Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
«Ο πόλεμος είναι απίστευτα δημοφιλής», είχε πει η βασίλισσα Βικτορία για τον Πόλεμο της Κριμαίας, μια φράση που θα γινόταν συνώνυμη της άσκοπης δυστυχίας. Ο τότε πόλεμος θεωρήθηκε επιτομή διπλωματικής ανικανότητας για την έκρηξή του και στρατιωτικής ανικανότητας για τη διεξαγωγή του. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και σήμερα, από την πλευρά των Δυτικών, όχι όμως και από την πλευρά της Ρωσίας του Πούτιν.
Η επανένωση Κριμαίας και Ρωσίας, ως ελάχιστη αντίδραση του Κρεμλίνου στο φιλοναζιστικό πραξικόπημα που οργάνωσαν οι νεοσυντηρητικοί διά των ΗΠΑ –και υποστήριξαν αυτοεξευτελιζόμενοι οι Ευρωπαίοι στο Κίεβο–, αλλά και στην άμεση προοπτική επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, ήταν ένα αριστούργημα σύλληψης και εκτέλεσης σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Η ομιλία του Πούτιν με την οποία απεδέχθη την Κριμαία στους κόλπους της Ρωσικής Ομοσπονδίας ήταν επίσης η προνομιακή ιστορική στιγμή αποκατάστασης της ρωσικής αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, μετά από τρεις δεκαετίες απίστευτων αυτοενοχοποιήσεων και αυτοταπεινώσεων, στο πλαίσιο μιας μεταρρύθμισης (περεστρόικα) που εξετράπη σε «υποβοηθούμενη (από ξένους) διαδικασία αυτοκτονίας» της ΕΣΣΔ/Ρωσίας. Διαδικασία που, τηρουμένων των αναλογιών, ομοιάζει με τη σημερινή διαδικασία ταχείας «αυτοκτονίας» του ελληνικού λαού και έθνους σε Ελλάδα και Κύπρο.
Αλλά, βεβαίως, το θέμα δεν κλείνει εδώ, μάλλον εδώ ανοίγει. Παραμένει καταρχάς ανοιχτό το μείζον θέμα του μέλλοντος της κατοικούμενης από Ρώσους Ανατολικής Ουκρανίας και του συνολικού προσανατολισμού αυτής της χώρας. Από αυτό εξαρτώνται οι μελλοντικές σχέσεις της Μόσχας με τη Δυτική Ευρώπη (Γερμανία και Γαλλία) και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παραμένει επίσης ανοιχτό το θέμα του μέλλοντος ολόκληρου του σοβιετικού χώρου. Η ένωση της Κριμαίας με τη Ρωσία δεν ήταν παρά ένα στοιχειώδες αμυντικό μέτρο από την πλευρά της Μόσχας. Αν ένα ακροδεξιό καθεστώς επικρατήσει σε όλη την Ουκρανία πλην της Κριμαίας, και εντάξει αύριο τη χώρα στο ΝΑΤΟ, θα πρόκειται μάλλον για ήττα παρά για νίκη της Ρωσίας.
Η υπόθεση αυτή ξεκίνησε επίσης ως «γεωπολιτική», αλλά δεν θα παραμείνει επί πολύ αποκλειστικά τέτοια. Ένας από τους λόγους που χρειαζόταν να διαλυθεί η ΕΣΣΔ το 1990-1991 ήταν ότι, διαφορετικά, ήταν αδύνατη η πλήρης κατεδάφιση των όποιων «σοσιαλιστικών» στοιχείων της. Αντιστρόφως, χωρίς κάποια μορφή, κάποια στοιχεία «σοσιαλισμού», ένα «κοινωνικό άνοιγμα», αφημένο μόνο στα γεωπολιτικά του στοιχεία, με τους μετασοβιετικούς ολιγάρχες να διατηρούν τη σημερινή ισχύ τους, και τους αναπόφευκτους δεσμούς τους με την καπιταλιστική Δύση και το παγκόσμιο Χρήμα, το ευρασιατικό «όραμα» του Πούτιν θα αποδειχθεί τελικά αδύνατο.
Αρκεί, άλλωστε, μια στοιχειώδης εξοικείωση με το έργο, π.χ., ενός Ντοστογιέφσκι, ενός Τολστόι ή ενός Μπερντιάεφ για να συνειδητοποιήσει οποιοσδήποτε ότι ο ρωσικός «σοσιαλισμός» και «κομμουνισμός» έχει βαθιές ρωσικές ρίζες, δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμιά περίπτωση αποκλειστικό προϊόν εισαγωγής από τη «διαβολική» Δύση, και ασφαλώς το ρωσικό (υπό την ευρύτερη έννοια, της ρωσικής Αυτοκρατορίας, όχι της Μεγάλης Ρωσίας) περιβάλλον επέδρασε καθοριστικά στον τρόπο με τον οποίο κατάλαβαν και εφήρμοσαν τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς ένας Λένιν ή ένας Τρότσκι.
Ειρήσθω εν παρόδω, οι εξελίξεις στην Ουκρανία επιβεβαίωσαν και μια ακόμη θεμελιώδη τάση της ιστορικής εξέλιξης. Παρά τα απολυταρχικά χαρακτηριστικά που πήρε συχνά στην ιστορία του το ρωσικό καθεστώς και επί τσάρων και επί σταλινισμού, ο αληθινός του σύμμαχος εδώ και έναν αιώνα στη Δύση είναι το αριστερό, σοσιαλιστικό, δημοκρατικό κίνημα. Η άκρα Δεξιά, παρά την ενίοτε εθνική, σοσιαλιστική ή αντιφιλελεύθερη ρητορεία της, παραμένει ουσιαστικά σε όλη την Ευρώπη μια δύναμη συνδεόμενη με μια πτέρυγα της οργανικά αντιρωσικής μεγαλοαστικής τάξης της ηπείρου.
Όπως συνέβη και με το κλασικό παράδειγμα του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, ο «σοσιαλισμός» και ο «αντικαπιταλισμός» της άκρας Δεξιάς χρησιμεύει στη συγκέντρωση της δυσαρέσκειας και στη διοχέτευσή της στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου τότε, της Αυτοκρατορίας σήμερα. Αυτό απέδειξε πανηγυρικά πάλι το κίνημα Σβόμποντα, φίλοι του Λεπέν, έντονα αντιφιλελεύθεροι, αλλά και αντισημίτες, γεγονός που ουδόλως εμπόδισε την πρωτοφανή, εκπληκτική συμμαχία τους με τους Αμερικανοεβραίους νεοσυντηρητικούς! Η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, που είναι η επικεφαλής αυτού του ρεύματος, δεν είναι η συνέχεια, είναι η άρνηση του Ντε Γκωλ, κι όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό θα γνωρίσει πολύ μεγάλες απογοητεύσεις, ανάλογες αυτών που γνώρισε ο Στάλιν – η εμπιστοσύνη του στον Χίτλερ παρ’ ολίγον να οδηγήσει στην καταστροφή την ΕΣΣΔ.
Βεβαίως και η ευρωπαϊκή Αριστερά από την πλευρά της δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα. Υπάρχει η «Αριστερά της παγκοσμιοποίησης» που οργανώνει την αλληλεγγύη της με τις ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις, πίσω από το «ενδιαφέρον» της για τη δημοκρατία στον Τρίτο Κόσμο, τους ομοφυλόφιλους του Ιράν ή τις PussyRiot στη Μόσχα, παθιάζεται για την τύχη ολιγαρχών όπως ο Χοντορκόφσκι και λατρεύει το «άτομο χωρίς όρια», υπάρχει και η αυθεντικά ριζοσπαστική Αριστερά, που θέλει να συνδέσει τον αγώνα των καταπιεσμένων εθνών και των καταπιεσμένων τάξεων.
Όπως επίσης δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένος και θα ήταν μεγάλο σφάλμα της Μόσχας να θεωρήσει δεδομένο το ρόλο της Γερμανίας, ικανής να εξελιχθεί προς δύο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις πολιτικής απέναντι στη Ρωσία, ανάλογα και με την εσωτερική της κατάσταση.
Επειδή πολλά και διάφορα γράφτηκαν και γράφονται για την κρίση της Κριμαίας, θεωρούμε χρήσιμο να θυμίσουμε κάτι που ελάχιστοι θέλουν να θυμούνται στη Δύση: η διάλυση της ΕΣΣΔ και η δημιουργία των μετασοβιετικών κρατών στα σημερινά τους σύνορα δεν υπήρξε προϊόν ούτε μιας νόμιμης διαδικασίας στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ ούτε προϊόν εφαρμογής της αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνών, που διακήρυξε η Ρωσική Επανάσταση του 1917 και εφήρμοσε, μόνο όμως στην αρχή της ύπαρξής του, το σοβιετικό καθεστώς που προέκυψε από αυτή. Η αρχή της αυτοδιάθεσης, το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση μέχρι κρατικού αποχωρισμού ήταν το κέντρο του πολιτικού διαβήματος του Λένιν και ένα από τα κύρια «εκρηκτικά στοιχεία» που χρησιμοποίησε για να ανατρέψει το καθεστώς. Μία από τις πιο ιδιαίτερες συμβολές του Ρώσου πολιτικού στο μαρξισμό ήταν ακριβώς η αναγνώριση της δύναμης του έθνους και η εισαγωγή του στην επαναστατική πολιτική. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Τρότσκι, ο Λένιν ήταν ο πιο «εθνικός» από τους επαναστάτες ηγέτες της Ρωσίας.
Μπορεί η διάλυση της ΕΣΣΔ να διαφημίστηκε από τους Δυτικούς ως απελευθέρωση των εθνών της. Στην πραγματικότητα έγινε με βάναυση παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης, αφού όχι μόνο τα έθνη της δεν ρωτήθηκαν (όπως και στη Γιουγκοσλαβία) για το πού θα ’θελαν να ζήσουν, αλλά και η διάλυση ακολούθησε τη γραμμή των εσωτερικών διοικητικών ορίων της ΕΣΣΔ, που δεν αντιστοιχούσαν σε εθνολογικές πραγματικότητες.
Δεν σημειώθηκε κάποια επανάσταση στην ΕΣΣΔ το 1991. Αυτό που συνέβη ήταν ένα πραξικόπημα «από τα πάνω», των Προέδρων της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, που οργάνωσε ο πρώτος από αυτούς με την παρασκηνιακή αλλά ουσιαστική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
konstantakopoulos.blogspot.com
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 232)
«Ο πόλεμος είναι απίστευτα δημοφιλής», είχε πει η βασίλισσα Βικτορία για τον Πόλεμο της Κριμαίας, μια φράση που θα γινόταν συνώνυμη της άσκοπης δυστυχίας. Ο τότε πόλεμος θεωρήθηκε επιτομή διπλωματικής ανικανότητας για την έκρηξή του και στρατιωτικής ανικανότητας για τη διεξαγωγή του. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και σήμερα, από την πλευρά των Δυτικών, όχι όμως και από την πλευρά της Ρωσίας του Πούτιν.
Η επανένωση Κριμαίας και Ρωσίας, ως ελάχιστη αντίδραση του Κρεμλίνου στο φιλοναζιστικό πραξικόπημα που οργάνωσαν οι νεοσυντηρητικοί διά των ΗΠΑ –και υποστήριξαν αυτοεξευτελιζόμενοι οι Ευρωπαίοι στο Κίεβο–, αλλά και στην άμεση προοπτική επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, ήταν ένα αριστούργημα σύλληψης και εκτέλεσης σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Η ομιλία του Πούτιν με την οποία απεδέχθη την Κριμαία στους κόλπους της Ρωσικής Ομοσπονδίας ήταν επίσης η προνομιακή ιστορική στιγμή αποκατάστασης της ρωσικής αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, μετά από τρεις δεκαετίες απίστευτων αυτοενοχοποιήσεων και αυτοταπεινώσεων, στο πλαίσιο μιας μεταρρύθμισης (περεστρόικα) που εξετράπη σε «υποβοηθούμενη (από ξένους) διαδικασία αυτοκτονίας» της ΕΣΣΔ/Ρωσίας. Διαδικασία που, τηρουμένων των αναλογιών, ομοιάζει με τη σημερινή διαδικασία ταχείας «αυτοκτονίας» του ελληνικού λαού και έθνους σε Ελλάδα και Κύπρο.
Αλλά, βεβαίως, το θέμα δεν κλείνει εδώ, μάλλον εδώ ανοίγει. Παραμένει καταρχάς ανοιχτό το μείζον θέμα του μέλλοντος της κατοικούμενης από Ρώσους Ανατολικής Ουκρανίας και του συνολικού προσανατολισμού αυτής της χώρας. Από αυτό εξαρτώνται οι μελλοντικές σχέσεις της Μόσχας με τη Δυτική Ευρώπη (Γερμανία και Γαλλία) και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παραμένει επίσης ανοιχτό το θέμα του μέλλοντος ολόκληρου του σοβιετικού χώρου. Η ένωση της Κριμαίας με τη Ρωσία δεν ήταν παρά ένα στοιχειώδες αμυντικό μέτρο από την πλευρά της Μόσχας. Αν ένα ακροδεξιό καθεστώς επικρατήσει σε όλη την Ουκρανία πλην της Κριμαίας, και εντάξει αύριο τη χώρα στο ΝΑΤΟ, θα πρόκειται μάλλον για ήττα παρά για νίκη της Ρωσίας.
Η υπόθεση αυτή ξεκίνησε επίσης ως «γεωπολιτική», αλλά δεν θα παραμείνει επί πολύ αποκλειστικά τέτοια. Ένας από τους λόγους που χρειαζόταν να διαλυθεί η ΕΣΣΔ το 1990-1991 ήταν ότι, διαφορετικά, ήταν αδύνατη η πλήρης κατεδάφιση των όποιων «σοσιαλιστικών» στοιχείων της. Αντιστρόφως, χωρίς κάποια μορφή, κάποια στοιχεία «σοσιαλισμού», ένα «κοινωνικό άνοιγμα», αφημένο μόνο στα γεωπολιτικά του στοιχεία, με τους μετασοβιετικούς ολιγάρχες να διατηρούν τη σημερινή ισχύ τους, και τους αναπόφευκτους δεσμούς τους με την καπιταλιστική Δύση και το παγκόσμιο Χρήμα, το ευρασιατικό «όραμα» του Πούτιν θα αποδειχθεί τελικά αδύνατο.
Αρκεί, άλλωστε, μια στοιχειώδης εξοικείωση με το έργο, π.χ., ενός Ντοστογιέφσκι, ενός Τολστόι ή ενός Μπερντιάεφ για να συνειδητοποιήσει οποιοσδήποτε ότι ο ρωσικός «σοσιαλισμός» και «κομμουνισμός» έχει βαθιές ρωσικές ρίζες, δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμιά περίπτωση αποκλειστικό προϊόν εισαγωγής από τη «διαβολική» Δύση, και ασφαλώς το ρωσικό (υπό την ευρύτερη έννοια, της ρωσικής Αυτοκρατορίας, όχι της Μεγάλης Ρωσίας) περιβάλλον επέδρασε καθοριστικά στον τρόπο με τον οποίο κατάλαβαν και εφήρμοσαν τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς ένας Λένιν ή ένας Τρότσκι.
Αριστερά, Δεξιά και Ρωσία
Ειρήσθω εν παρόδω, οι εξελίξεις στην Ουκρανία επιβεβαίωσαν και μια ακόμη θεμελιώδη τάση της ιστορικής εξέλιξης. Παρά τα απολυταρχικά χαρακτηριστικά που πήρε συχνά στην ιστορία του το ρωσικό καθεστώς και επί τσάρων και επί σταλινισμού, ο αληθινός του σύμμαχος εδώ και έναν αιώνα στη Δύση είναι το αριστερό, σοσιαλιστικό, δημοκρατικό κίνημα. Η άκρα Δεξιά, παρά την ενίοτε εθνική, σοσιαλιστική ή αντιφιλελεύθερη ρητορεία της, παραμένει ουσιαστικά σε όλη την Ευρώπη μια δύναμη συνδεόμενη με μια πτέρυγα της οργανικά αντιρωσικής μεγαλοαστικής τάξης της ηπείρου.
Όπως συνέβη και με το κλασικό παράδειγμα του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, ο «σοσιαλισμός» και ο «αντικαπιταλισμός» της άκρας Δεξιάς χρησιμεύει στη συγκέντρωση της δυσαρέσκειας και στη διοχέτευσή της στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου τότε, της Αυτοκρατορίας σήμερα. Αυτό απέδειξε πανηγυρικά πάλι το κίνημα Σβόμποντα, φίλοι του Λεπέν, έντονα αντιφιλελεύθεροι, αλλά και αντισημίτες, γεγονός που ουδόλως εμπόδισε την πρωτοφανή, εκπληκτική συμμαχία τους με τους Αμερικανοεβραίους νεοσυντηρητικούς! Η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, που είναι η επικεφαλής αυτού του ρεύματος, δεν είναι η συνέχεια, είναι η άρνηση του Ντε Γκωλ, κι όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό θα γνωρίσει πολύ μεγάλες απογοητεύσεις, ανάλογες αυτών που γνώρισε ο Στάλιν – η εμπιστοσύνη του στον Χίτλερ παρ’ ολίγον να οδηγήσει στην καταστροφή την ΕΣΣΔ.
Βεβαίως και η ευρωπαϊκή Αριστερά από την πλευρά της δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα. Υπάρχει η «Αριστερά της παγκοσμιοποίησης» που οργανώνει την αλληλεγγύη της με τις ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις, πίσω από το «ενδιαφέρον» της για τη δημοκρατία στον Τρίτο Κόσμο, τους ομοφυλόφιλους του Ιράν ή τις PussyRiot στη Μόσχα, παθιάζεται για την τύχη ολιγαρχών όπως ο Χοντορκόφσκι και λατρεύει το «άτομο χωρίς όρια», υπάρχει και η αυθεντικά ριζοσπαστική Αριστερά, που θέλει να συνδέσει τον αγώνα των καταπιεσμένων εθνών και των καταπιεσμένων τάξεων.
Όπως επίσης δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένος και θα ήταν μεγάλο σφάλμα της Μόσχας να θεωρήσει δεδομένο το ρόλο της Γερμανίας, ικανής να εξελιχθεί προς δύο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις πολιτικής απέναντι στη Ρωσία, ανάλογα και με την εσωτερική της κατάσταση.
BacktotheUSSR και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση
Επειδή πολλά και διάφορα γράφτηκαν και γράφονται για την κρίση της Κριμαίας, θεωρούμε χρήσιμο να θυμίσουμε κάτι που ελάχιστοι θέλουν να θυμούνται στη Δύση: η διάλυση της ΕΣΣΔ και η δημιουργία των μετασοβιετικών κρατών στα σημερινά τους σύνορα δεν υπήρξε προϊόν ούτε μιας νόμιμης διαδικασίας στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ ούτε προϊόν εφαρμογής της αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνών, που διακήρυξε η Ρωσική Επανάσταση του 1917 και εφήρμοσε, μόνο όμως στην αρχή της ύπαρξής του, το σοβιετικό καθεστώς που προέκυψε από αυτή. Η αρχή της αυτοδιάθεσης, το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση μέχρι κρατικού αποχωρισμού ήταν το κέντρο του πολιτικού διαβήματος του Λένιν και ένα από τα κύρια «εκρηκτικά στοιχεία» που χρησιμοποίησε για να ανατρέψει το καθεστώς. Μία από τις πιο ιδιαίτερες συμβολές του Ρώσου πολιτικού στο μαρξισμό ήταν ακριβώς η αναγνώριση της δύναμης του έθνους και η εισαγωγή του στην επαναστατική πολιτική. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Τρότσκι, ο Λένιν ήταν ο πιο «εθνικός» από τους επαναστάτες ηγέτες της Ρωσίας.
Μπορεί η διάλυση της ΕΣΣΔ να διαφημίστηκε από τους Δυτικούς ως απελευθέρωση των εθνών της. Στην πραγματικότητα έγινε με βάναυση παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης, αφού όχι μόνο τα έθνη της δεν ρωτήθηκαν (όπως και στη Γιουγκοσλαβία) για το πού θα ’θελαν να ζήσουν, αλλά και η διάλυση ακολούθησε τη γραμμή των εσωτερικών διοικητικών ορίων της ΕΣΣΔ, που δεν αντιστοιχούσαν σε εθνολογικές πραγματικότητες.
Δεν σημειώθηκε κάποια επανάσταση στην ΕΣΣΔ το 1991. Αυτό που συνέβη ήταν ένα πραξικόπημα «από τα πάνω», των Προέδρων της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, που οργάνωσε ο πρώτος από αυτούς με την παρασκηνιακή αλλά ουσιαστική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο ίδιος ο αλκοολικός Πρόεδρος της Ρωσίας Γέλτσιν πείσθηκε να διαλύσει την ΕΣΣΔ γιατί αυτός ήταν πρακτικά ο μόνος διαθέσιμος τρόπος να διώξει από το Κρεμλίνο τον Πρόεδρο της ΕΣΣΔ Γκορμπατσώφ! Η διάλυση της ΕΣΣΔ το Δεκέμβριο του 1991 έγινε κατά της βούλησης της συντριπτικής πλειοψηφίας των σοβιετικών πολιτών, όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα του Μαρτίου του 1991. Ούτε οι κάτοικοι της Ουκρανίας ούτε οι κάτοικοι της Κριμαίας ρωτήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο σε ποιο κράτος ήθελαν να ζήσουν. (Να σημειώσουμε επίσης ότι στο σοβιετικό Σύνταγμα υπήρχε όρος που επέτρεπε την απόσχιση αυτόνομης Δημοκρατίας όπως η Κριμαία, από ομόσπονδη Δημοκρατία που θα αποσχιζόταν από την ΕΣΣΔ.)
Υπήρχαν ασφαλώς πάντα, επί σοβιετικής εποχής, έντονα εθνικά ζητήματα στη Δυτική Ουκρανία, στις βαλτικές χώρες και στον Καύκασο.
Υπήρχαν ασφαλώς πάντα, επί σοβιετικής εποχής, έντονα εθνικά ζητήματα στη Δυτική Ουκρανία, στις βαλτικές χώρες και στον Καύκασο.
Καμία από τις περιοχές που ενσωματώθηκαν στην ΕΣΣΔ με το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότωφ δεν το ’κανε με τη θέλησή της, δεν είναι εκεί όμως που πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια της διάλυσης του πυρήνα της σοβιετικής ομοσπονδίας, μια διάλυση που κατέστησε αναγκαία και δυνατή η συγκρότηση των πρώτων μορφωμάτων μιας νεο-αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού, από πρώην νομενκλατούριους γραφειοκράτες και μαφιόζους με την υποστήριξη των δυτικών και ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών.Η διαδικασία αποσύνθεσης του σοβιετικού χώρου είχε ξεκινήσει στην πραγματικότητα στα χρόνια της μπρεζνιεφικής «στασιμότητας», με τη συγκρότηση «πριγκιπάτων» στην αχανή ομοσπονδία. Οι Γραμματείς των Δημοκρατιών ήρχον των περιφερειών τους ανενόχλητοι, εξασφαλίζοντας σε αντάλλαγμα την ησυχία στο Κέντρο και στο Γενικό Γραμματέα. Επρόκειτο για πρωτο-μορφές αρχικής «συσσώρευσης του κεφαλαίου» και της «εξουσίας» που αναζητούσαν νομιμοποίηση στις εθνικές ιδεολογίες και όχι το αντίστροφο. Γι’ αυτό η αποσύνθεση της ΕΣΣΔ ακολούθησε τη γραμμή των εσωτερικών διοικητικών υποδιαιρέσεων και όχι τη γραμμή των πραγματικών εθνολογικών διαιρέσεων. Και γι’ αυτό η επανασυγκρότηση, επανενσωμάτωση του πρώην σοβιετικού χώρου, δεν θα μπορέσει να γίνει παρά σε μια κάπως κοινωνική, αντιφιλελεύθερη οικονομική βάση συνύπαρξης κρατικού - κοινωνικού σχεδίου και αγοράς.
konstantakopoulos.blogspot.com
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 232)