Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Μετανάστευση – λαθρομετανάστευση και δημόσια υγεία: το παράδειγμα του HIV/AIDS

Η εισήγηση της κας Λώρας Παπαντωνίου
Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που διαμόρφωσαν τη δημόσια υγεία σε όλες τις εποχές υπήρξαν οι μετακινήσεις πληθυσμού. Μερικά από τα κλασσικά παραδείγματα που συνέβησαν σε ιστορικούς χρόνους είναι και τα πιο κάτω:

  • Το 430 π.Χ. ενώ η Αθήνα βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας από τους Σπαρτιάτες ξέσπασε μια φονική επιδημία που μεταδόθηκε από το πλήρωμα πλοίου που είχε αγκυροβολήσει στον Πειραιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό και την ήττα των Αθηναίων, καθώς και τον τερματισμό του Χρυσού Αιώνα του Περικλέους.
  • Ακολουθώντας τα καραβάνια κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού και τις ορδές εισβολέων από τα βάθη της Ανατολής, φονικές επιδημίες πανώλους και άλλων μεταδοτικών ασθενειών σάρωναν την Ευρώπη και τις υπόλοιπες ηπείρους σε διαδοχικά κύματα για πολλούς αιώνες.
  • Οι Ευρωπαίοι κατακτητές μπόρεσαν να καταβάλουν τους γηγενείς πληθυσμούς των μετέπειτα αποικιών τους με τη δύναμη των όπλων, αλλά και των μικροβίων που έφερναν μαζί τους, εφόσον οι γηγενείς πληθυσμοί ζούσαν κυρίως σε μικρές αριθμητικά ομάδες όπου δεν ήταν δυνατό να διατηρούνται μικρόβια σε ενδημική κατάσταση  ώστε να τους παρέχουν την απαραίτητη ανοσία.
  • Η πανδημία του HIV/AIDS ξεκίνησε από απομονωμένες αγροτικές κοινότητες της Αφρικής για να διαδοθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα κατά μήκος των νέων οδικών αρτηριών που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1950. Στη συνέχεια διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο κατά τη δεκαετία του 1960, όταν σημειώθηκε μια κατακόρυφη αύξηση στις μετακινήσεις ατόμων, για σκοπούς αναψυχής, εργασίας ή αποφυγής συρράξεων και πολιτικής αστάθειας.
  • Πρόσφατες επιδημίες όπως πχ το SARS κρατούν την Ανθρωπότητα σε εγρήγορση για να προληφθεί η εξάπλωση τους σε όλο τον πλανήτη.
  • Διάφοροι αιμορραγικοί πυρετοί που ενδημούν σε χώρες κυρίως του Τρίτου Κόσμου, εκδηλώνονται περιοδικά σε χώρες της Ευρώπης ή της Βόρειας Αμερικής. Συνήθως τα περιστατικά αυτά συνδέονται με άτομο που είχε προσβληθεί από την ασθένεια στη χώρα του και ξεκίνησε το αεροπορικό του ταξίδι φαινομενικά υγιές, για να εκδηλώσει τα πρώτα συμπτώματα κατά την άφιξη στον προορισμό του.
Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα και αποτελούν τον κανόνα παρά την εξαίρεση, εφόσον οι μεγάλες επιδημίες και πανδημίες συνόδεψαν  την Ανθρωπότητα σε κάθε της βήμα, διαμορφώνοντας την πορεία της ιστορίας και τα παγκόσμια κοινωνικά δεδομένα όπως σήμερα τα γνωρίζουμε.

Η μετανάστευση αποτελεί μια από τις βασικές μορφές μετακίνησης πληθυσμών. Τα αίτια της μετανάστευσης είναι κυρίως οικονομικά ή πολιτικά. Οι μετανάστες είναι κυρίως άτομα που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και κατ΄ επέκταση ευάλωτα σε διάφορες μεταδοτικές ασθένειες. Συχνά, επίσης, η μετανάστευση συνδέεται με περιπτώσεις βίαιης συμπεριφοράς, εμπορίας προσώπων ή διακίνησης ναρκωτικών.
 
Κάτω από κανονικές συνθήκες, η ελεγχόμενη μετανάστευση επιτρέπει την ενσωμάτωση των μεταναστών και την ομαλή τους ένταξη στο κοινωνικό σύνολο της χώρας που τους φιλοξενεί, ώστε να υιοθετήσουν σταδιακά το προφίλ της υγείας του ντόπιου πληθυσμού. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η μετανάστευση Κυπρίων σε πρόσφατες δεκαετίες στη Μεγάλη Βρετανία και άλλες δυτικές χώρες, όπου σήμερα ζουν πλήρως ενταγμένοι στο κοινωνικό σύνολο οι απόγονοί τους δεύτερης και τρίτης γενιάς. 

Η ομαλή ενσωμάτωση μπορεί να εμποδιστεί από πολιτικούς, θρησκευτικούς ή πολιτισμικούς λόγους με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορα προβλήματα τόσο στο προφίλ της υγείας του ντόπιου πληθυσμού, όσο και στο γενικότερο κοινωνικό προφίλ της φιλοξενούσας χώρας, κυρίως με τη μορφή βίαιων επεισοδίων ή αύξηση της εγκληματικότητας. 

Μπορεί επίσης να εμποδιστεί από τη μαζική μετανάστευση μεγάλου αριθμού ατόμων που δεν είναι δυνατό να αφομοιωθούν στο κοινωνικό σύνολο. Οι ίδιοι οι μετανάστες, αδυνατούν να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα της κοινωνίας που τους φιλοξενεί, εφόσον ζουν απομονωμένοι, στερούμενοι συχνά κοινωνικών παροχών και στοιχειώδους φροντίδας για την υγεία τους.
 
Οι διεθνείς οργανισμοί και οι κυβερνήσεις των δυτικών χωρών αναγνωρίζουν αυτά τα δεδομένα και προωθούν στρατηγικές διαχείρισης και αντιμετώπισης του μεγάλου κεφαλαίου που ονομάζεται «Μετανάστευση και Δημόσια Υγεία». Κύριο στοιχείο στις στρατηγικές αυτές αποτελεί, και δικαιολογημένα, η προστασία των μεταναστών και η διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. 

  • Παραδόξως, όμως, δεν παρατηρείται πάντοτε η ίδια έγνοια και για τα δικαιώματα των πληθυσμών που τους φιλοξενούν, παρά το γεγονός ότι αυταπόδεικτα κάθε δυτική χώρα έχει ήδη αρχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα τόσο στον κοινωνικό τομέα, όσο και στον τομέα της δημόσιας υγείας.

Παραμένοντας σε αυτό τον τελευταίο τομέα που αποτελεί και το αντικείμενό μας, θα πρέπει να πούμε πως η Ευρώπη, που είναι πλέον και η ευρύτερή μας περιοχή, έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό σε ότι αφορά τη συχνότητα λοιμωδών νοσημάτων, καθώς και στο δύσκολο τομέα της διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών. Επικρατεί έντονος προβληματισμός για τις νέες αυτές απειλές στη δημόσια υγεία και μελετούνται τρόποι για την αντιμετώπισή τους. 

Ένας από τους βασικούς παράγοντες αύξησης των ποσοστών της HIV λοίμωξηςκαι της φυματίωσης, θεωρείται εδώ και αρκετά χρόνια η μετανάστευση από χώρες με ψηλά ποσοστά αυτών των ασθενειών. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι πολλοί αλλοδαποί είναι φορείς φυματίωσης πολυανθεκτικής στα διαθέσιμα αντιβιοτικά.
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένας τρόπος για να προστατευτεί η δημόσια υγεία είναι η σωστή ενσωμάτωση των μεταναστών στο κοινωνικό σύνολο και η παροχή σε αυτούς πλήρους ιατροφαρμακευτικής κάλυψης, ώστε να εντοπίζονται ή/και να προλαμβάνονται τα οποιαδήποτε προβλήματα. Για την όσο το δυνατό πιο σωστή προσέγγιση στο θέμα αυτό πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα προβλήματα των μεταναστών που έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τη δική τους ευημερία και την ευημερία του κοινωνικού συνόλου – θα πρέπει δηλαδή να αντιμετωπίζονται σωστά και τα γενικότερα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν, όπως μη μεταδοτικά νοσήματα, ψυχική υγεία και άλλα. Θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίζονται τα οποιαδήποτε προβλήματα που ενδεχομένως σχετίζονται με εκμετάλλευση και κακοποίηση, τόσο σωματική, ψυχική ή σεξουαλική.
 
Όμως, για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχει και η χώρα που τους φιλοξενεί τις πρακτικές δυνατότητες να το υλοποιήσει. Χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία συναντούν μεγάλες δυσκολίες για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους απέναντι στους μετανάστες, κυρίως λόγω της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης και της λαθρομετανάστευσης. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι κατ΄αναλογία πληθυσμού, οι χώρες αυτές φιλοξενούν λιγότερους και από τους μισούς μετανάστες/λαθρομετανάστες από ότι η χώρα μας.
 
Τι γίνεται, λοιπόν, με τη δημόσια υγεία στην Κύπρο σε σχέση με τους μετανάστες; Η  πρόσφατη έξαρση της λαθρομετανάστευσης, κυρίως διαμέσου της γραμμής διαχωρισμού του νησιού, προκαλεί δικαιολογημένες ανησυχίες ότι τα προβλήματα που έχουν αρχίσει να καταγράφονται θα επιδεινωθούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια.
Οι οποιεσδήποτε επιπτώσες δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί και τα διαθέσιμα στοιχεία είναι λίγα. Ειδικές έρευνες δεν έχουν γίνει και τα μόνα δεδομένα προέρχονται από τομείς όπου τηρούνται συστηματικά στατιστικά στοιχεία, όπως ο τομέας του HIV/AIDS.
 
Τα πιο αξιόπιστα στοιχεία προέρχονται από τον τομέα των λοιμωδών νοσημάτων, λόγω της ύπαρξης προγραμμάτων συστηματικής επιδημιολογικής καταγραφής και επιτήρησής τους.
Τα πιο συμπληρωμένα στοιχεία προέρχονται από τον τομέα του HIV/AIDS. Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια είχε διαφανεί πως το ποσοστό των αλλοδαπών ανάμεσα στα HIV οροθετικά άτομα που διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο παρουσίαζε κάθετη άνοδο.
Παρόμοιες αλλαγές καταγράφονται και σε σχέση με άλλες μεταδοτικές ασθένειες.

Η ετήσια συχνότητα νέων περιστατικών φυματίωσης έχει παραμείνει σταθερή τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια. Την ίδια περίοδο καταγράφτηκε μια κάθετη άνοδος του ποσοστού των αλλοδαπών στο σύνολο των διαγνωσθέντων περιστατικών. Ένας πολύ σοβαρός κίνδυνος είναι η εισαγωγή στην Κύπρο περιστατικών φυματίωσης ανθεκτικής στα διαθέσιμα αντιβιοτικά.
 
Οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν αύξηση των περιστατικών ηπατίτιδας Β και C που οφείλεται στο μεγαλύτερο βαθμό σε αλλοδαπούς. Στην Κύπρο εφαρμόζεται από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 γενικό σχέδιο εμβολιασμού των παιδιών κατά της ηπατίτιδας Β. Το ποσοστό κάλυψης είχε αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, φθάνοντας επίπεδα  που πλησιάζουν το 100%.  Η δημιουργία κλειστών ομάδων πληθυσμού όπου οι αρχές δεν έχουν εύκολη πρόσβαση δημιουργεί εύλογες ανησυχίες ότι πολλά παιδιά ίσως παραμένουν χωρίς την απαιτούμενη κάλυψη, με αποτέλεσμα να διατρέχουν τα ίδια και ο περίγυρός τους τον κίνδυνο προσβολής με ηπατίτιδα Β. Η αύξηση των περιστατικών ηπατίτιδας Β θα επιφέρει σοβαρή επιβάρυνση στους προϋπολογισμούς της υγείας, λόγω του μεγάλου κόστους που συνυπάγεται η θεραπεία της. Σε ότι αφορά την ηπατίτιδα C, ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και τους κρατικούς προϋπολογισμούς είναι ακόμη μεγαλύτερος, εφόσον δεν υπάρχει για την ώρα το κατάλληλο εμβόλιο.
 
Ένα από τα σοβαρότερα κοινωνικά προβλήματα, ίσως το σοβαρότερο σήμερα στην Κύπρο, με επιπτώσεις ολέθριες για τη δημόσια υγεία, είναι η αυξανόμενη διακίνηση και χρήση ναρκωτικών. Η μαζική εισροή παράνομων εποίκων αποτελεί ένα από τους βασικούς παράγοντες διατήρησης και επιδείνωσης του προβλήματος των ναρκωτικών που μεταφέρονται μαζικά και συστηματικά από την Τουρκία στα κατεχόμενα. Η ανοικτή πληγή της διαχωριστικής γραμμής κατοχής αποτελεί μια πύλη εισόδου των ναρκωτικών και προς τις ελεύθερες περιοχές. 

Λαθρομετανάστες από άλλες χώρες που βρίσκονται στα κατεχόμενα γίνονται εύκολη λεία των εμπόρων ναρκωτικών, λόγω της ευάλωτης θέσης στην οποία βρίσκονται, με αποτέλεσμα να γίνονται οι ίδιοι χρήστες και βαποράκια προς τις ελεύθερες περιοχές. Ακριβή και αξιόπιστα στοιχεία αναφορικά με τις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις των ναρκωτικών δεν υπάρχουν, όμως πρόκειται για ένα πρόβλημα που δικαιολογημένα μπορεί να θεωρηθεί πως αποτελεί την υπ΄ αριθμό ένα απειλή για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια και για την κοινωνική σταθερότητα στον τόπο μας.
 
Σε ότι αφορά στις μη μεταδοτικές ασθένειες όπως ό καρκίνος, ο διαβήτης, οι καρδιοπάθειες, οι ψυχικές παθήσεις, πολύ λίγα γνωρίζουμε σε σχέση με την προέλευση των περιστατικών, επειδή για τις περισσότερες δεν υπάρχουν συστήματα καταγραφής αντίστοιχα με αυτά που λειτουργούν για τα τα λοιμώδη, ή αν υπάρχουν, όπως στην περίπτωση του καρκίνου, δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Δεν γνωρίζουμε, για παράδειγμα, πόσα περιστατικά καρκίνου έχουν καταγραφεί ανάμεσα σε μετανάστες ή λαθρομετανάστες κατά τα τελευταία χρόνια. Αυτό που θα πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτο είναι πως από τη στιγμή που τα άτομα αυτά ζουν στην Κύπρο τέτοια περιστατικά θα υπάρξουν και η επιβάρυνση των δημοσίων ταμείων θα είναι η ανάλογη, αν και δεν είναι δυνατόν ακόμη να εκτιμηθεί.
 
Παίρνοντας την περίπτωση του HIV/AIDS ως παράδειγμα, μπορούμε να έχουμε μια προκαταρκτική εικόνα για το πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν τα πράγματα, εφόσον το σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης στον τομέα αυτό είναι αρκετά πλήρες.
 
Από την αρχή της τήρησης επιδημιολογικών δεδομένων για το HIVAIDS, το 1986, καταγράφονταν στοιχεία για την εθνικότητα των διαγνωσθέντων ατόμων και κατά πόσον ήταν μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου ή εξωτερικού. Με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η επιδημιολογική επιτήρηση του HIV/AIDS προσαρμόστηκε στους τρόπους δήλωσης των Ευρωπαϊκών κέντρων επιδημιολογικής επιτήρησης. Μια βασική προσαρμογή ήταν η συμπερίληψη στα στοιχεία που συλλέγονταν περισσότερων λεπτομερειών για κάθε περιστατικό ως προς την  προέλευσή του και συγκεκριμένα κατά πόσον προέρχεται από περιοχή με γενικευμένη επιδημία του HIV/AIDS ή αν είχε επαφή με άτομο προερχόμενο από τέτοια περιοχή.
 
Από ότι φαίνεται, λοιπόν, η ενασχόλιση με τον τόπο προέλεσης περιστατικών HIV/AIDS ή άλλων λοιμωδών νοσημάτων δεν είναι επινόηση δική μας, ούτε προέρχεται από κάποιες δικές μας τάσεις ρατσισμού ή ξενοφοβίας. Η καταγραφή αυτών των στοιχείων είναι απόλυτα δικαιολογημένη, με τον ίδιο τρόπο που είναι δικαιολογημένη η καταγραφή άλλων δημογραφικών στοιχείων ή του τρόπου προσβολής ενός ατόμου από τον ιό. Δεν μπορεί να γίνει μια σωστή αξιολόγηση της επιδημιολογικής κατάστασης και της εξέλιξής της χωρίς τα στοιχεία αυτά.
  • Παρ΄ όλα αυτά, όταν εμείς στην Κύπρο μιλούμε για τις αλλαγές στο δημογραφικό χαρακτήρα μιας επιδημίας δεχόμαστε τις επικρίσεις των διεθνών οργανισμών για την υγεία και για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με το πρόσχημα πως τέτοιου είδους δηλώσεις είναι ρατσιστικές και παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των ατόμων με HIV/AIDS και των μεταναστών.
Χαρακτηριστικά θα αναφέρω ότι τα τελευταία τέσσερα περίπου χρόνια παρατηρήθηκε κάθετη άνοδος στο ποσοστό των αλλοδαπών ανάμεσα στα άτομα με HIV/AIDS που διαμένουν στην Κύπρο.
Επίσης, μια ελαφρά ανοδική τάση στην ετήσια συχνότητα των περιστατικών HIV/AIDS οφείλεται μερικώς στον επαναπατρισμό Κυπρίων οροθετικών, κυρίως, όμως, στην άφιξη αλλοδαπών που ζητούν άδεια παραμονής.


Το γεγονός αυτό καταγράφτηκε στα επιδημιολογικά δελτία και τις εκθέσεις, επειδή θεωρήθηκε ότι αποτελούσε μια δυνατή ένδειξη για την πιθανότητα σταδιακής αλλαγής της πορείας της επιδημίας και της κάθετης ανόδου της δαπάνης για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη μέσα στα επόμενα χρόνια. Υπήρξε άμεση αντίδραση από μέρους της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες που διαμαρτυρήθηκε ότι επρόκειτο για ρατσιστική αντιμετώπιση και στιγματισμό των αιτητών ασύλου. Ως απάντηση στον ισχυρισμό αυτό δόθηκαν από μέρους μας στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι τόσον ή Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και η Ηνωμένες Πολιτείες καταγράφουν τέτοια στοιχεία σε βάση ρουτίνας. 

Τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη τα καταγράφουν στις επίσημες εκθέσεις τους που ετοιμάζονται από το αρμόδιο πρόγραμμα που είναι το UNAIDS. Τονίστηκε, επίσης, πως η καταγραφή των περιστατικών HIV/AIDS για σκοπούς επιδημιολογικής επιτήρησης γίνεται πάντοτε ανώνυμα, χωρίς η ταυτότητά τους να είναι γνωστή στα άτομα που τα καταγράφουν και τα επεξεργάζονται. Οι δηλώσεις αφορούν το σύνολο των περιστατικών και όχι άτομα.
 
Ένα άλλο στοιχείο σταδιακής αλλαγής της εικόνας της επιδημίας του HIV/AIDS στην Κύπρο που σχετίζεται άμεσα με την άφιξη και εγκατάσταση οροθετικών ατόμων προερχομένων από χώρες με γενικευμένη επιδημία είναι και το γεγονός ότι αυξάνεται σταθερά ο αριθμός των οροθετικών γυναικών σε σχέση με αυτό των αντρών. Μέχρι πρόσφατα αναλογούσαν 6 άντρες για 1 γυναίκα οροθετική στην Κύπρο, όπως και στις πλείστες Ευρωπαϊκές χώρες. Τα τελευταία χρόνια η αναλογία έχει πέσει στους 4 άντρες για κάθε γυναίκα. Στους οροθετικούς Κύπριους μόνιμους κατοίκους η αναλογία παραμένει 6 προς μία και στους αλλοδαπούς είναι ένας προς μία, όπως είναι και στις χώρες προέλευσής τους. Θα πρέπει να τονιστεί πως μια χαμηλή αναλογία φύλου θεωρείται αρνητικό στοιχείο επειδή υποδηλώνει ότι η επιδημία έχει επηρεάσει πλέον το γενικό πληθυσμό, τις γυναίκες και τα παιδιά.
 
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι ανάμεσα στις επτά εγκύους οροθετικές γυναίκες που εντοπίστηκαν τα τελευταία χρόνια κατά τον προγεννητικό έλεγχο ρουτίνας  οι έξι είναι αλλοδαπές, κυρίως από χώρες της Υπο Σαχάρειας Αφρικής.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία πως η εικόνα της επιδημίας αλλοιώνεται σταδιακά λόγω της άφιξης και εγκατάστασης οροθετικών ατόμων από χώρες όπου επικρατεί γενικευμένη επιδημία του HIV/AIDS.
 
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η άφιξη ατόμων από τις περιοχές αυτές ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την πρόσφατη αύξηση των κρουσμάτων HIV/AIDS. Η διάγνωση αυτών των περιστατικών τείνει να γίνεται σε πιο προχωρημένο στάδιο παρά ότι τα περιστατικά ανάμεσα στους ντόπιους κατοίκους και για το λόγο αυτό έχουν μικρότερα περιθώρια επιβίωσης. Θα ήταν λογικό να υπολογίσουμε πως παρόμοιες τάσεις θα παρατηρηθούν σύντομα και στην Κύπρο, με το ανάλογο κόστος για τη δημόσια υγεία και τα ταμεία του Κράτους.
 
Η Κύπρος έχει δεσμευτεί να παράσχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και άλλα κοινωνικά οφελήματα σε μετανάστες, νόμιμους και παράνομους. Αυτό προκύπτει και μέσα από τις στοιχειώδεις αρχές για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
 
Ο τρόπος παροχής αυτών των οφελημάτων στον τομέα της υγείας δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Στην Κύπρο βρισκόμαστε και σε αυτό τον τομέα, όπως και σε πολλούς άλλους, σε μια μεταβατική φάση, με κυριότερο θέμα αυτό της επικείμενης εισαγωγής ενός Γενικού Σχεδίους Υγείας. Ο τρόπος χρηματοδότησης του Σχεδίου μελετάται και δεν είναι ακόμη καθορισμένο το ύψος της εισφοράς που θα κληθεί να καταβάλλει ο πολίτης.
 
Δεν έχει, επίσης, καθοριστεί κατά πόσον η περίθαλψη των αλλοδαπών θα καλύπτεται από το Γενικό Σχέδιο Υγείας. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι ξεκάθαρο ότι θα καλύπτονται μόνο αυτοί που εργάζονται νόμιμα και συνεισφέρουν στο Σχέδιο.
Με τους υπόλοιπους τι θα γίνει; Αν ένας παράνομος μετανάστης αρρωστήσει θα πρέπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το Κράτος, το κοινωνικό σύνολο, να του παράσχει στήριξη και θεραπεία. Δεν είναι δυνατόν να παραμείνει η κοινωνία απαθής μπροστά στην αρρώστια ή το θάνατο, έστω και αν το άτομο που επηρεάζεται ήταν μέχρι πρόσφατα ένας παράνομος μετανάστης άγνωστος μεταξύ αγνώστων. 

Πώς θα καλυφθούν τα έξοδα για το σκοπό αυτό;
 
Τα ενδεχόμενα αυτά κάθε άλλο παρά αποκακρυσμένα είναι. Αντίθετα, τα βιώνουμε ήδη, σε αρκετές περιπτώσεις με έντονο τρόπο, αφού συχνά ο τρόπος με τον οποίο αναδύεται το πρόβλημα στην επιφάνεια είναι όταν το άτομο πεθάνει. Είχαμε πρόσφατα περιστατικά θανάτων όπου δεν υπήρχαν οι αναγκαίοι μηχανισμοί και οι τρόποι χρηματοδότησης ταφής ή επαναπατρισμού των σορών. Ενόσω θα αυξάνονται τα περιστατικά, μάλλον θα μειώνονται οι φιλάνθρωποι που θα αναλαμβάνουν τα έξοδα. Αναμφίβολα, εκτός από θανάτους, σύντομα θα έχουμε και σοβαρά περιστατικά που θα χρήζουν άμεσης φροντίδας. Για τις μεταδοτικές ασθένειες υπάρχει πρόνοια με βάση το νόμο για την προστασία της δημόσιας υγείας, που επιβάλλει την παροχή δωρεάν εξετάσεων και περίθαλψης σε οποιοδήποτε άτομο βρίσκεται στην Κυπριακή επικράτεια αν αυτό κριθεί αναγκαίο. Για τις χρόνιες παθήσεις δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο.
 
Αλλά και για τους νόμιμους μετανάστες, πώς θα καλύπτεται η ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, στην περίπτωση που αποφασιστεί ότι αυτή δεν θα καλύπτεται από το Γενικό Σχέδιο Υγείας; Τα έξοδα αυτά πώς θα καλυφθούν και ποιανού η τσέπη θα επιβαρυνθεί περισσότερο; Αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα αυτά και θα πρέπει να βρεθούν τα αναγκαία κονδύλια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε τα έξοδα θα καλυφθούν με βάση το νόμο για την προστασία της δημόσιας υγείας, είτε από κάποια άλλη πηγή.
 
Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: μέχρι πού φθάνουν οι δυνατότητες ενός Κράτους; Όταν μιλούμε για ένα μικρό Κράτος όπως η Κύπρος που επιπλέον περνά μια από τις δυσκολότερες φάσεις στην ιστορία του, εφόσον διακυβεύεται μέχρι και η ίδιά του η επιβίωση, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα: Είμαστε σε θέση να σηκώσουμε το βάρος της ανεξέλεγκτης εισροής μεταναστών; Τα πρόσθετα κονδύλια πρέπει να βρεθούν από κάπου και το βασικό ερώτημα είναι: Πόσο θα επηρεαστεί ο μέσος φορολογούμενος που χωρίς αμφιβολία θα κληθεί να καλύψει τα έξοδα;
 
Ο τομέας του HIV/AIDS παρέχει πολλές δυνατότητες για μια προκαταρκτική αξιολόγηση των πιθανών σεναρίων που θα προκύψουν, επειδή, εκτός από το γεγονός που έχουμε αναφέρει ότι τηρούνται λεπτομερή επιδημιολογικά στοιχεία, στον τομέα αυτό διαθέτουμε και ένα από τα λίγα μετρήσιμα στοιχεία, που είναι αυτό των αντιρετροϊκών φαρμάκων. Επειδή αυτά τα φάρμακα αγοράζονται μόνο για τα άτομα με HIV λοίμωξη και AIDS μπορούμε να παρακολουθούμε τις τάσεις στο κόστος θεραπείας. Τα φάρμακα αυτά είναι εξαιρετικά ακριβά και κάθε χρόνο δαπανούνται εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για το σκοπό αυτό. Ενδεικτικά αναφέρω πως:
  • Το 2005 δαπανήθηκαν €820.000
  • Το 2006 €1.065.000
  • Το 2007 €1.235.000
  • Και το 2008 μέχρι το τέλος του Οκτώβρη, €1.300.000.
Μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το κατά κεφαλή κόστος των αντιρετροϊκών φαρμάκων, εφόσον ο αριθμός των ατόμων που είναι ανά πάσα στιγμή σε θεραπεία δεν είναι σταθερός. Τα άτομα αυτά είναι περίπου 180 και με βάση τα δεδομένα του 2007 το κατά κεφαλή κόστος είναι κατά προσέγγιση €7.000 – και αυτό μόνο για τα αντιρετροϊκά φάρμακα. Πέραν αυτών των κόστων, υπάρχουν κόστη άλλων φαρμάκων εκτός των αντιρετροϊκών, κόστη νοσηλείας και φροντίδας, που απαιτούν στελέχωση και εξοπλισμό κλινικής, κόστη κοινωνικής στήριξης, επειδή τα άτομα αυτά λαμβάνουν βοηθήματα από το Κράτος, και τέλος κόστη παρακολούθησης, επειδή πρέπει να υποβάλλονται σε συστηματικές ιατρικές εξετάσεις για να καθοριστεί πότε θα αρχίσουν να υποβάλλονται σε αντιρετροϊκή θεραπεία ή, αν ήδη παίρνουν τη θεραπεία, να αξιολογείται η αποτελεσματικότητα της και οι ενδείξεις για συνέχιση του συγκεκριμένου φαρμακευτικού σχήματος ή τροποποίησή του.
 
Ανάμεσα στα άτομα που υποβάλλονται σε αντιρετροϊκή θεραπεία οι αλλοδαποί είναι ακόμη ελάχιστοι. Πολλά άτομα που είναι αιτητές ασύλου βρίσκονται προς το παρόν σε στάδιο όπου δεν χρειάζονται αντιρετροϊκή θεραπεία. Τα άτομα που θα παραμείνουν στην Κύπρο γνωρίζουμε, με μαθηματική βεβαιότητα, πως σε κάποιο στάδιο θα πρέπει να αρχίσουν να λαμβάνουν τα φάρμακα.
 
Τα ερώτημα είναι πόσα θα είναι τα άτομα αυτά: Δέκα; Εκατό; Χίλια; αυτό δεν το γνωρίζουμε, αλλά σίγουρα θα υπάρξουν αυξημένες δαπάνες που θα πρέπει να είμαστε σε θέση να καλύψουμε και θα πρέπει από τώρα να εξευρεθούν τρόποι διασφάλισης των απαραίτητων κονδυλίων, τόσο για τα αντιρετροϊκά φάρμακα, όσο και για τα υπόλοιπα κόστη φροντίδας.
 
Με το ίδιο σκεπτικό θα αυξηθούν τα κόστη και για άλλες ασθένειες. Είτε πρόκειται για μεταδοτικά νοσήματα που θα καλύπτονται με βάση τη νομοθεσία για την προστασία της δημόσιας υγείας, είτε πρόκειται για ασθένειες που θα καλύπτονται από άλλες πηγές, η χρηματοδότηση δεν θα μας έρθει από εξωγήινες πηγές. Η Κυπριακή Δημοκρατία και ο Κύπριος φορολογούμενος θα πρέπει να επωμιστούν το πρόσθετο αυτό βάρος.
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως με βάση τις δεσμεύσεις μας σε διεθνείς και ευρωπαϊκές συνθήκες και συμβάσεις θα πρέπει να προετοιμαστούμε να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση αυτή αποτελεσματικά, χωρίς να αφήνουμε περιθώρια να κατηγορηθούμε και να διασυρθεί το όνομα της Κύπρου. Παράλληλα όμως θα πρέπει να υπάρξει και μια ρεαλιστική αντιμετώπιση σε ότι αφορά τα δεδομένα της μετανάστευσης, ώστε να περιοριστεί σε αυτά τα πλαίσια που θα διασφαλίσουν μια πολιτική μετανάστευσης όπου τα οφέλη από την ένταξη αλλοδαπών θα εξισορροπούν τις επιπρόσθετες υποχρεώσεις που θα αναλάβουμε.
 
Η Κύπρος, μαζί με άλλα μικρά μεσογειακά κράτη που αντιμετωπίζουν επίσης σοβαρά προβλήματα απορρόφησης των μεταναστών στο κοινωνικό σύνολο, θα πρέπει να ζητήσει όπως υπάρξει μια ρεαλιστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Η προσέγγιση από μέρους διεθνών οργανώσεων πως τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών είναι απαράβατα, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο έφθασαν σε μια χώρα δεν είναι ρεαλιστική. Τίθεται θέμα βιωσιμότητας των εθνικών οικονομιών, κυρίως σε μια χώρα όπως η δική μας όπου υπάρχει ο κίνδυνος ακόμη και εθνικού αφανισμού, όχι μόνον εξαιτίας των επεκτατικών πολιτικών της Τουρκίας, αλλά και μέσα από πιο ύπουλες και έμμεσες πολιτικές δημογραφικών αλλοιώσεων. 

Είναι προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής οικογένειας να αντιληφθεί τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την ίδια της την κοινωνική σταθερότητα και ευημερία. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να στηρίξει τα κράτη που αντιμετωπίζουν αυτούς τους θανάσιμους κινδύνους και να αντιμετωπίσει το θέμα αυτό με ρεαλισμό, χωρίς στείρες διακηρύξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που, όχι μόνο δεν θα προστατευτούν, αλλά, στο τέλος της ημέρας θα παραβιαστούν λόγω της αδυναμίας των κρατών να εντάξουν ομαλά τους μετανάστες στο κοινωνικό σύνολο. 
 http://www.evagoras.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ