη του κεφαλαίου)» με το οποίο εκθέτει τις απόψεις του περί της ελευθερίας εισαγωγής φθηνών σιτηρών. Το 1816 δημοσιεύει ένα δοκίμιο σχετικά με την αξία του χρήματος με τίτλο « Proposals for an Economical and Secure Currency with Observations on the Profits of the Bank of England ( Προτάσεις για ένα οικονομικό και ασφαλές νόμισμα και παρατηρήσεις για τα κέρδη της τράπεζας της Αγγλίας. Το επόμενο του δοκίμιο με τίτλο «Principles of Political Economy and Taxation ( Αρχές Πολιτικής οικονομίας και φορολογίας)» του έδωσε την ευκαιρία να κερδίσει μια θέση στην Βουλή των Αντιπροσώπων. Ένα από τα σημαντικότερα του άρθρα ήταν το «Protection to Agriculture(Προστασία της γεωργίας)» τo 1822. Το 1821 ιδρύει με την βοήθεια άλλων οικονομολόγων, όπως και του Μάλθους, τον Όμιλο Πολιτικής Οικονομίας και τη Στατιστική Εταιρεία του Λονδίνου. Απεβίωσε από την ζωή το 1823.
3. ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Το κύριο πρόβλημα με το οποίο ασχολείται η Οικονομική Επιστήμη, σύμφωνα με τον Ντέϊβιντ Ρικάρντο, είναι η Διανομή του Εισοδήματος μεταξύ των τριών κύριων κοινωνικών τάξεων, της εργατικής, των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων.
Ασχολείται ιδιαίτερα με αναλύσεις σχετικά με τις μεταβολές των μεριδίων στη διανομή του εισοδήματος διαχρονικά και η σχέση των μεριδίων σε μια οικονομία απομονωμένη από εξωτερικές επιδράσεις. Μιας οικονομίας δηλαδή που αντικατοπτρίζει την κατάσταση της Αγγλίας με την επιβολή των νόμων για τα σιτηρά. Η ανάλυση του προβλήματος προϋποθέτει τον καθορισμό της Αξίας των αγαθών σε συνάρτηση με τους μισθούς εργασίας, προσόδου και με τα κέρδη.
4. ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Η μέθοδος που ακολούθησε στηρίζεται στις αρχές της επαγωγικής μεθόδου. Την αφαιρετική δηλαδή διαδικασία των επιμέρους στοιχείων της οικονομίας με σκοπό την δημιουργία θεωρητικών υποδειγμάτων . Οι απλουστευτικές αυτές διαδικασίες ενέχουν τον κίνδυνο της αφαίρεσης χαρακτηριστικών του συστήματος και στην εξαγωγή εσφαλμένων υποδειγμάτων, τα οποία ο Ρικάρντο δεν διασταύρωνε με τα πραγματικά αποτελέσματα και τις εμπειρικές μεθόδους.

5. Η ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ
Ο Ρικάρντο θεώρησε πως πηγή της αξίας ενός αγαθού είναι η εργασία η οποία αποτυπώνεται στους μισθούς. Η χρησιμότητα, αν και είναι απαραίτητη όπως υποστήριζε δεν είναι πηγή της αξίας του.
Η εργασία μπορεί να συνεισφέρει στην αξία των αγαθών με δυο τρόπους. Άμεσα ως την καταβολή της εργασίας για την παραγωγή αγαθών και έμμεσα με την εργασία που καταβάλλεται στην παραγωγή κεφαλαιουχικού εξοπλισμού το οποίο χρησιμοποιείται στην παραγωγική διαδικασία τελικών προϊόντων. Αυτή είναι και η ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων. Σκοπός της θεωρίας του είναι να αναλύσει τον καθορισμό σχετικών τιμών ισορροπίας και κατ’ επέκταση των σχετικών αξιών, οι οποίες προσδιορίζονται μέσω του χρήματος όπως επίσης και τις μεταβολές αυτών διαχρονικά. Το χρήμα σε αυτή την διαδικασία είναι το μέτρο της αξίας των αγαθών κυρίως ο χρυσός, ο οποίος μπορεί να εξαλείψει τις διαφορές στην ανταλλακτική αξία των αγαθών που οφείλονται στις μεταβολές των τιμών τους. 

Ο χρυσός είναι κατά τον Ρικάρντο το καλύτερο, αν και όχι το τέλειο, μέσο αυτό διότι απαιτεί σταθερή ποσότητα εργασίας διαχρονικά. Συνεπώς υποστηρίζει πως ο Χρυσός πρέπει να είναι τη βάση του νομισματικής μονάδος. Λόγω των μεταβολών όμως και της αξίας του χρυσού επιλέγει εναλλακτικά και την χρησιμοποίηση των τιμών των σιτηρών ως γενικό μέτρο της αξίας .
Οι σχετικές τιμές ισορροπίας όμως μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το είδος του αγαθού. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει σπανιότητα των φυσικών πόρων με αποτέλεσμα η τιμή τους να καθορίζεται σε υψηλότερα επίπεδα ανεξαρτήτως από την απαιτούμενη εργασία που χρειάζεται για την παραγωγή τους και για τα οποία οι τιμές καθορίζονται ανάλογα από την ζήτηση για τα αγαθά αυτά και τον πλούτο των ατόμων που τα ζητούν. 

Η δεύτερη κατηγορία είναι τα προϊόντα που χρησιμοποιούν πάγιο κεφάλαιο και για τα οποία η τιμή εμπεριέχει το κόστος παραγωγής κεφαλαίου, πάγιου και κυκλοφορούντος, στο παρελθόν αλλά και τον χρόνο που το κεφάλαιο αυτό θα χρησιμοποιηθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ποικίλει λοιπόν η τιμή των αγαθών αυτών ανάλογα με τον χρόνο όλης αυτής της διαδικασίας. Γενικά υποστηρίζει πως δεν είναι μόνο η αξία της παρούσης εργασίας που καθορίζει την αξία των αγαθών, όπως πιστεύεται.
Σε αυτή την διαφορά υπάρχει και η διαφοροποίηση της φυσικής τιμής των αγαθών, που είναι η αξία της εργασίας για την παραγωγή του. Οι αγοραίες τιμές διαμορφώνονται από παροδικές και τυχαίες συγκυρίες και η διαφορά τους από τις φυσικές τιμές είναι το κέρδος ή το κόστος των παραγωγών ή των κεφαλαιούχων. Διαχρονικά η αγοραίες τιμές συγκλίνουν με τις φυσικές τιμές συμπεριλαμβάνοντας ένα μέσο ποσοστό κέρδους. Ο ανταγωνισμός των επιχειρηματιών, οι οποίοι επιθυμούν να απασχολούνται σε επικερδής διαδικασίες παραγωγής εγκαταλείποντας τις υπάρχουσες επιχειρήσεις τους διασφαλίζει την εξισορρόπηση του ποσοστού κέρδους και την αυτόματη προσαρμογή των αγοραίων τιμών στις φυσικές.

6. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ
Α) ΦΘΙΝΟΥΣΕΣ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΓΑΙΟΠΡΟΣΟΔΟΣ
Ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Αγγλία είναι, όπως είχαμε αναφέρει προηγουμένως, το πρόβλημα των υψηλών τιμών των σιτηρών. Ο σημαντικότερος λόγος της υψηλής αυτής τιμής, σύμφωνα με τον Ρικάρντο, ήταν οι περιορισμοί που επέβαλλαν οι νόμοι των σιτηρών. Θέλησε λοιπόν να σχεδιάσει ένα υπόδειγμα το οποίο θα αναλύει, μέσα σε μια οικονομία που παράγει σιτηρά και το κόστος παραγωγής του συνολικού προϊόντος εξαρτάται μόνο από αυτά, ζητήματα διανομής αυτών διαχρονικά. Το υπόδειγμα αυτό είναι γνωστό ως «Υπόδειγμα σιτηρών»( Corn Model). 

Το υπόδειγμα σιτηρών και η Θεωρία της διανομής βασίζονται στις απόψεις του περί Φθινουσών αποδόσεων της γης. Η πρόσοδος της γης, αναφέρει, αποτελεί ένα ξεχωριστό είδος αποδόσεων διαφορετικό από την αμοιβή του συντελεστή παραγωγής. Η απόδοση αυτή προέρχεται από τις ανισότητες μεταξύ της παραγωγικότητας των εδαφών, δηλαδή μεταξύ των εύφορων και λιγότερο εύφορων εδαφών. Τις αποκλίσεις αυτές ονόμασε διαφορική γαιοπρόσοδος, διαχωρίζοντας τες σε δυο μορφές. Η πρώτη είναι η εκτατική και αναφέρεται στα κέρδη που λαμβάνουν τα ήδη καλλιεργούμενα εύφορα εδάφη με την εισαγωγή λιγότερο εύφορων εδαφών στην παραγωγική διαδικασία Η δεύτερη μορφή είναι η εντατική και αναφέρεται στα κέρδη από την εντατική καλλιέργεια των ήδη καλλιεργούμενων εδαφών, τα οποία με την εισαγωγή νέων μεθόδων παραγωγής αποδίδουν περισσότερη ποσότητα προϊόντων.
Παρατήρησε πώς και με τις δύο μεθόδους η καλλιέργεια των διαφόρων εδαφών θα συνεχιστεί έως ότου επιτευχθεί ένα ορισμένο ποσοστό κέρδους για όλα τα εδάφη. Η ισορροπία επιτυγχάνεται όταν με εξισώνονται τα οριακά προϊόντα με συγκεκριμένο τρόπο καλλιέργειας. Σε αυτό το σημείο δεν υπάρχει γαιοπρόσοδος. Σε οποιοδήποτε σημείο μέχρι την επίτευξη αυτής της ισορροπίας, μέσω του συναγωνισμού, τα ποσοστά κέρδους οδηγούν στην απόδοση γαιοπροσόδου στους γαιοκτήμονες. Η εισαγωγή νέων καλλιεργειών όμως και η χρησιμοποίηση πιο εντατικών μεθόδων παραγωγής απαιτούν μεγαλύτερη ποσότητα εργασίας και κεφαλαίου, τα οποία αυξάνουν το οριακό κόστος παραγωγής των αγαθών και οδηγούν σε φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας.
Το πρόβλημα αυτό δυσχεραίνουν οι απαιτήσεις του αυξανόμενου πληθυσμού καθώς η υπερβολική ζήτηση για αυτά τα αγαθά θα οδηγεί σε υψηλότερο κόστος παραγωγής. Το κόστος αυτό θα αποτυπωνόταν στις υψηλότερες τιμές. Συνεπώς οι υψηλές αυτές τιμές θα αύξαναν και την πρόσοδο των κτημάτων με την μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού προτείνει τον περιορισμό της καλλιέργειας λιγότερο παραγωγικών εδαφών ή την αύξηση της απόδοσης των ήδη καλλιεργούμενων, με την χρησιμοποίηση νέων γεωργικών τεχνολογιών, όπως οι μηχανές . Θεωρεί πως οι γαιοκτήμονες, για τους οποίους διατηρεί μια αντίθετη στάση, επωφελούνται από την φθίνουσα απόδοση των εδαφών, με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίζουν, μέσω της κατοχής γης, υψηλότερη γαιοπρόσοδο. Είναι ενάντια δηλαδή στην απελευθέρωση του εμπορίου, στην ανάπτυξη παραγωγικών τεχνικών και γεωργικού μηχανολογικού εξοπλισμού τα οποία θα εξασφαλίσουν φθηνότερες τιμές στα σιτηρά με συνέπεια να μειωθεί η γαιοπρόσοδος που απολαμβάνουν.
Ο Ρικάρντο συμμερίζεται την κλασική άποψη, πως αυτή η τάξη δεν αποταμιεύει σε αντίθεση με την τάξη των βιομηχάνων, αλλά συνηθίζει να καταναλώνει το εισόδημα της σε πολυτελή αγαθά. Καθώς για τον Ρικάρντο η αποταμίευση είναι επίσης και πράξη επένδυσης καταλήγει στο συμπέρασμα πως η τάξη των γαιοκτημόνων δεν συμβάλει στην οικονομική πρόοδος. Η Τρίτη τάξη, αυτή των εργατών είναι καταδικασμένη να ζει στο όριο διαβίωσης, καθώς κάθε αύξηση του μισθού του οδηγεί σε αύξηση του πληθυσμού με αποτέλεσμα της εξίσωση του της βελτίωσης του μισθού του. Τέλος ο Ricardo υποθέτει ότι η βιομηχανία δεν υπόκειται σε φθίνουσα απόδοση, αλλά αντίθετα η απόδοση στον κλάδο αυτό είναι σταθερή. Το βιομηχανικό κόστος, το μέσο και φυσικά το οριακό είναι σταθερό.
Β) Ο ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΜΙΣΘΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Ο εργατικός μισθός αποτελεί το εισόδημα της τρίτης τάξης της κοινωνίας, της εργατικής τάξης, η οποία τείνει μακροχρόνια σε ένα επίπεδο ισορροπίας. Δέχεται πως και ο μισθός καθορίζεται από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης και διαχωρίζει την ύπαρξη της φυσικής και αγοραίας τιμής του.
Η φυσική τιμή της εργασίας είναι η τιμή που επιτρέπει στους εργαζόμενους να καλύπτουν το επίπεδο διαβίωσης τους. Εξαρτάται κάθε φορά από τις τιμές των αγαθών πρώτης ανάγκης με συνέπεια να μην είναι σταθερή και να ακολουθεί τις διακυμάνσεις των τιμών των αγαθών και τις συνήθειες και τα έθιμα κάθε λαού. Εφόσον η αξία των τροφίμων έχει ανοδικές τάσεις, λόγω της αύξησης του κόστους, την ίδια πορεία ακολουθούν και οι φυσικές τιμές του μισθού.
Η αγοραία τιμή της εργασίας είναι η τιμή του μισθού η οποία διαμορφώνεται ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση εργασίας. Αυξάνεται όταν υπάρχει μείωση της προσφοράς εργασίας, σπανιότητα, ή όταν υπάρχει αύξηση της ζήτησης. Η προσφορά είναι συνάρτηση του μεγέθους του πληθυσμού ενώ η ζήτηση συνάρτηση του κεφαλαίου. Όσο μεγαλύτερη είναι η συσσώρευση κεφαλαίου, τόσο υψηλότερη είναι η ζήτηση εργασίας και τόσο μεγαλύτερη η αγοραία τιμή της εργασίας.
Ωστόσο, όταν η αγοραία τιμή αποκλίνει από τη φυσική, έχει την τάση να προσαρμοστεί ως προς το επίπεδο ισορροπίας που αντιπροσωπεύει η φυσική. Η προσαρμογή αυτή γίνεται με τις μεταβολές στο μέγεθος του πληθυσμού. Όταν η αγοραία τιμή υπερβαίνει τη φυσική τιμή της εργασίας, η ευημερία των εργατών οδηγεί σε αύξηση του πληθυσμού και κατά συνέπεια σε αύξηση του εργατικού δυναμικού. Η αύξηση αυτή του εργατικού δυναμικού θα οδηγήσει σε αύξηση της προσφοράς εργασίας και σε την πτώση του αγοραίου μισθού μέχρι να φθάσει σε επίπεδα της φυσικής τιμής του. 

Παράλληλα όμως η αύξηση του πληθυσμού θα οδηγήσει σε αύξηση της τιμής των τροφίμων με συνέπεια την αύξηση της φυσικής τιμής της εργασίας. Ομοίως όταν η αγοραία τιμή βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα της φυσικής τιμής ο εργατικός πληθυσμός ζει σε χαμηλότερα επίπεδα διαβίωσης με χειρότερες συνθήκες οι οποίες θα προκαλέσουν μείωση του αριθμού των εργατών. Η μείωση αυτή θα προκαλέσει αύξηση της αγοραίας τιμής στο επίπεδο επιβίωσης. Η μείωση του πληθυσμού προκαλεί μείωση της ζήτησης των τροφίμων με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των λιγότερο εύφορων εδαφών και μείωση της τιμής αυτών. Η μείωση της τιμής των τροφίμων θα προκαλέσει μείωση της φυσικής τιμής των εργατών.
Γ) ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΚΕΡΔΏΝ – ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΘΥΜΑΤΑ
Το κέρδος είναι για τους κεφαλαιοκράτες η πληρωμή για την απασχόληση του κεφαλαίου τους. Οι μισθοί εργασίας μεταβάλουν τα κέρδη αντίστροφα. Για τον καθορισμό του κέρδους σημαντικής σημασία, για τον Ρικάρντο, έχει το οριακό κόστος. Στην οριακή καλλιέργεια δεν υπάρχει γαιοπρόσοδος, συνεπώς εάν από το προϊόν που παράγεται στην οριακή καλλιέργεια αφαιρέσουμε το κόστος παραγωγής, το οποίο εκφράζεται μόνο από την αμοιβή της εργασίας, το εναπομείναν προϊόν( καθαρό προϊόν) είναι το κέρδος. Και λόγω τον φθινουσών αποδόσεων γης εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού, τα κέρδη αυξάνονται μεν αλλά με φθίνοντα ρυθμό. Ο τόκος από την χρηματοοικονομική πλευρά είναι η πληρωμή για το κεφάλαιο που δανείζεται και ο καθορισμός του επιτοκίου εξαρτάται από το ποσοστό του κέρδους. Η αύξηση του κόστους παραγωγής των τροφίμων, από τους γαιοκτήμονες συνεπάγεται αύξηση του κόστους των βιομηχάνων και μείωση των κερδών τους.
Δ) Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗ «ΜΕΡΙΚΗ» ΑΝΟΔΟ ΤΟΥ ΒΙΟΤΙΚΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ
Ένα σημαντικό ζήτημα με το οποίο καταπιάστηκε ο Ρικάρντο και το αναλύει διεξοδικά είναι η επίδραση των μηχανών στα εισοδηματικά μερίδια συμπεραίνοντας πως είναι ευεργετική για όλες τις τάξεις. Η εκμηχάνιση θα αυξήσει την παραγωγική δυνατότητα εφόσον θα μειωθεί η ανάγκη για εργασία και εργατικό μισθό. Η εκμηχάνιση ευνοεί τους κλάδους έντασης κεφαλαίου ενώ είναι μάλλον δυσμενής για τους κλάδους έντασης εργασίας στους οποίους θα παρατηρηθεί το φαινόμενο της ανεργίας. Η υπόθεση αυτή έγινε με βάση την μετατροπή του κυκλοφοριακού κεφαλαίου σε πάγιο κι όχι με βάση την μετατροπή των αποταμιεύσεων. Σαν συνέπεια παρατήρησε την βραχυχρόνια μείωση ζήτησης για εργασία στις τάξεις των εργατών, με συνολική μείωση των μισθών συνολικά. Σαν αντιστάθμιση προβλέπει πως, κάτω από συνθήκες ανταγωνισμού, αυξάνεται η συνολική παραγόμενη ποσότητα των προϊόντων, η οποία θα προκαλέσει μείωση των τιμών τους. Συνεπώς το συνολικό αποτέλεσμα για όλη την οικονομία θα είναι η αύξηση των πραγματικών μισθών, των κερδών των κεφαλαιούχων και των απολαβών των γαιοκτημόνων ακόμη κι αν βραχυχρόνια θα μειωθούν οι μισθοί εργασίας σε ένα κλάδο της οικονομίας.
7. Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΩΣ
Ενώ αρχικά η οικονομία χαρακτηρίζεται από χαμηλή γαιοπρόσοδο, υψηλά κέρδη και χαμηλούς μισθούς σε επίπεδα επιβίωσης, μακροχρόνια τα κέρδη, ως πηγή και κίνητρο συσσώρευσης κεφαλαίου, οδηγούν σε αύξηση των μισθών πάνω από το επίπεδο διαβίωσης και αύξηση του πληθυσμού. Η αύξηση αυτή οδηγεί σε άνοδο της παραγωγής τροφίμων η οποία γίνεται με φθίνουσες αποδόσεις και αυξημένο οριακό κόστος με αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής των τροφίμων. Η αύξηση της γαιοπροσόδου και των μισθών συμπιέζουν τα κέρδη και ενώ αρχικά το απόλυτο μέγεθος είναι υψηλό υπάρχει μια συνεχής πτωτική τάση στην τάξη των γαιοκτημόνων και κατά συνέπεια στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. 

Η μείωση αυτή προκαλεί συσσώρευση κεφαλαίου με ταυτόχρονη αύξηση του πληθυσμού με φθίνοντα ρυθμό μέχρι τα κέρδη φθάσουν σε επίπεδο που να μην επιτραπεί επιπλέον συσσώρευση. Αυτές είναι οι συνθήκες στην κατάσταση στασιμότητας όπου ο πληθυσμός αλλά και τα κεφάλαια δεν μεταβάλλονται. Τα κέρδη είναι μηδαμινά, ο μισθός βρίσκεται στο επίπεδο επιβίωσης ενώ η γαιοπρόσοδος βρίσκεται στο ανώτερο επίπεδο του.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να ανασταλεί με βελτίωση της τεχνολογίας στον γεωργικό τομέα, με τον εμπλουτισμό των εδαφών, πολιτικές απελευθέρωσης της εισαγωγής φθηνών σιτηρών . Μόνο με την ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου μπορεί μια χώρα να αναπτυχθεί και να αυξήσει τον πλούτο της και τον πληθυσμό καθώς η ανεπάρκεια και οι υψηλές τιμές των τροφίμων καθίστανται εμπόδιο σε αυτή την πρόοδο.
8. ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΙΣΟΡΡΟΠΊΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ: ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ SAY
Για την Αγγλία οι αναστατώσεις στην οικονομία και το εμπόριο μπορούσαν να εξηγηθούν είτε λόγω του πολέμου, της χρεοκοπίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή ακόμα και από την μετακίνηση κεφαλαίων από ένα είδος απασχόλησης σε κάποιο άλλο. Η κατάσταση «γενικού κορεσμού», την οποία υποστήριζε ο Μάλθους, για τον Ρικάρντο δεν μπορούσε να αποδειχθεί λογικά. Την άποψη του αυτή την στήριζε στις απόψεις ενός Γάλλου Οικονομολόγου, του Jean-Baptiste Say.
Ο Say ειχε δυο απλές υποθέσεις. Δεν μπορεί να επέλθει κορεσμός στην επιθυμία για αγαθά και πώς αν και η επιθυμία για τροφή μπορεί να περιορίζεται από την χωρητικότητα του στομάχου, όπως έλεγε κι ο Smith, η επιθυμία για άλλα αγαθά όπως ρούχα, έπιπλα και στολίδια φαίνεται ανυπολόγιστα μεγάλη. Είτε από την πλευρά της ζήτησης είτε από την πλευρά της προσφοράς. Διότι κάθε αγαθό που παράγεται και πωλείτε συνεπάγεται κόστος με διάφορες μορφές, όπως μισθός εργασίας, γαιοπρόσοδος και κέρδος, το οποίο είναι το εισόδημα κάποιου ανθρώπου. Με αυτή την λογική δεν μπορεί να επέλθει γενικός κορεσμός από την στιγμή που η ζήτηση για τα αγαθά υπήρχε και τα εισοδήματα για την αγορά αυτών των αγαθών επίσης . μόνο προσωρινά μπορεί να υπάρξουν ατέλειες αλλά η αγορά θα βρει τους απαραίτητους αγοραστές για να πωλήσει τα εμπορεύματα της. Σύμφωνα με τον Ρικάρντο κύριος σκοπός του καπιταλιστή είναι να αποταμιεύει τα κέρδη του για να τα ξοδέψει για μεγαλύτερο εργατικό δυναμικό και περισσότερο εξοπλισμό θέλοντας να επιτύχει μεγαλύτερο κέρδος. Το σύστημα θα επέλθει σε ισορροπία ακόμη και με αυτές τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις.
9. Η ΘEΩΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ
Η βασική συνεισφορά του Ρικάρντο στη θεωρία των Διεθνών Συναλλαγών αποτυπώνεται στην ανάλυση του συγκριτικού πλεονεκτήματος αλλά και στην κατανομή των πολύτιμων μετάλλων ως μέσο συναλλαγών μεταξύ των χωρών. Το συγκριτικό πλεονέκτημα διακρίνεται στο απόλυτο. Ως απόλυτο πλεονέκτημα ο Ρικάρντο εννοούσε την δυνατότητα μιας οικονομίας να παράγει φθηνότερα κάποιο αγαθό σε σύγκριση με κάποια άλλη χώρα. την εξειδίκευση δηλαδή κάποια χώρας που παράγει φθηνά κάποιο προϊόν χωρίς να εξετάζει τις αναλογίες ανταλλαγής μεταξύ των αγαθών και τα πλεονεκτήματα από το εμπόριο μεταξύ δυο χωρών. Όμως ακόμη κι αν μια χώρα έχει απόλυτο πλεονέκτημα στην παραγωγή πολλών αγαθών μπορεί να βελτιώσει την θέση της εξειδικεύοντας την παραγωγή της σε αυτά τα αγαθά τα οποία έχει συγκριτικά μεγαλύτερο πλεονέκτημα και να ανταλλάσσει τα αγαθά αυτά με μια άλλη χώρα που θα έχει συγκριτικά μεγαλύτερο πλεονέκτημα στην παραγωγή των άλλων αγαθών.
Τα πολύτιμα μέταλλα με πρωταρχικό τον χρυσό και έπειτα το ασήμι λόγω της σπανιότητας τους και της μικρής προσφοράς τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσα για τις διεθνείς πληρωμές. Όπως αποτελούν και την βάση της εσωτερικής κυκλοφορίας του χρήματος σε μία χώρα. Έτσι λοιπόν κατανέμονται σε τέτοιες αναλογίες μεταξύ των διαφόρων χωρών ώστε να προσαρμόζονται στην φυσική ανταλλαγή των εμπορευμάτων ακόμη κι αν δεν υπήρχαν τα πολύτιμα μέταλλα. Ο μηχανισμός αυτός συνεπάγεται την κατανομή των πολύτιμων μετάλλων μεταξύ των χωρών με τρόπο που διασφαλίζει την ισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου , ενώ ταυτόχρονα επιδρά στις τιμές των αγαθών επιδρόντας καταλυτικά στην εξειδίκευση των χωρών στην παραγωγή εκείνων των αγαθών που έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα.
10. ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ο Ντέϊβιντ Ρικάρντο κατά κύριο λόγο ήταν χρηματιστής. Η πρώτη του λοιπόν εργασία με τίτλο «The High Price of Bullion» ανέλυε την σχέση μεταξύ των τιμών, του χρυσού και την έκδοση τραπεζογραμματίων. Η ανάλυση αυτή συνέβη λόγω της αναστολής εξαργύρωσης τραπεζογραμματίων με χρυσό από την Κεντρική τράπεζα της Αγγλίας λόγω των Ναπολεόντειων πολέμων. Παρατήρησε λοιπόν μια γενική αύξηση των τιμών και τους γαιοκτήμονες να κερδοσκοπούν από αυτή την κατάσταση. Η αξία των τραπεζογραμματίων είχε ανέβει αρκετά λόγο και της εξαγωγής χρυσού για να εισαχθούν σιτηρά. Η αξία του χρυσού ανέβηκε σε επίπεδα υψηλότερα του επιπέδου της επίσημης ισοτιμίας, το οποίο συνεπάγεται αύξηση των μισθών. Η αναστολή ανταλλαγής των τραπεζογραμματίων με χρυσό από την Κεντρική τράπεζα της Αγγλίας είχε ως αποτέλεσμα την υπερπροσφορά αυτών επιδιώκοντας κέρδη. Αυτή η υπερπροσφορά δημιουργούσε ιδιαίτερα προβλήματα στον πληθωρισμό.
Στην εργασία του λοιπόν πρότεινε την αποκατάσταση των της μετατρεψιμότητας των τραπεζογραμματίων σε χρυσό αλλά και τον περιορισμό έκδοσης νέων μέχρι το επίπεδο τιμών των πολύτιμων μετάλλων να ισορροπήσει στις επίσημες ισοτιμίες. Σε ύστερη θέση του υποστηρίζει την μεταβολή του συστήματος με την μετατροπή των τραπεζογραμματίων μόνο σε ράβδους χρυσού επισήμως , ενώ εκείνη την περίοδο γινόταν σε νομίσματα. Επίσης υποστήριζε και την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου πολύτιμων μετάλλων
11. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΡΙΚΑΡΝΤΟ
Ο Ρικάρντο αν και δεν είχε ακαδημαϊκή εκπαίδευση κατάφερε να ερμηνεύσει τις μεταβολές των ανταλλακτικών αξιών καθώς το αρχικό του ενδιαφέρον είχε στοχευθεί στην ανάλυση της κατανομής των εισοδημάτων στις τρεις βασικές τάξεις της κοινωνίας. Το κόστος παραγωγής τον απασχόλησε ιδιαίτερα και οφειλόταν κατά κύριο λόγο στις φθίνουσες αποδόσεις των εδαφών και στις τρέχουσες τιμές των μισθών των εργατών, συμπεριλαμβανομένου του κέρδους των κεφαλαιοκρατών. Το αυξανόμενο κόστος το οποίο είναι επιζήμιο για την μεγαλύτερη ομάδα του πληθυσμού, την εργατική τάξη, μπορούσε να μειωθεί με την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και με την επένδυση σε νέες μορφές καλλιέργειας οι οποίες θα μπορούσαν να αυξήσουν το μέγεθος της παραγωγής, άρα και να μειώσουν τις τιμές. Οι απόψεις του σχετικά με την Εργασιακή Θεωρία της αξίας δεν μπόρεσαν να αποδειχθούν, έθεσαν όμως τις βάσεις για περαιτέρω ανάλυση από άλλους οικονομολόγους, όπως ο Κάρλ Μάρξ. 

Ο Ρικάρντο θεώρησε σαν μοναδικό παράγοντα ισορροπίας το κόστος παραγωγής, με την μορφή της προσφοράς, αφαιρώντας την σημαντικότητα που είχε η ζήτηση από τους καταναλωτές, θεωρώντας την χρησιμότητα σαν αιτία κι όχι προϋπόθεση. Η τελευταία ενσωματώθηκε αργότερα από τον Κέυνς στην θεωρία της αξίας. Η μέθοδος του αυτή, της επαγωγικής ανάλυσης, προσέφερε στους μετέπειτα οικονομολόγους ένα ισχυρό εργαλείο στην ανάλυση οικονομικών φαινομένων. Όμως μεταβίβασε και ένα σφάλμα, το σφάλμα της αφαίρεσης βασικών χαρακτηριστικών του οικονομικού συστήματος, όπως έκανε κι ο ίδιος με την χρησιμότητα.
Γενικότερα θα λέγαμε πως η προσφορά του Ρικάρντο στην οικονομική επιστήμη ήταν μεγάλη και ουσιαστική. Κυρίως στα θέματα του συγκριτικού κόστους , στην θεωρία του για την διαφορική πρόσοδο όπως επίσης και στο πρόβλημα της διανομής του εισοδήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ