Τάκιτος |
Αναπαριστάνοντάς σας τα γεγονότα, θα προσπαθήσω να γίνουμε
αυτόπτες μάρτυρες οι ίδιοι. Η Ιερουσαλήμ του 63 π.Χ. είναι μια πολύ οχυρωμένη
πρωτεύουσακαι ο Ναός της ένα κάστρο, στην κυριολεξία, περιβαλλόμενο από τρία
αλλεπάλληλα τείχη.
Η φήμη του αμύθητου πλούτου που φυλάγεται στο Ναό απλώνεται
σ' όλη τη Μεσόγειο, συμπερπατώντας με ψευτιές και αλήθειες για την εβραϊκή
φυλή. Που, έτσι κι αλλιώς, με τον απομονωτισμό της και τις παράδοξες θρησκευτικές
της συνήθειες προκαλεί δέος και περιφρόνηση. Ο πλούτος δημιουργεί ταυτόχρονα
και τα δυο συναισθήματα. Ο ειδωλολατρικός κόσμος απορεί για το πως ένας λαός
τόσο πλούσιος ζει χωρίς γιορταστικές εκδηλώσεις, πανηγύρια, θεάματα, ταπεινός
και υπάκουος στις σαδιστικές θρησκευτικές απαγορεύσεις που του μεταβιβάζονται
και του επιβάλλονται από το Ιερατείο του.
Ιώσηπος : ρωμαιόφιλος ρωμαιόδουλος Εβραίος, που μισεί θανάσιμα τους Έλληνες. |
Η φήμη του αμύθητου πλούτου γίνεται
θρύλος και ερεθίζει την κοινή περιέργεια από Ανατολή σε Δύση, αφού ο Ναός είναι
άβατος. Κανείς δεν μπορεί να διαβεί το κατώφλι του, εκτός από τους ιερείς. Ούτε
οι Εβραίοι πολίτες, που μόνο στον περίβολό του γίνονταν δεκτοί. Όσοι κατά καιρούς
υποδούλωσαν τον εβραϊκό λαό, Ασσύριοι, Μήδοι, Πέρσες, τον περιφρονούσαν βαθιά,
ισχυρίζεται ο Τάκιτος.
Και αφήνει να εννοηθεί πως ήταν φυσικό, έναν λαό που τον
εξευτέλιζαν τόσο οι κυβερνήτες του, «να τον θεωρούν και οι κατακτητές του σαν
τον πιο περιφρονημένο από τους σκλάβους τους».
Φαίνεται, όμως, πως κι αυτή η
απαγόρευση, να μπει οποιοσδήποτε στο Ναό, φούντωνε την περιέργεια για τα
θαύματα που πιθανότατα έκρυβε. Η φαντασία των ανθρώπων της εποχής εξάλλου ήταν
τόσο πλούσια τροφοδοτημένη από εντυπώσεις.
Οι μυθικοί ναοί της Ανατολής, τα ογκώδη
μνημεία της Αιγύπτου, τα αριστουργήματα τα ναών της Ελλάδας, ακόμα και οι
απομιμήσεις της όψιμα πολιτισμένης Ρώμης, έκαναν τον κόσμο να φαντάζεται πως
μέσα στον άβατο ναό θα φυλάγονταν απερίγραπτα θαύματα.
Συνηθισμένοι από τους πολιτισμούς αιώνων να δαπανούν οι διάφοροι λαοί τεράστια ποσά, για να εκφράζουν τη σχέση τους και να διαδηλώνουν την πίστη ή το φόβο τους για τις εναλλασσόμενες (κατά καιρούς) θεότητες, θεωρούσαν πολύ φυσικό να 'χει ένας τόσο θρησκευόμενος λαός, σαν τον ιουδαϊκό, αλλά και τόσο πλούσιος, θησαυρούς απαράμιλλης τέχνης στο ναό του και γι' αυτό απαγόρευε και την είσοδο στους πάντες, ακόμη και ομόθρησκους.
Έτσι δεν υπήρχε μάρτυρας να μαρτυρήσει το περιεχόμενο του. Ώσπου, στα 63 π.Χ., ο Πομπήιος εκπόρθησε την Ιερουσαλήμ και στάθηκε ο πρώτος που εισέβαλε στον άβατο ναό, με το δικαίωμα του κατακτητή.
Ο φλεγματικός Τάκιτος θα γράψει το αμίμητο: «Και τότε κυκλοφόρησε ο θόρυβος πως ο Ναός ήταν άδειος».
Ο Πομπήιος και η ακολουθία του βρέθηκαν σ' ένα χτίσμα μεγάλο, που φάνταζε τεράστιο, καθώς ήταν ολόγυμνο. «Κανένα πρόσωπο θεού δεν το στόλιζε». Μόνον πέτρινοι τοίχοι, οροφή, πάτωμα.
Ένας ναός χωρίς πιστούς, για έναν θεό χωρίς έλεος.«Ψέματα», φωνάζει ο Ιώσηπος. «Υπήρχε το θυμιατό, το κηροπήγιο και στο ιερό στο βάθος, που λένε πως είναι κενό, υπάρχει το θησαυροφυλάκιο, με δυο χιλιάδες χρυσά τάλαντα ιερά».
Συνηθισμένοι από τους πολιτισμούς αιώνων να δαπανούν οι διάφοροι λαοί τεράστια ποσά, για να εκφράζουν τη σχέση τους και να διαδηλώνουν την πίστη ή το φόβο τους για τις εναλλασσόμενες (κατά καιρούς) θεότητες, θεωρούσαν πολύ φυσικό να 'χει ένας τόσο θρησκευόμενος λαός, σαν τον ιουδαϊκό, αλλά και τόσο πλούσιος, θησαυρούς απαράμιλλης τέχνης στο ναό του και γι' αυτό απαγόρευε και την είσοδο στους πάντες, ακόμη και ομόθρησκους.
Έτσι δεν υπήρχε μάρτυρας να μαρτυρήσει το περιεχόμενο του. Ώσπου, στα 63 π.Χ., ο Πομπήιος εκπόρθησε την Ιερουσαλήμ και στάθηκε ο πρώτος που εισέβαλε στον άβατο ναό, με το δικαίωμα του κατακτητή.
Ο φλεγματικός Τάκιτος θα γράψει το αμίμητο: «Και τότε κυκλοφόρησε ο θόρυβος πως ο Ναός ήταν άδειος».
Ο Πομπήιος και η ακολουθία του βρέθηκαν σ' ένα χτίσμα μεγάλο, που φάνταζε τεράστιο, καθώς ήταν ολόγυμνο. «Κανένα πρόσωπο θεού δεν το στόλιζε». Μόνον πέτρινοι τοίχοι, οροφή, πάτωμα.
Ένας ναός χωρίς πιστούς, για έναν θεό χωρίς έλεος.«Ψέματα», φωνάζει ο Ιώσηπος. «Υπήρχε το θυμιατό, το κηροπήγιο και στο ιερό στο βάθος, που λένε πως είναι κενό, υπάρχει το θησαυροφυλάκιο, με δυο χιλιάδες χρυσά τάλαντα ιερά».
«Το ιερό», επιμένει ο Τάκιτος, «ήταν κενό και δεν έκρυβε
κανένα μυστήριο». Για τον Πομπήιο φυσικά, ένα χρηματοκιβώτιο δεν αποτελούσε
θρησκευτικό αντικείμενο, όπως και για τον Τάκιτο που μεταφέρει την περιγραφή
και απαξιεί να το αναφέρει. Παρά το ότι ο Ιώσηπος βεβαιώνει ότι ο Πομπήιος δεν
πήρε τα χρήματα.
Από τις διαμαρτυρίες του Ιώσηπου και στο παραπάνω βιβλίο και στο Κατ' Απίωνος, φαίνεται καθαρά πως η είδηση στάθηκε το σκάνδαλο της εποχής. Ο θρύλος του Ναού που ήταν άβατος, γιατί ο θεός του θα κεραύνωνε τον ιερόσυλο κοινό θνητό που θα παραβίαζε το κατώφλι του, ξεφούσκωνε σε μια μεγάλη φάρσα.
Μια αδιανόητη μπλόφα, που κρατούσε επί αιώνες μακριά του τους τρομοκρατημένους Εβραίους. Μια καλοστημένη σκηνοθεσία που δεν περιείχε τελικά καμιά θρησκευτική ή λατρευτική ένδειξη.
Ο αμείλιχτος Ιαχβέ αποκτούσε τελικά το πραγματικό του πρόσωπο: Ήταν η κοσμική απειλή, ο Ες-Ες, ο Εσατζής, ο Αμερικανός πεζοναύτης.
Πώς να εφεύρεις θεϊκό πρόσωπο για ένα εκτελεστικό όργανο που το επισείεις συνεχώς σαν απειλή; Πώς να εικονογραφήσεις τον αδυσώπητο εκπρόσωπο της πολιτικής απολυταρχικής εξουσίας, όταν εσύ που τον διδάσκεις, τον τοποθετείς, τον προορίζεις και τον «πιστεύεις» σαν μαντρόσκυλο των αγαθών σου;
Η Ποίηση δε θα πεθάνει όσο ο άνθρωπος βρίσκεται έκθαμβος μπροστά στο θαύμα της δημιουργίας και ανυπεράσπιστος στον τρόμο του θανάτου. Από την αδυναμία του αυτή δημιουργήθηκαν θεοί, ύμνοι, μουσική, αγάλματα, ζωγραφιές, νταντελένιοι ναοί και αρχιτεκτονικά αραβουργήματα.
Μόνον οι Εβραίοι πλουτοκράτες χρησιμοποίησαν την ιδέα του θεού για μαντρόσκυλο του θησαυροφυλακίου τους. Και τη θρησκεία για τη μονοπώληση του πλούτου.
Εικόνα και ομοίωμά τους, ο Ιαχβέ, διακήρυσσε, με το στόμα τα εφευρετών του, πως δεν χρειαζόταν κανένα λατρευτικό σύμβολο από τους πιστούς του. Και ήταν συνεπής: Του αρκούσε ένα κάστρο-θησαυροφυλάκιο. Άλλη καμιά ιδέα, άλλο κανένα ιδανικό δεν κατοικούσε το Ναό παρά χιλιάδες χρυσά τάλαντα. Όπως και την ψυχή τους.
Από τις διαμαρτυρίες του Ιώσηπου και στο παραπάνω βιβλίο και στο Κατ' Απίωνος, φαίνεται καθαρά πως η είδηση στάθηκε το σκάνδαλο της εποχής. Ο θρύλος του Ναού που ήταν άβατος, γιατί ο θεός του θα κεραύνωνε τον ιερόσυλο κοινό θνητό που θα παραβίαζε το κατώφλι του, ξεφούσκωνε σε μια μεγάλη φάρσα.
Μια αδιανόητη μπλόφα, που κρατούσε επί αιώνες μακριά του τους τρομοκρατημένους Εβραίους. Μια καλοστημένη σκηνοθεσία που δεν περιείχε τελικά καμιά θρησκευτική ή λατρευτική ένδειξη.
Ο αμείλιχτος Ιαχβέ αποκτούσε τελικά το πραγματικό του πρόσωπο: Ήταν η κοσμική απειλή, ο Ες-Ες, ο Εσατζής, ο Αμερικανός πεζοναύτης.
Πώς να εφεύρεις θεϊκό πρόσωπο για ένα εκτελεστικό όργανο που το επισείεις συνεχώς σαν απειλή; Πώς να εικονογραφήσεις τον αδυσώπητο εκπρόσωπο της πολιτικής απολυταρχικής εξουσίας, όταν εσύ που τον διδάσκεις, τον τοποθετείς, τον προορίζεις και τον «πιστεύεις» σαν μαντρόσκυλο των αγαθών σου;
Η Ποίηση δε θα πεθάνει όσο ο άνθρωπος βρίσκεται έκθαμβος μπροστά στο θαύμα της δημιουργίας και ανυπεράσπιστος στον τρόμο του θανάτου. Από την αδυναμία του αυτή δημιουργήθηκαν θεοί, ύμνοι, μουσική, αγάλματα, ζωγραφιές, νταντελένιοι ναοί και αρχιτεκτονικά αραβουργήματα.
Μόνον οι Εβραίοι πλουτοκράτες χρησιμοποίησαν την ιδέα του θεού για μαντρόσκυλο του θησαυροφυλακίου τους. Και τη θρησκεία για τη μονοπώληση του πλούτου.
Εικόνα και ομοίωμά τους, ο Ιαχβέ, διακήρυσσε, με το στόμα τα εφευρετών του, πως δεν χρειαζόταν κανένα λατρευτικό σύμβολο από τους πιστούς του. Και ήταν συνεπής: Του αρκούσε ένα κάστρο-θησαυροφυλάκιο. Άλλη καμιά ιδέα, άλλο κανένα ιδανικό δεν κατοικούσε το Ναό παρά χιλιάδες χρυσά τάλαντα. Όπως και την ψυχή τους.
Ιώσηπος, ο.π., σελ.
70 και 199.
Σας θυμίζω τα λόγια του Κάουτσκυ: «Για τους άλλους λαούς οι
θεοί τους χρησιμεύουν για την εξήγηση μιας σειράς γεγονότων, μια πηγή άνεσης
και βοήθειας, σε καταστάσεις που οι ανθρώπινες δυνάμεις φαίνονται να τους
εγκαταλείπουν.
Για τους Εβραίους όμως της Παλαιστίνης ήταν ένα μέσον που τους εξασφάλιζε τη ζωή».Ένα θησαυροφυλάκιο.
Αυτό ήταν και του χριστιανισμού το «υψηλό»νόημα: η εξασφάλιση της ασυλίας του.
Μα για τον απλούστατο λόγο πως ο χριστιανισμός δεν ήταν θρησκευτικός φορέας και δεν είχε κανένα θρησκευτικό μήνυμα κι άλλη καμιά φιλοσοφία, παρά πως θα διαιωνίσουμε αδιατάρακτα τη δουλεία:
Να εργάζονται αδιαμαρτύρητα οι πολλοί και να συσσωρεύουν πλούτη οι ολίγοι. Μια ιδεολογία οικονομική, ένα σύστημα που θα εισχωρούσε αποφασιστικά στα ανθρώπινα κεφάλια και δε θ' άφηνε θέση να χωρέσει τίποτα άλλο, για να εξασφαλιστεί η ποιότητα των «ιδανικών υπηκόων».
Οπότε κανείς απ’ αυτούς δε θά 'χε πια το δικαίωμα, αλλά και την ικανότητα, να συζητήσει, να ερευνήσει ή ν' αμφισβητήσει το αλάθητο του μοναδικού κοσμικού εξουσιαστή του.
Για τους Εβραίους όμως της Παλαιστίνης ήταν ένα μέσον που τους εξασφάλιζε τη ζωή».Ένα θησαυροφυλάκιο.
Αυτό ήταν και του χριστιανισμού το «υψηλό»νόημα: η εξασφάλιση της ασυλίας του.
Γι' αυτό ετόνισα στα παραπάνω κεφάλαια πως ο χριστιανισμός μπήκε ξυπόλητος στον πολιτιστικό στίβο και περιβλήθηκε όπως -όπως τα κουρέλια που άρπαξε από τον τοτεμισμό ως τον μιθραϊσμό.
Ολόγυμνος, όπως και ο Ναός. Και άβατος σαν κι αυτόν. Πίστευε και μη έρευνα. Όχι μονάχα γιατί δε θά 'βρισκες τίποτα αν τολμούσες να ερευνήσεις.
Μα για τον απλούστατο λόγο πως ο χριστιανισμός δεν ήταν θρησκευτικός φορέας και δεν είχε κανένα θρησκευτικό μήνυμα κι άλλη καμιά φιλοσοφία, παρά πως θα διαιωνίσουμε αδιατάρακτα τη δουλεία:
Να εργάζονται αδιαμαρτύρητα οι πολλοί και να συσσωρεύουν πλούτη οι ολίγοι. Μια ιδεολογία οικονομική, ένα σύστημα που θα εισχωρούσε αποφασιστικά στα ανθρώπινα κεφάλια και δε θ' άφηνε θέση να χωρέσει τίποτα άλλο, για να εξασφαλιστεί η ποιότητα των «ιδανικών υπηκόων».
Οπότε κανείς απ’ αυτούς δε θά 'χε πια το δικαίωμα, αλλά και την ικανότητα, να συζητήσει, να ερευνήσει ή ν' αμφισβητήσει το αλάθητο του μοναδικού κοσμικού εξουσιαστή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!