Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ 1955-59

Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 1955-1959 και η διαμόρφωση του αποτελέσματος ως συνέπεια των ελληνοκυπριακών χειρισμών 

και της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, της Αγγλίας και της Τουρκίας. 

Από το αίτημα για Ένωση στις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου

Συνέχεια από το Α' 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ 

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ 1955-59


Ο αγγλικός παράγοντας 

Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, στον οποίο 30.000 περίπου Κύπριοι κατατάχτηκαν εθελοντικά στον Αγγλικό στρατό και πολέμησαν «για την Ελλάδα και την Ελευθερία», δεν επισφραγίστηκε με την αναμενόμενη από αγγλικής πλευράς παραχώρηση ελευθερίας στην Κύπρο, γεγονός που προκάλεσε ιδιαίτερη δυσφορία στους προδομένους και πάλι Κυπρίους. Παράλληλα, η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στον ελλαδικό κορμό το 1947 κατέστησε στα μάτια των Κυπρίων το αίτημα της Ένωσης ακόμη πιο εφικτό.

Ο κυριότερος παράγοντας όμως που δημιούργησε νέα δυναμική ήταν η προβολή του αιτήματος της αυτοδιάθεσης. Γιατί μπορεί το αίτημα αυτό να αποτέλεσε ήδη από το 1918 βασικό σημείο της διακήρυξης του προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον μαζί με την ανάγκη δημιουργίας διεθνούς οργάνου διαιτησίας για ειρηνική επίλυση των διακρατικών διαφορών (μεταπολεμικά ιδρύθηκε η Κοινωνία των Εθνών), πλην όμως το κύμα του αντιαποικιακού αγώνα για αποτίναξη του αποικιακού ζυγού έγινε σφοδρότερο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο.

Αλλά αυτός ο αντιαποικιακός άνεμος, τον οποίο οι Κύπριοι αξιολογούσαν ως θετικό παράγοντα για την περίπτωσή τους, λειτούργησε ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Για τους Άγγλους, οι οποίοι είχαν ήδη χάσει από τις κτήσεις τους τις Ινδίες, η Κύπρος αποκτούσε τώρα μεγαλύτερη σπουδαιότητα προκειμένου να διατηρήσουν την αυτοκρατορία τους και να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Τη σημασία εξάλλου της Κύπρου, στην οποία οφείλονται και οι αλλεπάλληλες κατακτήσεις της από διάφορους λαούς, επισημαίνει και ο Sir John Hill 

(«Η ιστορία τρεισήμισι χιλιάδων ετών αποδεικνύει ότι όποιος θέλει να γίνει και να παραμείνει μεγάλη δύναμη στη Μέση Ανατολή, πρέπει να έχει υπό τον έλεγχό του την Κύπρο»), 
τον οποίο επικαλείται ο Heinz Richter τονίζοντας ότι η Κύπρος εξασφαλίζει, λόγω της μοναδικότητας της γεωστρατηγικής της θέσης, τον έλεγχο της χερσονήσου της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής και ενός μέρους της Βόρειας Αφρικής.15

Ήδη η βρετανική πολιτική διαφάνηκε από τον Σεπτέμβριο του 1945, όταν η εργατική κυβέρνηση Attlee απέρριψε την πρόταση την οποία υπέβαλε ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο με την ιδιότητα του αντιβασιλέα. Συγκεκριμένα η πρόταση αφορούσε την ενσωμάτωση της Κύπρου στην Ελλάδα, ενώ η Αγγλία θα διατηρούσε, κατά παραχώρηση, βάσεις σε ελληνικό και κυπριακό έδαφος.16

Έτσι, ο βρετανός υπουργός Αποικιών Arthur Creets-Jones τον Οκτώβριο του 1946 και κυρίως ο κυβερνήτης της Κύπρου λόρδος Winster τον Ιούλιο του 1947 δραστηριοποιήθηκαν προς την κατεύθυνση της εκπόνησης νέου φιλελεύθερου συντάγματος, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα αγγλικά συμφέροντα αμβλύνοντας τις αντιδράσεις των Κυπρίων και στοχεύοντας στην εξουδετέρωση του ενωτικού αιτήματος.

Η αγγλική αυτή κινητοποίηση οδήγησε στην σύγκληση της λεγόμενης «Διασκεπτικής» συνέλευσης, με συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχε μόνο η Αριστερά με το ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού), ενώ η Εθναρχία αρνήθηκε να αποστείλει αντιπροσώπους. Η ψήφιση ωστόσο του σχεδίου συντάγματος που καταρτίστηκε («Σχέδιο Winster») ματαιώθηκε.17



Ο κυπριακός παράγοντας και η Αθήνα 

Η επόμενη ενέργεια της κυπριακής πλευράς ήταν η υποβολή υπομνήματος εκ μέρους του ΑΚΕΛ στον ΟΗΕ για να αναλάβει ο οργανισμός τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, μέσω του οποίου θα εκφραζόταν η ελεύθερη βούληση του Κυπριακού λαού. Τελικά το δημοψήφισμα οργανώθηκε από την Εθναρχία στις 15 Ιανουαρίου 1950, λόγω διαφωνιών μεταξύ της κομματικής ηγεσίας της κυπριακής αριστεράς και της εκφραζόμενης από την Εθναρχία δεξιάς, μετά την εκ μέρους του κυβερνήτη απόρριψη της εθναρχικής πρότασης να διεξαχθεί από τις επίσημες Αρχές.18 
 Το αποτέλεσμα, 95,7%, επιβεβαίωσε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας για Ένωση.
Τόσο το ΑΚΕΛ όσο και η Εθναρχία αξιοποίησαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος προς την κατεύθυνση της διεθνοποίησης του Κυπριακού με αντίστοιχες αποστολές σε Λονδίνο, Ν. Υόρκη και Αθήνα. Ο μητροπολίτης όμως Κυρηνείας Κυπριανός και η εθναρχική πρεσβεία, στην οποία ανατέθηκε η παράδοση των δέλτων των δημοψηφίσματος στην ελληνική κυβέρνηση, δεν έγινε δεκτή. Η άρνηση αυτή και η γενικότερη επιφυλακτική στάση της επίσημης Ελλάδας μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα των διεθνών συγκυριών, της μετεμφυλιακής κατάστασης, της εξάρτησης της Ελλάδας από τις μεγάλες Δυνάμεις καθώς και της προσπάθειάς της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. 

Η εμπλοκή της επομένως στο Κυπριακό και η υποστήριξη του αιτήματος για Ένωση θα την οδηγούσαν αναπόφευκτα σε σύγκρουση με δυτικούς συμμάχους και ειδικότερα με την Αγγλία, στο άρμα της οποίας ήταν αναμφίβολα προσδεδεμένη. 
Η βρετανική κυβέρνηση μάλιστα όχι μόνο δεν αποδεχόταν καμία εδαφική μεταβολή και προσάρτηση, αλλά και υπέδειξε στον νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα να μη δεχθεί την κυπριακή πρεσβεία, όπως και έγινε. 
Σε πλήρη όμως αντίθεση με την επίσημη στάση της Αθήνας βρισκόταν η ελληνική κοινή γνώμη που υιοθέτησε με ενθουσιασμό τις κυπριακές θέσεις. Εφημερίδες, Εκκλησία, οργανώσεις και φοιτητικός κόσμος εξέφρασαν εμπράκτως την υποστήριξή τους με ένθερμα δημοσιεύματα, διαδηλώσεις και ψηφίσματα συμπαράστασης προς τον αδελφό Κυπριακό λαό. 

Η πίεση της κοινής γνώμης σε συνδυασμό με την απειλή εκ μέρους της κυπριακής ηγεσίας (επικεφαλής της οποίας ήταν πλέον ο δυναμικός Μακάριος ο Γ) να θέσει το ζήτημα του Κυπριακού στον ΟΗΕ μέσω άλλης χώρας μπορεί να μην οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση σε ανατροπή της αρχικής αρνητικής της στάσης, αλλά με κοινή απόφαση κυβέρνησης και αρχηγών κομμάτων συμφωνήθηκε η βολιδοσκόπηση των βρετανικών διαθέσεων και εν συνεχεία διαμορφώθηκε και υποβλήθηκε πρόταση στο Λονδίνο για Ένωση της Κύπρου με παραχώρηση μίας αγγλικής βάσης στην Ελλάδα και μίας στη μεγαλόνησο, πρόταση η οποία και απορρίφθηκε. 

Η ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό και ο Αλέξανδρος Παπάγος
Πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις του Κυπριακού διαδραμάτισε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος, του οποίου οι αποφάσεις για ενεργή ανάμειξη της Ελλάδας μπορούν να ερμηνευθούν ως αποτέλεσμα: 

1. των πιέσεων της Εθναρχίας και της ελληνικής κοινής γνώμης

2. του προκλητικά αρνητικού τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζε η Μ. Βρετανία τα αιτήματα των Κυπρίων καθώς και τις κατά καιρούς ελληνικές προτάσεις για διευθέτηση του Κυπριακού μεταξύ ελληνικής και βρετανικής πλευράς. 

Η κυνικότητα μάλιστα με την οποία αντιμετώπισε (τον Σεπτέμβριο του 1953) τον Παπάγο ο πρωθυπουργός Άντονι Ήντεν («Δεν βλέπω τον λόγον δια τον οποίον η Ελλάς ενδιαφέρεται δια την Κύπρο») όπως και η δήλωση του υφυπουργού Αποικιών, Χόπκισνσον, στη Βουλή των Κοινοτήτων (Ιούλιος 1954) ότι η Κύπρος «ουδέποτε» θα αποκτούσε την ανεξαρτησία της, φαίνεται ότι αποτέλεσαν την τελευταία ώθηση προς την οριστική απόφαση του Παπάγου να συμπαρασταθεί δυναμικά στην κυπριακή υπόθεση.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, συνυπολογίζοντας τους κινδύνους στους οποίους εξετίθετο η Ελλάδα, πρόσφατα προσχωρήσασα στη συμμαχία του ΝΑΤΟ, και τις άσβεστες εθνικές διεκδικήσεις έκλινε υπέρ των δεύτερων και ακολούθησε την οδό της διεθνοποίησης. Μετά από απόρρητη σύσκεψη Παπάγου, Στ. Στεφανόπουλου, Αλ. Κύρου και δύο άλλων σημαντικών διπλωματών τον Απρίλιο του 1954, κατά την οποία οριστικοποιούνται οι προθέσεις της ελληνικής πλευράς και δρομολογείται η ελληνική πολιτική επί του θέματος, η Ελλάδα καταθέτει την πρώτη προσφυγή για την αυτοδιάθεση της Κύπρου στον ΟΗΕ τον Αύγουστο του ιδίου έτους.



Ο τουρκικός παράγοντας 

Έναν ακόμη παράγοντα, που έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο Κυπριακό και στον οποίο οφείλουμε να αναφερθούμε, αποτελεί η Τουρκία. Παρά τη ρητή παραίτησή της από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου και τη μέσω συνθηκών δέσμευσή της (βλ. Συνθήκη Λωζάνης), μετά τη δυναμική που απέκτησε το ζήτημα με τις πρωτοβουλίες των Κυπρίων, επανήλθε στο προσκήνιο εκδηλώνοντας ενδιαφέρον για τις εξελίξεις, προβάλλοντας διεκδικήσεις, αξιοποιώντας και υποστηρίζοντας τις αγγλικές θέσεις προς όφελός της. Και δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετη προς ενέργειες της Άγκυρας η κινητοποίηση των Τουρκοκυπρίων και η «Διαμαρτυρία κατά της Επιθυμίας για Ένωση με την Ελλάδα» εκ μέρους ομάδας Τουρκοκυπρίων διανοουμένων, ενώ η τουρκική διπλωματία διέβλεπε ότι το ενδεχόμενο ρήξης των σχέσεων Ελλάδας και Αγγλίας θα εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο τις τουρκικές επεκτατικές βλέψεις επί της Κύπρου.

ΙΩΑΝΝΑ-ΜΑΡΙΑ (ΙΩ) ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


14-Κυριάκος Χατζηϊωάννου, Τα εν Διασπορά Γ΄, και του ιδίου, Η καταγωγή των Κυπρίων
15-Ανδρέας Στεργίου – Heinz Richter, Το Κυπριακό με το βλέμμα των ξένων, σελ. 37
16-Κωνσταντίνος Σβολοπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945-1981, σελ. 76
17-Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945-1981, σελ. 77
18-Ο απελευθερωτικός μας Αγώνας ’55-’59, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, σελ. 16

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ