Στη Βενεζουέλα, παραδόξως, όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις στην κοινωνική ιεραρχία, τόσο πιο άδεια από είδη πρώτης ανάγκης είναι τα σούπερ μάρκετ στα οποία συνήθως ψωνίζεις.
Στάση Αλταμίρα, σε μια σικ συνοικία του Καράκας. Η Αλεχάνδρα μπαίνει στο τέταρτο κατά σειρά σουπερμάρκετ μέσα στην ίδια μέρα. Η μητέρα της την πήρε πριν από λίγο στο τηλέφωνο για να της πει « εκεί θα βρεις σίγουρα » χαρτί υγείας ! Πρόσθεσε, μάλιστα : « Αν βρεις καλαμποκάλευρο, πάρε όσο πιο πολύ μπορείς ». ..........Ο σωρός με τα ρολά υγείας βρίσκεται όντως εκεί, εκτεθειμένος ωσάν τρόπαιο στο κέντρο του πρώτου ραφιού. Η τιμή του είναι τέσσερεις φορές πάνω από αυτή που θα έπρεπε να πληρώσει κανονικά για αυτό το προϊόν –όπως την ορίζει το κράτος. Το σουπερμάρκετ είναι μέσα στην παρανομία, αλλά, η Αλεχάνδρα δε δίνει σημασία. Γεμίζει ένα καρότσι με συσκευασίες των 12 ρολών, ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο άδειο ράφι όπου θα έπρεπε να βρίσκεται το αλεύρι και κατευθύνεται προς το ταμείο.
Εκεί είναι και άλλοι πελάτες και όλοι κάνουν τις ίδιες αναλύσεις : « πληθωρισμός », « διανομή με δελτίο », « ανεντιμότητα ».
« Θα αλλάξει όταν δεν θα υπάρχει πια τίποτα στα μαγαζιά. Κι αυτό δεν θα καθυστερήσει μάλλον ! », πετάγεται μια άλλη.
Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα πρόσωπα στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Εδώ κανείς δεν δίνει την παραμικρή βάση στην επίσημη θέση της κυβέρνησης : οι επιχειρηματίες που ελέγχουν την αλυσίδα ανεφοδιασμού στα βασικά καταναλωτικά είδη (τα οποία στην πραγματικότητα είναι όλα εισαγόμενα), προκαλούν τεχνητές ελλείψεις στην αγορά για να υποδαυλίσουν τη λαϊκή οργή. Όχι : οι πελάτες που κουβεντιάζουν με την Αλεχάνδρα περιμένουν τη στιγμή που, ύστερα από 15 χρόνια τσαβισμού, η αντιπολίτευση θα πάρει την εξουσία. Η ταμίας, σιωπηλή, βλέπει να περνούν από μπροστά της τα ψώνια, ανάμεσά τους κάποια μπουκάλια ουίσκι ή σαμπάνιας (3.600 μπολίβαρ, ήτοι 421 ευρώ [1], όσο και το μηνιάτικό της). Όλο αυτό το διάστημα, οι πελάτες παραπονιούνται για τις διακοπές στην υδροτότηση ή στο ρεύμα, εξαιτίας των οποίων λειτουργούν με διακοπές οι οικιακές ηλεκτρικές συσκευές τους.
Στάση Πλάσα Βενεζουέλα, στο κέντρο του Καράκας, λίκνο της μεσαίας τάξης. Το Bicentenario, ιδιοκτησία του κράτους από το 2011, θυμίζει πιστό αντίγραφο εμπορικού κέντρου σε προάστιο του Παρισιού. Εδώ βρίσκει κανείς τα πάντα –ή σχεδόν τα πάντα : σαμπάνια δεν υπάρχει.
Όταν το επισκεφθήκαμε, τον Ιούνιο του 2013, τα ράφια ξεχείλιζαν από χαρτί τουαλέτας και οι ταμπέλες δεν έδειχναν ούτε λεπτό παραπάνω από την τιμή που ορίζει το κράτος : 51,56 μπολίβαρ η συσκευασία των 12 ρολών, δηλαδή 6 ευρώ. Οι πελάτες αγοράζουν δύο πακέτα το πολύ : κανένας δεν γεμίζει το καρότσι μέχρι πάνω... Μπαίνουμε στον πειρασμό να ρωτήσουμε κάποιον, « γιατί δεν πήρατε περισσότερα ; » Αντιδρά με εκνευρισμό : « Παλιά, όταν δεν είχαμε ούτε να φάμε, κανείς δε νοιαζόταν για μας. Τώρα, όλος ο κόσμος κλαίγεται γιατί τάχα μου υπάρχει έλλειψη στο χαρτί της τουαλέτας » ! Είναι όντως ελάχιστα τα άρθρα σχετικά με τη Βενεζουέλα στο διεθνή τύπο που να μην κάνουν λόγο για αυτό το θέμα.
« Είσαι καλά ; Έχεις να πληρώσεις ; »
Σταθμός Agua Salud, στο δυτικό, φτωχικό κομμάτι του Καράκας, κάτω από τη συνοικία 23 de Enero (23 Γενάρη), μια από τις μεγάλες λαϊκές γειτονιές της πρωτεύουσας. Μεγάλη ουρά έχει σχηματιστεί έξω από το Mercal, ένα από τα σουπερμάρκετ του δικτύου με επιδοτούμενα προϊόντα που ίδρυσε το κράτος το 2003. Όπως κάθε μήνα, η διανομή γίνεται σε τιμές εκτός ανταγωνισμού. Υπάρχουν Mercal διαφόρων μεγεθών σε ολόκληρη τη χώρα, από τον απλό πάγκο με τα φρούτα και τα λαχανικά μέχρι το μεσαίου μεγέθους σουπερμάρκετ. Τα μαγαζιά δεν κάνουν διαφημίσεις ούτε προσφορές. Ούτε υπάρχει τόση ποικιλία όση στα κλασικά σουπερμάρκετ : δεν υπάρχει αλκοόλ, ούτε πολλές μάρκες. Βρίσκεις όμως όλα τα είδη που οι τιμές τους είναι ελεγχόμενες, τόσο στον τομέα της διατροφής (δημητριακά, κρέας, γαλακτοκομικά, καφέ) όσο και της υγιεινής (οδοντόκρεμες, σαμπουάν, πάνες για μωρά, σαπούνι).
Στο Mercal της 23 de Enero, με 200 μπολίβαρ (23 ευρώ) οι γυναίκες –οι άντρες σπάνια κάνουν την εμφάνισή τους εδώ– γεμίζουν το καλάθι τους με κοτόπουλο, ρύζι, λάδι, γάλα και... έξι ρολά χαρτί τουαλέτας. Έρχονται για προμήθειες συνήθως μια φορά το μήνα, ενίοτε και δύο. Η Μίριαμ Μάουρα, υπεύθυνη του τομέα υγείας στη γειτονιά, διατρέχει την ουρά για να εντοπίσει τις οικογένειες που βρίσκονται σε δεινή κατάσταση. Ρωτά διακριτικά ορισμένους πελάτες ηλικιωμένους, αλλά και νεαρούς με παιδιά. « Τι κάνεις ; Έχεις να πληρώσεις ; Μπορείς να το πεις, μην ανησυχείς », λέει με τρόπο. Νεαρές μαμάδες τακτοποιούν το λογαριασμό με δελτία τροφίμων, τα οποία στη Βενεζουέλα δίνονται συμπληρωματικά σε μισθούς και συντάξεις και γίνονται δεκτά σε όλα τα σουπερμάρκετ.
Αυτές οι γυναίκες επομένως έχουν δουλειά ή έχει ο σύντροφός τους. « Είναι αδύνατο να πεθάνει κανείς σήμερα από πείνα. Ακόμα κι αν δεν έχετε λεφτά, θα μπορέσετε να φάτε », μας εξηγεί η κυρία Μάουρα. Έχουν ήδη ετοιμαστεί καλάθια για όσους δεν μπορούν να πληρώσουν. Είναι δωρεάν και παραδίδονται κατόπιν συνεννόησης με κοινωνικές λειτουργούς.
Η Αλεχάνδρα, με το καρότσι γεμάτο χαρτιά υγείας, μπαίνει σε ένα 4Χ4 και συνεχίζει να τα βλέπει όλα μαύρα. Αυτό που την απασχολεί τώρα είναι το θέατρο. « Από τότε που ήρθε ο Τσάβες », μας εξηγεί, το Θεατρικό Φεστιβάλ του Καράκας έχει χαθεί, η καλλιτεχνική και πολιτιστική σκηνή έχει υποβαθμιστεί και η ίδια δεν καταφέρνει να βρει ξένα βιβλία. « Όπως στην Κούβα », καταλήγει με πικρία.
« Τον έχω μπουχτίσει τον σοσιαλισμό » !
Κι όμως, λίγα μόλις μέτρα από το Καφέ Βενεζουέλα, εύκολα βρίσκει κανείς το Βιβλιοπωλείο του Νότου, μέλος του δικτύου βιβλιοπωλείων που ίδρυσε το κράτος. Μεγάλοι κλασικοί της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, ποίηση, θέατρο, πολιτικά δοκίμια... Ένας σωρός έργα διατίθενται για λίγα μπολίβαρ, στην τιμή δηλαδή ενός καφέ. « Λένε πάντα ότι εδώ έχουμε τη φτηνότερη βενζίνη στον κόσμο, ξεχνούν όμως να πουν ότι έχουμε και τα φτηνότερα βιβλία », παρατηρεί ένας από τους πωλητές. Ναι, αλλά, τι γίνεται με τα ξένα βιβλία ; « Η αλήθεια είναι ότι οι ξένες εκδόσεις κοστίζουν ακριβά, γι’ αυτό και είναι δυσεύρετες ». Όσο για τις πολιτιστικές δραστηριότητες, θέατρα, σινεμά και συναυλίες κοστίζουν όσο δύο καφέδες, ενώ όλα τα μουσεία είναι δωρεάν. Και το Φεστιβάλ Θεάτρου λογοκρίθηκε ; Σύμφωνα με τις πληροφορίες που πήραμε, ο χώρος που το διοργάνωνε απαλλοτριώθηκε προκειμένου να εγκατασταθεί το Πειραματικό Πανεπιστήμιο Τεχνών. Το φεστιβάλ επανήλθε μέσω ενός ιδιωτικού ιδρύματος και παραμένει ελιτίστικο στις τιμές του.
« Οι γονείς μου δεν με καταλαβαίνουν, αλλά εγώ τον έχω μπουχτίσει τον σοσιαλισμό ! », λέει με θυμό ο Λουίς, ένας νέος 23 χρόνων. « Δεν μπορείς να πληρώσεις τίποτα σε αυτή τη χώρα, υπάρχουν πάρα πολλοί περιορισμοί, όλα είναι πανάκριβα ». Όπως φαίνεται, η κατάσταση δεν βολεύει τους πάντες. Μεταξύ των νέων, οι οποίοι έχουν στην κατοχή τους κινητά σε ποσοστό 95% [2], η « ελευθερία του καταναλώνειν » αποτελεί πολύ συχνά προτεραιότητα, ιδίως στους κόλπους της μεσαίας τάξης. Ο Λουίς μαζί με τους φίλους του πρόσφατα « δουλέψαμε την κυβέρνηση », δηλώνει με υπερηφάνεια. Με αφορμή ένα ταξίδι στον Παναμά, αγόρασαν συνάλλαγμα από το κράτος -« 3.000 δολάρια ο καθένας, καλή μπάζα » - και το μόνο που είδαν στον Παναμά ήταν τα εμπορικά κέντρα, με σκοπό να αγοράσουν ηλεκτρονικά είδη : « Δολάρια μπορούμε να πάρουμε μόνο μια φορά το χρόνο. Θα ξαναρχίσουμε του χρόνου, κάναμε καλή δουλειά ».
« Τώρα πια, ταξιδεύει και η μεσαία τάξη, όχι απαραίτητα μόνο η ανώτερη. Παλιά, δεν μπορούσε να το κάνει », λέει ο Αντόνιο, ο οποίος έχει ζήσει στη Γαλλία κι έχει δύο παιδιά με Γαλλίδα. « Η ζωή εδώ είναι πολύ διαφορετική από την εικόνα που προβάλλουν για τη χώρα ». Αυτός είναι δημοσιογράφος, η γυναίκα του καθηγήτρια πανεπιστημίου. Παρά τους χαμηλούς μισθούς τους, η ζωή τους είναι ευκολότερη συγκριτικά με τη Γαλλία. « Κερδίζω 6.000 μπολίβαρ (700 ευρώ), αλλά παίρνω άλλα 1.000 μπολίβαρ για την υγεία και 1.200 για τη διατροφή, ιδιωτική ασφάλιση και βοήθημα για τον παιδικό σταθμό. Η γυναίκα μου βγάζει 4.000 μπολίβαρ (468 ευρώ), αλλά παίρνει και άλλα 500 για κάθε παιδί συν διάφορα κοινωνικά επιδόματα. Για τα παιδιά, είτε μιλάμε για γέννα, είτε για παιδικό σταθμό, σχολείο ή υγεία, δεν έχουμε πληρώσει τίποτα ».
Στη Βενεζουέλα, ο βασικός μισθός παραμένει χαμηλός : 2700 μπολίβαρ (316 ευρώ), συν άλλα 1.600 μπολίβαρ για δελτία τροφίμων. Όμως, τα ενοίκια στο Καράκας κυμαίνονται κατά μέσο όρο μεταξύ 1.500 και 2.000 μπολίβαρ. Μαζί με τα δελτία τροφίμων, ένας ειδικευμένος εργάτης κερδίζει περίπου 6.000 μπολίβαρ, ένας δάσκαλος 5.200. Στις λαϊκές συνοικίες, οι άνθρωποι δεν δυσανασχετούν όταν τους ρωτάς τι μισθό παίρνουν. Στη γειτονιά της Αλεχάνδρα, πολλές φορές αρνούνται να μιλήσουν. Αλλά « ο μισθός δεν είναι το πιο σημαντικό », όπως παρατηρεί ένας εργάτης στην εταιρεία Kraft Food. « Η πρόσβαση στην υγεία και στην παιδεία, το γεγονός ότι μπορούμε να οργανωνόμαστε στο εργοστάσιο ή στη γειτονιά μας για να βελτιώσουμε την καθημερινότητά μας, όλα αυτά είναι που μας κάνουν να νιώθουμε καλά σε αυτή τη χώρα ».
Δηλαδή, δεν είναι όλοι στη Βενεζουέλα τόσο δυστυχισμένοι όσο η Αλεχάνδρα ; Η τελευταία « Παγκόσμια έκθεση για την ευτυχία » [3] του πανεπιστημίου Κολούμπια, όσο και αν επιδέχεται κριτικής, προσφέρει κάποιες απαντήσεις : τοποθετεί τη Βενεζουέλα στη 19η θέση επί συνόλου 150 χωρών. Πίσω από την Κόστα Ρίκα (12η στη σειρά και πρώτη στην αμερικανική ήπειρο), μπροστά όμως από το Μεξικό (24ο), τη Βραζιλία (25η), την Αργεντινή (39η)... και τη Γαλλία (23η).
Notes
[1] όλες οι μετατροπές γίνονται με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία
[2] Xavier Bringué Sala, Charo Sádaba Chalezquer και Jorge Tolsá Caballero, La Generación Interactiva en Iberoamérica 2010. Niños y adolescentes ante las pantallas, Fundación Telefónica, coll. « Generaciones Interactivas », Mαδρίτη, 2011.
[3] John Helliwell, Richard Layard και Jeffrey Sachs, « World Happiness Report », Πανεπιστήμιο Columbia, Nέα Υόρκη, 2012.
samedi 30 novembre 2013, par Vigna Anne, [Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)]
Στάση Αλταμίρα, σε μια σικ συνοικία του Καράκας. Η Αλεχάνδρα μπαίνει στο τέταρτο κατά σειρά σουπερμάρκετ μέσα στην ίδια μέρα. Η μητέρα της την πήρε πριν από λίγο στο τηλέφωνο για να της πει « εκεί θα βρεις σίγουρα » χαρτί υγείας ! Πρόσθεσε, μάλιστα : « Αν βρεις καλαμποκάλευρο, πάρε όσο πιο πολύ μπορείς ». ..........Ο σωρός με τα ρολά υγείας βρίσκεται όντως εκεί, εκτεθειμένος ωσάν τρόπαιο στο κέντρο του πρώτου ραφιού. Η τιμή του είναι τέσσερεις φορές πάνω από αυτή που θα έπρεπε να πληρώσει κανονικά για αυτό το προϊόν –όπως την ορίζει το κράτος. Το σουπερμάρκετ είναι μέσα στην παρανομία, αλλά, η Αλεχάνδρα δε δίνει σημασία. Γεμίζει ένα καρότσι με συσκευασίες των 12 ρολών, ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο άδειο ράφι όπου θα έπρεπε να βρίσκεται το αλεύρι και κατευθύνεται προς το ταμείο.
Εκεί είναι και άλλοι πελάτες και όλοι κάνουν τις ίδιες αναλύσεις : « πληθωρισμός », « διανομή με δελτίο », « ανεντιμότητα ».
« Μα, πότε θα σταματήσει ο πληθωρισμός », φωνάζει ένας (σύμφωνα με την Κεντρική τράπεζα της χώρας, η άνοδος των τιμών ξεπέρασε το 20% μέσα στο 2012)[ [« Inflación en Venezuela cerró 2012 en 20,1% », Ultimas Noticias, Καράκας, 11-1-13.]] ;« Όταν αλλάξει η κυβέρνηση », του απαντά η διπλανή του.
« Θα αλλάξει όταν δεν θα υπάρχει πια τίποτα στα μαγαζιά. Κι αυτό δεν θα καθυστερήσει μάλλον ! », πετάγεται μια άλλη.
Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα πρόσωπα στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Εδώ κανείς δεν δίνει την παραμικρή βάση στην επίσημη θέση της κυβέρνησης : οι επιχειρηματίες που ελέγχουν την αλυσίδα ανεφοδιασμού στα βασικά καταναλωτικά είδη (τα οποία στην πραγματικότητα είναι όλα εισαγόμενα), προκαλούν τεχνητές ελλείψεις στην αγορά για να υποδαυλίσουν τη λαϊκή οργή. Όχι : οι πελάτες που κουβεντιάζουν με την Αλεχάνδρα περιμένουν τη στιγμή που, ύστερα από 15 χρόνια τσαβισμού, η αντιπολίτευση θα πάρει την εξουσία. Η ταμίας, σιωπηλή, βλέπει να περνούν από μπροστά της τα ψώνια, ανάμεσά τους κάποια μπουκάλια ουίσκι ή σαμπάνιας (3.600 μπολίβαρ, ήτοι 421 ευρώ [1], όσο και το μηνιάτικό της). Όλο αυτό το διάστημα, οι πελάτες παραπονιούνται για τις διακοπές στην υδροτότηση ή στο ρεύμα, εξαιτίας των οποίων λειτουργούν με διακοπές οι οικιακές ηλεκτρικές συσκευές τους.
Στάση Πλάσα Βενεζουέλα, στο κέντρο του Καράκας, λίκνο της μεσαίας τάξης. Το Bicentenario, ιδιοκτησία του κράτους από το 2011, θυμίζει πιστό αντίγραφο εμπορικού κέντρου σε προάστιο του Παρισιού. Εδώ βρίσκει κανείς τα πάντα –ή σχεδόν τα πάντα : σαμπάνια δεν υπάρχει.
Όταν το επισκεφθήκαμε, τον Ιούνιο του 2013, τα ράφια ξεχείλιζαν από χαρτί τουαλέτας και οι ταμπέλες δεν έδειχναν ούτε λεπτό παραπάνω από την τιμή που ορίζει το κράτος : 51,56 μπολίβαρ η συσκευασία των 12 ρολών, δηλαδή 6 ευρώ. Οι πελάτες αγοράζουν δύο πακέτα το πολύ : κανένας δεν γεμίζει το καρότσι μέχρι πάνω... Μπαίνουμε στον πειρασμό να ρωτήσουμε κάποιον, « γιατί δεν πήρατε περισσότερα ; » Αντιδρά με εκνευρισμό : « Παλιά, όταν δεν είχαμε ούτε να φάμε, κανείς δε νοιαζόταν για μας. Τώρα, όλος ο κόσμος κλαίγεται γιατί τάχα μου υπάρχει έλλειψη στο χαρτί της τουαλέτας » ! Είναι όντως ελάχιστα τα άρθρα σχετικά με τη Βενεζουέλα στο διεθνή τύπο που να μην κάνουν λόγο για αυτό το θέμα.
« Είσαι καλά ; Έχεις να πληρώσεις ; »
Σταθμός Agua Salud, στο δυτικό, φτωχικό κομμάτι του Καράκας, κάτω από τη συνοικία 23 de Enero (23 Γενάρη), μια από τις μεγάλες λαϊκές γειτονιές της πρωτεύουσας. Μεγάλη ουρά έχει σχηματιστεί έξω από το Mercal, ένα από τα σουπερμάρκετ του δικτύου με επιδοτούμενα προϊόντα που ίδρυσε το κράτος το 2003. Όπως κάθε μήνα, η διανομή γίνεται σε τιμές εκτός ανταγωνισμού. Υπάρχουν Mercal διαφόρων μεγεθών σε ολόκληρη τη χώρα, από τον απλό πάγκο με τα φρούτα και τα λαχανικά μέχρι το μεσαίου μεγέθους σουπερμάρκετ. Τα μαγαζιά δεν κάνουν διαφημίσεις ούτε προσφορές. Ούτε υπάρχει τόση ποικιλία όση στα κλασικά σουπερμάρκετ : δεν υπάρχει αλκοόλ, ούτε πολλές μάρκες. Βρίσκεις όμως όλα τα είδη που οι τιμές τους είναι ελεγχόμενες, τόσο στον τομέα της διατροφής (δημητριακά, κρέας, γαλακτοκομικά, καφέ) όσο και της υγιεινής (οδοντόκρεμες, σαμπουάν, πάνες για μωρά, σαπούνι).
Στο Mercal της 23 de Enero, με 200 μπολίβαρ (23 ευρώ) οι γυναίκες –οι άντρες σπάνια κάνουν την εμφάνισή τους εδώ– γεμίζουν το καλάθι τους με κοτόπουλο, ρύζι, λάδι, γάλα και... έξι ρολά χαρτί τουαλέτας. Έρχονται για προμήθειες συνήθως μια φορά το μήνα, ενίοτε και δύο. Η Μίριαμ Μάουρα, υπεύθυνη του τομέα υγείας στη γειτονιά, διατρέχει την ουρά για να εντοπίσει τις οικογένειες που βρίσκονται σε δεινή κατάσταση. Ρωτά διακριτικά ορισμένους πελάτες ηλικιωμένους, αλλά και νεαρούς με παιδιά. « Τι κάνεις ; Έχεις να πληρώσεις ; Μπορείς να το πεις, μην ανησυχείς », λέει με τρόπο. Νεαρές μαμάδες τακτοποιούν το λογαριασμό με δελτία τροφίμων, τα οποία στη Βενεζουέλα δίνονται συμπληρωματικά σε μισθούς και συντάξεις και γίνονται δεκτά σε όλα τα σουπερμάρκετ.
Αυτές οι γυναίκες επομένως έχουν δουλειά ή έχει ο σύντροφός τους. « Είναι αδύνατο να πεθάνει κανείς σήμερα από πείνα. Ακόμα κι αν δεν έχετε λεφτά, θα μπορέσετε να φάτε », μας εξηγεί η κυρία Μάουρα. Έχουν ήδη ετοιμαστεί καλάθια για όσους δεν μπορούν να πληρώσουν. Είναι δωρεάν και παραδίδονται κατόπιν συνεννόησης με κοινωνικές λειτουργούς.
Η Αλεχάνδρα, με το καρότσι γεμάτο χαρτιά υγείας, μπαίνει σε ένα 4Χ4 και συνεχίζει να τα βλέπει όλα μαύρα. Αυτό που την απασχολεί τώρα είναι το θέατρο. « Από τότε που ήρθε ο Τσάβες », μας εξηγεί, το Θεατρικό Φεστιβάλ του Καράκας έχει χαθεί, η καλλιτεχνική και πολιτιστική σκηνή έχει υποβαθμιστεί και η ίδια δεν καταφέρνει να βρει ξένα βιβλία. « Όπως στην Κούβα », καταλήγει με πικρία.
« Τον έχω μπουχτίσει τον σοσιαλισμό » !
Κι όμως, λίγα μόλις μέτρα από το Καφέ Βενεζουέλα, εύκολα βρίσκει κανείς το Βιβλιοπωλείο του Νότου, μέλος του δικτύου βιβλιοπωλείων που ίδρυσε το κράτος. Μεγάλοι κλασικοί της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, ποίηση, θέατρο, πολιτικά δοκίμια... Ένας σωρός έργα διατίθενται για λίγα μπολίβαρ, στην τιμή δηλαδή ενός καφέ. « Λένε πάντα ότι εδώ έχουμε τη φτηνότερη βενζίνη στον κόσμο, ξεχνούν όμως να πουν ότι έχουμε και τα φτηνότερα βιβλία », παρατηρεί ένας από τους πωλητές. Ναι, αλλά, τι γίνεται με τα ξένα βιβλία ; « Η αλήθεια είναι ότι οι ξένες εκδόσεις κοστίζουν ακριβά, γι’ αυτό και είναι δυσεύρετες ». Όσο για τις πολιτιστικές δραστηριότητες, θέατρα, σινεμά και συναυλίες κοστίζουν όσο δύο καφέδες, ενώ όλα τα μουσεία είναι δωρεάν. Και το Φεστιβάλ Θεάτρου λογοκρίθηκε ; Σύμφωνα με τις πληροφορίες που πήραμε, ο χώρος που το διοργάνωνε απαλλοτριώθηκε προκειμένου να εγκατασταθεί το Πειραματικό Πανεπιστήμιο Τεχνών. Το φεστιβάλ επανήλθε μέσω ενός ιδιωτικού ιδρύματος και παραμένει ελιτίστικο στις τιμές του.
« Οι γονείς μου δεν με καταλαβαίνουν, αλλά εγώ τον έχω μπουχτίσει τον σοσιαλισμό ! », λέει με θυμό ο Λουίς, ένας νέος 23 χρόνων. « Δεν μπορείς να πληρώσεις τίποτα σε αυτή τη χώρα, υπάρχουν πάρα πολλοί περιορισμοί, όλα είναι πανάκριβα ». Όπως φαίνεται, η κατάσταση δεν βολεύει τους πάντες. Μεταξύ των νέων, οι οποίοι έχουν στην κατοχή τους κινητά σε ποσοστό 95% [2], η « ελευθερία του καταναλώνειν » αποτελεί πολύ συχνά προτεραιότητα, ιδίως στους κόλπους της μεσαίας τάξης. Ο Λουίς μαζί με τους φίλους του πρόσφατα « δουλέψαμε την κυβέρνηση », δηλώνει με υπερηφάνεια. Με αφορμή ένα ταξίδι στον Παναμά, αγόρασαν συνάλλαγμα από το κράτος -« 3.000 δολάρια ο καθένας, καλή μπάζα » - και το μόνο που είδαν στον Παναμά ήταν τα εμπορικά κέντρα, με σκοπό να αγοράσουν ηλεκτρονικά είδη : « Δολάρια μπορούμε να πάρουμε μόνο μια φορά το χρόνο. Θα ξαναρχίσουμε του χρόνου, κάναμε καλή δουλειά ».
« Τώρα πια, ταξιδεύει και η μεσαία τάξη, όχι απαραίτητα μόνο η ανώτερη. Παλιά, δεν μπορούσε να το κάνει », λέει ο Αντόνιο, ο οποίος έχει ζήσει στη Γαλλία κι έχει δύο παιδιά με Γαλλίδα. « Η ζωή εδώ είναι πολύ διαφορετική από την εικόνα που προβάλλουν για τη χώρα ». Αυτός είναι δημοσιογράφος, η γυναίκα του καθηγήτρια πανεπιστημίου. Παρά τους χαμηλούς μισθούς τους, η ζωή τους είναι ευκολότερη συγκριτικά με τη Γαλλία. « Κερδίζω 6.000 μπολίβαρ (700 ευρώ), αλλά παίρνω άλλα 1.000 μπολίβαρ για την υγεία και 1.200 για τη διατροφή, ιδιωτική ασφάλιση και βοήθημα για τον παιδικό σταθμό. Η γυναίκα μου βγάζει 4.000 μπολίβαρ (468 ευρώ), αλλά παίρνει και άλλα 500 για κάθε παιδί συν διάφορα κοινωνικά επιδόματα. Για τα παιδιά, είτε μιλάμε για γέννα, είτε για παιδικό σταθμό, σχολείο ή υγεία, δεν έχουμε πληρώσει τίποτα ».
Στη Βενεζουέλα, ο βασικός μισθός παραμένει χαμηλός : 2700 μπολίβαρ (316 ευρώ), συν άλλα 1.600 μπολίβαρ για δελτία τροφίμων. Όμως, τα ενοίκια στο Καράκας κυμαίνονται κατά μέσο όρο μεταξύ 1.500 και 2.000 μπολίβαρ. Μαζί με τα δελτία τροφίμων, ένας ειδικευμένος εργάτης κερδίζει περίπου 6.000 μπολίβαρ, ένας δάσκαλος 5.200. Στις λαϊκές συνοικίες, οι άνθρωποι δεν δυσανασχετούν όταν τους ρωτάς τι μισθό παίρνουν. Στη γειτονιά της Αλεχάνδρα, πολλές φορές αρνούνται να μιλήσουν. Αλλά « ο μισθός δεν είναι το πιο σημαντικό », όπως παρατηρεί ένας εργάτης στην εταιρεία Kraft Food. « Η πρόσβαση στην υγεία και στην παιδεία, το γεγονός ότι μπορούμε να οργανωνόμαστε στο εργοστάσιο ή στη γειτονιά μας για να βελτιώσουμε την καθημερινότητά μας, όλα αυτά είναι που μας κάνουν να νιώθουμε καλά σε αυτή τη χώρα ».
Δηλαδή, δεν είναι όλοι στη Βενεζουέλα τόσο δυστυχισμένοι όσο η Αλεχάνδρα ; Η τελευταία « Παγκόσμια έκθεση για την ευτυχία » [3] του πανεπιστημίου Κολούμπια, όσο και αν επιδέχεται κριτικής, προσφέρει κάποιες απαντήσεις : τοποθετεί τη Βενεζουέλα στη 19η θέση επί συνόλου 150 χωρών. Πίσω από την Κόστα Ρίκα (12η στη σειρά και πρώτη στην αμερικανική ήπειρο), μπροστά όμως από το Μεξικό (24ο), τη Βραζιλία (25η), την Αργεντινή (39η)... και τη Γαλλία (23η).
Notes
[1] όλες οι μετατροπές γίνονται με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία
[2] Xavier Bringué Sala, Charo Sádaba Chalezquer και Jorge Tolsá Caballero, La Generación Interactiva en Iberoamérica 2010. Niños y adolescentes ante las pantallas, Fundación Telefónica, coll. « Generaciones Interactivas », Mαδρίτη, 2011.
[3] John Helliwell, Richard Layard και Jeffrey Sachs, « World Happiness Report », Πανεπιστήμιο Columbia, Nέα Υόρκη, 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!