Χρήστος Γιαννίμπας
Από το 1973 μέχρι τις μέρες μας έχουν περάσει μόλις 40 χρόνια. Ένα μικρό διάστημα στη μακρόχρονη διαδρομή της ανθρωπότητας. .............
Σ’ αυτό όμως ο «Ιστορικός χρόνος» συμπυκνώθηκε με την έννοια πως συντελέστηκαν πολύ μεγάλες ποιοτικές και ποσοτικές αλλαγές. Αλλαγές που δεν αφορούν ένα μόνο κράτος, μια περιοχή, μια ομάδα ή κατηγορία ανθρώπων. Είναι παγκόσμιες, αφορούν και επηρεάζουν τους πάντες και τα πάντα. Η παγκοσμιοποίηση άλλωστε είναι πλέον γεγονός και όπως ήταν αναμενόμενο απέκτησε φανατικούς φίλους αλλά και φανατικούς εχθρούς.
Αυτό που παραβλέπεται είναι πως καθαυτή η παγκοσμιοποίηση : (α) Δεν μπορεί να αγνοηθεί από ένα λαό, ακόμα κι αν αυτός το ήθελε. (β) Δεν οδηγεί σε καταστροφή τους λαούς, ούτε όμως στον παράδεισο. Βεβαίως δημιουργούνται νέα κοινωνικά προβλήματα αλλά και νέες δυνατότητες. Κοινωνίες, οικονομίες και πολιτικές βρίσκονται πλέον σε μια διαρκή δοκιμασία σε ένα νέο πολύ ποιο σύνθετο περιβάλλον. Οι προκλήσεις πολλές και πρωτόγνωρες. Ειδικά για την πολιτική που εμφανίζεται να έχει πρόβλημα επαρκούς ευελιξίας και ικανότητας να ανταποκριθεί έγκαιρα στις αλλαγές που γίνονται.
Ανέφερα το 1973 γιατί θεωρώ τη χρονιά αυτή ως έτος «σταθμό». Με την έννοια πως δύο γεγονότα της χρονιάς αυτής σηματοδοτούν τις μετέπειτα εξελίξεις. Πρώτο. Με την πραξικοπηματική ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης του Σ. Αλιέντε στη Χιλή και την επιβολή της στυγνής δικτατορίας του Α. Πινοσέτ, η Χιλή γίνεται η πρώτη χώρα στον κόσμο που εφαρμόζονται οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις. Θα έλεγα πως η Χιλή γίνεται το πρώτο πειραματόζωο της περιβόητης «Σχολής του Σικάγο». Δεύτερο. Ιδρύεται το πρώτο χρηματιστήριο παραγώγων προϊόντων στο Σικάγο. Ακολουθούν η Νέα Υόρκη (New York Stock Exchange και American Stock Exchange), τα χρηματιστήρια του Montreal, του Sydney, του Toronto κλπ. Αυτονόητο ότι γρήγορα ήρθαν και στην Ευρώπη. Τα γεγονότα αυτά, δεν είναι δύο ακόμα «οικονομικά συμβάντα» στην καπιταλιστική ιστορία. Σηματοδοτούν το τέλος του καπιταλισμού όπως τον γνώρισε η ανθρωπότητα και το πέρασμά του σε ένα άλλο στάδιο. Σ’ αυτό διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά και αντιθέσεις του. Όμως προστίθενται νέα χαρακτηριστικά και νέες αντιθέσεις.
Στη 40ετία (1973 – 2013) προφανώς υπήρξαν πολλά αξιομνημόνευτα γεγονότα. Καταγράφω τα κυριότερα απ’ αυτά που λίγο ή πολύ όλοι γνωρίζουν. Μπορεί κάποιος να τα προσεγγίσει ή να τα ερμηνεύσει έτσι ή αλλιώς, αλλά δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. (1) Το Σοβιετικό οικονομικό μοντέλο αποτυγχάνει και καταρρέει. (2) Το νεοφιλελεύθερο οικονομικού μοντέλου επικρατεί, αποτυγχάνει αλλά δεν καταρρέει. (3) Οι τράπεζες και γενικότερα το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποκτά τεράστια δύναμη και ρόλο. (4) Η ανάπτυξη των τηλεοπτικών ΜΜΕ με ταυτόχρονη αύξηση της δύναμης και επιρροής τους. (5) Η προσπάθεια χωρών της Ευρώπης για οικονομική, νομισματική και πολιτική ένωση.
Δεν πρόκειται βέβαια για ανεξάρτητα ή ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα. Το καθένα ξεχωριστά έχει τη δική του συμμετοχή σε όλα τα υπόλοιπα και όλα μαζί σημάδεψαν την 40ετία και εξακολουθούν να βάζουν το στίγμα τους στις εξελίξεις του σήμερα και του αύριο. Η δική μου προσέγγιση έχει ως σημείο αναφοράς την Πολιτική. Αυτή, αντίθετα με τις θετικές επιστήμες, δεν διαθέτει πειραματικό εργαστήριο όπου τα ίδια δεδομένα παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα. Έχει όμως κι αυτή τα εργαλεία της. Είναι οι εμπειρίες των άλλων λαών και το κυριότερο η Ιστορία. Θεωρώ λοιπόν σκόπιμη την αναφορά στα ιστορικά δεδομένα του χθες. Όχι μόνο γιατί διδάσκουν και εξηγούν το σήμερα. Αλλά και γιατί από την σκοπιά της πολιτικής παρέχουν τα εργαλεία για τη διαμόρφωση του μέλλοντος.
Υπάρχει μια νέα οντότητα που θα χαρακτήριζα αθέατη κι αόρατη. Πρόκειται για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καρδιά του οποίου είναι οι τράπεζες και ζητήματα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα μ’ αυτές. Το νέο και άμεσα ορατό σ’ αυτό το σύστημα είναι πως το χρήμα δεν είναι το μέσο ανταλλαγής όπως είναι στην καθημερινότητά μας. Όλοι εμείς αγοράζουμε τα εμπορεύματα που πωλούνται, δηλαδή προϊόντα και υπηρεσίες (τρόφιμα, ένδυση, ασφάλεια κλπ) και δίνουμε χρήμα (ευρώ). Στο χρηματοπιστωτικό σύστημα το χρήμα καθαυτό είναι εμπόρευμα.
Δεν έχουμε πλέον Δημοκρατίες όπως τουλάχιστον τις ξέραμε μέχρι χθες. Κατά τον Αριστοτέλη «Συστήματα μεσοτήτων». Έχει δημιουργηθεί μια ολιγαρχία πλούτου. Δεν πρόκειται καν για μια αριστοκρατία ή μια εθνική αστική τάξη. Ειδικότερα στη χώρα μας τέτοια δεν υπήρξε ποτέ. Απέναντι σ’ αυτήν την ολιγαρχία οι αντιστάσεις μειώνονται και αυτό γίνεται εις βάρος των λαών. Του βιοτικού επιπέδου, της υγείας, του ελεύθερου χρόνου κλπ. Κοντολογίς, για να επικαλεστώ πάλι τον Αριστοτέλη, εις βάρος του «ευ ζειν». Αυτό παραχώρησε τη θέση του στην εμπορευματοποίηση, στον καταναλωτισμό και εν τέλει στον ατομικό ωφελισμό. Ο καταναλωτής της πραγματικότητας μετατράπηκε σε καταναλωτή της δυνατότητας. Από το «αγοράζω ότι είμαι» στο «είμαι ότι αγοράζω». Η αξία χρήσης (σε μεγάλο βαθμό) έπαψε να είναι βασικό κριτήριο της αγοράς ενός πράματος.
Το κράτος ήταν ένας ταξικός θεσμός που παρείχε μια μορφή διαμεσολάβησης στο δημόσιο χώρο. Αναπαρήγαγε τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις μέσω μιας κοινωνικής σύμβασης των δυνάμεων εργασίας και του κεφαλαίου. Η νεοφιλελεύθερη πλήρης απελευθέρωση των χρηματαγορών επέφερε μια ανελέητη επίθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη που μετατράπηκαν σε φέουδα της νεοφιλελεύθερης ολιγαρχίας.
Η πολιτική έχει μπει στο περιθώριο. Δεν έχει καθόλου ρόλο ή έστω σοβαρό ρόλο. Στην καλύτερη περίπτωση ο ρόλος της είναι περιορισμένος. Για την ολιγαρχία και τους πολιτικούς εκπροσώπους της, η οικονομική πραγματικότητα είναι οι αγορές. Γι’ αυτούς οι ασκούμενες πολιτικές καλούνται να διαχειριστούν όσο καλύτερα μπορούν τις τοπικές συνθήκες στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης αυριανής ευημερίας. Βρισκόμαστε, λένε, σε μια ειδική κατάσταση. Σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης όπου το πλαίσιο είναι αναπόφευκτο. Ως εκ τούτου η πολιτική πρέπει να δράσει αποτελεσματικά μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Να είμαστε αποδοτικοί εντός αυτού γιατί έξω απ’ αυτό μας περιμένει η καταστροφή. Αυτό δηλαδή που λένε είναι πως συνθήκες και πολιτικές αποτελούν μια ιστορική αναγκαιότητα !!
Διαχρονικά η πολιτική εξέφραζε διαφορετικά συμφέροντα, επιδιώξεις και ενδιαφέροντα. Είχε πάντα ιδεολογικό χαρακτήρα. Αυτός στην εκφορά του στο δημόσιο διάλογο έχει χαθεί ή έστω μειωθεί σημαντικά κι αυτό γιατί συμμορφώθηκε με τις επιταγές των ΜΜΕ και της επικοινωνίας. Ενσωμάτωσε επικοινωνιακά στοιχεία και στη μορφή του και στο περιεχόμενό του. Έτσι χάριν της επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας, ο ιδεολογικός χαρακτήρας της πολιτικής, όπως τον διαμεσολαβούν τα ΜΜΕ, έχει σχεδόν εξανεμισθεί. Συνακόλουθα και η πολιτική έχει μικρότερη ιδεολογική «συνιστώσα» και μεγαλύτερη επικοινωνιακή.
Με την κατάρρευση του Σοβιετικού μοντέλου, ο νεοφιλελευθερισμός επικρατεί. Οι αγορές εμφανίζονται από την ολιγαρχία ως μονόδρομος. Μειώνεται σημαντικά ακόμα και η ιδέα πως μπορεί να υπάρξει ένα άλλο «πρότυπο». Ένα άλλο μοντέλο που μπορεί να προτιμηθεί από τους λαούς για λόγους ηθικής, πολιτικής – κοινωνικής οργάνωσης, οικονομικής αποτελεσματικότητας. Η αριστερά και δυνάμεις στο χώρο της κεντροαριστεράς, κριτικάρουν τον εαυτόν τους και εν μέρει γίνονται εσωστρεφείς. Η αμηχανία, η εσωτερική αμφισβήτηση και η αποστράτευση είναι τα κυρίαρχα στοιχεία του χώρου αυτού. Κυρίως των δυνάμεων που συνδέονταν ιδεολογικά με το μοντέλο που κατέρρευσε. Αν και πριν την κατάρρευση υπήρχαν δυνάμεις (ή έστω μεμονωμένα πρόσωπα), που ασκούσαν κριτική στο Σοβιετικό μοντέλο, δεν έχουν μια πειστική εναλλακτική πρόταση. Δηλαδή τι θα μπει στη θέση του νεοφιλελευθερισμού και των αγορών.
Η σοσιαλδημοκρατία και τα διάφορα σοσιαλιστικά φιλελεύθερα κόμματα, πήραν «τις ευκαιρίες τους». Διακήρυσσαν το κοινωνικό κράτος, το δίχτυ κοινωνικής προστασίας, τα εργατικά και εργασιακά δικαιώματα κλπ. Όταν γίνονταν κυβέρνηση εν μέρει υλοποιούσαν κάποια τέτοια στοιχεία. Αυτό γινόταν αποσπασματικά και με ανορθόδοξο τρόπο. Αντιμετωπίζοντας την σκληρή, αδυσώπητη και ληστρική πραγματικότητα των αγορών και της ολιγαρχίας, υποχωρούσαν ακάθεκτα και τελικά μετατρέπονταν σε πρόθυμους της ολιγαρχίας. Αυτό δηλαδή που δεν έκαναν ήταν να καλλιεργούν μια εναλλακτική πρόταση, οργανώνοντας την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή σ’ αυτήν την εναλλακτική κατεύθυνση. Όχι μόνο δεν απέκτησαν την ιδεολογική κηδεμονία [1], για την ακρίβεια ούτε καν προσπάθησαν να το κάνουν, αλλά ενσωματώθηκαν στην ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Ακολούθησαν την πεπατημένη χύνοντας έτσι πολύ νερό στο μύλο του νεοφιλελευθερισμού και στην περαιτέρω ενίσχυση της ολιγαρχίας. Αν αυτό έγινε ηθελημένα ή αθέλητα είναι αδιάφορο για τις κοινωνίες αφού τα αποτελέσματα δεν αναιρούνται. Εναλλακτικές υπήρχαν. Πάντα υπάρχουν. Η ζωή δεν έχει μονόδρομους. Σήμερα αυτές οι εναλλακτικές, διεθνώς, όλο και περισσότερο συζητούνται ως κοσμοαντίληψη, κοσμοθεωρία. Ως ένας άλλος τρόπος πολιτικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Το θετικό είναι πως έχουν βγει από την απομόνωση και το περιθώριο. Αρκετές εφαρμόζονται, έστω και περιορισμένα, αν και απέχουν από το να αποδώσουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Χρειάζονται περαιτέρω επεξεργασίες και βελτιώσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως έχουν αντιστρέψει την καταστροφική πορεία του νεοφιλελεύθερου Αρμαγεδδών.
Άφησα για το τέλος αυτό που φαίνεται να αποτελεί ιστορικό παράδοξο. Αυτό που ο Colin Crouch αποκαλεί «ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού». Όλα όσα ζούμε, ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια, με την κρίση και τις ολέθριες επιπτώσεις της στους λαούς, πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο πως ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε παταγωδώς.[2] Όχι μόνο με «αντίπαλα» κριτήρια αλλά ακόμα και με αυτά που ο ίδιος είχε θέσει. Για την ανάπτυξη, για την ορθολογικότερη διάχυση του πλούτου, για την ευημερία κλπ. Φυσικά η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού δεν αποτελεί έκπληξη αφού εξ’ αρχής ήταν μαθηματικά βέβαιη.
Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί αφού απέτυχε παραμένει κυρίαρχος; Υπάρχουν δύο λόγοι. Ο πρώτος είναι ότι απέτυχε στους διακηρυγμένους στόχους που ο ίδιος είχε θέσει. Πέτυχε και συνεχίζει να επιτυγχάνει στους μη διακηρυγμένους (στους ανομολόγητους) στόχους που είχαν θέσει οι οικονομικές ελίτ των κρατών όταν τον υιοθετούσαν από την εποχή των Thatcher, Reagan. Για την ολιγαρχία του πλούτου ήταν και παραμένει το «απόλυτο εργαλείο». Η οικονομική (άρα και πολιτική) δύναμη που απέκτησαν στα μόλις 40 αυτά χρόνια είναι απίστευτη. Δεν υπάρχει καν μέτρο σύγκρισης στη μακρά ιστορία του καπιταλισμού. Ο δεύτερος λόγος είναι η ίδια η κοινωνία. Τα κοινωνικά υποκείμενα που τον στήριξαν ήταν πλειοψηφικά κι αυτό γιατί είχαν ένα άμεσο υλικό κέρδος. Ειδικότερα την τελευταία εικοσαετία μέσω του άκρατου δανεισμού (κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών), υπήρξε μια πλασματική διάχυση πλούτου και μια πλασματική ευημερία. Στην πραγματικότητα ήταν μια πυραμίδα αναδιανομής δανεικών στην κορυφή της οποίας βρισκόταν η ολιγαρχία. Αυτή και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, συντηρούσαν τον τρόπο ζωής του ατομικού καταναλωτικού πρότυπου που είχαν δημιουργήσει.
Έτσι από τη μια είχαν αστρονομικά κέρδη, κι απ’ την άλλη διατηρούσαν το κυρίαρχο σύστημα αξιών. Είχαν και την πίτα (τους) αυξανόμενη (κι όχι απλώς ολόκληρη) και το σκύλο χορτάτο. Σήμερα αυτή η δυνατότητα της απατηλής διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω δεν υφίσταται. Δεν έχει όμως δημιουργηθεί ακόμα ένα άλλο κοινωνικό υποκείμενο, πλειοψηφικό και αποφασισμένο, να στηρίξει την αποκαθήλωση. Να στρατευθεί σε μια κοινωνική κινητοποίηση. Να αποκαθηλώσει τον εσωτερικό ατομικισμό του και τον καταναλωτικό τρόπο ζωής του. Σίγουρα δεν είναι κάτι εύκολο. Οικονομική και πολιτική ελίτ εξακολουθούν, κυρίως με την «πυρηνική δύναμη» των ΜΜΕ, να διατηρούν την ισχύ τους.
Ο νεοφιλελεύθερος λόγος τους, κατορθώνει ακόμα και σήμερα να έχει αποδοχή στους απλούς ανθρώπους. Τον εσωτερικεύουν και ερμηνεύουν τα τεκταινόμενα με βάση αυτόν. Επιπλέον μέχρι και μόλις πριν δύο, τρία χρόνια δεν τους απασχολούσε κάποια εναλλακτική πρόταση. Για να απασχολήσει κάποιον μια οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση, πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να διακρίνει την ανάγκη να υπάρξει τέτοια. Μέχρι πριν λίγο όμως είχε την πεποίθηση πως επειδή έχει την δυνατότητα να καταναλώνει προϊόντα και υπηρεσίες, ζει σε κατάσταση ευημερίας. Επομένως δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει το κυρίαρχο σύστημα αξιών.
Το κυρίαρχο παράδειγμα. Έτσι η ολιγαρχία και οι πολιτικοί της εκφραστές, και με την δύναμη των ΜΜΕ, έπαιρναν τη συναίνεση των απλών ανθρώπων. Ρητή ή σιωπηλή τους ήταν αδιάφορο. Αδιάφορο τους ήταν κι αν αυτή η συναίνεση, δινόταν στο ένα ή στο άλλο κόμμα που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία. Έτσι κι αλλιώς και τα δύο εξυπηρετούσαν την ολιγαρχία εφαρμόζοντας τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Μπορεί να είχαν διαφορετικό λεκτικό περιτύλιγμα, σήμερα κι αυτό εξαφανίστηκε, αλλά ουδέποτε αμφισβήτησαν (έστω) την κυριαρχία του ολιγαρχικού καθεστώτος.
Χρήστος Γιαννίμπας
[1] Υποθέτω ότι για τις ηγεσίες των κομμάτων αυτών ο Γκράμσι ήταν ένας «γραφικός τύπος».
[2] Σήμερα πολλά ζητήματα του κοινωνικού φιλελευθερισμού είναι γενικώς αποδεκτά (Σύνταγμα, ανθρώπινα δικαιώματα κλπ). Αυτό που πολλές φορές παρατηρείται είναι πως αυτός συγχέεται με τον νεοφιλελευθερισμό στην οικονομία και την ιδεολογία του. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι πλέον και εκ του αποτελέσματος όχι μόνο απάνθρωπος, ανθρωπιστικά άδικος και άνανδρος. Είναι και από στενή οικονομική σκέψη, βαθύτατα λανθασμένος.
ΠΗΓΗ
Από το 1973 μέχρι τις μέρες μας έχουν περάσει μόλις 40 χρόνια. Ένα μικρό διάστημα στη μακρόχρονη διαδρομή της ανθρωπότητας. .............
Σ’ αυτό όμως ο «Ιστορικός χρόνος» συμπυκνώθηκε με την έννοια πως συντελέστηκαν πολύ μεγάλες ποιοτικές και ποσοτικές αλλαγές. Αλλαγές που δεν αφορούν ένα μόνο κράτος, μια περιοχή, μια ομάδα ή κατηγορία ανθρώπων. Είναι παγκόσμιες, αφορούν και επηρεάζουν τους πάντες και τα πάντα. Η παγκοσμιοποίηση άλλωστε είναι πλέον γεγονός και όπως ήταν αναμενόμενο απέκτησε φανατικούς φίλους αλλά και φανατικούς εχθρούς.
Αυτό που παραβλέπεται είναι πως καθαυτή η παγκοσμιοποίηση : (α) Δεν μπορεί να αγνοηθεί από ένα λαό, ακόμα κι αν αυτός το ήθελε. (β) Δεν οδηγεί σε καταστροφή τους λαούς, ούτε όμως στον παράδεισο. Βεβαίως δημιουργούνται νέα κοινωνικά προβλήματα αλλά και νέες δυνατότητες. Κοινωνίες, οικονομίες και πολιτικές βρίσκονται πλέον σε μια διαρκή δοκιμασία σε ένα νέο πολύ ποιο σύνθετο περιβάλλον. Οι προκλήσεις πολλές και πρωτόγνωρες. Ειδικά για την πολιτική που εμφανίζεται να έχει πρόβλημα επαρκούς ευελιξίας και ικανότητας να ανταποκριθεί έγκαιρα στις αλλαγές που γίνονται.
Ανέφερα το 1973 γιατί θεωρώ τη χρονιά αυτή ως έτος «σταθμό». Με την έννοια πως δύο γεγονότα της χρονιάς αυτής σηματοδοτούν τις μετέπειτα εξελίξεις. Πρώτο. Με την πραξικοπηματική ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης του Σ. Αλιέντε στη Χιλή και την επιβολή της στυγνής δικτατορίας του Α. Πινοσέτ, η Χιλή γίνεται η πρώτη χώρα στον κόσμο που εφαρμόζονται οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις. Θα έλεγα πως η Χιλή γίνεται το πρώτο πειραματόζωο της περιβόητης «Σχολής του Σικάγο». Δεύτερο. Ιδρύεται το πρώτο χρηματιστήριο παραγώγων προϊόντων στο Σικάγο. Ακολουθούν η Νέα Υόρκη (New York Stock Exchange και American Stock Exchange), τα χρηματιστήρια του Montreal, του Sydney, του Toronto κλπ. Αυτονόητο ότι γρήγορα ήρθαν και στην Ευρώπη. Τα γεγονότα αυτά, δεν είναι δύο ακόμα «οικονομικά συμβάντα» στην καπιταλιστική ιστορία. Σηματοδοτούν το τέλος του καπιταλισμού όπως τον γνώρισε η ανθρωπότητα και το πέρασμά του σε ένα άλλο στάδιο. Σ’ αυτό διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά και αντιθέσεις του. Όμως προστίθενται νέα χαρακτηριστικά και νέες αντιθέσεις.
Στη 40ετία (1973 – 2013) προφανώς υπήρξαν πολλά αξιομνημόνευτα γεγονότα. Καταγράφω τα κυριότερα απ’ αυτά που λίγο ή πολύ όλοι γνωρίζουν. Μπορεί κάποιος να τα προσεγγίσει ή να τα ερμηνεύσει έτσι ή αλλιώς, αλλά δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. (1) Το Σοβιετικό οικονομικό μοντέλο αποτυγχάνει και καταρρέει. (2) Το νεοφιλελεύθερο οικονομικού μοντέλου επικρατεί, αποτυγχάνει αλλά δεν καταρρέει. (3) Οι τράπεζες και γενικότερα το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποκτά τεράστια δύναμη και ρόλο. (4) Η ανάπτυξη των τηλεοπτικών ΜΜΕ με ταυτόχρονη αύξηση της δύναμης και επιρροής τους. (5) Η προσπάθεια χωρών της Ευρώπης για οικονομική, νομισματική και πολιτική ένωση.
Δεν πρόκειται βέβαια για ανεξάρτητα ή ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα. Το καθένα ξεχωριστά έχει τη δική του συμμετοχή σε όλα τα υπόλοιπα και όλα μαζί σημάδεψαν την 40ετία και εξακολουθούν να βάζουν το στίγμα τους στις εξελίξεις του σήμερα και του αύριο. Η δική μου προσέγγιση έχει ως σημείο αναφοράς την Πολιτική. Αυτή, αντίθετα με τις θετικές επιστήμες, δεν διαθέτει πειραματικό εργαστήριο όπου τα ίδια δεδομένα παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα. Έχει όμως κι αυτή τα εργαλεία της. Είναι οι εμπειρίες των άλλων λαών και το κυριότερο η Ιστορία. Θεωρώ λοιπόν σκόπιμη την αναφορά στα ιστορικά δεδομένα του χθες. Όχι μόνο γιατί διδάσκουν και εξηγούν το σήμερα. Αλλά και γιατί από την σκοπιά της πολιτικής παρέχουν τα εργαλεία για τη διαμόρφωση του μέλλοντος.
Υπάρχει μια νέα οντότητα που θα χαρακτήριζα αθέατη κι αόρατη. Πρόκειται για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καρδιά του οποίου είναι οι τράπεζες και ζητήματα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα μ’ αυτές. Το νέο και άμεσα ορατό σ’ αυτό το σύστημα είναι πως το χρήμα δεν είναι το μέσο ανταλλαγής όπως είναι στην καθημερινότητά μας. Όλοι εμείς αγοράζουμε τα εμπορεύματα που πωλούνται, δηλαδή προϊόντα και υπηρεσίες (τρόφιμα, ένδυση, ασφάλεια κλπ) και δίνουμε χρήμα (ευρώ). Στο χρηματοπιστωτικό σύστημα το χρήμα καθαυτό είναι εμπόρευμα.
Δεν έχουμε πλέον Δημοκρατίες όπως τουλάχιστον τις ξέραμε μέχρι χθες. Κατά τον Αριστοτέλη «Συστήματα μεσοτήτων». Έχει δημιουργηθεί μια ολιγαρχία πλούτου. Δεν πρόκειται καν για μια αριστοκρατία ή μια εθνική αστική τάξη. Ειδικότερα στη χώρα μας τέτοια δεν υπήρξε ποτέ. Απέναντι σ’ αυτήν την ολιγαρχία οι αντιστάσεις μειώνονται και αυτό γίνεται εις βάρος των λαών. Του βιοτικού επιπέδου, της υγείας, του ελεύθερου χρόνου κλπ. Κοντολογίς, για να επικαλεστώ πάλι τον Αριστοτέλη, εις βάρος του «ευ ζειν». Αυτό παραχώρησε τη θέση του στην εμπορευματοποίηση, στον καταναλωτισμό και εν τέλει στον ατομικό ωφελισμό. Ο καταναλωτής της πραγματικότητας μετατράπηκε σε καταναλωτή της δυνατότητας. Από το «αγοράζω ότι είμαι» στο «είμαι ότι αγοράζω». Η αξία χρήσης (σε μεγάλο βαθμό) έπαψε να είναι βασικό κριτήριο της αγοράς ενός πράματος.
Το κράτος ήταν ένας ταξικός θεσμός που παρείχε μια μορφή διαμεσολάβησης στο δημόσιο χώρο. Αναπαρήγαγε τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις μέσω μιας κοινωνικής σύμβασης των δυνάμεων εργασίας και του κεφαλαίου. Η νεοφιλελεύθερη πλήρης απελευθέρωση των χρηματαγορών επέφερε μια ανελέητη επίθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη που μετατράπηκαν σε φέουδα της νεοφιλελεύθερης ολιγαρχίας.
Η πολιτική έχει μπει στο περιθώριο. Δεν έχει καθόλου ρόλο ή έστω σοβαρό ρόλο. Στην καλύτερη περίπτωση ο ρόλος της είναι περιορισμένος. Για την ολιγαρχία και τους πολιτικούς εκπροσώπους της, η οικονομική πραγματικότητα είναι οι αγορές. Γι’ αυτούς οι ασκούμενες πολιτικές καλούνται να διαχειριστούν όσο καλύτερα μπορούν τις τοπικές συνθήκες στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης αυριανής ευημερίας. Βρισκόμαστε, λένε, σε μια ειδική κατάσταση. Σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης όπου το πλαίσιο είναι αναπόφευκτο. Ως εκ τούτου η πολιτική πρέπει να δράσει αποτελεσματικά μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Να είμαστε αποδοτικοί εντός αυτού γιατί έξω απ’ αυτό μας περιμένει η καταστροφή. Αυτό δηλαδή που λένε είναι πως συνθήκες και πολιτικές αποτελούν μια ιστορική αναγκαιότητα !!
Διαχρονικά η πολιτική εξέφραζε διαφορετικά συμφέροντα, επιδιώξεις και ενδιαφέροντα. Είχε πάντα ιδεολογικό χαρακτήρα. Αυτός στην εκφορά του στο δημόσιο διάλογο έχει χαθεί ή έστω μειωθεί σημαντικά κι αυτό γιατί συμμορφώθηκε με τις επιταγές των ΜΜΕ και της επικοινωνίας. Ενσωμάτωσε επικοινωνιακά στοιχεία και στη μορφή του και στο περιεχόμενό του. Έτσι χάριν της επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας, ο ιδεολογικός χαρακτήρας της πολιτικής, όπως τον διαμεσολαβούν τα ΜΜΕ, έχει σχεδόν εξανεμισθεί. Συνακόλουθα και η πολιτική έχει μικρότερη ιδεολογική «συνιστώσα» και μεγαλύτερη επικοινωνιακή.
Με την κατάρρευση του Σοβιετικού μοντέλου, ο νεοφιλελευθερισμός επικρατεί. Οι αγορές εμφανίζονται από την ολιγαρχία ως μονόδρομος. Μειώνεται σημαντικά ακόμα και η ιδέα πως μπορεί να υπάρξει ένα άλλο «πρότυπο». Ένα άλλο μοντέλο που μπορεί να προτιμηθεί από τους λαούς για λόγους ηθικής, πολιτικής – κοινωνικής οργάνωσης, οικονομικής αποτελεσματικότητας. Η αριστερά και δυνάμεις στο χώρο της κεντροαριστεράς, κριτικάρουν τον εαυτόν τους και εν μέρει γίνονται εσωστρεφείς. Η αμηχανία, η εσωτερική αμφισβήτηση και η αποστράτευση είναι τα κυρίαρχα στοιχεία του χώρου αυτού. Κυρίως των δυνάμεων που συνδέονταν ιδεολογικά με το μοντέλο που κατέρρευσε. Αν και πριν την κατάρρευση υπήρχαν δυνάμεις (ή έστω μεμονωμένα πρόσωπα), που ασκούσαν κριτική στο Σοβιετικό μοντέλο, δεν έχουν μια πειστική εναλλακτική πρόταση. Δηλαδή τι θα μπει στη θέση του νεοφιλελευθερισμού και των αγορών.
Η σοσιαλδημοκρατία και τα διάφορα σοσιαλιστικά φιλελεύθερα κόμματα, πήραν «τις ευκαιρίες τους». Διακήρυσσαν το κοινωνικό κράτος, το δίχτυ κοινωνικής προστασίας, τα εργατικά και εργασιακά δικαιώματα κλπ. Όταν γίνονταν κυβέρνηση εν μέρει υλοποιούσαν κάποια τέτοια στοιχεία. Αυτό γινόταν αποσπασματικά και με ανορθόδοξο τρόπο. Αντιμετωπίζοντας την σκληρή, αδυσώπητη και ληστρική πραγματικότητα των αγορών και της ολιγαρχίας, υποχωρούσαν ακάθεκτα και τελικά μετατρέπονταν σε πρόθυμους της ολιγαρχίας. Αυτό δηλαδή που δεν έκαναν ήταν να καλλιεργούν μια εναλλακτική πρόταση, οργανώνοντας την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή σ’ αυτήν την εναλλακτική κατεύθυνση. Όχι μόνο δεν απέκτησαν την ιδεολογική κηδεμονία [1], για την ακρίβεια ούτε καν προσπάθησαν να το κάνουν, αλλά ενσωματώθηκαν στην ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Ακολούθησαν την πεπατημένη χύνοντας έτσι πολύ νερό στο μύλο του νεοφιλελευθερισμού και στην περαιτέρω ενίσχυση της ολιγαρχίας. Αν αυτό έγινε ηθελημένα ή αθέλητα είναι αδιάφορο για τις κοινωνίες αφού τα αποτελέσματα δεν αναιρούνται. Εναλλακτικές υπήρχαν. Πάντα υπάρχουν. Η ζωή δεν έχει μονόδρομους. Σήμερα αυτές οι εναλλακτικές, διεθνώς, όλο και περισσότερο συζητούνται ως κοσμοαντίληψη, κοσμοθεωρία. Ως ένας άλλος τρόπος πολιτικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Το θετικό είναι πως έχουν βγει από την απομόνωση και το περιθώριο. Αρκετές εφαρμόζονται, έστω και περιορισμένα, αν και απέχουν από το να αποδώσουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Χρειάζονται περαιτέρω επεξεργασίες και βελτιώσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως έχουν αντιστρέψει την καταστροφική πορεία του νεοφιλελεύθερου Αρμαγεδδών.
Άφησα για το τέλος αυτό που φαίνεται να αποτελεί ιστορικό παράδοξο. Αυτό που ο Colin Crouch αποκαλεί «ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού». Όλα όσα ζούμε, ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια, με την κρίση και τις ολέθριες επιπτώσεις της στους λαούς, πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο πως ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε παταγωδώς.[2] Όχι μόνο με «αντίπαλα» κριτήρια αλλά ακόμα και με αυτά που ο ίδιος είχε θέσει. Για την ανάπτυξη, για την ορθολογικότερη διάχυση του πλούτου, για την ευημερία κλπ. Φυσικά η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού δεν αποτελεί έκπληξη αφού εξ’ αρχής ήταν μαθηματικά βέβαιη.
Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί αφού απέτυχε παραμένει κυρίαρχος; Υπάρχουν δύο λόγοι. Ο πρώτος είναι ότι απέτυχε στους διακηρυγμένους στόχους που ο ίδιος είχε θέσει. Πέτυχε και συνεχίζει να επιτυγχάνει στους μη διακηρυγμένους (στους ανομολόγητους) στόχους που είχαν θέσει οι οικονομικές ελίτ των κρατών όταν τον υιοθετούσαν από την εποχή των Thatcher, Reagan. Για την ολιγαρχία του πλούτου ήταν και παραμένει το «απόλυτο εργαλείο». Η οικονομική (άρα και πολιτική) δύναμη που απέκτησαν στα μόλις 40 αυτά χρόνια είναι απίστευτη. Δεν υπάρχει καν μέτρο σύγκρισης στη μακρά ιστορία του καπιταλισμού. Ο δεύτερος λόγος είναι η ίδια η κοινωνία. Τα κοινωνικά υποκείμενα που τον στήριξαν ήταν πλειοψηφικά κι αυτό γιατί είχαν ένα άμεσο υλικό κέρδος. Ειδικότερα την τελευταία εικοσαετία μέσω του άκρατου δανεισμού (κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών), υπήρξε μια πλασματική διάχυση πλούτου και μια πλασματική ευημερία. Στην πραγματικότητα ήταν μια πυραμίδα αναδιανομής δανεικών στην κορυφή της οποίας βρισκόταν η ολιγαρχία. Αυτή και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, συντηρούσαν τον τρόπο ζωής του ατομικού καταναλωτικού πρότυπου που είχαν δημιουργήσει.
Έτσι από τη μια είχαν αστρονομικά κέρδη, κι απ’ την άλλη διατηρούσαν το κυρίαρχο σύστημα αξιών. Είχαν και την πίτα (τους) αυξανόμενη (κι όχι απλώς ολόκληρη) και το σκύλο χορτάτο. Σήμερα αυτή η δυνατότητα της απατηλής διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω δεν υφίσταται. Δεν έχει όμως δημιουργηθεί ακόμα ένα άλλο κοινωνικό υποκείμενο, πλειοψηφικό και αποφασισμένο, να στηρίξει την αποκαθήλωση. Να στρατευθεί σε μια κοινωνική κινητοποίηση. Να αποκαθηλώσει τον εσωτερικό ατομικισμό του και τον καταναλωτικό τρόπο ζωής του. Σίγουρα δεν είναι κάτι εύκολο. Οικονομική και πολιτική ελίτ εξακολουθούν, κυρίως με την «πυρηνική δύναμη» των ΜΜΕ, να διατηρούν την ισχύ τους.
Ο νεοφιλελεύθερος λόγος τους, κατορθώνει ακόμα και σήμερα να έχει αποδοχή στους απλούς ανθρώπους. Τον εσωτερικεύουν και ερμηνεύουν τα τεκταινόμενα με βάση αυτόν. Επιπλέον μέχρι και μόλις πριν δύο, τρία χρόνια δεν τους απασχολούσε κάποια εναλλακτική πρόταση. Για να απασχολήσει κάποιον μια οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση, πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να διακρίνει την ανάγκη να υπάρξει τέτοια. Μέχρι πριν λίγο όμως είχε την πεποίθηση πως επειδή έχει την δυνατότητα να καταναλώνει προϊόντα και υπηρεσίες, ζει σε κατάσταση ευημερίας. Επομένως δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει το κυρίαρχο σύστημα αξιών.
Το κυρίαρχο παράδειγμα. Έτσι η ολιγαρχία και οι πολιτικοί της εκφραστές, και με την δύναμη των ΜΜΕ, έπαιρναν τη συναίνεση των απλών ανθρώπων. Ρητή ή σιωπηλή τους ήταν αδιάφορο. Αδιάφορο τους ήταν κι αν αυτή η συναίνεση, δινόταν στο ένα ή στο άλλο κόμμα που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία. Έτσι κι αλλιώς και τα δύο εξυπηρετούσαν την ολιγαρχία εφαρμόζοντας τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Μπορεί να είχαν διαφορετικό λεκτικό περιτύλιγμα, σήμερα κι αυτό εξαφανίστηκε, αλλά ουδέποτε αμφισβήτησαν (έστω) την κυριαρχία του ολιγαρχικού καθεστώτος.
Χρήστος Γιαννίμπας
[1] Υποθέτω ότι για τις ηγεσίες των κομμάτων αυτών ο Γκράμσι ήταν ένας «γραφικός τύπος».
[2] Σήμερα πολλά ζητήματα του κοινωνικού φιλελευθερισμού είναι γενικώς αποδεκτά (Σύνταγμα, ανθρώπινα δικαιώματα κλπ). Αυτό που πολλές φορές παρατηρείται είναι πως αυτός συγχέεται με τον νεοφιλελευθερισμό στην οικονομία και την ιδεολογία του. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι πλέον και εκ του αποτελέσματος όχι μόνο απάνθρωπος, ανθρωπιστικά άδικος και άνανδρος. Είναι και από στενή οικονομική σκέψη, βαθύτατα λανθασμένος.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!