Γεννήθηκε το 1971 στο Ερεβάν της Αρμενίας.
Είναι απόφοιτος του τμήματος Ανατολικών Σπουδών του Κρατικού Πανεπιστημίου του Ερεβάν. Από το 1992 υπηρετεί στις ΄Ενοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας της Αρμενίας. Το 2000 αποφοίτησε από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αμυντικών Μελετών και Ασφάλειας Τζωρτζ Μάρσαλ (Γκάρμις-Παρτενκίρχεν της Γερμανίας). Το 2002 παρακολούθησε μαθήματα στο Κολλέγιο Άμυνας του ΝΑΤΟ - NADEFCOL (Ρώμη, Ιταλία). Από το Νοέμβριο του 2003 υπηρετεί ως Ακόλουθος Άμυνας της Πρεσβείας της Δημοκρατίας της Αρμενίας στην Ελλάδα. Από το 2004 είναι ταυτοχρόνως Ακόλουθος Άμυνας και στην Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι συγγραφέας μιας επιστημονικής μονογραφίας και μιας σειράς άρθρων. Είναι παντρεμένος, πατέρας μιας κόρης.
Ο Σαμβέλ Ραμαζιάν είναι θιασώτης γνωστών και άγνωστων πτυχών της ιστορίας των στρατιωτικών σχέσεων συνεργασίας των δύο λαών, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στο βιβλίο του «Η ιστορία των αρμενο-ελληνικών στρατιωτικών σχέσεων και συνεργασίας».
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στα «Αρμενικά», ο συνταγματάρχης μίλησε μεταξύ άλλων για την προαιώνια φιλία ανάμεσα στον αρμενικό και τον ελληνικό λαό, για την απήχηση που είχε η μελέτη του στους στρατιωτικούς κύκλους, στην επιστημονική κοινότητα αλλά και στον απλό κόσμο, καθώς και για τις «λευκές» σελίδες στην ιστορία της στρατιωτικής συνεργασίας των δύο χωρών.
«Τίποτα δεν θα επισκιάσει τις σχέσεις των δύο χωρών»
Έπειτα από την οκταετή εμπειρία σας ως στρατιωτικός ακόλουθος των αρμενικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ελλάδα, πώς αξιολογείτε σήμερα τις σχέσεις και τη συνεργασία των δύο χωρών;
Από το Νοέμβριο του 2003 έχω την τιμή να εκπροσωπώ τις αρμενικές Ένοπλες Δυνάμεις στην Ελλάδα- εν συνεχεία και στην Κύπρο. Όλο αυτό το διάστημα, μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων μου, προσπαθώ να προωθήσω και να επεκτείνω τη στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. Η προαιώνια φιλία ανάμεσα στον αρμενικό και τον ελληνικό λαό είναι ευρέως γνωστή, ριζωμένη στις καρδιές, στο αίμα και στον πολιτισμό των δύο λαών.
Έχοντας κοινά σύνορα επί αιώνες, ο ελληνικός και ο αρμενικός κόσμος, ο ελληνισμός και ο αρμενισμός, συνεργάστηκαν μέσω διαφόρων ιστορικών και κρατικών δομών δίνοντας τα καλύτερα παραδείγματα σχέσεων καλής γειτονίας.
Ακόμα και όταν, ως συνέπεια μεταγενέστερων ιστορικών συνθηκών, απομακρύνθηκαν τα σύνορα της μιας από την άλλη χώρα, τα δύο έθνη διατήρησαν τις παραδόσεις της ιστορικής συνύπαρξής τους. Είναι σημαντικό το γεγονός, πως η στρατιωτική συνεργασία έπαιξε επί σειρά αιώνων σπουδαιότατο ρόλο στις διμερείς σχέσεις.
Ως γειτονικοί λαοί, οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, αγωνίστηκαν μαζί ενάντια σε κοινούς εχθρούς και έδωσαν διδακτικά παραδείγματα συμμαχικής-αδελφικής αλληλεγγύης. Σήμερα, είναι έντονα αισθητή, όχι μόνο η συμμαχία μεταξύ των δύο λαών, αλλά και οι διακρατικές στρατιωτικοπολιτικές συμμαχικές σχέσεις, που έχουν δημιουργήσει συνθήκες ευνοϊκές για την επανέναρξη και την εξέλιξη μιας διμερούς στρατιωτικής συνεργασίας.
Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητη η εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας.
Οι διεθνείς προκλήσεις, που επιβάλει σήμερα η σύγχρονη εποχή, καθιστούν ουσιώδη και αναγκαία την εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ χωρών προς αμοιβαίο όφελος και προστασία των εθνικών τους συμφερόντων καθώς και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφαλείας και σταθερότητας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι Έλληνες και οι Αρμένιοι έχουν συμβαδίσει για αρκετό χρόνο, γεγονός που- ψυχολογικά και ιστορικά- εδραιώνει και καθιστά μάλλον απαραίτητη την ισχυροποίηση της παρούσας στρατιωτικής συνεργασίας.
Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες, που, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, άνοιξε διάπλατα τις πύλες των ανώτατων στρατιωτικών ιδρυμάτων της για την εκπαίδευση των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων της ανεξάρτητης πλέον και χειμαζόμενης Αρμενίας. Στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) και στη Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων (ΣΣΑΣ) σπουδάζουν μέχρι σήμερα φοιτητές των Ενόπλων Δυνάμεων της Δημοκρατίας της Αρμενίας, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια έχουν στελεχώσει τις τάξεις των δυνάμεων αυτών 130 περίπου Αρμένιοι αξιωματικοί- απόφοιτοι των ανώτατων ελληνικών ιδρυμάτων στρατιωτικής εκπαίδευσης.
Στα πλαίσια της στρατιωτικής συνεργασίας, έχουν ήδη υπογραφεί μερικές δεκάδες στρατιωτικές συνθήκες και συμφωνίες. Η Ελλάδα, ως χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαβιβάζει σήμερα στις Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας της Αρμενίας την πλούσια εμπειρία της στο πεδίο αυτό. Παράλληλα, εδώ και επτά χρόνια, στο σχήμα του σταθμεύοντος Ελληνικού Ειρηνευτικού Σώματος στο Κοσσυφοπέδιο συμπεριλαμβάνεται η αρμενική ειρηνευτική μονάδα, οι αξιωματικοί της οποίας προέρχονται κατά κύριο λόγο από τους αποφοίτους της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Μετά χαράς λοιπόν παρατηρούμε, πως σήμερα ο βαθμός της αρμενο-ελληνικής στρατιωτικής συνεργασίας είναι αρκετά υψηλός.
Πότε ξεκίνησε η συνεργασία- σε εκπαιδευτικό επίπεδο- των αρμενίων σπουδαστών στις στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας και ποια είναι η σημερινή κατάσταση;
Η εκπαίδευση των αξιωματικών ξεκίνησε το 1993 και από τότε στις στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας έχουν εκπαιδευτεί δεκάδες αρμένιοι νέοι.. Παραδοσιακά, στον τομέα εκπαίδευσης των στρατιωτικών μας η Ελλάδα έχει πρωτεύοντα ρόλο. Σήμερα, έχουμε 25 σπουδαστές στη Σχολή Ευελπίδων, οι οποίοι μετά από πέντε χρόνια εκπαίδευσης, θα αποφοιτήσουν με το βαθμό λεϊντενάντ, ενώ δώδεκα άτομα βρίσκονται στην επταετούς φοίτησης ιατρική στρατιωτική σχολή Αξιωματικών Σωμάτων της Θεσσαλονίκης. Σε αντίθεση με το παρελθόν, πλέον οι απόφοιτοι αξιωματικοί μας μετεκπαιδεύονται στη Σχολή Πεζικού στη Χαλκίδα, στη Σχολή Μηχανικού στο Λουτράκι, όπως επίσης στη Σχολή Πολέμου και Εθνικής Άμυνας.
Θεωρώ λοιπόν, πως οι απόφοιτοι επιστρέφοντας στην Αρμενία και υπηρετώντας στον αρμενικό στρατό, μεταφέρουν τα θετικά της ελληνικής πολεμικής παράδοσης και της στρατιωτικής φιλοσοφίας, που έχουν αναπτυχθεί στη διάρκεια των αιώνων στην Ελλάδα.
Ηθική στήριξη και αποδοχή
Ποιες είναι οι σχέσεις των σπουδαστών με την παροικία;
Η αρωγή της αρμενικής παροικίας- ειδικά του Συλλόγου Ερεβάν στην Αθήνα και της Ένωσης φίλων της Αρμενίας και του Καραμπάχ στη Θεσσαλονίκη- προς τους σπουδαστές μας είναι πολύ σημαντική. Οι παραπάνω οργανώσεις έχουν αναλάβει τα έξοδα στέγασης και μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης των σπουδαστών μας. Ειδικότερα, ο Σύλλογος Ερεβάν ιδρύθηκε με την άφιξη των πρώτων σπουδαστών και λειτουργεί έως σήμερα, ενώ η Ένωση φίλων της Αρμενίας και του Καραμπάχ (Αρτσάχ) στηρίζει τα παραμεθόρια χωριά της πατρίδας μας βοηθώντας παράλληλα τους σπουδαστές της ιατρικής Στρατιωτικής Σχολής της Θεσσαλονίκης.
Επιπλέον, είναι πολύ σημαντική η ηθική υποστήριξη που λαμβάνουν οι σπουδαστές μας, οι οποίοι παρόλο που είναι μακριά από την πατρίδα, βιώνουν την οικογενειακή στοργή και θαλπωρή από τις οργανώσεις. Έτσι, οι απόφοιτοι αξιωματικοί νιώθουν το βάρος της ευθύνης, όχι μόνο απέναντι στην πατρίδα και τους γονείς τους, αλλά και απέναντι στους συμπατριώτες τους που ζουν στη διασπορά.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε, πως στις εν λόγω οργανώσεις που στηρίζουν τους σπουδαστές υπάρχουν και πολλοί φίλοι Έλληνες. Επίσης, είναι μεγάλος ο αριθμός των Ελληνο-Αρμενίων, που παρότι είναι αποκομμένοι από την παροικία, μέσω αυτής της δραστηριότητας εκφράζουν τα πατριωτικά τους συναισθήματα. Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όλους.
Τι απήχηση είχε στους στρατιωτικούς και επιστημονικούς κύκλους το βιβλίο σας «Η ιστορία των αρμενο-ελληνικών στρατιωτικών σχέσεων και συνεργασίας»;
Στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής, η μεγάλη προσέλευση ελλήνων ιστορικών, στρατιωτικών, πολιτικών επιστημόνων καθώς και απλού κόσμου έδειξε πως η απήχηση που είχε το βιβλίο είναι σημαντική. Εκτός των παραπάνω, παρευρέθηκαν απόγονοι ανθρώπων που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύγχρονη ιστορία των δύο λαών.
Η εκδήλωση καλύφθηκε από εφημερίδες και διάφορα περιοδικά. Με αφορμή την έκδοσή του, είχα την τύχη να έρθω σε επαφή με απλούς ανθρώπους, οι οποίοι χωρίς να έχουν μελετήσει την ιστορία, πιστεύουν ακράδαντα ότι για τους Έλληνες ο αρμενικός λαός είναι αδελφικός.
Παράλληλα, στην περιοχή που κατοικώ, έχω ένα ηλικιωμένο γείτονα, ο οποίος μου εξιστορεί περιστατικά με τον πατέρα του που ήταν αξιωματικός στον ελληνικό στρατό κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία και για την εκτίμηση που εκείνος έτρεφε προς τους Αρμενίους. Όταν διάβασε το βιβλίο με ασπάστηκε και μου είπε ότι τώρα πια καταλαβαίνει γιατί ο πατέρας του αγαπούσε τόσο πολύ τους Αρμενίους. Αυτό το περιστατικό ήταν για εμένα η καλύτερη επιβράβευση.
Ποιοι συνέβαλλαν στην έκδοση του εν λόγω βιβλίου;
Πρόκειται για προϊόν πενταετούς έρευνας και μελέτης, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με Αρμένιους και Έλληνες φίλους. Το βιβλίο προλογίζει ο ομότιμος καθηγητής της νεότερης ιστορίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και φίλος του αρμενικού λαού, Ιωάννης Χασιώτης, ενώ ένα εισαγωγικό κείμενο φέρει την υπογραφή του ιστορικού- φιλολόγου Νικόλαου Δελιγραμμάτικα.
Παράλληλα, θα ήθελα να αναφερθώ στη θερμή συνεργασία που αναπτύξαμε με το συμβούλιο της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας, τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, το Πολεμικό Μουσείο καθώς και με την Υπηρεσία Στρατιωτικών Αρχείων, χωρίς την οποία δεν θα ήταν εφικτή η ολοκλήρωση της μελέτης καθώς και η έκδοση του βιβλίου. Αξίζει να σημειωθεί, πως από έλληνες στρατιωτικούς και ιστορικούς καταφέραμε να συλλέξουμε επίσημα και σπάνια έγγραφα, τα περισσότερα από τα οποία ήταν ανέκδοτα. Τέλος, θεωρώ υποχρέωση μου να ευχαριστήσω τους αντιστράτηγους Παναγιώτη Ζάρα και Κωνσταντίνο Τσιμογιάννη για την αμέριστη βοήθειά τους.
«Φως» στην ιστορία…
Θεωρείτε ότι υπάρχουν κάποια θέματα στην ιστορία της στρατιωτικής συνεργασίας των δύο χωρών που χρειάζονται περαιτέρω εμβάθυνση και μελέτη;
Είναι αλήθεια, ότι το «βιβλίο» της ιστορίας αυτής είχε πολλές λευκές σελίδες. Με την εργασία μας κάποιες απ’ αυτές γέμισαν, ωστόσο, μένει ακόμη πολλή δουλειά προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο. Θεωρώ ότι η «παλιά» ιστορία είναι πιο δύσκολο να μελετηθεί. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της περιόδου 1918-1922, η ιστορία της ελληνο-αρμενικής στρατιωτικής συνεργασίας έχει εξεταστεί ελάχιστα.
Πιο συγκεκριμένα, δεν έχει μελετηθεί επαρκώς η συμμετοχή των αρμενικών δυνάμεων στον ελληνικό στρατό κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία, όπως η συμμετοχή της Αρμενικής Λεγεώνας με τον στρατηγό Τορκόμ και των αρμενίων εθελοντών από το Χατζίν, υπό τη διοίκηση του Αράμ Γκαϊτζάκ. Μέχρι στιγμής, πολλά κενά και ελλείψεις που παρουσίαζαν τα αρχεία του ελληνικού στρατού, καταφέραμε να τα «γεμίσουμε» συλλέγοντας πληροφορίες από οικογενειακά αρχεία των Αρμενίων της Ελλάδας. Πάντως, θεωρώ πως στο μέλλον, θα υπάρξουν ερευνητές που θα ολοκληρώσουν το έργο μας.
Επίσης, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ακόμη σημείο της ιστορίας, το οποίο δεν έχει μελετηθεί. Πρόκειται για τη συμμετοχή των Αρμενίων, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στην Εθνική Αντίσταση. Οι απώλειες των Αρμενίων κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν μεγάλες. Αρμένιοι συμμετείχαν, επίσης, και στον Εμφύλιο πόλεμο, πολεμώντας στο πλευρό και των δυο αντιπάλων.
Ποιοι μπορούν να συμβάλλουν ώστε να καλυφθούν τα ιστορικά «κενά»;
Δυστυχώς, η μεγάλη αντίσταση των Αρμενίων κατά του ξένου κατακτητή δεν έχει ερευνηθεί και αποτυπωθεί και θεωρώ ότι για το κενό αυτό ευθύνεται κατά μεγάλο μέρος η αδιαφορία της παροικίας. Μην ξεχνάμε, ότι η εκτίμηση που απολαμβάνουν οι Αρμένιοι στην Ελλάδα, απορρέει και από τους αγώνες που έκαναν αυτοί οι άνθρωποι μαζί με τον ελληνικό λαό. Η παροικία με τις δυνάμεις που διαθέτει πρέπει να διορθώσει αυτό το τεράστιο κενό, καθώς θεωρώ πως αποτελεί εκτός των άλλων και θέμα τιμής για τους Ελληνο-αρμένιους.
Επιπλέον, έως και σήμερα, έχουμε μεγάλα ερωτηματικά και για ήρωες, όπως ο στρατηγός Τορκόμ που πέθανε μόνος και παραμελημένος στο Παρίσι. Δεν γνωρίζουμε πού έχει ταφεί ο συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού Κουρκέν Πεκζατιάν, ο οποίος πέθανε το 1958 στην Αθήνα, καθώς και αξιωματικοί όπως οι Γεπρέμ Βαρτανιάν, Αντρανίκ Ισραελιάν, κ.ά. Ωστόσο, αναφερόμαστε σε ήρωες, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1922 ήταν οι τελευταίοι που υποχώρησαν από τη Σμύρνη σώζοντας χιλιάδες Αρμένιους και Έλληνες. Αλλά και για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κανείς δεν γνωρίζει τίποτα για τους περίπου 300 Αρμένιους αγωνιστές που έπεσαν στο πεδίο της μάχης.
Ανατρέχοντας και στο πρόσφατο παρελθόν, δεν υπάρχει έστω και μια μικρή αναφορά στον Παρσέγ Πιπεριάν, ο οποίος έπεσε ηρωικά μαχόμενος κατά των Τούρκων στη Λευκωσία το 1974.Οι θυσίες μας δεν πρέπει να γίνουν αντικείμενο ανταγωνισμού αλλά σκοπός μας είναι να μην ξεχάσουμε όλους αυτούς τους αγωνιστές και να τιμήσουμε το έργο τους. Δοθείσης της ευκαιρίας, θα ήθελα να κάνω έκκληση σε όλες τις αρμενικές οικογένειες, προκειμένου να ανατρέξουν στα οικογενειακά τους αρχεία, σε έγγραφα καθώς και φωτογραφίες. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να ολοκληρώσουμε το «παζλ» της ιστορίας των Αρμενίων στην Ελλάδα.
Ποια νομίζετε ότι θα είναι η εξέλιξη της στρατιωτικής συνεργασίας των δύο χωρών στο μέλλον;
Το 1929, ο ελληνοαρμένιος διανοούμενος Ασαντούρ Μακαριάν είχε γράψει:
«Οι δεσμοί μεταξύ Αρμενίων και Ελλήνων θα μείνουν ακατάλυτοι, διότι γνωρίζουμε ότι η εξ αίματος αδελφοσύνη παραμένει η πολυτιμότερη και ανεξίτηλη».Η παραπάνω ρήση είναι πραγματικά επίκαιρη, καθώς οι θυσίες που έχουν γίνει και από τις δυο μεριές είναι μεγάλες, γεγονός που σήμερα αξιολογείται δεόντως. Δεν νομίζω ότι τα οικονομικά συμφέροντα, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, μπορούν να επισκιάσουν τις σχέσεις των δύο χωρών.
Εμείς, «καταδικασμένοι» από την ιστορία να είμαστε σύμμαχοι, προσπαθούμε να αναπτύξουμε περισσότερο τη στρατιωτική συνεργασία μας. Σήμερα, η συνεργασία αυτή είναι το πιο σημαντικό επίτευγμα στις διακρατικές μας σχέσεις. Αυτό που μας ενώνει δεν είναι η ύπαρξη κοινού εχθρού ή αντιπάλου, αλλά τα κοινά συμφέροντα και οι κοινές προτεραιότητες. Οπωσδήποτε, η στρατιωτική συνεργασία θα συνεχιστεί με το ίδιο θετικό πνεύμα. Και ποιος ξέρει, ίσως μια μέρα, οι Ένοπλες Δυνάμεις της Αρμενίας και της Ελλάδας διοικούνται από αξιωματικούς που έχουν σπουδάσει μαζί στη Σχολή Ευελπίδων.
Στην Αζνίβ Κασπαριάν
Τεύχος: Aπρίλιος-Ιούνιος 2011
http://www.armenika.gr/synenteuxeis/156-stratos/375-samvel-ramazian
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!