Η Τζένη Βάνου είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια, που διακρίθηκε με τη χαρακτηριστική φωνή της για αρκετές δεκαετίες στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι.
Γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1945 στην Αθήνα. Το πραγματικό της όνομα είναι Ευγενία Βραχνού.
Γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1945 στην Αθήνα. Το πραγματικό της όνομα είναι Ευγενία Βραχνού.
Οι γονείς της ήταν χωρισμένοι.
«Μεγάλωνα με το όνειρο να γίνω τραγουδίστρια. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να το ακούσει καν. Η μητέρα μου ήταν πιο δεκτική. Οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι και κάθε φορά που πήγαινα για να μείνω στη μητέρα μου, τραγουδούσα από το πρωί που ξυπνούσα. Ξεκίνησα να τραγουδάω το 1959. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου με έδιωξε από το σπίτι. Βρήκα τις βαλίτσες μου στην εξώπορτα. Τελικά, μετά από μερικούς μήνες με βρήκε ο ίδιος και μου ζήτησε συγγνώμη», έχει δηλώσει.
Αρχικά σκόπευε να σπουδάσει στη Φυσικομαθηματική Σχολή, αλλά μετά τη γνωριμία της με τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα, τον οποίο θεωρούσε μέντορά της, έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ξεκίνησε την καριέρα της το 1969 σαν τραγουδίστρια ελαφράς ορχήστρας στον ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΡΤ.
Τραγούδησε πρώτη φορά μπροστά σε κοινό το 1964, όπου με το τραγούδι του Πλέσσα «Τώρα» πήρε το Α΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφράς Μουσικής της Θεσσαλονίκης. Σύντομα καθιερώθηκε ως τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού και ερμήνευσε ντουέτα κυρίως με τον Γιάννη Βογιατζή. Στα τέλη του 1970, κυριάρχησε το λαϊκό τραγούδι και το 1982 συναντά τον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος της κλείνει συμβόλαιο στην Columbia κι έτσι γνώρισε μεγάλη επιτυχία και τραγουδώντας λαϊκά.
Υπήρξε βασική ερμηνεύτρια και “μούσα” πολλών συνθετών. Ερμήνευσε τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, του Μίκη Θεοδωράκη, του Γιώργου Μουζάκη, του Κώστα Γιαννίδη, του Ζακ Ιακωβίδη, του Αττίκ, του Αλέκου Χρυσοβέργη, του Τάκη Μουσαφίρη κ.ά.
Το όνομά της δέσποζε στις μαρκίζες των νυχτερινών κέντρων και στις κοσμικές ταβέρνες. Είναι ίσως η μοναδική τραγουδίστρια του ελαφρού ρεπερτορίου που αγαπήθηκε τόσο πολύ. «Η αλήθεια είναι πως έπαιρνα πολλή αγάπη από τον κόσμο και είχα πάντα δουλειά. Ποτέ δεν έζησα το σταριλίκι της εποχής και παρ’ όλο που όταν τραγουδούσα αισθανόμουν ευλογημένη, δεν σας κρύβω πως για εμένα το τραγούδι ήταν απλά ένα επάγγελμα. Αλλωστε, το έχω ξαναπεί. Και μη φανταστείτε πως οι τραγουδιστές της γενιάς μου πήραμε λεφτά. Πληρωνόμασταν με 200-300 δραχμές, όταν 5.000 δραχμές έπαιρνε ο Καζαντζίδης».
«Μεγάλωνα με το όνειρο να γίνω τραγουδίστρια. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να το ακούσει καν. Η μητέρα μου ήταν πιο δεκτική. Οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι και κάθε φορά που πήγαινα για να μείνω στη μητέρα μου, τραγουδούσα από το πρωί που ξυπνούσα. Ξεκίνησα να τραγουδάω το 1959. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου με έδιωξε από το σπίτι. Βρήκα τις βαλίτσες μου στην εξώπορτα. Τελικά, μετά από μερικούς μήνες με βρήκε ο ίδιος και μου ζήτησε συγγνώμη», έχει δηλώσει.
Τραγούδησε πρώτη φορά μπροστά σε κοινό το 1964, όπου με το τραγούδι του Πλέσσα «Τώρα» πήρε το Α΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφράς Μουσικής της Θεσσαλονίκης. Σύντομα καθιερώθηκε ως τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού και ερμήνευσε ντουέτα κυρίως με τον Γιάννη Βογιατζή. Στα τέλη του 1970, κυριάρχησε το λαϊκό τραγούδι και το 1982 συναντά τον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος της κλείνει συμβόλαιο στην Columbia κι έτσι γνώρισε μεγάλη επιτυχία και τραγουδώντας λαϊκά.
Το όνομά της δέσποζε στις μαρκίζες των νυχτερινών κέντρων και στις κοσμικές ταβέρνες. Είναι ίσως η μοναδική τραγουδίστρια του ελαφρού ρεπερτορίου που αγαπήθηκε τόσο πολύ. «Η αλήθεια είναι πως έπαιρνα πολλή αγάπη από τον κόσμο και είχα πάντα δουλειά. Ποτέ δεν έζησα το σταριλίκι της εποχής και παρ’ όλο που όταν τραγουδούσα αισθανόμουν ευλογημένη, δεν σας κρύβω πως για εμένα το τραγούδι ήταν απλά ένα επάγγελμα. Αλλωστε, το έχω ξαναπεί. Και μη φανταστείτε πως οι τραγουδιστές της γενιάς μου πήραμε λεφτά. Πληρωνόμασταν με 200-300 δραχμές, όταν 5.000 δραχμές έπαιρνε ο Καζαντζίδης».
Αξίζει να διαβάσουμε τη βιογραφία της, όπως την έχει διηγηθεί η ίδια σε συνέντευξή της. Όταν με άκουσε να τραγουδάω ο δημοσιογράφος Γιώργος Κολοκοτρώνης, με πήγε στα ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά» που έκανε ο Γιάννης Οικονομίδης με τον Μίμη Πλέσσα και τη Ρένα Ντορ. Ο Πλέσσας, αφού με άκουσε, μου είπε, «αναμφισβήτητα έχεις αξία». Μου πρότεινε να περάσω ακρόαση για να με προσλάβουν στην Κρατική Ραδιοφωνία ως τραγουδίστρια. Έτσι έκανα τα χαρτιά μου με τις πλάτες της μάνας μου, κρυφά απ’ τον πατέρα μου, γιατί ακόμα πήγαινα σχολείο και τ’ όνειρό του ήταν να μπω στο πανεπιστήμιο. Στην ακρόαση με συνόδευσε ο Γεράσιμος Λαυράνος. Αυτός ήταν που μου έδωσε και το ψευδώνυμό μου. Πέρασα τις εξετάσεις και για μια δοκιμαστική περίοδο τραγουδούσα με συνοδεία στο πιάνο τον μεγάλο Κώστα Γιαννίδη. Μετά από λίγο μπήκα στη μεγάλη ορχήστρα με τον Πλέσσα, που μου είχε τρομερή αδυναμία και με πίστεψε πάρα πολύ. Είπα δικά του τραγούδια, αλλά και όλων των αναγνωρισμένων συνθετών, όπως ο Μουζάκης, Μωράκης, ο Καπνίσης. Κάθε εβδομάδα γινόταν μια νέα εγγραφή με τραγουδιστές που εκείνοι διάλεγαν. Το 80% των τραγουδιών του Πλέσσα τα τραγουδούσα εγώ κι επειδή δεν είχα δισκογραφία, τα έντυπα αναρωτιόντουσαν ποια είμαι. Ήμουν γνωστή μόνο απ’ τη φωνή. Κύλησαν οκτώ μήνες χωρίς να πάρει είδηση ο πατέρας μου. Μέχρι που ένα βράδυ, γυρνώντας απ’ το φροντιστήριο, βρήκα την πόρτα κλειδωμένη και μια βαλίτσα με τα πράγματά μου απ’ έξω.
Την πρώτη φορά που διαγωνιζόταν τραγούδι μου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Δημήτρης Χορν, που ήταν μέλος της επιτροπής, ψήφισε «Τζένη Βάνου». Όταν η διευθύντρια του μουσικού προγράμματος του είπε «Τάκη, τραγούδια ψηφίζουμε», εκείνος απάντησε «μα, δεν έχετε καταλάβει ακόμα ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια θα μας βασανίζει με τη φωνή της;». Σ’ ένα από τα «Κυριακάτικα Πρωινά» του Rex ήρθε να με δει ο πατέρας μου με την ετεροθαλή αδερφή μου. Ήταν αρχιεργάτης στα πιεστήρια μιας εφημερίδας κι άκουγε απ’ τους κουτσομπόληδες -δημοσιογράφους που δεν ήξεραν ότι ήταν μπαμπάς μου- πόσο βράχος ηθικής ήμουν. Μου είπε «όσο μεγάλη και να γίνεις σε δόξα και ηλικία, να μάθεις να ζητάς συγγνώμη. Αυτό ήρθα σήμερα εγώ να ζητήσω, γιατί δεν ήξερα τι παιδί είχα κάνει». Ένα μου προσόν ήταν ότι δεν ήξερα από μουσική, αλλά είχα τρομερή μουσικότητα και μάθαινα πάρα πολύ γρήγορα. Όταν ορφάνεψε η θέση της Μούσχουρη στο «Τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης, γιατί έπρεπε να φύγει για δεκαπέντε μέρες στο εξωτερικό, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε τέτοιος χαμός, που τελικά έμεινα δύο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν συνεργασία ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα για τη Σπηλιά του Παρασκευά. Άλλου είδους σούσουρο!
Την πρώτη φορά που διαγωνιζόταν τραγούδι μου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Δημήτρης Χορν, που ήταν μέλος της επιτροπής, ψήφισε «Τζένη Βάνου». Όταν η διευθύντρια του μουσικού προγράμματος του είπε «Τάκη, τραγούδια ψηφίζουμε», εκείνος απάντησε «μα, δεν έχετε καταλάβει ακόμα ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια θα μας βασανίζει με τη φωνή της;». Σ’ ένα από τα «Κυριακάτικα Πρωινά» του Rex ήρθε να με δει ο πατέρας μου με την ετεροθαλή αδερφή μου. Ήταν αρχιεργάτης στα πιεστήρια μιας εφημερίδας κι άκουγε απ’ τους κουτσομπόληδες -δημοσιογράφους που δεν ήξεραν ότι ήταν μπαμπάς μου- πόσο βράχος ηθικής ήμουν. Μου είπε «όσο μεγάλη και να γίνεις σε δόξα και ηλικία, να μάθεις να ζητάς συγγνώμη. Αυτό ήρθα σήμερα εγώ να ζητήσω, γιατί δεν ήξερα τι παιδί είχα κάνει». Ένα μου προσόν ήταν ότι δεν ήξερα από μουσική, αλλά είχα τρομερή μουσικότητα και μάθαινα πάρα πολύ γρήγορα. Όταν ορφάνεψε η θέση της Μούσχουρη στο «Τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης, γιατί έπρεπε να φύγει για δεκαπέντε μέρες στο εξωτερικό, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε τέτοιος χαμός, που τελικά έμεινα δύο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν συνεργασία ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα για τη Σπηλιά του Παρασκευά. Άλλου είδους σούσουρο!
Παρέλαυναν όλοι οι καλλιτέχνες, ώσπου μετά από μια ψευτοπαρεξήγηση -ήμουν πολύ πεισματάρα-, πήρα το ένα και μοναδικό μου ρούχο κι έφυγα. Το επόμενο κιόλας βράδυ τραγουδούσα στη Νεράιδα. Εκεί έμεινα απ’ το καλοκαίρι του ‘61 μέχρι το ’69, που έφυγα για την Αμερική. Ήταν το καλύτερο καλοκαιρινό μαγαζί κι έτσι τους χειμώνες εμφανιζόμουν στα αντίστοιχα καλά χειμερινά: Παλιά Αθήνα, Βράχος, Κάστρο. Το πρώτο μου σουξέ ήταν το ’62-’63, με το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου». Το ’64, παράλληλα με τη Νεράιδα, εμφανιζόμουν στο θέατρο με τον Γιώργο Μουζάκη, ο οποίος μου έγραψε τη «Σκλάβα» και το «Θέλω κοντά σου να μείνω», που τραγούδησα μαζί με τον Γιάννη Βογιατζή. Δεν έκανα κάτι τρανταχτό μέχρι το ’69, που με κάλεσε ο Φίνος. Ο Νίκος Μαμαγκάκης αργούσε να του παραδώσει τη μουσική για την ταινία Λεωφόρος του μίσους, γιατί η τραγουδίστριά του δεν μπορούσε να το βγάλει. Πάω εγώ, το μαθαίνω, το ηχογραφώ, παίρνω 350 δραχμές και φεύγω. Βγαίνει η ταινία, γίνεται χαμός κι εγώ δεν έχω πάρει είδηση. Ήμουν τότε στην εταιρεία «Βεντέτα» της Πόλυς Πάνου και με παίρνει ο άντρας της, ο Στέλιος Πελαγίδης, και μου λέει «έχουν σπάσει τα τηλέφωνα, ποιο είναι αυτό που λέει “ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου”;». Του απαντάω «μπας κι είναι απ’ την ταινία;». Είχα ξεχάσει και τα λόγια! Πήρε τη μήτρα απ’ τον Φίνο και με ειδική επεξεργασία στο Παρίσι το κυκλοφόρησε.
Με παίρνει μια μέρα ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia και μου λέει «κορίτσι μου, έκανες τη ζωή σου, σε θέλει ο Χατζιδάκις». Μόλις το άκουσα, διαλύθηκα. Ο Χατζιδάκις με συγκλόνιζε! Αλλά ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση με τον Πλέσσα. Λέω, «ρε Τάκη, ο Μίμης μ’ έβγαλε. Πώς θα του το κάνω αυτό;». Πολλά χρόνια αργότερα τον συνάντησα στην Αμερική. Μου είπε: «Λυπάμαι πολύ. Είσαι πολλή ανόητη κι έχασες την ευκαιρία της ζωής σου, γιατί εγώ πια ποτέ δεν θα σου δώσω τραγούδια μου». Κι έμεινα με τη μεγάλη πίκρα ότι δεν τραγούδησα Χατζιδάκι. Αλλά μπορεί να είχα πει, να χαλούσε η Ελλάδα κι εγώ να μην κοιμόμουν το βράδυ. Παντρεύτηκα το ’64, γιατί όλη μου η έγνοια ήταν να κάνω παιδιά και οικογένεια. Δυστυχώς, ήμουν απ’ τις γυναίκες που κακοποιήθηκαν πάρα πολύ στον γάμο τους. Απ’ τον φόβο μου δεν έβλεπα τι γινόταν γύρω μου. Έκανα τον γιο μου και φύγαμε οικογενειακώς το ‘69 για την Αμερική. Εκεί έκανα ένα πενταετές συμβόλαιο με ελληνοαμερικανική δισκογραφική κι εμφανιζόμουν στου «Μολφέτα», το καλύτερο ελληνικό μαγαζί της Νέας Υόρκης. Αλλά τη ζωή της Αμερικής δεν την άντεχα. Έμεινα και έγκυος στην κόρη μου και είπα, «σκοτώστε με, αλλά δεν γίνεται να μείνω». Έκτοτε, έχω πάει εννέα φορές να δουλέψω, αλλά πάντα με την προοπτική να επιστρέψω. Με το που επέστρεψα το ’71, χώρισα με ον άντρα μου κι έμεινα με δυο παιδιά και χωρίς καμιά βοήθεια. Του πλήρωνα και τα χρέη, για να μην έχουν τα παιδιά μου πατέρα στη φυλακή… Άνεργη και χωρίς εταιρεία, βλέπω τον Βοσκόπουλο στον δρόμο και του λέω τα χάλια μου. Με παίρνει στη Minos και μου γράφει δυο λαϊκά, το «Αγόρι μου» και το «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε». Εκεί χτύπησα φλέβα χρυσού στην κυριολεξία, παρόλο που προερχόμουν απ’ το «ελαφρύ».
Τότε είναι που με τον Πλέσσα κάνω το «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και το 1984 παίρνω χρυσό δίσκο με το «Τρένο της ζωής» του Μουσαφίρη. Στη Minos έμεινα από το ’72 μέχρι το ’88, οπότε σταμάτησα να έχω τη δημοτικότητα που είχα. Άρχισα να εμφανίζομαι σε δεύτερα μαγαζιά, γιατί έπρεπε να βγάλω το μεροκάματο. Στην αγωνία μου να εξασφαλίσω δουλειά, υπέγραφα μ’ όποιον ερχόταν πρώτος. Και πάντα με λίγα λεφτά. Μετά έπεφταν άλλες πέντε προτάσεις. Αυτό με πίκρανε, τις νύχτες δεν κοιμόμουν, περπατούσα μέσα στο σπίτι, τρελαινόμουν, αλλά στο τέλος το κατάπια. «Δεν πειράζει», έλεγα μέσα μου, «ξέρεις ποια είσαι».
Απόλυτα ειλικρινής, η Τζένη Βάνου δεν διστάζει να εξομολογηθεί πως το μίνι μάρκετ ήταν δική της ιδέα προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά τα παιδιά της και να έχει μια αξιοπρεπή ζωή. «Και λοιπόν; Τι σημασία έχει που είμαι η Τζένη Βάνου; Κάνω μια καθωσπρέπει δουλειά. Ηθελα καιρό τώρα να έχω κάτι δικό μου. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Από την άλλη, ήθελα να έχω το δικαίωμα της επιλογής. Δεν έχω το κουράγιο πλέον να ξενυχτάω ούτε να τραγουδάω κάπου που δεν μου αρέσει» λέει με πάθος και τονίζει: «Επειτα εγώ κάποια στιγμή θα φύγω από τη ζωή. Αυτό θα μείνει στον γιο μου και την κόρη μου».
Φαίνεται πως έχει συμβιβαστεί με την ιδέα ότι τα παλιά μεγαλεία ανήκουν στο παρελθόν. «Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος του γκλάμουρ. Πάντα με τραβούσε περισσότερο το σπίτι και τα παιδιά μου. Ζω 22 χρόνια μόνη. Χωρίς σύντροφο. Τα παιδιά μου αποκαταστάθηκαν, οπότε έχω πολύ καιρό να σκεφτώ. Ο θάνατος δεν με φοβίζει. Με φοβίζει το μετά. Στεναχωριέμαι επειδή δεν ξέρω αν μετά θάνατον θα μπορώ να τραγουδάω και αν θα βλέπω τα παιδιά και τον εγγονό μου».
Ο μικρός Βασίλης είναι η αδυναμία της γιαγιάς Τζένης. «Μου δίνει ζωή», λέει και το πρόσωπό της γλυκαίνει περισσότερο καθώς τον βλέπει από την τζαμαρία να μπαίνει στο μαγαζί μαζί με τον γιο της. «Να, γι’ αυτούς τα κάνω όλα. Όπως κάθε γονιός» λέει και κοιτάζει προς τα ράφια που είναι αραδιασμένα τα περιοδικά: «Βρε Μιχάλη, το DVD της Τζούλιας ξεπούλησε;» φωνάζει ξαφνικά στον γιο της και έπειτα γυρνώντας προς το μέρος μας, λέει: «Ε, ναι! Είχα και εγώ τα DVD της Τζούλιας»
Δισκογραφία:
1970-Χίλιες βραδιές
1972-Σ΄αγαπώ
1973-Αγόρι μου
1974-Αν η αγάπη
1975-Αγάπησα αμάρτησα
1975-Έρωτα μου ανεπανάληπτε
1976-Έλα
1977-Τζένη Βάνου
1977-Να μ’ αγαπάς
1978-Το αμαξάκι
1978-Έχασα εσένα
1979-Άκουσε με
1981-Τις ώρες που σε θέλω
1982-Αν μ’ αγαπούσες
1982-Μπορώ
1983-Αγάπη σημαίνει θυσία
1984-Τα πρώτα μου τραγούδια (1959-1964)
1985-Τα καλύτερα μου χρόνια
1987-Και μου ‘δωσες αγάπη
1989-Μόνη
1989-Οι Μεγαλύτερες Επιτυχίες
1991-Για σένα
1992-Μη χάνεσαι
1992-Σχεδόν απόγευμα
1993-Παιδί μου
1993-Σαλονικιώτικο φεγγάρι
1995-Μεγάλα πορτραίτα ΕΜΙ
1996-Όσα ζήλεψα
1997-Τα Καλύτερα μου τραγούδια
1997-Τραγούδια από τις 45 στροφές
1997-Τα Ερωτικά του 60
1998-Αγία αχαριστία
2000-Πορτραίτα Τραγουδιστών
2002-Η δική μου η φωνή
2002-Αγόρι μου – Αν η αγάπη
2005-Τραγουδά Μίμη Πλέσσα
2006-Σε τραγούδια από τον κινηματογράφο
2007-Η Φωνή 1959 – 1982 4 Cd
Πηγές:
el.wikipedia.org
www.madata.gr
www.musicheaven.gr
http://www.tralala.gr/tzenh-banou-gennhthhke-san-shmera-to-1945/#sthash.1sCPGUzz.dpuf
Με παίρνει μια μέρα ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia και μου λέει «κορίτσι μου, έκανες τη ζωή σου, σε θέλει ο Χατζιδάκις». Μόλις το άκουσα, διαλύθηκα. Ο Χατζιδάκις με συγκλόνιζε! Αλλά ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση με τον Πλέσσα. Λέω, «ρε Τάκη, ο Μίμης μ’ έβγαλε. Πώς θα του το κάνω αυτό;». Πολλά χρόνια αργότερα τον συνάντησα στην Αμερική. Μου είπε: «Λυπάμαι πολύ. Είσαι πολλή ανόητη κι έχασες την ευκαιρία της ζωής σου, γιατί εγώ πια ποτέ δεν θα σου δώσω τραγούδια μου». Κι έμεινα με τη μεγάλη πίκρα ότι δεν τραγούδησα Χατζιδάκι. Αλλά μπορεί να είχα πει, να χαλούσε η Ελλάδα κι εγώ να μην κοιμόμουν το βράδυ. Παντρεύτηκα το ’64, γιατί όλη μου η έγνοια ήταν να κάνω παιδιά και οικογένεια. Δυστυχώς, ήμουν απ’ τις γυναίκες που κακοποιήθηκαν πάρα πολύ στον γάμο τους. Απ’ τον φόβο μου δεν έβλεπα τι γινόταν γύρω μου. Έκανα τον γιο μου και φύγαμε οικογενειακώς το ‘69 για την Αμερική. Εκεί έκανα ένα πενταετές συμβόλαιο με ελληνοαμερικανική δισκογραφική κι εμφανιζόμουν στου «Μολφέτα», το καλύτερο ελληνικό μαγαζί της Νέας Υόρκης. Αλλά τη ζωή της Αμερικής δεν την άντεχα. Έμεινα και έγκυος στην κόρη μου και είπα, «σκοτώστε με, αλλά δεν γίνεται να μείνω». Έκτοτε, έχω πάει εννέα φορές να δουλέψω, αλλά πάντα με την προοπτική να επιστρέψω. Με το που επέστρεψα το ’71, χώρισα με ον άντρα μου κι έμεινα με δυο παιδιά και χωρίς καμιά βοήθεια. Του πλήρωνα και τα χρέη, για να μην έχουν τα παιδιά μου πατέρα στη φυλακή… Άνεργη και χωρίς εταιρεία, βλέπω τον Βοσκόπουλο στον δρόμο και του λέω τα χάλια μου. Με παίρνει στη Minos και μου γράφει δυο λαϊκά, το «Αγόρι μου» και το «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε». Εκεί χτύπησα φλέβα χρυσού στην κυριολεξία, παρόλο που προερχόμουν απ’ το «ελαφρύ».
Τότε είναι που με τον Πλέσσα κάνω το «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και το 1984 παίρνω χρυσό δίσκο με το «Τρένο της ζωής» του Μουσαφίρη. Στη Minos έμεινα από το ’72 μέχρι το ’88, οπότε σταμάτησα να έχω τη δημοτικότητα που είχα. Άρχισα να εμφανίζομαι σε δεύτερα μαγαζιά, γιατί έπρεπε να βγάλω το μεροκάματο. Στην αγωνία μου να εξασφαλίσω δουλειά, υπέγραφα μ’ όποιον ερχόταν πρώτος. Και πάντα με λίγα λεφτά. Μετά έπεφταν άλλες πέντε προτάσεις. Αυτό με πίκρανε, τις νύχτες δεν κοιμόμουν, περπατούσα μέσα στο σπίτι, τρελαινόμουν, αλλά στο τέλος το κατάπια. «Δεν πειράζει», έλεγα μέσα μου, «ξέρεις ποια είσαι».
Έχει βραβευτεί για τη δουλειά της στην Ισπανία, την Πολωνία και την πρώην Σοβιετική Ένωση. Οι προτάσεις από το εξωτερικό, της προσφέρθηκαν σε αφθονία όμως η Τζένη έβαζε πάνω απ όλα τα παιδιά της. Κάποια στιγμή υπέγραψε πενταετές συμβόλαιο στην Αμερική όμως το έσπασε στους λίγους μήνες συνεργασίας όταν ανακάλυψε πως είναι έγκυος στην κόρη της. Μια καριέρα στο εξωτερικό θα της αφαιρούσε το δικαίωμα να είναι η μάνα που ήθελε να είναι…Τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται μακριά από τη δισκογραφία. Το «Αγρίμι», όπως την αποκαλούσαν στη δεκαετία του ’60, δεν ξενυχτάει πια διασκεδάζοντας τους θαμώνες των νυχτερινών κέντρων. Η ημέρα της ξεκινάει νωρίς το πρωί στο «Τζένης Μάρκετ» με ένα φλιτζάνι μυρωδάτο, βαρύ γλυκό ελληνικό καφέ και μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της, που μένει να αργοκαίει στο σταχτοδοχείο ενώ εκείνη παραλαμβάνει τις κούτες με το εμπόρευμα. «Στις αρχές μού φαίνονταν όλα τόσο παράξενα. Οι κούτες, για παράδειγμα, γράφουν επάνω το πραγματικό μου όνομα: Ευγενία Βραχνού. Κάθε φορά λοιπόν που το έβλεπα έλεγα “Ελα, Χριστέ και Παναγιά μου” και γελούσα μόνη μου». Η ταμπέλα του μαγαζιού φέρει το όνομά της με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα. «Ήταν ιδέα του γιου μου να το πούμε “Τζένης μάρκετ”. Τελικά διαπιστώνω πως μου αρέσει κιόλας» λέει γελώντας, ενώ τοποθετεί στα ράφια μπισκότα και σοκολάτες. Στη γειτονιά όλοι ξέρουν πως το μικρό μαγαζάκι ανήκει στη γλυκιά Τζένη, που κάποτε αποθεωνόταν όταν τραγουδούσε τα σουξέ της εποχής και μοιραζόταν την πίστα με τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Ρίτα Σακελαρίου και τη Δούκισσα. «Ο κόσμος ήξερε από την αρχή ότι ανήκει σε εμένα. Έχω το μαγαζί κοντά έξι μήνες τώρα και διαπιστώνω πως όλοι εδώ γύρω είναι καλοί και φιλικοί άνθρωποι. Καμιά φορά οι πελάτες μου ζητάνε να τους πω και κανένα τραγουδάκι».
Απόλυτα ειλικρινής, η Τζένη Βάνου δεν διστάζει να εξομολογηθεί πως το μίνι μάρκετ ήταν δική της ιδέα προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά τα παιδιά της και να έχει μια αξιοπρεπή ζωή. «Και λοιπόν; Τι σημασία έχει που είμαι η Τζένη Βάνου; Κάνω μια καθωσπρέπει δουλειά. Ηθελα καιρό τώρα να έχω κάτι δικό μου. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Από την άλλη, ήθελα να έχω το δικαίωμα της επιλογής. Δεν έχω το κουράγιο πλέον να ξενυχτάω ούτε να τραγουδάω κάπου που δεν μου αρέσει» λέει με πάθος και τονίζει: «Επειτα εγώ κάποια στιγμή θα φύγω από τη ζωή. Αυτό θα μείνει στον γιο μου και την κόρη μου».
Φαίνεται πως έχει συμβιβαστεί με την ιδέα ότι τα παλιά μεγαλεία ανήκουν στο παρελθόν. «Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος του γκλάμουρ. Πάντα με τραβούσε περισσότερο το σπίτι και τα παιδιά μου. Ζω 22 χρόνια μόνη. Χωρίς σύντροφο. Τα παιδιά μου αποκαταστάθηκαν, οπότε έχω πολύ καιρό να σκεφτώ. Ο θάνατος δεν με φοβίζει. Με φοβίζει το μετά. Στεναχωριέμαι επειδή δεν ξέρω αν μετά θάνατον θα μπορώ να τραγουδάω και αν θα βλέπω τα παιδιά και τον εγγονό μου».
Ο μικρός Βασίλης είναι η αδυναμία της γιαγιάς Τζένης. «Μου δίνει ζωή», λέει και το πρόσωπό της γλυκαίνει περισσότερο καθώς τον βλέπει από την τζαμαρία να μπαίνει στο μαγαζί μαζί με τον γιο της. «Να, γι’ αυτούς τα κάνω όλα. Όπως κάθε γονιός» λέει και κοιτάζει προς τα ράφια που είναι αραδιασμένα τα περιοδικά: «Βρε Μιχάλη, το DVD της Τζούλιας ξεπούλησε;» φωνάζει ξαφνικά στον γιο της και έπειτα γυρνώντας προς το μέρος μας, λέει: «Ε, ναι! Είχα και εγώ τα DVD της Τζούλιας»
Δισκογραφία:
1970-Χίλιες βραδιές
1972-Σ΄αγαπώ
1973-Αγόρι μου
1974-Αν η αγάπη
1975-Αγάπησα αμάρτησα
1975-Έρωτα μου ανεπανάληπτε
1976-Έλα
1977-Τζένη Βάνου
1977-Να μ’ αγαπάς
1978-Το αμαξάκι
1978-Έχασα εσένα
1979-Άκουσε με
1981-Τις ώρες που σε θέλω
1982-Αν μ’ αγαπούσες
1982-Μπορώ
1983-Αγάπη σημαίνει θυσία
1984-Τα πρώτα μου τραγούδια (1959-1964)
1985-Τα καλύτερα μου χρόνια
1987-Και μου ‘δωσες αγάπη
1989-Μόνη
1989-Οι Μεγαλύτερες Επιτυχίες
1991-Για σένα
1992-Μη χάνεσαι
1992-Σχεδόν απόγευμα
1993-Παιδί μου
1993-Σαλονικιώτικο φεγγάρι
1995-Μεγάλα πορτραίτα ΕΜΙ
1996-Όσα ζήλεψα
1997-Τα Καλύτερα μου τραγούδια
1997-Τραγούδια από τις 45 στροφές
1997-Τα Ερωτικά του 60
1998-Αγία αχαριστία
2000-Πορτραίτα Τραγουδιστών
2002-Η δική μου η φωνή
2002-Αγόρι μου – Αν η αγάπη
2005-Τραγουδά Μίμη Πλέσσα
2006-Σε τραγούδια από τον κινηματογράφο
2007-Η Φωνή 1959 – 1982 4 Cd
Πηγές:
el.wikipedia.org
www.madata.gr
www.musicheaven.gr
http://www.tralala.gr/tzenh-banou-gennhthhke-san-shmera-to-1945/#sthash.1sCPGUzz.dpuf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!