Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Βασιλείου Φάβη, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Γλωσσολογίας, σελ. 430-438.

Οἱ ἐπικροτοῦντες τὴν ὀρθογραφικὴν καινοτομίαν τοῦ κ. Κακριδῆ λέγουν πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς καινοτομίας ταύτης ὅτι οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχον τόνους.
Οὕτως, ὁ κ. Τριανταφυλλίδης λέγει (σελ. 131) «καθὼς εἶναι γνωστό, δὲν τοὺς μεταχειρίστηκαν (τοὺς τόνους) ποτὲ οἱ ἀρχαῖοι σὲ ὅλη τὴν κλασσικὴ ἐποχή...» Καὶ ὁ κ. Κακριδῆς (Ἑρμην. Σχόλια σελ. ηʹ): «οὔτε οἱ ἀρχαῖοι ἔγραφαν τόνους καὶ πνεύματα» καὶ ἄλλοι ὁμοίως ἐπαναλαμβάνουν τὴν μεγάλην αὐτὴν ἀνακάλυψιν.

Ἀλλ᾿ ἆρά γε πάντες οὗτοι, ὅσοι ἀνέλαβον νὰ πληροφορήσουν ἐκείνους ποὺ «δε θέλουν να βοηθήσουν τον Ελληνικό λαό να μαθαίνει εύκολα να γράφει τη γλώσσα-του» ὅτι οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχον τόνους ἐσκέφθησαν, ἂν ἐχρειάζοντο εἰς αὐτοὺς τόνοι; Καὶ ἂν τὸ πρᾶγμα ἔχῃ ὁμοίως καὶ παρ᾿ ἀρχαίοις καὶ παρ᾿ ἡμῖν, διατὶ δὲν καταργοῦν καὶ τὸν μοναδικὸν τόνον, τὸν ὁποῖον διατηροῦν; ᾽Εσκέφθησαν οἱ κύριοι οὗτοι καὶ ἰδία ὁ εἰσηγητὴς τοῦ συστήματος καὶ ὁ γλωσσολόγος Μέντωρ αὐτοῦ πῶς ἀνέκυψαν οἱ τόνοι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος καὶ διατί διετηρήθησαν ἐπὶ τοσούτους αἰῶνας; ᾽


Εσκέφθησαν ἆρά γε πῶς συνέβη ὥστε κατὰ τὸ τέλος τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, ὅτε ἔζησαν καὶ ἤκμασαν μεγάλοι ῞Ελληνες ἐπιστήμονες ἀξιολογώτατοι μεταξὺ τῶν ἐπιστημόνων ὅλου τοῦ κόσμου εἰς πάντας τοὺς κλάδους τοῦ ἐπιστητοῦ, πῶς συνέβη, λέγω, ὥστε ὄχι μόνον δὲν εἰσηγήθησαν οὗτοι τὴν μεταρρύθμισιν τοῦ τονικοῦ συστήματος, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἐδυσανασχέτησάν ποτε διὰ τὴν ἄχρηστον δῆθεν καὶ ἐνοχλητικὴν αὐτὴν ποικιλίαν, μολονότι ἔγραψαν βιβλία πολλὰ καὶ θαυμαστὰ καὶ ἐδημιούργησαν τὴν παράδοσιν τῶν ἐπιστημῶν, ὑπὸ τῆς ὁποίας ἡμεῖς χειραγωγούμεθα, πῶς συνέβη τοῦτο; Ταῦτα πάντα ἂν ἐσκέπτοντο οἱ σημερινοὶ καινοτόμοι, θὰ ἔφθαναν ἴσως εἰς συμπεράσματα ὑγιέστερα καὶ ὀρθότερα.

Οἱ ἀρχαῖοι δὲν εἶχον τόνους, διότι δὲν τοὺς ἐχρειάζοντο. ῾Η διάφορος προσῳδία τῶν φωνηέντων, δηλ. ἡ διάκρισις τῶν μακρῶν καὶ τῶν βραχέων κατὰ τὴν ὁμιλίαν, συνεκράτει τὸν τόνον ὡς μουσικὸν καὶ οὐχὶ δυναμικόν. ῾Η διάφορος προσῳδία τῶν συλλαβῶν ἔδιδε τὸ χρῶμα εἰς τὴν λέξιν καὶ οὐχὶ ὁ τοιοῦτος ἢ τοιοῦτος τόνος. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον βάσις τοῦ ρυθμικοῦ ποδὸς τοῦ μέτρου ἦτο ἡ μακρὰ συλλαβὴ καὶ οὐχὶ ἡ τονουμένη. Ὅταν δὲ κατόπιν σὺν τῷ χρόνῳ ἐπήρχετο ἐξίσωσις τῆς προσῳδίας καὶ ἡ διάκρισις μεταξὺ μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν ἐξηφανίζετο, βάσις τοῦ ρυθμικοῦ ποδὸς ἀπέβη ἡ τονουμένη συλλαβή. Κατὰ ταῦτα ὁ τόνος τῆς λέξεως δὲν εἶχε παρ᾿ ἀρχαίοις τὴν σημασίαν τὴν ὁποίαν ἔχει σήμερον. Ἀλλὰ δὲν ἦτο ἄχρηστος. Οἱ ἀρχαῖοι ἐτόνιζον καὶ δὲν ἔκαμναν λάθη περισσότερο ἀπὸ ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔχομεν τονικὰ σημεῖα.

Διὰ τὴν διάφορον προσῳδίαν τῶν μακρῶν καὶ τῶν βραχέων δὲν εἶχον ἀνάγκην τονικοῦ σημείου οἵ ἀρχαῖοι ἀναγινώσκοντες τὰ εἰς -ιον τρισύλλαβα ὑποκοριστικά. Ταῦτα, καθὰ ἤδη ὁ Ἡρωδιανὸς παρετήρησεν εἶναι παροξύτονα, ἂν εἶναι δακτυλικοῦ ρυθμοῦ, οἷον κλειδίον, παιδίον, δᾳδίον, χωρίον, προπαροξύτονα δέ, ἂν εἶναι τριβράχυος ρυθμοῦ, οἷον κτένιον, πόδιον, θύριον, βρόχιον κτλ. Πάντα δὲ τὰ ὑπερτρισύλλαβα εἰς -ιον ἀδιακρίτως ρυθμοῦ τονίζονται εἰς τὴν προπαραλήγουσαν, οἷον ὀφρύδιον, ὀμμάτιον, κεφάλιον, ἁλάτιον, καμάκιον κτλ. Τοιουτοτρόπως μία τάξις ὀνομάτων πλουσιωτάτη ἠδύνατο νὰ ἀναγινώσκεται ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἄνευ τονικοῦ λάθους.

Ὑπάρχουν ἐπίσης πολλὰ συστήματα λέξεων, τῶν ὁποίων ὁ τόνος εἶναι ἀνέκαθεν σταθερὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ὑπῆρχεν ἀνάγκη δηλώσεως δι᾿ ἰδιαιτέρου σημείου, οἷον

Τὰ εἰς -ιος ἐπίθετα τονίζονται πάντοτε ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης οἷον ἅγιος, τίμιος, ἄξιος. Καὶ τὰ νεώτερα κούφιος, σάπιος, θράκιος κτλ. τονίζονται οὕτω κατ᾿ ἀρχαίαν παράδοσιν.
Τὰ εἰς -μα οὐδέτερα τονίζονται ὅσον τὸ δυνατὸν ἀνωτέρω τῆς ληγούσης καθ᾿ ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης, οἷον φράγμα, τραῦμα, ποίημα, τίμημα, ἀνάστημα, σκότωμα, φάγωμα, μοίρασμα κτλ.
Τὰ εἰς -σις θηλυκὰ ὁμοίως, οἷον αἴτησις, δήλωσις, ὕφανσις, δούλεψι, ξύφασι κτλ.
Τὰ εἰς -ος γεν. -ους οὐδέτερα ὁμοίως, οἷον στῆθος, γένος, ἔθνος, δάσος, ἔδαφος, τέμενος, μέγεθος κτλ.
Τὰ εἰς -μος ἀρσενικὰ εἶναι πάντα ὀξύτονα καθ᾿ ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς ῾Ελλην. γλώσσης, οἷον δεσμός, χρησμός, κορεσμός, συναγερμός, ἐμπρησμός, σκοτωμός, φαγωμός, πηγαιμὸς κτλ.
Τὰ εἰς -εὺς οὐσιαστικὰ εἴτε ἐξ ὀνομάτων παράγονται εἴτε ἐκ ρημάτων ἁπλᾶ ἢ σύνθετα εἶναι πάντα ὀξύτονα, οἷον γραφεὺς-συγγραφεύς, φορεύς, ἀποστολεύς, ἱππεύς, δονακεύς, ἀνθρακεὺς κτλ.
᾽Εν γένει ἂν ἐξετάσῃ τις τὰς τάξεις τῶν ὀνομάτων, θὰ ἴδῃ ὅτι ὑπάρχει τονικὴ ἀκολουθία, ἡ ὁποία ἐντυποῦται εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας καὶ οὐδέποτε παραβαίνεταὶ καθ᾿ ὅλας τὰς περιόδους τῆς ῾Ελλην. γλώσσης.

Διὰ τὴν προσῳδίαν ἐν γένει δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τονισθῇ ἡ προπαραλήγουσα, ὅταν ἦτο ἡ λήγουσα μακρά, διότι ὁ ὀξὺς τόνος δὲν δύναται νὰ φέρῃ τὸ μῆκος πλέον τῶν δύο ἐφεξῆς βραχέων χρόνων. Δι᾽ αὐτὸν τὸν λόγον δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τονίσῃ κακῶς ὁ ἀρχαῖος ῞Ελλην ὁσάκις ὁ τόνος τῆς λέξεως πίπτῃ κατωτέρω διὰ τὴν μακρότητα τῆς ληγούσης, οἷον τὰ σώματα, ἀλλὰ τῶν σωμάτων, διότι ἡ μακρὰ συλλαβὴ ἰσοδυναμεῖ πρὸς δύο βραχεῖς χρόνους.

Διὰ τὴν προσῳδίαν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ λάθος ὡς πρὸς τὴν περισπωμένην τῆς παραληγούσης, αὐτομάτως γεννωμένην διὰ τὸν προκύπτοντα ρυθμὸν τονουμένης μακρᾶς συλλαβῆς πρὸ βραχείας ληγούσης. Διὰ τὴν σταθερότητα τοῦ ρυθμοῦ τούτου τῆς προπερισπωμένης ἦτο ἀδύνατον νὰ προκύψῃ λάθος περισπωμένης ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης, διότι ὁ περισπώμενος τόνος δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ φέρῃ τὸ μῆκος δύο ἐφεξῆς βραχέων χρόνων.

Ὑπάρχουν κανόνες τονισμοῦ συμφυεῖς πρὸς τὸ.γλωσσικὸν αἴσθημα, προδιαλεκτικοὶ ἢ προελληνικοί, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἁμαρτήματα περὶ τοὺς τόνους ἀποκλείονται. Οὕτως, ἡ ἐγκλιτικὴ φύσις τοῦ ρήματος, ἤτοι ἡ ἰδιότης αὐτοῦ, καθ᾿ ἣν ὁ τόνος ἀναβιβάζεται ὅσον εἶναι δυνατὸν ἀνωτέρω τῆς ληγούσης ἐν τοῖς παρεμφατικοῖς τύποις, οὐδέποτε σχεδὸν παραβαίνεται μέχρι τῆς σήμερον λαλουμένης, οἷον γράφω—ἔγραφον—γέγραφα κτλ. μοῦ ᾽πε, τά εἰπαμε κτλ. Θὰ ἠδύνατό τις νὰ παρατηρήσῃ ὅτι εἰς τοὺς συνηρημένους τύπους τοῦ ρήματος, εἰς τοὺς ὁποίους λανθάνει ἡ ἔγκλισις (ἕνεκα τῆς συναιρέσεως), θὰ ἦσαν δυνατὰ λάθη. Θὰ ἦσαν βεβαίως δυνατὰ λάθη καὶ ἐνταῦθα καὶ εἰς ἄλλας πολλὰς λέξεις, ἀλλὰ μόνον εἰς τοὺς μικροὺς παῖδας τοὺς ἀσκουμένους εἰς τὴν ἀνάγνωσιν· ἐθιζόμενοι ὅμως οὗτοι σὺν τῷ χρόνῳ ἠδύναντο νὰ ἀποκτήσουν σταθερότητα, ὅπως καὶ ἡμεῖς σήμερον, μολονότι δὲν ἔχομεν τὸ ἴνδαλμα τῶν ἀσυναιρέτων τύπων, ὅμως οὐδέπτοτε κάμνομεν σφάλμα. Πλὴν δὲ τούτου εἰς τοὺς τύπους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι προπερισπῶνται δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ λάθος, οἷον εἰς τοὺς τύπους καλοῦμεν, καλεῖτε, καλοῦσι κττ. οὔτε νὰ μετατεθῇ ὁ τόνος ἀνωτέρω ἦτο δυνατὸν οὔτε νὰ μεταβληθῇ ἀπὸ περισπωμένου εἰς ὀξύν, ἐκ τούτων δὲ ἀνεκαλοῦντο καὶ οἱ περισπώμενοι τύποι καλῶ, καλεῖς, καλεῖ, ἤτοι ὅπου ὑπῆρχε σύστημα τονισμοῦ, πιθανότης λαθῶν δὲν ὑπῆρχεν. Ἐπίσης κατὰ γενικὸν κανόνα ὁ τόνος τοῦ ὀνόματος, οὐσιαστικοῦ ἢ ἐπιθέτου, παραμένει εἰς τὴν αὐτὴν συλλαβὴν ἐφ᾿ ὅσον ἐπιτρέπει ὁ χρόνος τῆς ληγούσης.

Ὑπάρχουν βεβαίως καὶ λέξεις αἱ ὁποῖαι ἢ δὲν ὑπάγονται εἰς κανόνα ἢ παραβαίνουν τὸν κανόνα· π.χ. γνώμη, φήμη, μνήμη, ἀλλὰ τιμή, φωνή. Ἀλλ᾿ ὁσοσδήποτε καὶ ἂν εἶναι ὁ ἀριθμὸς τούτων, ἀποβαίνει ἀσήμαντος συγκρινόμενος πρὸς τὰς εἰς κανόνας ὑπαγομένας τάξεις.

Θὰ ἀνέμενέ τις σύγχυσιν τονισμοῦ εἰς τὰ οὐσιαστικὰ τὰ λήγοντα εἰς -της, οἷον ἀθλητής, ποιητής, ἀλλὰ ἐπαινέτης, πολίτης, Αἰγινήτης. Ἀλλὰ καὶ τούτων ὁ τονισμὸς διεστέλλετο σαφῶς ὑπὸ τῶν ἀρχαίων, ἄλλων μὲν ἕνεκα ρυθμικοῦ κανόνος, ἄλλων δὲ ἕνεκα ἐτυμολογικῆς διαφανείας. Οὕτω διεστέλλοντο γενικῶς τὰ παραγόμενα ἐξ ὀνομάτων, τὰ παρώνυμα, ἀπὸ τῶν παραγομένων ἐκ ρημάτων, τῶν ρηματικῶν. Καὶ τὰ μὲν παρώνυμα πάντα παρωξύνοντο ἀνεξαρτήτως τοῦ χρόνου τῆς παραληγούσης, οἷονδῆμος—δημότης, ἀγρὸς—ἀγρότης, φυλὴ—φυλέτης, οἶκος—οἰκέτης, ἀλλὰ καὶ θίασος—θιασώτης, δεσμὸς—δεσμώτης, κόμη—κομήτης, Αἴγινα-Αἰγινήτης, πόλις-πολίτης, στήλη-στηλίτης κτλ. 

Τὰ δὲ ρηματικὰ διεστέλλοντο, πρῶτον κατὰ δισύλλαβα καὶ πολυσύλλαβα, καὶ τὰ μὲν δισύλλαβα ἐτονίζοντο εἰς τὴν παραλήγουσαν εἴτε ἁπλᾶ ἦσαν εἴτε σύνθετα καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ χρόνου τῆς παραληγούσης, οἷον δότης—προδότης—καταδότης, στάτης—παραστάτης, παραλήπτης, προφήτης τὰ δὲ πολυσύλλαβα ἐτονίζοντο εἰς τὴν λήγουσαν, ἂν ἡ παραλήγουσα ἦτο μακρὰ φύσει ἢ θέσει, οἷον ἀθλητής, ποιητής, διαλλακτής, εἰς τὴν παραλήγουσαν δέ, ἂν αὕτη ἦτο βραχεῖα, οἷον ἐπαινέτης, διαιρέτης, ὀφειλέτης. Διὰ τὸν χρόνον ἐπίσης τῆς παραληγούσης λέγεται ὀπτίλος (= ὀφθαλμὸς) παρὰ τὸ ὄπτιλλος, Μυρτίλος· ἀλλὰ Σόφιλλος, Αἰσχύλος ἀλλὰ Θράσυλλος, Κρατύλος ἀλλὰ Ἀρίστυλλος.῾Ο τονισμὸς οὗτος ὀφείλεται ἀναμφιβόλως τὸ εἰς ρυθμικὸν σχῆμα δακτυλικοῦ ποδός, καθὰ ἀνωτέρω παρετηρήθη περὶ τῶν εἰς -ιον τρισυλλάβων ὑποκοριστικῶν.

Αὐτονόητον εἶναι ὅτι ἡ τήρησις τοῦ τονισμοῦ καὶ κατὰ τὴν ἐτυμολογικὴν διαφάνειαν καὶ κατὰ τὴν προσῳδίαν δύναται ἐνίοτε νὰ παραβαίνεται, οἶον λέγεται κυβερνήτης, πλανήτης, ἀλήτης παροξυτόνως ἀντὶ ὀξυτόνως διὰ τὴν ἐπισκότησιν τῆς ρηματικῆς ἐννοίας καὶ τὴν σύνδεσιν αὐτῶν πρὸς τὰ παρώνυμα. ᾽Επίσης λέγεται κριτὴς ὀξυτόνως ἀντὶ παροξυτόνως κατ᾿ ἀναλογίαν πρὸς τὸ δικαστής.

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται, ὅτι μέγα μέρος τοῦ λεξιλογικοῦ θησαυροῦ καὶ τοῦ τυπικοῦ τῆς ἀρχαίας γλώσσης δύναται νὰ ἔχη τὸν τόνον ἐκ τῆς προσῳδίας, καὶ ἄλλο, ἐπίσης μέγα, ἐκ τῆς ἐτυμολογικῆς διαφανείας καὶ τῆς σταθερᾶς γραμματικῆς παραδόσεως. ῾Υπολείπεται βεβαίως σημαντικὸν μέρος, πάντως πολὺ μικρότερον, τοῦ ὁποίου ὁ τόνος ἐτίθετο ἐκ τῆς συνηθείας καὶ τῆς ἀλόγου παραδόσεως. Δὲν ἦτο δὲ τοῦτο δύσκολον, διότι ὅπως ἠδύναντο οἱ παλαιοὶ νὰ ἀναγινώσκουν ὑπὸ τὸ Ο καὶ ο μικρὸν καὶ ω μέγα καὶ τὴν νόθην δίφθογγον ου, ἢ ὑπὸ τὸ γράμμα Ε καὶ τὸν ἒ ψιλὸν καὶ τὸ ἦτα καὶ τὴν νόθην δίφθογγον ει, ἐπίσης ὅπως ἠδύναντο νὰ ἀναγινώσκουν καὶ ι βραχὺ καὶ ι μακρόν, ὑπὸ τὸ αὐτὸ γράμμα, ἐπίσης υ βραχὺ καὶ υ μακρόν, α βραχὺ καὶ α μακρόν, μολονότι διάκρισις εἰς τὴν γραφὴν δὲν ἐγίνετο, οὕτως ἠδύναντο νὰ τονίσουν πολλὰς λέξεις ὀρθῶς κατὰ προφορικὴν ἄλογον παράδοσιν. Κατὰ τὴν πρώτην ἀνάγνωσιν τῶν μαθητῶν ἐνδέχεται οἱ γραμματισταὶ νὰ μετεχειρίζοντο σύμβολά τινα εἴτε διὰ τὸν ὀρθὸν τονισμὸν εἴτε διὰ τὴν ἀπόδοσιν τῆς ποσότητος τῶν φωνηέντων.

Ἀλλ᾿ ἐκ ποίας ἀνάγκης προέκυψαν τὰ τονικὰ σημεῖα; Οἱ ὅροι ὀξεῖα, βαρεῖα, περισπωμένη εἶναι ἐπίθετα καταστάντα διὰ τῆς χρήσεως οὐσιαστικὰ κατὰ παράλειψιν τοῦ προσδιοριζομένου οὐσιαστικοῦ προσῳδία ἢ φωνή, ἐλέχθησαν δὲ τὸ πρῶτον ὑπὸ μουσικῶν πρὸς δήλωσιν καὶ καθορισμὸν διαφόρων μουσικῶν τόνων, παρεστάθησαν δὲ οὗτοι, ὡς εἰκός, καὶ δι᾿ ὡρισμένων συμβόλων. Τὰ μουσικὰ ταῦτα σύμβολα ἀπέβησαν κοινὰ ἐνωρίς, διότι ἤδη ὁ Ἀριστοτέλης ὀνομάζει αὐτὰ παράσημα καὶ ὁμιλεῖ περὶ αὐτῶν ὡς περὶ γνωστῶν πραγμάτων. 

Παρατηρεῖ δὲ ὁ Χατζιδάκις (Γραμματ., 1, 143) τὰ ἑξῆς: 
«Φαίνεται ὅτι χάριν τῆς εὐκόλου καὶ ἀκριβοῦς ἀναγνώσεως τῶν παλαιοτέρων ποιημάτων εἶχον, ὅπως τοῦ δασέος πνεύματος τὸ σημεῖον οὕτω καὶ τῶν τόνων ἐξεύρει σημεῖά τινα τῆς ὀξείας, τῆς βαρείας καὶ τῆς περισπωμένης, δι᾿ ὧν διέστελλον ἐν τῇ γραφῇ τὸν ἐν τῇ προφορᾷ τόνον τῆς συλλαβῆς, τῆς λέξεως καὶ τῆς προτάσεως. Ταῦτα δὲ μετ᾿ ἄλλων πολλῶν κριτικῶν σημείων μετεχειρίσατο Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος ἐν τοῖς ἐπιστημονικοῖς αὐτοῦ πονήμασι καὶ οὕτω κατέστησε κοινῆς χρήσεως.»
Γνωρίζοντες ἤδη ὅτι ὁ Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος ἤκμασε τὸν 2ον π.Χ. αἰῶνα, ὅτε ἤρχισε νὰ παρατηρῆται ἐπὶ τῶν ἐπιγραφῶν καὶ τῶν παπύρων ἡ σύγχυσις τῆς προσῳδίας, συνάγομεν ὅτι ἡ σύμπτωσις αὕτη δὲν δύναται νὰ εἶναι τυχαία, ἀλλ᾿ ὅτι ἡ ἔναρξις τῆς ἐξισώσεως τῆς προσῳδίας κατέστησεν ἀναγκαίαν τὴν χρησιμοποίησιν τονικῶν σημείων ὅπου ἡ ἐκ τῆς ἐξισώσεως ταύτης προκύπτουσα μετεωρία τοῦ ἀναγινώσκοντος ἠμπόδιζε τὴν εὔκολον καὶ ὀρθὴν ἀνάγνωσιν. Εἶναι δὲ αὐτονόητον ὅτι ἡ χρῆσις τῶν τονικῶν σημείων ηὔξανε παραλλήλως πρὸς τὴν αὐξάνουσαν ἐξίσωσιν τῆς προσῳδίας. Ἀπὸ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ., ὅτε ἡ προσῳδία εἶχεν ἐξισωθῆ, ἡ χρῆσις τῶν τονικῶν σημείων πιθανώτατα θὰ καθίστατο ἀναγκαιοτάτη καὶ ὁσημέραι θὰ ἐξετείνετο μέχρι τοῦ 7ου αἰῶνος, ὅτε ἡ παράλειψις τῶν σημείων τούτων ἐθεωρεῖτο ὀρθογραφικὸν σφάλμα.

Συνοψίζοντες τὰ ἀνωτέρω λέγομεν πρῶτον ὅτι ἡ ἀνάγκη τῶν τονικῶν σημείων δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνακύψῃ πρὸ τῆς ἐξισώσεως τῶν μακρῶν καὶ τῶν βραχέων, δεύτερον ὅτι ἐφ᾿ ὅσον ἴσχυεν ἡ διάκρισις τῆς ποσότητος τῶν συλλαβῶν, ὁ τόνος ἦτο μουσικὸς καὶ διὰ τὴν ὀρθὴν ἀπαγγελίαν τῶν λέξεων δευτερεῦον στοιχεῖον. Αὐτὸς δὲ ἦτο ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον βάσις τοῦ ἀρχαίου μετρικοῦ ποδὸς ἦτο ὁ χρόνος τῶν συλλαβῶν, τοῦ δὲ νεωτέρου ὁ τόνος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ μουσικοῦ μετεβλήθη εἰς δυναμικόν. Ἡ μεταβολὴ δὲ τῆς τοιαύτης βάσεως ἐγίνετο ἤρεμα σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἡ ἀνάγκη ἄρα τῶν τόνων, ἀπὸ μουσικῶν σημείων τὸ πρῶτον, ἀνέκυπτε παραλλήλως, λησμονηθείσης δὲ τῆς ἀρχικῆς αὐτῶν χρήσεως, κατέστησαν τὰ σημεῖα αὐτῶν δηλωτικὰ τῆς θέσεως καὶ τοῦ ποιοῦ τοῦ τόνου καὶ τέλος τῆς θέσεως αὐτοῦ μόνον. ᾽Αλλ᾿ ἡ διαφορὰ τῶν σημείων διετηρήθη ἀδιαλείπτως, ὡς διετηρήθη ὡς πρὸς τὸν ἰωτακισμὸν καὶ τοὺς ἄλλους φθόγγους ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία. Ὅθεν ἡ κατάργησις τῆς διαφορᾶς τῶν τόνων ἀποτελεῖ ἔναρξιν καταργήσεως τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, τῆς ὁποίας καὶ μέρη τινὰ καταργοῦνται ἤδη διὰ τοῦ συστήματος Τριανταφυλλίδη—Κακριδῆ μὲ κατεύθυνσιν πρὸς τὴν ὁλοσχερῆ κατάργησιν αὐτῆς.

Σπουδαῖον ἐπιχείρημα τοῦ κ. Τριανταφυλλίδη πρὸς κατάργησιν τῆς περισπωμένης εἶναι τὸ ἐρώτημα, πῶς θὰ τονίσωμεν τὰς λέξεις χελωνα, καμηλα, τρυπα, προβατινα, σκαλα, πατατα, ντοματα; Τὰς λέξεις ταύτας ἀφίνει ἀτόνους ἐπίτηδες, διότι εἶναι μεγάλο ζήτημα καὶ δύσκολον, ἂν πρέπῃ νὰ τονισθοῦν μὲ ὀξεῖαν ἢ μὲ περισπωμένην. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὀφείλομεν νὰ τηροῦμεν κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν ἱστορικὴν ὀρθογραφίαν, ὡς πρὸς μὲν τὴν λ.τρῦπα εἶναι αὕτη παραδεδομένη καὶ ἑπομένως δὲν πρέπει ἡ παράδοσις αὐτῆς νὰ κινηθῇ. ῾Ως πρὸς δὲ τὰς λέξεις χελώνα, καμήλα, σκάλα, πατάτα, ντομάτα πρέπει νὰ τονισθοῦν μὲ τὸν ἁπλούστερον τρόπον, ἤτοι μὲ ὀξεῖαν, διότι καὶ οὕτω δὲν παραβαίνεται ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία. Ἐπίσης καὶ τὰ εἰς -ίνα, τὰ ὁποῖα παρατίθενται ἄτονα, δύνανται νὰ τονισθοῦν ὡς νέα μὲ ὀξεῖαν. Θὰ ἠδύνατό τις βεβαίως νὰ συνδέσῃ αὐτὰ πρὸς τὰ παραδεδομένα εἰς -ῖνα, οἷον Μαρῖνα γεν. Μαρίνης, Αἰκατερῖνα γεν. Αἰκατερίνης, καὶ νὰ θέσῃ περισπωμένην, οἷον ἀραπῖνα, Μπουμπουλῖνα. Καθ᾿ ἡμᾶς θὰ ἦτο λάθος, ἀλλὰ λάθος ἐπιτρεπόμενον, ἀφοῦ ἄλλως τε τὸ κάμνει καὶ ἡ ᾽Ακαδημία, ὅπως πληροφοροῦμαι ὑπὸ τοῦ κ. Τριανταφυλλίδη (σελ. 130 κ.ἑ.). ᾽Αλλὰ πάντως αἱ δυσκολίαι περὶ τὸν τονισμὸν δὲν θὰ μᾶς λύσουν τὸ γλωσσικὸν ζήτημα, δὲν ἀποτελοῦν λόγον διὰ τὸν ὁποῖον πρέπει καλὰ καὶ σώνει νὰ ἀλλάξωμεν τὴν γλῶσσάν μας. ᾽Εν τούτοις τὰ μικρὰ αὐτὰ ζητήματα ἀποτελοῦν διὰ τὸν κ. Τριανταφυλλίδην σπουδαῖον ἐπιχείρημα.

Θὰ κατηγορηθῶ ἴσως ὅτι παρὰ τὴν παράδοσιν συνιστῶ τὸν δι᾽ ὀξείας τονισμὸν τῶν εἰς -ινα νεωτέρων ὀνομάτων, οἷον ἀραπίνα, Μπουμπουλίνα κττ., ἀφοῦ τὰ παραδεδομένα Ρωμαϊκῆς ἀρχῆς Μαρῖνα, Αἰκατερῖνα προπερισπῶνται, καθὰ τὸ Ἀγριππῖνα, Μεσσαλῖνα κττ. Ἀλλ᾿ ὅμως ὑπάρχει καὶ Ἑλληνικῆς ἀρχῆς κατάληξις -ίνα, οἷον ἀξίνα, μυρσίνα, γιατρίνα. Ταῦτα δὲ προελθόντα ἐκ τῶν ἀρχαίων ῾Ελληνικῶν ἀξίνη, μυρσίνη, ἰατρίνη θεωροῦνται ὡς ἔχοντα τὸ α μακρόν· ἀδιαφόρως ἄρα πρὸς τὸν χρόνον τῆς παραληγούσης δέχονται ὀξεῖαν, καθὰ τὰ ἐπίσης νεώτερα Ἀθήνα, Θήβα. ᾽Επειδὴ δὲ παρὰ ταῦτα παραδίδονται ὑπὸ τῶν ἀρχαίων καὶ ἡρωίνη = ἥρως, γυνή, καθὰ ἰατρίνη = ἰατρὸς γυνή, ἔτι δὲ τὰ πατρωνυμικὰ Ἀδρηστίνη = θυγάτηρ τοῦ Ἀδρήστου—Ἀδράστου, Αἰητίνη = θυγάτηρ τοῦ Αἰήτου, ἡ Μήδεια, Εὐηνίνη = θυγάτηρ τοῦ Εὐήνου, ᾽Ωκεανίνη = θυγάτηρ τοῦὨκεανοῦ, πάντα δὲ ταῦτα ἠδύναντο νὰ μεταπλασθοῦν εἰς -ίνα, δύναταί τις νὰ ὑποθέσῃ ὅτι ἐπῆλθε διασταύρωσις ἐν τῇ λαλουμένῃ τῶν δύο τούτων καταλήξεων τῆς Λατινικῆς -ῖνα καὶ τῆς Ἑλληνικῆς -ίνα· ἀλλὰ περὶ τούτου πλατύτερον ἄλλοτε.

Διαμαρτύρεται διὰ τὴν περισπωμένην τοῦ πεῖνα κτλ. διότι, λέγει, «σχηματίζουν σήμερα τὴ γενικὴ σὲ -ας καὶ ὄχι σὲ -ης, ὥστε δὲ μποροῦμε νὰ ἐπικαλεστοῦμε αὐτὸ γιὰ νὰ δικαιολογηθῇ ἡ περισπωμένη». Βεβαίως δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἐπικαλεσθῶμεν τὸν τύπον τῆς γενικῆς διὰ νὰ δικαιολογήσωμεν τὴν περισπωμένην τῆς ὀνομαστικῆς, ἀλλὰ ἠμποροῦμεν καὶ ὀφείλομεν ἀναγκαίως νὰ ἐπικαλεσθῶμεν τὸν δεσμὸν «ποὺ διατηροῦμε μὲ τὴν ἀρχαιότερη παράδοση» ἡ ὁποία «ἐπιβάλλει καθὼς καὶ σὲ ἄλλους μὲ ἱστορία, μερικὲς ὑποχρεώσεις καὶ στὴν ὀρθογραφία» (σελ. 131). Λοιπὸν παρὰ τὴν δημοτικὴν ὑπάρχει καὶ ἡ καθαρεύουσα καὶ ἡ ἀρχαία, τὰς ὁποίας καὶ νὰ θέλωμεν δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἀγνοήσωμεν. Τί θὰ συμβῇ λοιπὸν εἰς τὸν νέον ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θὰ μάθῃ ἡ πείνα, ἡ γλώσσα, · ἡ μούσα καὶ ἄλλα τοιαῦτα πάμπολλα, ὅταν εἰς τὰ βιβλία τῆς καθαρευούσης, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μορφωθῇ, διαβάζῃ πεῖνα, γλῶσσα, μοῦσα;

Ἂν ὁ κ. Τριανταφυλλίδης νομίζῃ ὅτι ἡ γενικὴ εἰς -ας τῆς πείνας κτλ. διαμαρτύρεται διὰ τὴν περισπωμένην τῆς ὀνομαστικῆς δύναται νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν αἰτιατικήν, πρὸς τὴν ὁποίαν καθ᾿ ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς ῾Ελληνικῆς γλώσσης συμφωνεῖ ἡ ὀνομαστικὴ τῶν πρωτοκλίτων.

Διαμαρτύρεται ἐπίσης καὶ διὰ τὸ ἡ γυναῖκα, ἡ προῖκα, ἡ χῆνα, κτλ. Τὰ θέλει καὶ αὐτὰ μὲ ὀξεῖαν, διότι, λέγει «ἔπαυσαν να ειναι τριτόκλιτα περιττοσύλλαβα, ὥστε νὰ δικαιολογηθῇ ἔτσι ὁ τονισμός τους ἀπὸ τὸ α βραχὺ τῆς παλιᾶς αἰτιατικῆς». Εἰς τὴν δημοτικὴν βέβαια δἐν εἶναι περιττοσύλλαβα, ἀλλὰ ἡ ὀνομαστικὴ εἶναι καὶ αἰτιατικὴ τὴ γυναῖκα, τὴν προῖκα, τὴ χῆνα, καὶ ἡ αἰτιατικὴ αὐτὴ εἶναι καὶ τῆς καθαρευούσης καὶ τῆς ἀρχαίας, δηλ. καὶ τῶν τριῶν μορφῶν τῆς γλώσσης. Λοιπὸν ἐπιτρέπεται εἰς ἡμᾶς νὰ διαταράξωμεν τὴν ὑπάρχουσαν ἁρμονίαν ἀφοῦ ἔχομεν «μερικὲς ὑποχρεώσεις» εἰς τὴν ἱστορίαν; ᾽Επειδὴ λοιπὸν ἡ αἰτιατικὴ αὐτὴ εἶναι καὶ ὀνομαστική, ὅπως εἰς ὅλα τὰ πρωτόκλιτα θηλυκά, θὰ διατηρηθῇ ἡ περισπωμένη καὶ εἰς τὴν ὀνομαστικήν.

Διαμαρτύρεται πρὸς τούτοις διὰ τὴν περισπωμένην τοῦ εὐθῦνες, ὗλες, νῖκες, ζῦμες, λῦπες κτλ. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἡ ἀντίστοιχος μορφὴ τῆς καθαρευούσης καὶ τῆς ἀρχαίας εἶναιεὐθῦναι, ὗλαι, νῖκαι, ζῦμαι, λῦπαι πρέπει νὰ παραμείνῃ ἡ περισπωμένη καὶ εἰς ἐκεῖνα διὰ νὰ «διατηροῦμε τὸ δεσμὸ μὲ τὴν ἀρχαιότερη παράδοση». Καὶ τὸν δεσμὸν τοῦτον ὁ κ. Τριανταφυλλίδης εὐλαβεῖται ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Διατηρητέος λοιπὸν ὁ δεσμὸς καὶ ἐνταῦθα.

Εὑρίσκει δυσκολίας εἰς τὴν ὀρθογραφίαν τῶν εἰς -ι(ον) οὐδετέρων «ὅταν λογαριάζωμε τὸ ι βραχύ». Καὶ εἶναι ὄντως τὸ ι τοῦτο βραχύ, ἀλλ᾿ ὁπωσδήποτε τοῦτο δὲν ὑπολογίζεται εἰς τὸν τονισμόν, διότι, καθὰ ἐδίδαξεν ὁ Χατζιδάκις, τὰ οὐδέτερα ταῦτα τονίζονται μὲ ὀξεῖαν ὡς προπαροξύτονα, ὅπως καὶ εἶναι εἰς τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν: ἀλεύρια, παραμύθια, ὅθεν ἀλεύρι, παραμύθι. Ἡμεῖς κατὰ τὸν διδασκαλικόν μας βίον οὐδέποτε παρετηρήσαμεν εἰς τὰ μαθητικὰ δοκίμια τοιοῦτον λάθος, ἀφοῦ ἐννοεῖται προηγουμένως ἐδιδάξαμεν ὅτι πάντα ταῦτα δέχονται ὀξεῖαν ὡς προπαροξύτονα, ὅπως εἰς τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν. Τὸ ὅτι ἓν ὀρθογραφικὸν διάγραμμα τῆς Ἀκαδημίας, ἀκυρωθὲν κατόπιν, συνίστα περισπωμένην, ἂν ἡ τονιζομένη συλλαβὴ εἶναι μακρά, εἶναι λάθος αὐτῆς· διότι ἐπὶ τέλους ἡ Ἀκαδημία δὲν εἰναι Πυθία.

Διὰ νὰ ὑποστηρίξῃ ὁ κ. Τριανταφυλλίδης τὴν γνώμην του περὶ τῆς ἀνάγκης τῆς ἁπλοποιήσεως τῆς Ελληνικῆς ὀρθογραφίας ἀνατρέχει εἰς τὸ παρελθόν, εἰς τοὺς δοκίμους χρόνους, καὶ διδάσκει τί εἶναι φωνητικὴ ὀρθογραφία καὶ τί ἱστορική. Τοιουτοτρόπως ἱστορικῶς ἡ γνώμη ἐξεταζομένη ἐμφανίζεται οὐχὶ ὡς ἀπὸ τρίποδος εἰρημένη, ἀλλ᾿ ὡς ἐκ τῶν πραγμάτων αὐτῶν, ἐκ τῆς ἱστορίας, συναγομένη. Οὕτω λοιπὸν γράφει (σελ. 130) ὁ κ. Τριανταφυλλίδης: «Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἐνῶ ἡ ὀρθογραφία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν διαλέκτων, καθὼς καὶ τῆς ἀττικῆς, ἦταν στοὺς πρώτους αἰῶνες φωνητική, μὲ τὴν ἔννοια πὼς κάθε διαφορετικὸς φθόγγος ἀποδινόταν μὲ διαφορετικό, πάντοτε τὸ ἴδιο γράμμα, ὕστερα ἀπὸ τὸ 403 π. Χ., ἀφοῦ καθιέρωσαν οἱ ᾽Αθηναῖοι τὸ ἰωνικὸ ἀλφάβητο, ἄρχισε νὰ γίνεται ἱστορική».

῾Ο κ. Τριανταφυλλίδής ἂς ὑποβληθῇ εἰς τὸν κόπον νὰ μελετήσῃ καλύτερον τὴν ἱστορίαν τῶν Ἑλληνικῶν ἀλφαβήτων ἤ, ἂν προτιμᾷ, ἂς διεξέλθῃ ὅσα λέγουν ἄλλοι συνεργάται τοῦ παρόντος τόμου, ἐπὶ παραδείγματι ὁ κ. Σ. Μαρινᾶτος. Τὰ πράγματα εἶναι ἁπλῶς ἀντίθετα ἢ ὅπως θέλει νὰ τὰ παραστήσῃ.

Ἂν πράγματι «κάι9ε δίαφορετικὸς φθόγγος ἀποδiνόταν μὲ διαφορετικό, πάντοτε τὸ ἰδιο γράμμα», πῶς συμβαίνει ὥστε διὰ τοῦ Ε δηλοῦται πρὸ τῆς εἰσαγωγῆς εἰς τὴν ῎Αττικὴν διάλεκτον τοῦ ᾽Ιωνικοῦ ἀλφαβήτου καὶ τὸ ε καὶ τὸ η καὶ τὸ ει (νόθη δίφθογγος), διὰ δὲ Ο καὶ τὸ ο καὶ τὸ ω καὶ τὸ ου (νόθη δίφθογγος); Ἐπειδὴ ἀκριβῶς οἱ φθόγγοι οὗτοι ε, η,ει καὶ ο, ω, ου δὲν ἐξεφωνοῦντο ὁμοίως, δηλαδὴ τρεῖς διαφορετικοὶ φθόγγοι εἶχον τὸ αὐτὸ γράμμα, κατέστη ἀναγκαία ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ ᾽Ιωνικοῦ ἀλφαβήτου, ἵνα οὕτω ἡ ἀνάγνωσις ἀποβῇ εὐκολωτέρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ ἀλφαβήτου τούτου, οὐχὶ δὲ ἡ ἀρξαμένη ἱστορικὴ ὀρθογραφία, ὡς διδάσκει ὁ κ. Τριανταφυλλίδης.

Θὰ θελήσῃ πιθανώτατα ὁ ἀναγνώστης νὰ μάθη ποῖος εἶναι καθ᾽ ἡμᾶς ὁ ὀρθὸς ὁρισμὸς τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας. 

᾽Ιδοὺ αὐτός : «Κατὰ τὴν φωνητικὴν ὀρθογραφίαν ἕκαστον σύμβολον (γράμμα) δηλοῖ ἰδιαίτερον φθόγγον, συνήθως μὲν ἕνα, ἀλλὰ καὶ περισσοτέρους τοῦ ἑνός· οἷον τὸ γράμμα ι δηλοῖ ἕνα τινὰ φθόγγον, τὸ η ἄλλο φθόγγον, τὸ υ ἄλλον φθόγγον, τὸ ει ἄλλον φθόγγον, τὸ υι ἄλλον, τὸ οι ἄλλον, τὸ η ἄλλον». 

Ἐκ τοῦ ὁρισμοῦ τούτου εὐκόλως συνάγεται ὁ ὁρισμὸς τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας. ᾽Ιδοὺ καὶ αὐτός: «Κατὰ τὴν ἱστορικὴν ὀρθογραφίαν περισσοτερα τοῦ ἑνὸς σύμβολα (γράμματα) δύνανται νὰ δηλοῦν τὸν αὐτὸν φθόγγον· οἷον τὰ σύμβολα ι, η, υ, ει, υι, οι, ῃ, τὸ ὅλον ἑπτὰ σύμβολα δηλοῦν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν φθόγγον ι (ἰωτακισμὸς) κτλ.». (Ταῦτα λέγονται, ὡς εἰκός, ἁδραμερῶς).

Ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία ἀρχίζει ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀρκοῦνται εἰς τὴν ἀπόδοσιν τῆς προφορᾶς διὰ τῶν ἀντιστοίχων συμβόλων, ἀλλ᾿ ἀποβλέπουν εἰς τὴν ἐτυμολογικὴν γένεσιν ἑκάστου φθόγγου, οὕτως ὥστε νὰ φαίνεται κατὰ τὸ δυνατὸν ἡ ἱστορία τῆς λέξεως.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ