Ηρθανε τα χιόνια να πασπαλίσουνε μ' αχνοζάχαρη τις ψηλές κορφές των βουνών, κατεβήκανετα ρίγη να καμουτσικιάζουνε τις πεδιάδες, μαζευτήκανε στα χειμαδιά να μηρυκάσουνε το χορτάρι τους οι όρνοι και οι μόσχοι, μέσα στην πολιτεία κυνηγούσανε οι νοικοκυραίοι το μεροδούλι, βράζανε οι χύτρες με «κυάμους», μικρόκουκα και φακές, καίγανε τα λυχνάρια το λίπος των σφαχτών της θυσίας, με το λιναρίσιο φιτίλι τους, κανένας δεν είχε όρεξη μήτε για πολέμους, μήτε για σαματάδες, ο λαός μπουχτισμένος ασφάλεια, έβλεπε τους κλητήρες του Μεγάλου Δαβίδ να κάνουνε βαριοβήματοι τον περίπολο τους, καθότανε λοιπόν στ' αυγουλάκια του κι άφηνε το γερο-βασιλιά στο παλάτι του.
Πάει ο μπαρμπα-Δαβίδ, πούρεψε κι ήτανε να τόνε κλαίνε τα μάτια σου. Γέρος, παλιόγερος, να τρέμει το χέρι του, μήτε το χουλιάρι δεν μπόραγε να κρατήσει πια, μήτε το βρακί του να φορέσει μόνος του, που λέει ο λόγος, τον ντύνανε, τον τάΐζανε κουρκούτι, τον ξεμυξιάζανε και τον κρατάγανε στο θρόνο οι παλατιανοί, που μασάγανε καλά από την «κρατούσαν κατάστασιν» και δεν τους σύμφερε ν' αλλάξουν τα πράματα.
Σπουργιτοκοιμότανε πλάι στη στάχτη η μεγάλη δόξα του Ισραήλ, εκείνος που ξεκίνησε από βοσκός, έφαγε με σφεντονιές τον Γολιάθ και με όλων των ειδών τις μπαμπεσιές τον Σαμουήλ και το σόι του, εκείνος που έκανε όλων των ποιοτήτων τα τρίτσα-κάτσα για να μαγκώσει την αρχή, που δεν άφησε θηλυκό ν' αγιάσει, που ήπιε τον αγκλέορα και για να δικαιολογήσει την μπέβα του έκανε ψαλμό το κρασί, «και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», εκείνος που σκότωσε και πάτησε στα πτώματα και στ' από πάνου τον είπανε Προφητάνακτα, γιατί έγραψε υποκριτικά πέντε προσευχές μετανοίας, αλλά τη Βηρσαβέε, που της έφαγε λάχανο τον άντρα, την κράτησε κοντά του μέχρι τα γεράματα, εφόσον καλά είναι να μετανοείς με τα λόγια, το δύσκολο είναι να μετανοήσεις και με τα έργα και τέτοια ο Δαβίδ δεν τά 'κανε, κι ας λέει όποιος θέλει κι ας τον έχουνε οι Εβραίοι σαν προσωπικότητα στην ιστορία τους, αφού οι προσωπικότητες και τα παραδείγματα μόνο με τη ματσαραγκα ανεβαίνουνε, όμως ο Κύριος, που θέλει τα πλάσματα του αγνά και τίμια, σίγουρα τον έχει στα μαύρα κατάστιχα, και τα πεπραγμένα του μένουνε να δίνουνε μαθήματα στα καλόπαιδα, που παίρνουν τον ανήφορο από το τίποτα και φτάνουνε στα ανώτατα αξιώματα, βασιζόμενα στο κορόίδιλίκι μας το ξεγυρισμένο, εμάς που κάνουμε τους έξυπνους κι είμαστε κατά βάθος μάπες αργείτικες και κουκουτσάλευρο έχουμε αντί μυαλό στην καύκα μας.
Λοιπόν, όπως λέει το «Βασιλέων Γ'» στο πρώτο κεφάλαιο, «πρεσβύτερος και προβεβηκώς ημέραις», ο Δαβίδ, έπεσε στο χιο-νοτρεμούλιασμα και δεν «εθερμαίνετο» μ' όλες τις βελέντζες και το κακό που τού 'ριχναν απάνω του. Γιούκο τον είχανε κάνει τον άνθρωπο κι αυτουνού ανεβοκατεβαίνανε οι σαγόνες από το ρίγος, τι να σου κάνει κιόλας, ξεζουμίστηκε στα νιάτα του, αν δεν πήδηξε πια παλούκι ο Δαβίδ, κανένας δεν το πήδηξε.
Πέσανε, λοιπόν, σε συλλογή οι παλατιανοί, όχι τίποτ' άλλο, αλλά σου λέει «έτσι και τα κακαρώσει τούτος εδώ, ποιος θά 'ρθει να κάνει κουμάντο;». Γιατί άμα είναι στη μέση κληρονομιά, δε σηκώνει ούτε αστεία, ούτε πρωτοτόκια. Νά ο Αδωνίας από δω, να γεμίζει τη μουστάκα του μαντέκα και να προβάρει το στέμμα με ύφος Κάιζερ, να το κρυφοκαμαρώνει κιόλας, «εγώ βασιλεύσω», νά ο Σολομών, ο γιόκας της Βηρσαβέε, από την άλλη μεριά, να τα κάνει τάτσι-μίτσι-κότσι με τον Νάθαν, που ήξερε όλη την ιστορία του Ουρία και την ατιμία του Δαβίδ και τώρα τα ξέχασε και πήρε το μέρος του γιου της κυρίας αυτής, άλλης παστρικιάς, νά κάτι Σεμεΐ και Ρεσηί, άλλοι «υιοί Δαβίδ» να φιδοσέρνουνται στα σκοτάδια, για πάρτη τους βέβαια, νά κι ο Σαδώκ ο ιερεύς, άλλο κουμάσι, πρώτης τάξεοος παιδάκι, σ' όλα τα μέσα και τα έξω, νά κι ο Βαναίας, ο γιος του Ιωδαέ, όλοι όσοι μασάγανε και φοράγανε λοφία από φτερά πουλιών στις παρελάσεις κι είχανε το μέλι στα δάχτυλα τους, να ενεργούνε κρυφά, καθένας για πάρτη του, και να σκέφτουνται τι κομμάτι θα πάρουνε άμα πέσει το μεγάλο θεριό, ο Δαβίδ, και πώς θα τη βολέψουνε νά 'ναι όλη την ώρα καβάλα στα πράματα, υπόθεση που γίνεται και σήμερα, γι' αυτό άλλωστε και η Γραφή είναι το πιο σοφό βιβλίο της Γης, αφού μας δίνει τα παραδείγματα και τις περιπτώσεις από τότε και σήμερα, άμα ξέρεις να διακρίνεις τη σοφία της, βλέπεις να γίνονται τα ίδια και ξέρεις πώς να πορεύεσαι, φτάνει να μάθεις να τη διαβάζεις σωστά και θα δεις ότι αληθινά είναι Θεού Γράμματα.
Κι ο λαός που δεν αλλάζει ποτέ του, το κοροϊδάκι ο λαός, δεν είχε ιδέα, μονάχα σκοτιζότανε άμα ανέβαινε η τιμή του κριθαριού και του γάλακτος και κουβέντιαζε πολιτικά στα κούφια, αφού δεν ήξερε τι του γίνεται, παρ' όλο που μέσα του βρίσκουνται πάντα κάνα δυο έξυπνοι, που δήθεν τα ξέρουνε όλα και δεν καταλαβαίνουνε ποτέ τους πούθε παν τα τέσσερα.
Λέγανε λοιπόν, ότι άμα με το καλό σανιδώσει ο Δαβίδ και πάει στους κόλπους του Ιεχωβά, θα προκηρυχτούν ελεύθερες εκλογές και θα κατεβούνε οι ψηφοφόροι στις κάλπες να διαλέξουνε τον καινούριο βασιλιά τους. Τρομάρα να τους έρθει αυτωνών που τα λέγανε και που τα πιστεύανε, εδώ όποιος έχει μέλι στα δάχτυλα του τα γλείφει και το σκυλί που δαγκώνει το κομμάτι δε σ' αφήνει να του το πάρεις από το στόμα.
Για την ώρα κανένα δεν τον συνέφερε να πεθάνει ο Δαβίδ. Έτσι και τά 'κλεινε, θα πέφτανε στην αναρχία και άντε να βγει άκρη από τέτοια αναμπουμπουλα, χώρια που θα πέφτανε κορμιά και θά τρώγε η μύγα σίδερο. Γι' αυτό το λόγο αρχίσανε να χαλούνε όλο το γιατρομάνι κι όλους τους σοφούς του Ισραήλ, δήθεν να κρατήσουνε την υγεία «και την μακροημέρευσι» του βασιλιά, στην αλήθεια όμως, επειδή κανένας δεν ήταν έτοιμος και σίγουρος ότι θα καθήσει στη θέση του.
Απ' όλα τα μακρινά χωριά φτάσανε τα μεγάλα κεφάλια. Φαλακροί, μαλλιαροί, γέροι, μεσόκοποι, άνθρωποι που φτιάχνανε χάπια για το συκώτι και την καρδιά, άνθρωποι που ξορκίζανε τον κακό δαίμονα με τον απήγανο, άνθρωποι που διαβάζανε τ' αστέρια και άνθρωποι που συνιστούσανε τη γιαουρτοθεραπεία, γιατί τά 'χανε κάνει πλακάκια με τους γιαουρτάδες. Κι είπανε ο καθένας το κοντό του και το μακρύ του, «βάλτε του καταπλάσματα με λιναρόσπορο», και του βάζανε καταπλάσματα, «δώστε του να φάει αίμα ζεστό», και του δίνανε αίμα, «πάρτε του κοφτές βεντούζες», και του παίρνανε βεντούζες, τέλος πάντων, όλα τα γιατροσόφια τα εφαρμόσανε πάνω στο φουκαρά το γεροντάκο, αλλά άμα έρθουνε τα γεράματα γράψε αλίμονο, τι να σου κάνουνε τα γιατροσόφια, που πάει, σκούριασε η μηχανή και είναι για πέταμα; Εδώ όλη η σοφία της Γης δε σου δίνει τα πόδια σου, άμα τα καβαλήσει η ποδάγρα η γεροντική κι όλα τα βιβλία, όσα γράψανε οι άνθρωποι, δε σε κάνουνε καλά ούτε από το κόψιμο, έτσι και αδυνατίσει τ' αντεράκι σου. Και τότε, που δεν μπορείς πια, κάθεσαι και συλλογίζεσαι τα νιάτα που πάνε περίπατο, λυπάσαι, δεν μπορείς μήτε τα σάλια σου να σκουπίσεις και γίνεσαι από πάνου και ηθικός, γιατί άμα δεν μπορείς, τι έχεις να χάσεις; Όλοι οι ψευτοηθικοί είναι κείνοι που δεν μπορούνε να κάνουνε πονηράδες, είτε από ψυχική, είτε από σωματική αδυναμία.
Νάτος λοιπόν, φροκαρόξυλο ο Μεγαλειότατος. Καθότανε κει δα κι αγκομάχαγε, δε σήκωνε κεφάλι, του βγάλανε και το στέμμα που τον βάραινε και του φορέσανε σκουφί, ίδιος μπαλαντέρ έμοιαζε, μονάχα άμα πέρναγε κοντά του κάνα θηλυκούλι άγουρο, έκανε μια έτσι και σήκωνε τα μάτια. Και δε δεχότανε παρά να τον τάίζουνε τα παλατιανά κοριτσόπουλα τα δεκαπενταριά, μάλιστα άμα τον ζύγωνε καμιά, δήθεν στο αστείο, της έκοβε και τίποτα τσιμπιές μελάτες στα ψαχνά, που καμιά εντύπωση δεν κάνατε στα ελαφάκια, τι τσιμπιά να δώσει το μορμολύκειο, τρομάρα του, το γελάγανε λοιπόν και λέγανε: «Άσ' τόνε να κάνει το κέφι του, να δούμε πού θα το πάει, έτσι κι αλλιώς τούτος δω πάνου στην τσιμπιά θα μείνει».
Σαπάκι, ξεσαπάκι, στο κεχρί το μυαλό του η Μεγαλειότητα του. Η μαντάμ Βηρσαβέε στα μέσα και στα έξω του παλατιού και να πούμε ένα είδος αρχιχανούμισσας, έσπαζε πλάκα με τα καμώματα του. Από τον καιρό κείνης της ιστορίας, ούτε τον έκλαψε καλά-καλά το μακαρίτη τον τίμιο αξιωματικό, τον Ουρία της. Θρονιάστηκε στο παλάτι, χόρτασε πασπαλά, λίγνωσε τ' άντερο της και τώρα που έβγαλε το μουστάκι της γριάς στ' απάνω τ' αχείλι και μούσι στο πηγούνι, άλλο στο μυαλό της δεν είχε, παρά πώς να καθήσει το γιόκα της τον Σολομώντα στο θρόνο, για νά 'χει να τρώει μέχρι που να μπει σόλο κάσα, σόλο καπίκια και να πάει δοξασμένη στο σκουληκοτσιμπούσι.
Έτσι λοιπόν, που τον έβλεπε ζωηρό με τον ποδόγυρο τον Δαβίδ, σάμπως της πέρασε κάτι από το μυαλό. Ξεκινάει και βρίσκει τον καθηγητή, ας πούμε, πως τον λέγανε Φερεθί ή Χαρεθί, δε μας ενδιαφέρει, κείνο που ενδιαφέρει είναι ότι ο κύριος καθηγητής ήτανε μια Εξοχότητα και μόλις που πέθανε ο πεντακοσιοστός άρρωστος, έκανε μιαν ανακοίνωση στο ιατρικό συμβούλιο κι αργότερα, στον πεντακόσα πενήντα, μια μελέτη κι ένα σύγγραμμα, κι έτσι τα κατάφερε να πάρει έδρα στο Πανεπιστήμιο και θέση στην Ακαδημία.
-Έτσι κι έτσι, κύριε δόκτωρ, του είπε η Βηρσαβέε.
Έξυσε το πηγούνι ο σοφός άνθρωπος, όπως και να γινότανε ο βασιλιάς ο Δαβίδ θα πέθαινε, εδώ όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, αυτός μια φορά τη θέση του στην επιστήμη την είχε κι όποιος μπαγάσας να ερχότανε διάδοχος, δεν επρόκειτο να τον κουνήσει, αφού κανένας από τους υποψηφίους δεν έγραψε πραγματείες και μελέτες. Συλλογίστηκε κιόλας ότι, αφού θα πεθάνει που θα πεθάνει, γιατί να μην πάει ευχαριστημένος ο ανθρωπάκος; Γυναικάκι τράβαγε ο οργανισμός του, γυναικάκι θα του 'δινε.
Συμβούλιο οι σοφοί, στη μέση ο κύριος δόκτωρ με τη σοφία του, να ζηλεύουνε τα άλλα τα πρόσωπα που θα μιλούσε «περί της υγείας του Μεγαλειοτάτου και ωρισμένων παρατηρήσεων και πορισμάτων εμπνευσθέντων εκ της καταστάσεως της υγείας του σεπτού ασθενούς», του φέρανε κι ένα ποτήρι νερό οι σκλάβοι κι άρχισε ο καθηγητής:
Στο μεταξύ, βέβαια, φύγανε οι απεσταλμένοι να βρούνε «παρθένον νεανίδα, και παραστήσεται τω βασιλεί και έσται αυτόν θάλπουσα και κοιμηθήσεται μετ' αυτού, και θερμανθήσεται ο κύριος ημών ο βασιλεύς». Άνω-κάτω έγινε το Ισραήλ, ποιος πήγαινε τώρα να κοιμηθεί με μια χούφτα κόκαλα, δεν πα να' τανε βασιλιάς δηλαδή ; Ώσπου στο τέλος βρήκανε την Αβισάκ και τη φέρανε στον κοκαλιάρη.
Ψαλμούς είχε γράψει, μετάνοιες είχε κάνει. Προφητάναξ ήτανε, απ' όλα τα καλά τα είχε ο Μεγαλειότατος. Αλλά η παροιμία που λέει «ο γέρος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του», είναι σωστή και σοφή. Μόλις την είδε την Αβισάκ, ο τίμιος, ο σωστός, ο καλός, ο άνθρωπος του Θεού και της πατρίδος, ο άνθρωπος που μετανόησε και έγινε ηθικός και τίμιος (!), σήκωσε το τσιμπλόματό του και την πήρε πλάι του και «η νεάνις καλή έως σφόδρα» -γράφω τα λόγια του Κεφαλαίου Άλφα για να μη λένε ότι βάζω δικά μου ρεζιλίκια-«και ην θάλπουσα τον βασιλέα και ελειτούργει αυτώ».
Μια και δεν ξεκόλλαγε από δίπλα του η «δεσποινίς σόμπα» και δεν είχε πια δύναμη ούτε να μιλήσει ο Δαβίδ, πιάσανε τη μικρή και την τραμπουκιάσανε. «Ή θα λες ό,τι λέμε και γίνεσαι μεγαλοκυρά, ή μιλάς και μαρτυράς και θα σε βρούνε σε κάνα χαντάκι τούμπανο». Προτίμησε λοιπόν το «ναι» η δεσποινίς σόμπα και ρωτάει μπροστά στον Νάθαν και σ' αυτήν η Βηρσαβέε: «Κύριε! Δεν είπες ότι κάνεις κληρονόμο σου τον Σολομώντα; Τι κάθησε τώρα βασιλιάς ο Αδωνίας και μας κάνει κουμάντο σα διάδοχος σου; Σολομών δεν είπες;»
Τον ψιλοχάιδευε στα κρυφά, ορμηνεμένη, η δεσποινίς σόμπα κι έκανε «ωχ!» ο Δαβίδ. Κι ο Νάθαν κι η Βηρσαβέε, κι η Αβισάκ είπανε: «Νάτος που λέει ναι».
Από κει και πέρα, βέβαια, γίνηκε μεγάλη ιστορία, ώσπου να καθήσει τελικά ο Σολομών στο Θρόνο. Όμως αργότερα η δεσποινίς σόμπα τιμήθηκε, καθ' ο αναζωογονήσασα την αυτού σεσηπυίαν Μεγαλειότητα, και μάλιστα ο δόκτορας εκείνος, που έβγαλε και τη θεωρία, πολύ τιμήθηκε και πολύ συνηθίζεται από τότε οι γέροι να κυνηγάνε τ' ανήλικα τα κοριτσόπουλα.
Αναρτήθηκε από ENDYMION
Πάει ο μπαρμπα-Δαβίδ, πούρεψε κι ήτανε να τόνε κλαίνε τα μάτια σου. Γέρος, παλιόγερος, να τρέμει το χέρι του, μήτε το χουλιάρι δεν μπόραγε να κρατήσει πια, μήτε το βρακί του να φορέσει μόνος του, που λέει ο λόγος, τον ντύνανε, τον τάΐζανε κουρκούτι, τον ξεμυξιάζανε και τον κρατάγανε στο θρόνο οι παλατιανοί, που μασάγανε καλά από την «κρατούσαν κατάστασιν» και δεν τους σύμφερε ν' αλλάξουν τα πράματα.
Σπουργιτοκοιμότανε πλάι στη στάχτη η μεγάλη δόξα του Ισραήλ, εκείνος που ξεκίνησε από βοσκός, έφαγε με σφεντονιές τον Γολιάθ και με όλων των ειδών τις μπαμπεσιές τον Σαμουήλ και το σόι του, εκείνος που έκανε όλων των ποιοτήτων τα τρίτσα-κάτσα για να μαγκώσει την αρχή, που δεν άφησε θηλυκό ν' αγιάσει, που ήπιε τον αγκλέορα και για να δικαιολογήσει την μπέβα του έκανε ψαλμό το κρασί, «και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», εκείνος που σκότωσε και πάτησε στα πτώματα και στ' από πάνου τον είπανε Προφητάνακτα, γιατί έγραψε υποκριτικά πέντε προσευχές μετανοίας, αλλά τη Βηρσαβέε, που της έφαγε λάχανο τον άντρα, την κράτησε κοντά του μέχρι τα γεράματα, εφόσον καλά είναι να μετανοείς με τα λόγια, το δύσκολο είναι να μετανοήσεις και με τα έργα και τέτοια ο Δαβίδ δεν τά 'κανε, κι ας λέει όποιος θέλει κι ας τον έχουνε οι Εβραίοι σαν προσωπικότητα στην ιστορία τους, αφού οι προσωπικότητες και τα παραδείγματα μόνο με τη ματσαραγκα ανεβαίνουνε, όμως ο Κύριος, που θέλει τα πλάσματα του αγνά και τίμια, σίγουρα τον έχει στα μαύρα κατάστιχα, και τα πεπραγμένα του μένουνε να δίνουνε μαθήματα στα καλόπαιδα, που παίρνουν τον ανήφορο από το τίποτα και φτάνουνε στα ανώτατα αξιώματα, βασιζόμενα στο κορόίδιλίκι μας το ξεγυρισμένο, εμάς που κάνουμε τους έξυπνους κι είμαστε κατά βάθος μάπες αργείτικες και κουκουτσάλευρο έχουμε αντί μυαλό στην καύκα μας.
Λοιπόν, όπως λέει το «Βασιλέων Γ'» στο πρώτο κεφάλαιο, «πρεσβύτερος και προβεβηκώς ημέραις», ο Δαβίδ, έπεσε στο χιο-νοτρεμούλιασμα και δεν «εθερμαίνετο» μ' όλες τις βελέντζες και το κακό που τού 'ριχναν απάνω του. Γιούκο τον είχανε κάνει τον άνθρωπο κι αυτουνού ανεβοκατεβαίνανε οι σαγόνες από το ρίγος, τι να σου κάνει κιόλας, ξεζουμίστηκε στα νιάτα του, αν δεν πήδηξε πια παλούκι ο Δαβίδ, κανένας δεν το πήδηξε.
Πέσανε, λοιπόν, σε συλλογή οι παλατιανοί, όχι τίποτ' άλλο, αλλά σου λέει «έτσι και τα κακαρώσει τούτος εδώ, ποιος θά 'ρθει να κάνει κουμάντο;». Γιατί άμα είναι στη μέση κληρονομιά, δε σηκώνει ούτε αστεία, ούτε πρωτοτόκια. Νά ο Αδωνίας από δω, να γεμίζει τη μουστάκα του μαντέκα και να προβάρει το στέμμα με ύφος Κάιζερ, να το κρυφοκαμαρώνει κιόλας, «εγώ βασιλεύσω», νά ο Σολομών, ο γιόκας της Βηρσαβέε, από την άλλη μεριά, να τα κάνει τάτσι-μίτσι-κότσι με τον Νάθαν, που ήξερε όλη την ιστορία του Ουρία και την ατιμία του Δαβίδ και τώρα τα ξέχασε και πήρε το μέρος του γιου της κυρίας αυτής, άλλης παστρικιάς, νά κάτι Σεμεΐ και Ρεσηί, άλλοι «υιοί Δαβίδ» να φιδοσέρνουνται στα σκοτάδια, για πάρτη τους βέβαια, νά κι ο Σαδώκ ο ιερεύς, άλλο κουμάσι, πρώτης τάξεοος παιδάκι, σ' όλα τα μέσα και τα έξω, νά κι ο Βαναίας, ο γιος του Ιωδαέ, όλοι όσοι μασάγανε και φοράγανε λοφία από φτερά πουλιών στις παρελάσεις κι είχανε το μέλι στα δάχτυλα τους, να ενεργούνε κρυφά, καθένας για πάρτη του, και να σκέφτουνται τι κομμάτι θα πάρουνε άμα πέσει το μεγάλο θεριό, ο Δαβίδ, και πώς θα τη βολέψουνε νά 'ναι όλη την ώρα καβάλα στα πράματα, υπόθεση που γίνεται και σήμερα, γι' αυτό άλλωστε και η Γραφή είναι το πιο σοφό βιβλίο της Γης, αφού μας δίνει τα παραδείγματα και τις περιπτώσεις από τότε και σήμερα, άμα ξέρεις να διακρίνεις τη σοφία της, βλέπεις να γίνονται τα ίδια και ξέρεις πώς να πορεύεσαι, φτάνει να μάθεις να τη διαβάζεις σωστά και θα δεις ότι αληθινά είναι Θεού Γράμματα.
Κι ο λαός που δεν αλλάζει ποτέ του, το κοροϊδάκι ο λαός, δεν είχε ιδέα, μονάχα σκοτιζότανε άμα ανέβαινε η τιμή του κριθαριού και του γάλακτος και κουβέντιαζε πολιτικά στα κούφια, αφού δεν ήξερε τι του γίνεται, παρ' όλο που μέσα του βρίσκουνται πάντα κάνα δυο έξυπνοι, που δήθεν τα ξέρουνε όλα και δεν καταλαβαίνουνε ποτέ τους πούθε παν τα τέσσερα.
Λέγανε λοιπόν, ότι άμα με το καλό σανιδώσει ο Δαβίδ και πάει στους κόλπους του Ιεχωβά, θα προκηρυχτούν ελεύθερες εκλογές και θα κατεβούνε οι ψηφοφόροι στις κάλπες να διαλέξουνε τον καινούριο βασιλιά τους. Τρομάρα να τους έρθει αυτωνών που τα λέγανε και που τα πιστεύανε, εδώ όποιος έχει μέλι στα δάχτυλα του τα γλείφει και το σκυλί που δαγκώνει το κομμάτι δε σ' αφήνει να του το πάρεις από το στόμα.
Για την ώρα κανένα δεν τον συνέφερε να πεθάνει ο Δαβίδ. Έτσι και τά 'κλεινε, θα πέφτανε στην αναρχία και άντε να βγει άκρη από τέτοια αναμπουμπουλα, χώρια που θα πέφτανε κορμιά και θά τρώγε η μύγα σίδερο. Γι' αυτό το λόγο αρχίσανε να χαλούνε όλο το γιατρομάνι κι όλους τους σοφούς του Ισραήλ, δήθεν να κρατήσουνε την υγεία «και την μακροημέρευσι» του βασιλιά, στην αλήθεια όμως, επειδή κανένας δεν ήταν έτοιμος και σίγουρος ότι θα καθήσει στη θέση του.
Απ' όλα τα μακρινά χωριά φτάσανε τα μεγάλα κεφάλια. Φαλακροί, μαλλιαροί, γέροι, μεσόκοποι, άνθρωποι που φτιάχνανε χάπια για το συκώτι και την καρδιά, άνθρωποι που ξορκίζανε τον κακό δαίμονα με τον απήγανο, άνθρωποι που διαβάζανε τ' αστέρια και άνθρωποι που συνιστούσανε τη γιαουρτοθεραπεία, γιατί τά 'χανε κάνει πλακάκια με τους γιαουρτάδες. Κι είπανε ο καθένας το κοντό του και το μακρύ του, «βάλτε του καταπλάσματα με λιναρόσπορο», και του βάζανε καταπλάσματα, «δώστε του να φάει αίμα ζεστό», και του δίνανε αίμα, «πάρτε του κοφτές βεντούζες», και του παίρνανε βεντούζες, τέλος πάντων, όλα τα γιατροσόφια τα εφαρμόσανε πάνω στο φουκαρά το γεροντάκο, αλλά άμα έρθουνε τα γεράματα γράψε αλίμονο, τι να σου κάνουνε τα γιατροσόφια, που πάει, σκούριασε η μηχανή και είναι για πέταμα; Εδώ όλη η σοφία της Γης δε σου δίνει τα πόδια σου, άμα τα καβαλήσει η ποδάγρα η γεροντική κι όλα τα βιβλία, όσα γράψανε οι άνθρωποι, δε σε κάνουνε καλά ούτε από το κόψιμο, έτσι και αδυνατίσει τ' αντεράκι σου. Και τότε, που δεν μπορείς πια, κάθεσαι και συλλογίζεσαι τα νιάτα που πάνε περίπατο, λυπάσαι, δεν μπορείς μήτε τα σάλια σου να σκουπίσεις και γίνεσαι από πάνου και ηθικός, γιατί άμα δεν μπορείς, τι έχεις να χάσεις; Όλοι οι ψευτοηθικοί είναι κείνοι που δεν μπορούνε να κάνουνε πονηράδες, είτε από ψυχική, είτε από σωματική αδυναμία.
Νάτος λοιπόν, φροκαρόξυλο ο Μεγαλειότατος. Καθότανε κει δα κι αγκομάχαγε, δε σήκωνε κεφάλι, του βγάλανε και το στέμμα που τον βάραινε και του φορέσανε σκουφί, ίδιος μπαλαντέρ έμοιαζε, μονάχα άμα πέρναγε κοντά του κάνα θηλυκούλι άγουρο, έκανε μια έτσι και σήκωνε τα μάτια. Και δε δεχότανε παρά να τον τάίζουνε τα παλατιανά κοριτσόπουλα τα δεκαπενταριά, μάλιστα άμα τον ζύγωνε καμιά, δήθεν στο αστείο, της έκοβε και τίποτα τσιμπιές μελάτες στα ψαχνά, που καμιά εντύπωση δεν κάνατε στα ελαφάκια, τι τσιμπιά να δώσει το μορμολύκειο, τρομάρα του, το γελάγανε λοιπόν και λέγανε: «Άσ' τόνε να κάνει το κέφι του, να δούμε πού θα το πάει, έτσι κι αλλιώς τούτος δω πάνου στην τσιμπιά θα μείνει».
Σαπάκι, ξεσαπάκι, στο κεχρί το μυαλό του η Μεγαλειότητα του. Η μαντάμ Βηρσαβέε στα μέσα και στα έξω του παλατιού και να πούμε ένα είδος αρχιχανούμισσας, έσπαζε πλάκα με τα καμώματα του. Από τον καιρό κείνης της ιστορίας, ούτε τον έκλαψε καλά-καλά το μακαρίτη τον τίμιο αξιωματικό, τον Ουρία της. Θρονιάστηκε στο παλάτι, χόρτασε πασπαλά, λίγνωσε τ' άντερο της και τώρα που έβγαλε το μουστάκι της γριάς στ' απάνω τ' αχείλι και μούσι στο πηγούνι, άλλο στο μυαλό της δεν είχε, παρά πώς να καθήσει το γιόκα της τον Σολομώντα στο θρόνο, για νά 'χει να τρώει μέχρι που να μπει σόλο κάσα, σόλο καπίκια και να πάει δοξασμένη στο σκουληκοτσιμπούσι.
Έτσι λοιπόν, που τον έβλεπε ζωηρό με τον ποδόγυρο τον Δαβίδ, σάμπως της πέρασε κάτι από το μυαλό. Ξεκινάει και βρίσκει τον καθηγητή, ας πούμε, πως τον λέγανε Φερεθί ή Χαρεθί, δε μας ενδιαφέρει, κείνο που ενδιαφέρει είναι ότι ο κύριος καθηγητής ήτανε μια Εξοχότητα και μόλις που πέθανε ο πεντακοσιοστός άρρωστος, έκανε μιαν ανακοίνωση στο ιατρικό συμβούλιο κι αργότερα, στον πεντακόσα πενήντα, μια μελέτη κι ένα σύγγραμμα, κι έτσι τα κατάφερε να πάρει έδρα στο Πανεπιστήμιο και θέση στην Ακαδημία.
-Έτσι κι έτσι, κύριε δόκτωρ, του είπε η Βηρσαβέε.
Έξυσε το πηγούνι ο σοφός άνθρωπος, όπως και να γινότανε ο βασιλιάς ο Δαβίδ θα πέθαινε, εδώ όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, αυτός μια φορά τη θέση του στην επιστήμη την είχε κι όποιος μπαγάσας να ερχότανε διάδοχος, δεν επρόκειτο να τον κουνήσει, αφού κανένας από τους υποψηφίους δεν έγραψε πραγματείες και μελέτες. Συλλογίστηκε κιόλας ότι, αφού θα πεθάνει που θα πεθάνει, γιατί να μην πάει ευχαριστημένος ο ανθρωπάκος; Γυναικάκι τράβαγε ο οργανισμός του, γυναικάκι θα του 'δινε.
Συμβούλιο οι σοφοί, στη μέση ο κύριος δόκτωρ με τη σοφία του, να ζηλεύουνε τα άλλα τα πρόσωπα που θα μιλούσε «περί της υγείας του Μεγαλειοτάτου και ωρισμένων παρατηρήσεων και πορισμάτων εμπνευσθέντων εκ της καταστάσεως της υγείας του σεπτού ασθενούς», του φέρανε κι ένα ποτήρι νερό οι σκλάβοι κι άρχισε ο καθηγητής:
«Εκτων παρατηρήσεων εις ας προέβω προσφάτως, ου μην αλλά και κατά την μακράν μου επιστημονικήν θητείαν, δύναμαι να εξαγάγω ωρισμένα συμπεράσματα, επί της ανανεώσεως του γη-ράσαντος ανθρωπίνου οργανισμού».Ο Αδωνίας τον τράβηξε από τις βρακοζώνες. -Άσε τις σαχλαμάρες, του είπε ιδιαιτέρως. Όχι να βρεις τίποτα και να τον κάνεις αυτόν να ζήσει καμιά τριανταριά χρόνια και να μας θάψει όλους. -Έννοια σου, τον καθησύχασε ο κύριος δόκτωρ. Και ξανάπιε νερό, και ξανάπιασε την πάρλα, μια ώρα μονότερμα, τους τάραξε τους άλλους και κοντολογίς έβγαλε τα παρακάτου συμπεράσματα:
«Για να ζεσταθεί ο βασιλιάς, ένα πράμα του χρειαζότανε: Μια γυναικούλα ζεστή».Χειροκροτήσανε λοιπόν οι σοφοί, που δεν το πιστεύανε, χαμογελάσανε οι γυναίκες, που κολακευτήκανε, συλλογιστήκανε οι παλατιανοί, που τους σύμφερε. Γιατί όσο να πεις, μια γυναικούλα ζεστή, έτσι και πέσει σ' ένα γέρο, θα τον ξεκάνει στο γρήγορο. Και το συμβούλιο πια αποφάσισε να του τη βρει τη γυναικούλα, αλλά μόλις διέλυσε αρχίσανε να τρέχουνε ο καθένας στα δικά του για να ετοιμαστούνε, μόλις τα τινάξει να πέσουνε στον αγώνα.
Στο μεταξύ, βέβαια, φύγανε οι απεσταλμένοι να βρούνε «παρθένον νεανίδα, και παραστήσεται τω βασιλεί και έσται αυτόν θάλπουσα και κοιμηθήσεται μετ' αυτού, και θερμανθήσεται ο κύριος ημών ο βασιλεύς». Άνω-κάτω έγινε το Ισραήλ, ποιος πήγαινε τώρα να κοιμηθεί με μια χούφτα κόκαλα, δεν πα να' τανε βασιλιάς δηλαδή ; Ώσπου στο τέλος βρήκανε την Αβισάκ και τη φέρανε στον κοκαλιάρη.
Ψαλμούς είχε γράψει, μετάνοιες είχε κάνει. Προφητάναξ ήτανε, απ' όλα τα καλά τα είχε ο Μεγαλειότατος. Αλλά η παροιμία που λέει «ο γέρος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του», είναι σωστή και σοφή. Μόλις την είδε την Αβισάκ, ο τίμιος, ο σωστός, ο καλός, ο άνθρωπος του Θεού και της πατρίδος, ο άνθρωπος που μετανόησε και έγινε ηθικός και τίμιος (!), σήκωσε το τσιμπλόματό του και την πήρε πλάι του και «η νεάνις καλή έως σφόδρα» -γράφω τα λόγια του Κεφαλαίου Άλφα για να μη λένε ότι βάζω δικά μου ρεζιλίκια-«και ην θάλπουσα τον βασιλέα και ελειτούργει αυτώ».
Σόμπα το κοριτσάκι, να βράζει το αίμα του, να λαχταράει η καρδία του και να κάθεται κει, πλάι στο σάψαλο, που μύριζε γεροντοκατρουλίλα, για να παίζει το ρόλο της μπουγιότας, ήτανε να την κλαίνε τα μάτια σου.Μελίσσι γύρω του η ατιμία των κληρονόμων, που συνωμοτούσανε πια ο ένας κόντρα στον άλλον. Καιρός η Βηρσαβέε με τον Νάθαν να κάνουνε την κομπίνα τους. Και νά πώς έγινε:
Μια και δεν ξεκόλλαγε από δίπλα του η «δεσποινίς σόμπα» και δεν είχε πια δύναμη ούτε να μιλήσει ο Δαβίδ, πιάσανε τη μικρή και την τραμπουκιάσανε. «Ή θα λες ό,τι λέμε και γίνεσαι μεγαλοκυρά, ή μιλάς και μαρτυράς και θα σε βρούνε σε κάνα χαντάκι τούμπανο». Προτίμησε λοιπόν το «ναι» η δεσποινίς σόμπα και ρωτάει μπροστά στον Νάθαν και σ' αυτήν η Βηρσαβέε: «Κύριε! Δεν είπες ότι κάνεις κληρονόμο σου τον Σολομώντα; Τι κάθησε τώρα βασιλιάς ο Αδωνίας και μας κάνει κουμάντο σα διάδοχος σου; Σολομών δεν είπες;»
Τον ψιλοχάιδευε στα κρυφά, ορμηνεμένη, η δεσποινίς σόμπα κι έκανε «ωχ!» ο Δαβίδ. Κι ο Νάθαν κι η Βηρσαβέε, κι η Αβισάκ είπανε: «Νάτος που λέει ναι».
Από κει και πέρα, βέβαια, γίνηκε μεγάλη ιστορία, ώσπου να καθήσει τελικά ο Σολομών στο Θρόνο. Όμως αργότερα η δεσποινίς σόμπα τιμήθηκε, καθ' ο αναζωογονήσασα την αυτού σεσηπυίαν Μεγαλειότητα, και μάλιστα ο δόκτορας εκείνος, που έβγαλε και τη θεωρία, πολύ τιμήθηκε και πολύ συνηθίζεται από τότε οι γέροι να κυνηγάνε τ' ανήλικα τα κοριτσόπουλα.
Αναρτήθηκε από ENDYMION
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!