Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

1878-1955- ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ

Πίνακας: Γεώργιος Πολ. Γεωργίου (1901-1972)
Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 1955-1959  και η διαμόρφωση του αποτελέσματος ως συνέπεια των ελληνοκυπριακών χειρισμών 
και της εξωτερικής πολιτικής 
της Ελλάδας, της Αγγλίας και της Τουρκίας.
Από το αίτημα για Ένωση στις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α


Για να γίνει κατανοητή, αφενός, η αρχική αισιοδοξία των Κυπρίων για ευόδωση των εθνικών τους πόθων και, αφετέρου, η απογοήτευση και η αγανάκτηση που τους οδήγησαν στην απόφαση για διεθνοποίηση του ζητήματος και ένοπλη δράση κατά την περίοδο 1955-59 και αποτίναξη του αγγλικού ζυγού με αίτημα την Ένωση με την Ελλάδα, είναι αναγκαία μια αναφορά σε:
σχετικές με το ζήτημα αυτό θέσεις της Βρετανίας που εντάσσονται στην εξωτερική της πολιτική,
κατά καιρούς τοποθετήσεις, δράσεις και αντιδράσεις της Ελλάδας
στην ακολουθούμενη ως προς το Κυπριακό πολιτική των τουρκικών κυβερνήσεων

Αγγλική πολιτική

Ήδη από το 1907, όταν ο τότε υφυπουργός Αποικιών Ουίνστον Τσόρτσιλ επισκέφθηκε την Κύπρο, αναγνώριζε με δηλώσεις του την ελληνικότητά της και ως φυσικό επακόλουθο την ένωση με την «μητρική», όπως χαρακτήρισε ο ίδιος, χώρα.4 
Αλλά και σε δύο περιπτώσεις κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα γίνεται λόγος από την Αγγλία για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Στην πρώτη περίπτωση, την οποία αναφέρει ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε μνημόνιό του το 1931 μετά από συνομιλία του με τον Άγγλο πρέσβη στην Αθήνα για το θέμα αυτό, όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός βρισκόταν στο Λονδίνο για το συνέδριο της ειρήνης ύστερα από τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, οι Άγγλοι, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν ερείσματα στην Αδριατική, τον ρώτησαν κατά πόσο η Ελλάδα ήταν διατεθειμένη σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο να παράσχει διευκολύνσεις στο Αργοστόλι με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κύπρου. Παρόλο όμως που η απάντηση του Ελ. Βενιζέλου ήταν καταφατική, οι Άγγλοι δεν έδωσαν συνέχεια.

Με επισημότερο όμως τρόπο εκφράστηκε η αγγλική εξωτερική πολιτική στη δεύτερη περίπτωση κατά το 1915, όταν προτάθηκε στην κυβέρνηση Ζαΐμη από τη Βρετανία η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα της ελληνικής συμμετοχής στο πλευρό της συμμαχίας της Αντάντ κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. 6

Οι εσωτερικές ταλαντεύσεις στην Ελλάδα για προσχώρηση στη συμμαχία δεν επέτρεψαν την αξιοποίηση της συγκεκριμένης πρότασης, ανεξάρτητα από τις πραγματικές προθέσεις των Άγγλων. Η ενέργεια όμως αυτή αποτελούσε άλλη μια ουσιαστική μορφή αναγνώρισης, εκ μέρους της χώρας κατοχής, των δικαιωμάτων των Κυπρίων για εθνική αποκατάσταση.

Σημειωτέον επίσης ότι, όταν τον Δεκέμβριο του 1918 κυπριακή αποστολή με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο υπέβαλε το αίτημα των Κυπρίων στον υπουργό Αποικιών Μίλερ, ο Άγγλος πολιτικός δήλωσε: 
«Σας συγχαίρω διότι τόσον επιδεξίως υπεβάλετε την αίτησίν σας. Το αίτημα του Κυπριακού λαού, όπως ενωθεί μετά ομοφύλου Κράτους είναι φυσικό και μου είναι σεβαστόν...» 
Και αργότερα όμως, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τον οποίο Ελλάδα και Αγγλία βρίσκονταν ξανά στο ίδιο στρατόπεδο πολεμώντας αυτήν τη φορά εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, προβλήθηκε ως κυρίαρχο σύνθημα στις επίσημες τοιχοκολλήσεις της αγγλικής στρατολογίας το «Πολεμήστε για την Ελλάδα και την Ελευθερία». 

Ανεξάρτητα πάλι αν αποδείχθηκε ότι η αγγλική πολιτική μεταχειρίστηκε επιδέξια τους πόθους του κυπριακού λαού με στόχο την εθελοντική κατάταξη των Κυπρίων στον Αγγλικό στρατό, αναπόφευκτα αναπτέρωσε και πολλαπλασίασε τις προσδοκίες του για δικαίωση από μια χώρα που ισχυριζόταν ότι πολεμούσε για τα ίδια ιδανικά.

Ωστόσο, θα ήταν παράλειψη να μην επισημανθεί στο σημείο αυτό η αντιφατικότητα μεταξύ, αφενός, των ενεργειών και διακηρύξεων και, αφετέρου, της εφαρμοζόμενης στην Κύπρο βρετανικής πολιτικής σε όλη τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας, η οποία απέβλεπε στη διατήρηση και ισχυροποίηση του αποικιακού καθεστώτος με την καθυπόταξη, πέραν των άλλων, της ελληνικής παιδείας και εν τέλει τον αφελληνισμό της Κύπρου.

Χαρακτηριστική είναι η εισήγηση του πρώτου Άγγλου διευθυντή εκπαίδευσης στην Κύπρο για αντικατάσταση της ελληνικής γλώσσας από την αγγλική στη μέση εκπαίδευση, γεγονός που προκάλεσε κρίση μεταξύ Κυπρίων και αποικιακής κυβέρνησης του νησιού, η οποία δεν επιθυμούσε τη συνέχιση της εθνικής διαπαιδαγώγησης που παραδοσιακά πραγματοποιούνταν στα σχολεία. Ο κυπριακός Ελληνισμός όμως, όπως όλος ο υπόδουλος Ελληνισμός και μάλιστα αυτός της Κύπρου για πολύ περισσότερους αιώνες (από τον 12ο μέχρι τον 20ό), κατόρθωσε να συγκροτηθεί και να διασωθεί χάρη στην Εκκλησία, στο χώρο και στον λαό με την ιστορική του συνέχεια, στους πατροπαράδοτους θεσμούς και παραδόσεις, στη συλλογική μνήμη του κοινού παρελθόντος, στις κοινές ελπίδες για το μέλλον και βασικότατα στην ελληνική γλώσσα. 

Οι έντονες αντιδράσεις επομένως για αντικατάσταση της ελληνικής από την αγγλική εύλογα θεωρούνται δικαιολογημένες ή, εν πάση περιπτώσει, ερμηνεύονται ως αναμενόμενες. Εν τέλει, αποσοβήθηκε η υιοθέτηση της πρότασης αυτής με παρέμβαση του υπουργού Αποικιών, του Γκλάνστον, θαυμαστή της ελληνικής παιδείας.

Ωστόσο, η προσπάθεια ελέγχου της δημοτικής εκπαίδευσης έγινε εντονότερη το 1923 με τον περιορισμό των εξουσιών των τοπικών και επαρχιακών επιτροπών, στην αρμοδιότητα των οποίων βρισκόταν ο διορισμός του διδακτικού προσωπικού και η υποχρέωση πληρωμής του. Η διαδικασία υποταγής της εκπαίδευσης στην κρατική εξουσία συνεχίστηκε με τους νόμους του 1929 και 1933, μέχρις ότου η διοίκηση της εκπαίδευσης έγινε απόλυτα συγκεντρωτική και επιβλήθηκε έλεγχος στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Στα ανωτέρω μέτρα των αγγλικών Αρχών για απόλυτο έλεγχο σε θέματα παιδείας πρέπει να προστεθούν και τα βαριά φορολογικά μέτρα, γεγονός που δεν επέτρεπε στον εξαθλιωμένο από την κακοδιοίκηση της Τουρκοκρατίας λαό να ανακάμψει.

Το ενωτικό κίνημα του 1931 – Συνέπειες και αντιδράσεις

Η πρώτη σοβαρή αντίδραση των Κυπρίων εναντίον της επαχθούς αγγλικής κατοχής και της πολύμορφης καταπίεσης (στην πολιτική ζωή, στην παιδεία, στην οικονομία κ.λπ.) εκδηλώθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1931 και έμεινε γνωστή ως «Οκτωβριανά». Το ενωτικό αυτό κίνημα, που χαρακτηριζόταν από αυθορμητισμό και οπωσδήποτε ελλιπή προετοιμασία, είχε καθολική διάσταση και εξέφραζε την αγανάκτηση από τη διάψευση των προσδοκιών του συνόλου του Κυπριακού λαού, όπως διαφαίνεται και από το διάγγελμα του μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημου Μυλωνά.9. 

Η καταστολή του κινήματος, που εκδηλώθηκε με διαδηλώσεις σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Κύπρου, πραγματοποιήθηκε μέσα σε μερικές μέρες από βρετανικά στρατεύματα που μεταφέρθηκαν από την Αίγυπτο. Ακολούθησαν εξορίες των πρωτεργατών, φυλακίσεις χιλιάδων ατόμων, καταστολή των όποιων ελευθεριών απολάμβαναν οι πολίτες, καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και απόλυτα δικτατορική διακυβέρνηση.

Η επίσημη Ελλάδα δεν είχε καμία ανάμειξη στο κίνημα του ’31. Ο δε Ελευθέριος Βενιζέλος, που τον Φεβρουάριο του 1919 περιλάμβανε στις ελληνικές διεκδικήσεις και την Κύπρο και του οποίου οι προσπάθειες έμοιαζαν να δικαιώνονται τον Μάιο του ιδίου χρόνου – στο Συμβούλιο των Τεσσάρων ο Λόιντ Τζορτζ διακήρυσσε: «Επιθυμία μου είναι επίσης να δώσω το νησί της Κύπρου στην Ελλάδα».10, το 1931 δήλωσε ότι δεν υφίστατο πρόβλημα Κύπρου μεταξύ των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας. Θεωρούσε ότι τα «δίκαια της Κύπρου και των Δωδεκανήσων είναι ιερά. Αλλά δεν ήλθεν ακόμη η σειρά τους...»11

Η πολιτική της Ελλάδας δεν διαφοροποιήθηκε ως προς το Κυπριακό κατά τις δύο επόμενες δεκαετίες. Το θέμα εξάλλου της Κύπρου ούτε ανακινήθηκε ούτε ήταν δυνατόν να ανακινηθεί και να απασχολήσει σοβαρά καμία χώρα, και εν προκειμένω την Ελλάδα, μέσα στα συνταρακτικά γεγονότα του Β Παγκοσμίου πολέμου, την κατοχή και τον εμφύλιο που επακολούθησε.

Η Τουρκία από την άλλη, η οποία με το Άρθρο 20 της συνθήκης της Λωζάνης (1923) αναγνώρισε επισήμως την προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία και παραιτήθηκε από κάθε «δικαίωμά» της επί της Κύπρου (που το 1925 ανακηρύχθηκε αποικία του Στέμματος), δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για την Κύπρο και την εκεί τουρκική μειονότητα, την οποία όλες ανεξαιρέτως οι απογραφές όλων των πλευρών προσδιορίζουν περίπου στο 18% του κυπριακού πληθυσμού.12. 

Χαρακτηριστικά μάλιστα για την έλλειψη ενδιαφέροντος όσον αφορά την τουρκική μειονότητα είναι και όσα αναφέρει ο Τουρκοκύπριος γιατρός Ιχσάν Αλή στα απομνημονεύματά του: «Είναι γεγονός ότι από το 1878, όταν η Τουρκία μεταβίβασε την Κύπρο στην Αγγλία για ένα ορισμένο ποσό ως ενοίκιο, ποτέ και με κανέναν τρόπο δεν ενδιαφέρθηκε για τους Τουρκοκυπρίους. Εξάλλου από τη δική τους πλευρά, όταν το 1914 η Αγγλία ανακοίνωσε επίσημα ότι θεωρεί την Κύπρο αποικία της και κατάργησε μονομερώς τη συμφωνία του 1878, οι Έλληνες άρχισαν πιο έντονα τις ενέργειές τους για ένωση. Οι Τούρκοι έμειναν πιστοί υπηρέτες των Άγγλων και με το να ενεργούν δήθεν εναντίον της ένωσης, στην πραγματικότητα υποστήριζαν με κάθε τρόπο τον αποικιοκράτη. 13

Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητη η αιτιολόγηση της επιλογής του όρου «Κυπριακός λαός» στην παρούσα μελέτη. Χωρίς να αμφισβητείται η ύπαρξη τουρκικής μειονότητας στην Κύπρο, ουδέποτε πριν το 1950 και κυρίως πριν την έναρξη του Αγώνα 55-59 είχε προσλάβει την έννοια, τη σημασία και τη θέση που της αποδόθηκε στη συνέχεια. Η τουρκική μειονότητα της Κύπρου έχει την αρχή της στα 1571 και δημιουργήθηκε από 3.000 με 4.000 Τούρκους οι οποίοι έλαβαν μέρος στην κατάληψη του νησιού. Η τουρκική διοίκηση τους παραχώρησε εκτάσεις γης με την υποχρέωση να διαμένουν στο νησί. Παράλληλα ενισχύθηκε το τουρκικό στοιχείο με εποίκους από τη Μικρά Ασία αλλά και εξισλαμισθέντες χριστιανούς της Κύπρου, τους λεγόμενους «λινοπάμπακους». Ο εξισλαμισμός ολόκληρων χωριών συντελέστηκε κυρίως κατά τον 17ο και 19ο αιώνα και υπήρξε αποτέλεσμα των διώξεων εις βάρος των χριστιανικού πληθυσμού. 

Η αναγωγή της μειονότητας του 18% σε ισότιμο παράγοντα με το 82% οφείλεται, όπως θα καταφανεί στη συνέχεια, πρώτιστα στη διαιρετική αγγλική πολιτική και αναμφισβήτητα στην επεκτατική πολιτική της Άγκυρας. Αλλά και η σύνθεση της τουρκοκυπριακής μειονότητας βοηθά στην κατανόηση της συμπεριφοράς των μελών της σε διάφορες φάσεις του Κυπριακού (π.χ. συμμετοχή Τουρκοκυπρίων στο ενωτικό δημοψήφισμα του 50).14


ΙΩΑΝΝΑ-ΜΑΡΙΑ (ΙΩ) ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 



1-Κώστας Κύρρης, εισήγηση «Τα απελευθερωτικά - ενωτικά κινήματα στην Κύπρο κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας και εφεξής», Κυπριακός Ελληνισμός, σελ. 325 
2-Ελένη Κούκκου, Ιωάννης Α. Καποδίστριας – Ρωξάνδρα Σ. Στούρτζα, σελ. 35 
3-Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, εισήγηση «Η Νεοελληνική Κύπρος», Κυπριακός Ελληνισμός, Σημερινή Πραγματικότητα και μέλλον, σελ.100-101 
4-Ο απελευθερωτικός μας Αγώνας ’55-’59, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Λευκωσία 1995, σελ. 16 
5-Κάτια Χατζηδημητρίου, Ιστορία της Κύπρου, σελ. 300 
6-Σπύρος Παπαγεωργίου, Κυπριακή Θύελλα, 1955-1959, σελ. 32 
7-Ο απελευθερωτικός μας Αγώνας ’55-’59, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Λευκωσία 1995, σελ. 13 
8-Κάτια Χατζηδημητρίου, Ιστορία της Κύπρου, σελ.295-296 
9-Ο απελευθερωτικός μας Αγώνας ’55-’59, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, σελ. 18 
10-Γιάννης Πικρός, Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό, Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, σελ. 207 και 209 
11-Γιάννης Πικρός, Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό, Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, σελ. 308 
12-Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, Η ελληνοτουρκική σύγκρουση, 
13-Δρ Ιχσάν Αλή, Τα απομνημονεύματά μου», σελ. 9 

14-Κυριάκος Χατζηϊωάννου, Τα εν Διασπορά Γ΄, και του ιδίου, Η καταγωγή των Κυπρίων





ΠΙΝΑΚΑΣ

Γεώργιος Πολ. Γεωργίου (1901-1972)

Γεννήθηκε στην Αμμόχωστο και σπούδασε νομικά στο Middle Temple του Λονδίνου, από το 1938 όμως αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη ζωγραφική.

Τα έργα του εκτέθηκαν σε ατομικές εκθέσεις σε πολλές πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής, πίνακές του κοσμούν δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εστεμμένων, πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων. Ανεκτίμητης αξίας έργα του, που βρίσκονταν στο ατελιέ του στην Αμμόχωστο κατά την τουρκική εισβολή, αγνοούνται από το 1974, ενώ κάποια εντοπίστηκαν και ανακτήθηκαν από τους νόμιμους δικαιούχους.

Πέραν των άλλων, ο Πολ Γεωργίου (όπως είναι γνωστός) έζησε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959, συγκλονίστηκε από τα γεγονότα και τα ιστόρησε με τη δική του ξεχωριστή τεχνοτροπία.

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ