ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΦΟΥΑΝΤ Σινιόρα στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, εκτός από υπενθύμιση της ανθρώπινης συντριβής απέναντι στην ωμή ισχύ (η οποία ακόμα δεν δίδαξε πως ο περιστασιακός θρίαμβος δεν διασφαλίζει κανέναν από το να περιέλθει ο ίδιος αύριο στην ελεεινή κατάσταση του θύματος), θα έπρεπε να είναι επίσης δάκρυα μετάνοιας για τις επιλογές του. Ο σημερινός πρωθυπουργός τού Λιβάνου ανήκε στην αντισυριακή μερίδα της χώρας του που επεδίωξε με κάθε τρόπο να ενισχύσει τους δεσμούς της με τη Δύση – την Ευρώπη και τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι επισκέψεις του στον Λευκό Οίκο και τα φιδίσια διπλωματικά χαμόγελα πίστεψε ότι εξασφάλιζαν ένα μέλλον ειρήνης και ευημερίας για τη χώρα που δοκιμάστηκε τόσο σκληρά στο πρόσφατο παρελθόν, υπό την εγγύηση των ισχυρών του κόσμου. Διαψεύσθηκε οικτρά. Κατάλαβε ίσως πόσο ύπουλη και υποκριτική είναι η «δημοκρατική» Δύση, σε ποιον βαθμό οι αξίες της και οι προγραμματικές της διακηρύξεις είναι προς ιδίαν κατανάλωση, πόσο λυσσαλέα αποφασισμένη είναι να περιφρουρήσει την αθέμιτη ευημερία της εις βάρος όλου τού υπόλοιπου καταληστευμένου κόσμου. Δεν πρέπει να μας διαφύγει το γεγονός ότι η βάρβαρη εισβολή του Ισραήλ έγινε έναν ακριβώς χρόνο αφότου ο συριακός στρατός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Λίβανο, ύστερα από κατηγορηματικό ψήφισμα του ΟΗΕ κι εν μέσω της διεθνούς κατακραυγής για τη δολοφονία Χαρίρι. Για όποιον βλέπει με στοιχειωδώς λογικό τρόπο τα πράγματα, υπάρχει μια αναπότρεπτη αλληλουχία γεγονότων που εγκαινιάστηκαν ακριβώς από τη δολοφονία του γνωστού αντισύριου πολιτικού, για την οποία όλοι κατηγόρησαν ευθέως τη Συρία. Η Συρία ωστόσο υπό τις δεδομένες συνθήκες δεν είχε κανέναν λόγο να πράξει κάτι τέτοιο, παρά μόνο να ζημιωθεί απ’ αυτό, τη στιγμή που βαλλόταν από παντού σε διπλωματικό επίπεδο και οι ΗΠΑ κλιμάκωναν απειλές για στρατιωτική δράση εναντίον της. Η μόνη υπόθεση που ευσταθεί λογικά είναι ότι ο άμεσα ενδιαφερόμενος ήταν οι ισραηλινές υπηρεσίες, που έχουν επανειλημμένα άλλωστε δείξει στο παρελθόν με πόσο ανενδοίαστο τρόπο, και με πόση περιφρόνηση προς οιανδήποτε έννοια νομιμότητας, είναι ικανές να δρουν. Σαν μοχλός υποκίνησης μιας οριστικής απόσυρσης του συριακού στρατού από τον Λίβανο, η δολοφονία Χαρίρι ολοφάνερα άνοιξε τον δρόμο για να να συμβεί αυτό που συμβαίνει σήμερα.
Η Συρία, όπως και το Ιράν, ήταν διακηρυγμένος πολεμικός στόχος των ΗΠΑ μετά τις διαδοχικές αμερικανικές εισβολές στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Από τη στιγμή που το δόγμα των «προληπτικών επεμβάσεων» και του «διαρκούς αντιτρομοκρατικού πολέμου» έγινε δεκτό, όχι μόνο από τον ίδιο τον αμερικανικό λαό τον οποίο η μεθοδευμένη χειραγώγηση έχει οδηγήσει σε πλήρη πνευματικό νηπιομορφισμό αλλά και από τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα, γινόμαστε μάρτυρες ενός ολοκληρωτικού πολέμου κυριαρχίας εκ μέρους ενός επιθετικού κεφαλαιοκρατικού άξονα —ΗΠΑ, Βρετανία, Ισραήλ, Αυστραλία— δομικώς συγκρίσιμου με τον ολοκληρωτικό Άξονα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου· και ο πόλεμος αυτός είναι ένας πόλεμος χωρίς κανόνες, χωρίς αναστολές, χωρίς δικαιικούς περιορισμούς και ανθρωπιστικές εγγυήσεις. Οι ισραηλινές βόμβες που έπληξαν το κτήριο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στον Λίβανο είναι μια σαφής προειδοποίηση του πώς θα παίζεται από εδώ και στο εξής το παιχνίδι, ενώ οι γελοίες μέσα στην αδυναμία τους διαμαρτυρίες τού προέδρου του Οργανισμού κου Κόφι Ανάν μαρτυρούν το τέλος τής εποχής των διεθνών συνεννοήσεων και του διεθνούς δικαίου. Σε αυτό τον ολοκληρωτικό πόλεμο οι εκατόμβες αμάχων είναι ο κύριος μοχλός πίεσης, και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ακριβώς η στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ εκείνη που στον εικοστό αιώνα εγκαινίασε τούτο το νέο πολεμικό ήθος (με πρόδρομο ίσως την Ιταλία του Μουσολίνι, στα πεδία της Αφρικής): Χιροσίμα και Ναγκασάκι, Κορέα, Βιετνάμ, Αφγανιστάν, Ιράκ, για να μείνουμε μόνο στις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις…
Ο νέος αυτός άξονας άρχισε να συγκροτείται ατύπως στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, υπό το δικαιολογητικό τής άμυνας του φιλελεύθερου κόσμου, πήρε όμως σαφή μορφή και κλιμάκωσε τη δράση του μετά την κατάρρευση του αντίπαλου συνασπισμού, καθώς στο διεθνές σκηνικό που διαμόρφώθηκε μετά το 1990 δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα καμία δύναμη η οποία θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει, και ως εκ τούτου να θέσει υπό περιορισμό, την ισχύ του. Άμεσα διακυβεύματα είναι ο παγκόσμιος έλεγχος των ενεργειακών πηγών, η επιβολή των όρων της κεφαλαιοκρατικής διεθνοποίησης και η γεωστρατηγική κυριαρχία που θα διασφαλίζει ότι δεν θα αναδυθεί στο ορατό μέλλον καμία παγκόσμια δύναμη ικανή να αποτελέσει αντίπαλο στρατηγικό δέος. Παγκόσμιος έλεγχος των ενεργεικών πηγών όμως είναι αδιανόητος χωρίς τον απόλυτο πολιτικοστρατιωτικό έλεγχο της Μέσης Ανατολής, κύριας πετρελαιοπαραγωγού ζώνης της πλανήτη, ενώ η επιδιωκόμενη γεωστρατηγική κυριαρχία αντιλαμβάνεται ως δυνητική απειλή, όπως επίμονα δείχνουν όλες οι αναλύσεις των υπηρεσιακών διανοουμένων του Πενταγώνου την τελευταία δεκαπενταετία, την Κίνα. Η στρατηγική ανάσχεση της Κίνας προϋποθέτει με τη σειρά τον έλεγχο δύο υψηλής σημασίας ζωνών: αφενός του Ειρηνικού (κι εδώ ο ρόλος της Αυστραλίας είναι ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα του νέου άξονα, πράγμα που στην Ευρώπη δεν έχει κατανοηθεί πλήρως δεδομένου ότι η γεωστρατηγική του Ειρηνικού παραμένει για τους ευρωπαίους terra incognita), αφετέρου της Κεντρικής Ασίας (ουσιώδες μέρος τής οποίας είναι και πάλι η Μέση Ανατολή). Σε όλα τα επίπεδα βλέπουμε λοιπόν πόσο κρίσιμος είναι ο έλεγχος της Μέσης Ανατολής για τον αμερικανοβρετανικό άξονα, και στη συγκεκριμένη περιοχή κύριος επιχειρησιακός του βραχίονας του είναι το τεχνητό κράτος τού Ισραήλ.
Η διεθνής πολιτική θέλει να ξεχνάει ότι το Ισραήλ δεν ήταν ποτέ ένα κανονικό κράτος μέσα στην Κοινωνία των Εθνών. Ήταν εξαρχής ένα ιδιόμορφο, εν πολλοίς τερατομορφικό, δημιούργημα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στην υψηλού ενδιαφέροντος μεσανατολική ζώνη, το οποίο από μία στιγμή και μετά (που όπως φαίνεται συμπίπτει με τον Πόλεμο των Εξι Ημερών του 1967) περιήλθε άμεσα υπό αμερικανική «προστασία» και γεωστρατηγικές αρμοδιότητες. Προπαντός δεν είχε καμία σχέση με την πατρίδα που οραματίστηκαν οι σκληρά δοκιμαζόμενες εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης, όσοι επί δεκαετίες συνέρρεαν στην οθωμανική επαρχία, και αργότερα το βρετανικό προτεκτοράτο, της Παλαιστίνης για να χτίσουν με τον ιδρώτα τους μέσα στην έρημο μια μικρή Γη της Επαγγελίας όπου θα ζούσαν ειρηνικά Εβραίοι και Άραβες, μακριά από τους τους τρόμους μιας ραγδαία εκβαρβαριζόμενης κεφαλαιοκρατικής Ευρώπης. Το ιμπεριαλιστικό πνεύμα των πρώην αποικιοκρατών πήρε την εκδίκησή του: με την πολύπλευρη στήριξη —οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική— των δυτικών δυνάμεων και με την ενεργή παρότρυνσή τους, πάνω στα συντριμμένα όνειρα εκείνων των ανθρώπων οικοδομήθηκε μια φονική στρατιωτική μηχανή που απολαμβάνει έκτοτε ένα ιδιότυπο καθεστώς διεθνοδικαιικής ασυλίας, ένα φονταμενταλιστικό κράτος χωρίς συνταγματικούς θεσμούς καθοδηγούμενο από μιαν αρχαϊκή εθνοφυλετική ιδεολογία, τον σιωνισμό (αντεστραμμένο ομόλογο, θα έλεγε κάποιος, της ναζιστικής ιδεολογίας τής αρείας φυλής στο όνομα της οποίας μαρτύρησαν απειράριθμες εβραϊκές κοινότητες), και ένας εξόχως ρατσιστικός «λαός» ο οποίος διδάχθηκε να θεωρεί τους Άραβες υπανθρώπους και να πιστεύει πως πρέπει να εξοντωθούν σαν κατσαρίδες... Με στρεψόδικη ρητορική και με συστηματική εκμετάλλευση του εβραϊκού δράματος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου κατόρθωσε να παρουσιάσει σαν άμυνα την απάνθρωπη αιχμαλωσία τού ντόπιου πληθυσμού που εγκλωβίστηκε στην επικράτειά του, το ρατσιστικό απαρτχάιντ, τις αλλεπάλληλες μικρής κλίμακας γενοκτονίες και τις μεγάλης κλίμακας επεκτάσεις και αρπαγές εδαφών από τις γειτονικές αραβικές χώρες. Και καθώς η σκυτάλη της γεωπολιτικής κυριαρχίας περνούσε από τις πρώην αποικιοκρατικές ευρωπαϊκές δυνάμεις σε αμερικανικά χέρια, η υιοθέτηση του Ισραήλ και ο άμετρος εξοπλισμός του —μεταξύ άλλων, με παράνομα πυρηνικά όπλα— δημιούργησε το πιο ισχυρό προκεχωρημένο φυλάκιο της αμερικανικής επιβολής στην καρδιά του αραβομουσουλμανικού κόσμου. Σήμερα, το να θεωρείται το Ισραήλ ένας απλός «σύμμαχος» της Αμερικής είναι παροιμιώδης αφέλεια: ισοδυναμεί με την ατύπως προστεθειμένη πεντηκοστή πρώτη πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών, τον σκληρότερο επιχειρησιακό βραχίονα των ΗΠΑ, ο οποίος χάρη σε μια σειρά ιδιόμορφων ιστορικών συγκυριών είναι ικανός να εξασφαλίζει ακόμη ανοχή και νομιμοποίηση στη διεθνή κοινή γνώμη για τις πιο ειδεχθείς ενέργειες και για τους πλέον παράνομους τρόπους δράσης.
Ο έλεγχος της Μέσης Ανατολής που επιδιώκει με κάθε μέσον ο νέος άξονας προϋποθέτει κατ’ αρχάς τη συνεργασία καθεστώτων-ανδρεικείλων τα οποία διευθύνονται από διεφθαρμένες τοπικές ελίτ, υπόλογες με τη σειρά τους στους Αμερικανοβρετανούς εντολοδότες τους μέσω ενός ρυθμισμένου συστήματος παροχών και απειλών: αυτό έχει επιτευχθεί σε ένα μέρος τής Βορείου Αφρικής και στην Αίγυπτο, στην Ιορδανία, στη Σαουδική Αραβία, στο Πακιστάν, και επιδιώκεται εντατικά σε ορισμένες πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας καθώς και στα κατεχόμενα Αφγανιστάν και Ιράκ (η Τουρκία είναι μια πιο ειδική περίπτωση, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν αντιπροσωπεύει απειλή για τον άξονα, τουναντίον μπορεί να χρησιμοποιείται κατά περίστασιν και υπό όρους). Η Συρία και το Ιράν είναι οι μοναδικές μαύρες τρύπες σε αυτό το ντόμινο της κυριαρχίας σήμερα, χώρες οι οποίες παρά τις πολλές πολιτισμικές διαφορές τους —αραβική η μία, μη αραβική από άποψη γλωσσική κι εθνοπολιτισμική η άλλη· ως χώρες μουσουλμανικές, σουνιτική η μία, σιιτική η άλλη· ως πολιτικοί σχηματισμοί, κοσμικό καθεστώς εμπνεόμενο από τον ιδιότυπο αραβικό σοσιαλισμό του Μπάαθ η μία, θρησκευτικοπολιτικός σχηματισμός στο ύφος του σύγχρονου ριζοσπαστικού Ισλάμ η άλλη— εξακολουθούν να ανθίστανται στους σχεδιασμούς του αμερικανοβρετανικού άξονα, κι επιπλέον να στηρίζουν λαϊκά κινήματα αντίστασης, άλλοτε με πολιτικό και άλλοτε με θρησκευτικό πρόσημο. Ειδικά το Ιράν, χώρα ισχυρή οικονομικά και στρατιωτικά, με ανεπτυγμένες αστικές δομές και μηχανισμούς κοινωνικής διαβούλευσης κάτω από τη φαινομενική μονολιθικότητα του πολιτικού του συστήματος, αντιπροσωπεύει από την εποχή της Ιρανικής Επανάστασης του 1978 τον πιο έμμονο πονοκέφαλο των ΗΠΑ και των συμμάχων τους – και αυτός οξύνεται οδυνηρά σήμερα καθώς όλα δείχνουν ότι το Ιράν κλιμακώνει τις προσπάθειες για την απόκτηση αποτρεπτικών πυρηνικών όπλων… Πολλών αναλυτών οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι απώτατος στόχος των αμερικανικών εισβολών στο Αφγανιστάν και κυρίως στο Ιράκ ήταν ένα τελειωτικό πλήγμα κατά του Ιράν. Εν πάση περιπτώσει, αμέσως μετά τη διάλυση του Ιράκ, η αμερικανική ρητορική δοκιμάζει επίμονα την ανοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης απέναντι στο ενδεχόμενο ένας άμεσου στρατιωτικού πλήγματος στη Συρία και στο Ιράν.
Για πολλούς λόγους ωστόσο αυτό δεν είναι εφικτό. Όχι ότι η κοινωνία των εθνών έχει διάθεση να προβάλλει σοβαρές αντιστάσεις στα αμερικανοβρετανικά σχέδια, αλλά για ποικίλους και μάλλον συγκυριακούς λόγους δεν φαίνεται διατεθειμένη επί του παρόντος να συνδράμει πολύ ενεργά μια τέτοια προσπάθεια. Κάτι τέτοιο θα ήταν όμως απαραίτητο τη στιγμή αυτή που η επιχειρησιακή ικανότητα των ΗΠΑ βρίσκεται σοβαρά αποδυναμωμένη από τον εγκλωβισμό των δυνάμεών τους κυρίως στο κατεχόμενο Ιράκ, πράγμα που επιτείνεται από την εκτίμηση ότι το Ιράν, ακόμα και χωρίς πυρηνική προστασία, είναι ένας στρατιωτικά υπολογίσιμος αντίπαλος (πέρ’ από την οικονομική του ισχύ στις παγκόσμιες ενεργειακές αγορές και τις ισχυρές του τοπικές συμμαχίες, με τη Ρωσία παραδείγματος χάριν…). Ποια στρατηγική κίνηση απομένει λοιπόν στις ΗΠΑ εάν δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει το συνολικό σχέδιο; Προφανώς, να κινήσει το Ισραήλ. Βραχυπρόθεσμος στόχος μιας τέτοιας κίνησης θα ήταν να πληγεί η ένοπλη λαϊκή σιιτική οργάνωση της Χεζμπολάχ, θεωρούμενη ως βραχίονας του Ιράν στη ζώνη των άμεσων συμφερόντων του Ισραήλ, η οποία αναδείχθηκε μέσ’ από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λιβανέζικου λαού ενάντια στην ισραηλινή κατοχή μετά το 1982 και παραμένει μία οργάνωση με τεράστιο κύρος και απήχηση στον αραβομουσουλμανικό κόσμο, με συντονισμένη δράση στο πολιτικό, στο στρατιωτικό και στο κοινωνικό πεδίο και με έναν χαρισματικό ηγέτη που από πολλούς θεωρείται σήμερα η σημαντικότερη πολιτική φυσιογνωμία σε όλη τη Μέση Ανατολή. Αποτινάσσοντας το Ισραήλ την επώδυνη περίσφιξη της Χεζμπολάχ στα βόρεια σύνορά του, και ανακαταλαμβάνοντας την κυριαρχία σε έναν οικονομικά τσακισμένο και κοινωνικά αποδιοργανωμένο Λίβανο, θα κέρδιζε συντριπτικό στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι μιας αποδυναμωμένης Συρίας και θα στερούσε από το Ιράν τη δυνατότητα να παρεμβαίνει κατά οιονδήποτε τρόπο στο «εσωτερικό» του παλαιστινιακό πρόβλημα όσο και στις διαρκείς συνοριακές του επιχειρήσεις. Ίσως η επιζητούμενη «τελική λύση» απείχε ακόμη αρκετά βήματα, ωστόσο η επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου θα αύξανε υπολογίσιμα τη δύναμη κρούσης τού άξονα στην ευρύτερη μεσανατολική ζώνη, προπαρασκευάζοντας τις ευκαιρίες για περαιτέρω επεμβάσεις.
Ολοφάνερα μία τέτοια λογική έθεσε σε λειτουργία τις κινήσεις τις οποίες επισημάναμε παραπάνω, που οδήγησαν σε αυτό του οποίου γινόμαστε μαρτυρες τούτη ακριβώς τη στιγμή στον Λίβανο. Φυσικά ένα τέτοιο συνολικό σχέδιο δεν μοιάζει να ευοδώνεται για την ώρα, καθώς η αντίσταση της Χεζμπολάχ αποδεικνύεται πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι αναμενόταν, και καθώς η πέραν κάθε ορίου ωμότητα των ισραηλινών εγκλημάτων καθιστά αφενός όλο και πιο αμήχανη την παγκόσμια κοινή γνώμη απέναντι στους εισβολείς, αναλώνοντας εκείνο το νομιμοποιητικό κεφάλαιο που είδαμε πόσο απαραίτητο ήταν για τη μεθόδευση των στρατηγικών τους, αφετέρου μοιάζει να συσπειρώνει τον λιβανέζικο λαό, ανεξαρτήτως πολιτικών ή θρησκευτικών μερίδων, στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που που θα επιθυμούσε ο άξονας των επιτιθέμενων. Μακροπρόθεσμα, και αν η Συρία και το Ιράν επιδείξουν την πολιτική οξυδέρκεια και φρόνηση που επιδεικνύουν μέχρι στιγμής, θα μπορέσουν ίσως να πείσουν για τον ρόλο τους ως σταθεροποιητικών δυνάμεων στην περιοχή και να κερδίσουν τον χρόνο που χρειάζεται ειδικά το Ιράν για την ολοκλήρωση ενός αποτρεπτικού πυρηνικού προγράμματος. Και, δεν χρειάζεται να το πούμε, η αγριότητα της διεθνούς αναμέτρησης και το παραλήρημα ισχύος των επιτιθέμενων καθιστά την ανάπτυξη ενός τέτοιου προγράμματος μοναδική ρεαλιστική λύση για την ανάσχεση του ενδεχομένου να μεταβληθεί ολόκληρος ο πλανήτης σε μιαν ανατριχιαστική μονοκρατορία, πολύ ζοφερότερη από εκείνη που προοιωνιζόταν η επικράτηση του ναζισμού στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χάρη στην αποκαλυψιακή τεχνολογική ισχύ που έχουν στη διάθεσή τους οι νέοι κυρίαρχοι.
Το να ευχόμαστε τον πυρηνικό εξοπλισμό μιας χώρας δεν είναι βέβαια κατά καμία έννοια ριζοσπαστική θέση, και όποιος την υιοθετεί οφείλει να τρέμει από την επίγνωση των συνεπειών της πρότασής του. Ο πολλαπλασιασμός και η διασπορά των πυρηνικών όπλων στον πλανήτη είναι από μόνος του γεγονός ολέθριο, που υποθηκεύει μακροπρόθεσμα με το πιο δυσοίωνο τρόπο το μέλλον της ζωής. Ωστόσο πολύ πιο τρομακτικές μεσοπρόθεσμα είναι οι συνέπειες της άνισης κατανομής τους: η κολοσσιαία διαφορά ισχύος που συνεπάγεται σήμερα η κατοχή πυρηνικών όπλων ανατινάσσει κάθε πιθανότητα έννομου διακανονισμού ανταγωνισμών και διαφορών και φέρνει τις διεθνείς σχέσεις σε επίπεδο γεωλογικής προϊστορίας, καθώς εκκολάπτονται υπερκράτη-τέρατα απέναντι στη θέληση των οποίων όλοι οι άλλοι οφείλουν να ζαρώνουν παγωμένοι από αρχαϊκό τρόμο… Η ανισότητα δύναμης είναι αφεαυτής παράγοντας εξολοκληρωτισμού, και όταν η μία μετά την άλλη μικρές και ανυπεράσπιστες χώρες διαλύονται και οι πληθυσμοί τους γίνονται ολοκαύτωμα με την ευκολία παιδικού παχνιδιού στον υπολογιστή χωρίς να μπορούν να υπάρξουν έλλογοι μηχανισμοί διαχείρισης της ισχύος, τότε γίνεται οδυνηρά φανερό στον καθέναν ότι μόνον η απόκτηση ισχυρής αποτρεπτικής δύναμης μπορεί να εγγυηθεί μια ελάχιστη πιθανότητα μεσοπρόθεσμης επιβίωσης. Και αν αυτό από μόνο του προοιωνίζεται νέα, αστάθμητα δεινά, ολόκληρη η ευθύνη οφείλει να καταλογιστεί σ’ εκείνον ο οποίος έχει εγκαινιάσει το παιχνίδι με τέτοιους όρους.
Μένει ωστόσο ένα τελευταίο ερώτημα. Αν η εκτίμηση που παρουσιάσαμε εδώ μπορεί να θεωρηθεί σε γενικές γραμμές σωστή, τί είναι εκείνο που εξηγεί την αδιανόητη ανοχή, αν όχι την ενεργό σύμπραξη, στις ενέργειες του νέου επιθετικού άξονα εκ μέρους όσων δεν συμμετέχουν άμεσα σε αυτόν; Τί εξηγεί ειδικά την ένοχη σιωπή της Ευρώπης, τη συστηματική κάλυψη ειδεχθών εγκλημάτων, την υιοθέτηση εξοργιστικά σχιζοφρενικών ρητορειών που διαστρέφουν κάθε έννοια κοινής λογικής και καθιστούν αδύνατη κάθε μορφή ανθρώπινης συνεννόησης έξω από την τυφλή, χωρίς όριο βία; Η απάντηση ενός τέτοιου ερωτήματος απαιτεί μια πολύ πιο πολύπλοκη ανάλυση του κόσμου μας που δεν είναι δυνατό να γίνει εδώ. Ας πούμε μόνο, εν είδει προσημείωσης για μια τέτοιαν ανάλυση, ότι υπάρχει επίσης εδώ μια δομική αναλογία με την ολιγωρία των φιλελεύθερων λεγόμενων κρατών απέναντι στις γερμανικές εξελίξεις σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, που ακόμη και αν και δεν ενέκριναν όλες τις ενέργειες του Χίτλερ πίστευαν πάντως ότι μπορούσε να δράσει προ όφελός τους αναχαιτίζοντας τον πραγματικό ταξικό τους αντίπαλο: τον μπολσεβικισμό. Η Ευρώπη, ολόκληρος ο δυτικός κόσμος, δεν μπορούν να απαλλαγούν από το βαθιά ρατσιστικό τους αντανακλαστικό απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο διότι γνωρίζουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι η επίζηλα περιφρουρημένη ευημερία τους οφείλεται στον δικό του ιδρώτα και στο δικό του αίμα.
***
Υστερόγραφο I (Νοέμβριος 2006). Eίναι αλήθεια ότι οι θέσεις του Συνασπισμού (της Αριστεράς και της Προόδου) σε θέματα διεθνούς πολιτικής παρουσιάζουν εσχάτως κάποια βελτίωση. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στην αλλαγή ηγεσίας ή σε άλλους πιο οργανικούς λόγους, αλλά εδώ και έναν-ενάμισυ χρόνο κάτι έχει όντως αλλάξει. Δεν είναι πολύς ο καιρός που, μέσα στον γενικότερο ρεπουμπλικανικό κατήφορο που ακολουθούσε αυτός ο πολιτικός χώρος, είχε φτάσει να συντάσσεται απερίφραστα με τις επιλογές του ευρωατλαντικού νεοϊμπεριαλισμού – όπως η στήριξη του αμερικανοβρετανικής υπογορεύσεως νομοσχεδίου Ανάν για την Κύπρο, και όπως η υπερβάλλουσα διπλωματικότητα, κατ’ ουσίαν η καιροσκοπική τήρηση «ίσων αποστάσεων», απέναντι στις θρασύτατες προκλήσεις του Ισραήλ… Ας μου επιτραπεί επ’ αυτού να αναφέρω μια προσωπική εμπειρία. Όταν πριν μερικά χρόνια έγραφα περιστασιακά βιβλιοκριτική για τις σελίδες των «Αναγνώσεων» της Αυγής, ένας από τους τότε υπεύθυνους των σελίδων με πήρε στο τηλέφωνο και μου ζήτησε ––ευγενικά, είναι αλήθεια–– να απαλείψω από κριτική την οποία είχα μόλις στείλει (για το βιβλίο του Τάρικ Άλι, Η σύγκρουση των φονταμενταλισμών) ορισμένες φραστικές αιχμές κατά του Ισραήλ, με το επιχείρημα ότι «ενοχλούνται οι αριστεροί Εβραίοι και μας κατηγορούν για αντισημιτισμό». Έβρισκα εξωφρενικό το φιλοϊσραηλινό λόμπι να ελέγχει και να υπαγορεύει πολιτικές στον υποτιθέμενο αριστερό τύπο, και του το είπα, όπως και ότι οι κατηγορίες περί αντισημιτισμού πτοούν μόνο τούς αληθινά ρατσιστές, ωστόσο έδωσα με μισή καρδιά τη συγκατάθεση αφού δεν είχα άλλη επιλογή. (Εν συνεχεία, όταν το κείμενο δημοσιεύθηκε, είδα ότι είχε απαλειφθεί και μία αποστροφή μου για το ρατσιστικό και αποικιοκρατικό πνεύμα των Ευρωπαίων – αφού, ως γνωστόν, οι δυνάμεις της Αριστεράς και της Προόδου στηρίζουν το ευρωπαϊκό όραμα…!) Ύστερα, φυσικά, σταμάτησα τη συνεργασία μου με την εφημερίδα.
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι μυστηριώδεις «αριστεροί Εβραίοι»; Δεν θα έπεφτε πολύ έξω κάποιος, πιστεύω, αν τους ταύτιζε μ’ εκείνους οι οποίοι αντέδρασαν θορυβημένοι από τις σελίδες της Αυγής για την αλλαγή στάσης τής εφημερίδας στην πρόσφατη κτηνώδη καταστροφή του Λιβάνου. Δύο τέτοια κείμενα εμφανίστηκαν, στις 6 και 13 Αυγούστου 2006, υπογεγραμμένα από τους ιστορικούς Ρίκα Μπενβενίστε και Ιακώβ Σιμπή. Το κείμενο του κου Σιμπή δεν είναι σοβαρό, και βεβαίως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε γι’ αστεία «αριστερό», αφού η φρασεολογία και το ύφος προδίδουν μάλλον ακροδεξιά οπτική, ωστόσο αξίζει κάποιος να το αναφέρει μόνο σαν ενδιαφέρον παράδειγμα σιωνιστικής ρητορικής – μίγμα κουτοπονηριάς συνοικιακού μπακάλη και θρασύδειλου τσαμπουκά προπολεμικού χωροφύλακα… Αφού κάνει μια μισοκακόμοιρη έκκληση στην «τιμότητα του αριστερισμού» [sic] και μάς σπαράξει την καρδιά με το δράμα «των παιδιών του Ισραήλ που πέρασαν τα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους μέσα στα καταφύγια», αρχίζει να μας υπογορεύει ποιους ισραηλινούς συγγραφείς πρέπει να διαβάζουμε και ποιους όχι, να συκοφαντεί συλλήβδην Άραβες και μουσουλμάνους («Οι αραβικές και ισλαμικές χώρες είναι όλες δικτατορίες»· «Τί θα σήμαινε για ένα μη μουσουλμανικό κράτος, όπως η Ελλάδα, να γειτνιάζει με φονταμενταλιστικά ισλαμικά καθεστώτα;»: για φανταστείτε δηλαδή να είχε η Ελλάδα την τύχη να συνορεύει με το Ισραήλ!), να παρουσιάζει τη Χεζμπολάχ και το Ιράν ως αποκαλυψιακές απειλές για την ανθρωπότητα, για να καταλήξει με μια ελάχιστα συγκεκαλυμμένη γκριμάτσα που μας τρίζει τα δόντια: «Νίκη εναντίον της Χεζμπόλαχ σημαίνει απελευθέρωση του Λιβάνου από ένα στρατιωτικό παρακράτος, με τίμημα δυστυχώς και αθώα θύματα και τη μερική υλική καταστροφή του [sic]. Επιπλέον, θα δείξει στο Ιράν ότι ο ελεύθερος κόσμος [sic] δεν αστειεύεται»… (Τί του απαντάς δηλαδή τώρα; Ό,τι κι εμένα θα μου άρεσε να δω μια κολοσσιαία εξέγερση των γκέττο που θα διαλύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στα εξ ων συνετέθησαν, ή έναν λαϊκό αραβικό στρατό να εισβάλλει στο Ισραήλ αφήνοντας πίσω του είκοσι χιλάδες νεκρούς και αναγκάζοντας αυτό το κράτος-τρομοκράτη σε ταπεινωτική συνθηκολόγηση, για να φανεί ότι της γης οι κολασμένοι δεν αστειεύονται;) Αλλά δεν μας λέει ο κος Σιμπή ποιες είναι αυτές οι «αραβοϊσλαμικές δικατορίες» και ποιος τις έφτιαξε: ποιος δημιούργησε και στηρίζει λυσσαλέα τα καθεστώτα της Σαουδικής Αραβίας, της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Ιράκ, του Πακιστάν ενάντια στη θέληση των πληθυσμών τους (όπως ακριβώς μέχρι χθες γινόταν και στη Λατινική Αμερική), και τί έκανε ο «ελεύθερος κόσμος» στην Αλγερία και πολύ πρόσφατα στην Παλαιστίνη όταν ο λαός εξέφρασε με άψογα δημοκρατικό τρόπο τη θέλησή του… Αν ο αραβοϊσλαμικός κόσμος δεν ήταν μια σειρά από απεχθείς δικτατορίες, σιχαμερούς λακέδες των Αμερικανών και της Δύσης, να είναι σίγουρος ο κος Σιμπή ότι το Ισραήλ προ πολλού δεν θα υπήρχε! Το πρόβλημα όμως είναι το Ιράν. Μήπως γνωρίζει ο κος Σιμπή ότι το Ιράν είναι λιγότερο δικτατορία απ’ ό,τι το Πακιστάν, λιγότερο φονταμενταλιστικό απ’ ό,τι η Σαουδική Αραβία, λιγότερο διεφθαρμένο απ’ ό,τι η Αίγυπτος, ότι παρά τον αυταρχικό του πολιτικό μανδύα έχει ανεπτυγμένες δομές κοινωνικής διαβούλευσης, ότι παρά την ––ιστορικά δικαιολογημένη–– αντιαμερικανική και αντιϊσραηλινή του ρητορεία δεν έχει εκδηλώσει ποτέ επεκτατικές τάσεις ούτε απείλησε ή κατέλαβε γειτονικές του χώρες, και ότι στο κάτω κάτω έχει ευρύτατη βάση λαϊκής στήριξης; Ότι η Χεζμπολάχ ––την οποία είναι ευτύχημα που στηρίζει, όσο υπήρξε ευτύχημα που η Σοβιετική Ένωση στήριξε κάποτε το αντάρτικο του Χο Τσι Μινχ–– δεν είναι «στρατιωτικό παρακράτος» αλλά η καρδιά της λιβανικής αντίστασης απέναντι στην ωμή ισραηλινή εισβολή και κατοχή εδώ και μια εικοσαετία, ότι μαζί με τους μεξικανούς Ζαπατίστας είναι ίσως το μόνο ελπιδοφόρο παράδειγμα σήμερα στον κόσμο τού τί μπορεί ακόμα να σημαίνει ένοπλη λαϊκή οργάνωση, με υπεύθυνη πολιτική συμμετοχή και τεράστιο κοινωνικό έργο;
Αλλά είναι και άλλα που δεν μας λέει ο κος Σιμπή. Τί ποσοστό αμάχων υπάρχει ανάμεσα στα θύματα του Ισραήλ και ανάμεσα στα θύματα των αντιπάλων του; Στον πρόσφατο μόνο πόλεμο (όπου η δρακόντεια εξοπλισμένη μηχανή του Ισραήλ κατατροπώθηκε από μια χούφτα αποφασισμένους μαχητές), σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε ο βρετανικός Independent (3 Αυγούστου 2006), τα θύματα των ισραηλινών βομβαρδισμών ήταν 87% άμαχοι (εξοντωμένοι ανατριχιαστικά από εμπλουτισμένο ουράνιο, όπως έδειξαν τα ίχνη των πτωμάτων), ενώ τα θύματα των επιθέσεων της Χεσμπολάχ ήταν μόνο κατά 33% άμαχοι πολίτες… Ποιος είναι ο τρομοκράτης; Και ποιος ο πρώτος διδάξας αυτό το νέο πολεμικό ήθος, την άσκηση πίεσης μέσω μαζικών εξοντώσεων αμάχων, στον εικοστό αιώνα, παρά ο μεγάλος πάτρωνας του Ισραήλ, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής; Και δυνάμει ποιας ερμηνείας του διεθνούς δικαίου είναι έγκλημα η αιχμαλωσία δύο ––ή πέντε ή δέκα ή εκατό–– στρατιωτών, και όχι η απαγωγή αμέτρητων πολιτών που είναι στην ημερήσια διάταξη από τον κατοχικό στρατό και τις υπηρεσίες ασφαλείας του Ισραήλ, ή το ανήκουστο αίσχος της σύλληψης μελών της παλαιστινιακής κυβέρνησης την επαύριο της εκλογής τους; Και γιατί πρέπει να λυπηθούμε «τα παιδιά του Ισραήλ που πέρασαν τα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους μέσα στα καταφύγια» όταν υπεύθυνες γι’ αυτό είναι εξ ολοκλήρου οι κυβερνήσεις που αυτά τα παιδιά και οι γονείς τους στηρίζουν, και τα οποία στο κάτω κάτω έχουν την πολυτέλεια να διαθέτουν κατοικίες με ιδιωτικά καταφύγια, ενώ τα παιδιά των Παλαιστινίων ζουν αιχμάλωτα σε χωριά-φυλακές, χωρίς πρόσβαση σε δρόμο, χωρίς ηλεκτρικό και νερό ακόμα, δεν τολμούν να βγουν στο παράθυρο χωρίς τον κίνδυνο να φάνε αδέσποτη ––ή και υπολογισμένη–– σφαίρα, και στιβάζουν τα αναγκαία για την πιο πενιχρή επιβίωση σε άθλια παραπήγματα που ξέρουνε ότι μιαν αυγή θα κεταδαφιστούν από τα τανκς ή τις μπουλντόζες; Που δεν έχουν κανένα μερίδιο στη ζωή και στο αύριο, και αν τους έχει απομείνει καθόλου γενναιότητα η μόνη υπερήφανη επιλογή που ανοίγεται μπροστά τους είναι να ανατιναχτούν μαζί με εκείνους που τους έκλεψαν μιαν ανθρώπινη θέση κάτω απ’ τον ήλιο; Εκείνο που θέλει όμως να πει ο κος Σιμπή, εκείνο που επίμονα προσπαθεί να πει πάντα ο σιωνιστικός λόγος, είναι ότι δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα ούτε την ίδια αξία η ζωή ενός Εβραίου, μέλους μιας ανώτερης και επίλεκτης φυλής και στο κάτω κάτω «λευκού», με τη ζωή ενός μελαψού και βρόμικου υπανθρώπου Άραβα – εκτίμηση που συνειδητά ή ασυνείδητα συμμερίζεται όλος ο «ελεύθερος κόσμος», οι υψηλοί προστάτες του Ισραήλ ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού.
Μήπως όμως τα λέει όλ’ αυτά η κα Μπενβενίστε; Είστε γελασμένοι! Κι εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά διότι το άρθρο τής κας Μπενβενίστε είναι προσεκτικό και υπολογισμένο, χωρίς τα αδέξια ολισθήματα του κου Σιμπή που προδίδουν την πολιτική του ταυτότητα. Το δημοσίευμά της αυτό με τίτλο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της “δήλωσης”» γράφτηκε ως απάντηση σε προηγούμενο άρθρο τού (επίσης ιστορικού) Χρήστου Χατζηιωσήφ στο οποίο εκείνος προσπαθούσε ––με πολύ μετριοπαθή τρόπο, θα έλεγα–– να αποδομήσει μερικά τουλάχιστον από τα ψέμματα της φιλοϊσραηλινής προπαγάνδας. Αφού η κα Μπενβενίστε ξεπεράσει την εμφανή αμηχανία που διαποτίζει τις δύο πρώτες παραγράφους της, επιτίθεται στον «συνάδελφο» (επαγγελματικά και πολιτικά, υποθέτω) εγκαλώντας τον για «αντιϊστορική ρητορική» σε δύο επίπεδα: αφενός κατά τις προκείμενες αρχές του, αφετέρου κατά την εγκυρότητα επιμέρους επιχειρημάτων του που αφορούν τη θρησκευτική ανεκτικότητα στον μουσουλμανικό κόσμο (εδώ η κα Μπενβενίστε σαν ιστορικός κάνει, όπως λέμε, το κορόιδο, ξεχνώντας ότι η ίδια έχει σήμερα ελληνική ιθαγένεια επειδή ακριβώς η Ελλάδα ήταν μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας – και αναρωτιέμαι επίσης τί πρόβλημα έχει με τη Συρία, θερμοκήπιο μέχρι αυτήν τη στιγμή που μιλάμε του πιο εκτεταμένου και εντυπωσιακού θρησκευτικού συγκρητισμού), τη ρατσιστική νοοτροπία του μέσου ισραηλινού πολίτη (ως προς αυτό, οι ίδιες οι απόψεις του κου Σιμπή που εξέθεσα παραπάνω στοιχειοθετούν ικανό δείγμα – και αν αυτό ισχύει τηρουμένων των αναλογιών επίσης για Γάλλους και Έλληνες, τόσο το χειρότερο για τους Γάλλους και τους Έλληνες: έχουμε κανένα ταμπού δηλαδή να τους καταγγείλουμε κι αυτούς;), τον μύθο της ισραηλινής υποχωρητικότητας στους πρόσφατους γεωστρατηγικούς ελιγμούς (για να μη λέω πολλά επ’ αυτού, θα συνιστούσα στην κα Μπενβενίστε να διαβάσει την πρόσφατη συνέντευξη του Noam Chomski, «ΗΠΑ και Ισραήλ ολοκληρώνουν το σχέδιο για τη δολοφονία ενός έθνους», στην Ελευθεροτυπία της 17ης Σεπτεμβρίου 2006 – την πληρέστερη έκθεση που έτυχε να διαβάσω σε ελληνικό έντυπο της τρέχουσας αμερικανοϊσραηλινής πολιτικής).
Πιο αποκαλυπτικές όμως είναι οι ενστάσεις της κας Μπενβενίστε σε αυτές που αποκαλεί «προκείμενες αρχές» του συνομιλητή της. Αντιπαρέρχομαι προς στιγμήν τη δεύτερη ένσταση, στη θέση περί «δύο ομόλογων θρησκευτικών φανατισμών», επειδή θεωρώ κι εγώ ατυχή την έκφραση του κου Χατζηιωσήφ, για αντίθετους όμως λόγους από αυτούς της κας Μπενβενίστε: πίσω από το επιφαινόμενο των «θρησκευτικών φανατισμών» διακυβεύεται η παγκόσμια απειλή ενός ολοκληρωτικού κεφαλαιοκρατικού άξονα ––ΗΠΑ, Ισραήλ, Βρετανία, Αυστραλία–– από τη μία πλευρά, και η σύνταξη μίας ζώνης αντίστασης με επίκεντρο τις αραβομουσουλμανικές περιοχές από την άλλη· άρα δεν έχουν από αξιακή άποψη καθόλου το ίδιο βάρος και σημασία, και οπωσδήποτε δεν είναι απλώς θέμα «αποτελεσματικότητας»… Η πρώτη από τις ενστάσεις της ωστόσο αξίζει να προσεχτεί. Παρότι στον τίτλο του κειμένου της χρησιμοποιεί ειρωνικά τη λέξη «δήλωση», μοιάζει και η ίδια να ζητάει μια προκαταρκτική δήλωση από τον συνομιλητή της: πρέπει ή δεν πρέπει να υπάρχει κράτος του Ισραήλ; Εδώ κι αν πήγε περίπατο η ιστορικότητα της σκέψης που επικαλείται η κα Μπενβενίστε… Η ύπαρξη ενός κράτους, οιουδήποτε, δεν συνιστά μεταφυσική αρχή, έχει ένα πλήθος υλικοϊστορικούς όρους και προϋποθέσεις. Εν πρώτοις, και αν μιλάμε από θέση αρχής, κανένα κράτος δεν θα έπρεπε να υπάρχει: το κράτος, σε όλες του τις ιστορικές μορφές, προκύπτει από μια πάγια ––και αθέμιτη–– διάκριση διευθυνόντων και διευθυνομένων, συνιστά όργανο ταξικής κυριαρχίας που μεταμφιέζει το συμφέρον της ιθύνουσας ομάδας σε νόμο δεσμευτικό για ολόκληρη την κοινωνία, και είναι ένα οδυνηρό τεκμήριο της ανθρώπινης υποτέλειας και της ανθρώπινης προϊστορίας. Στη γλώσσα που γνωρίζω εγώ αυτή είναι η μόνη θέση που δικαιούται το όνομα «αριστερή», αν και σήμερα φαίνεται ότι τα λεξικά έχουν αρχίσει να ξαναγράφονται… Μιλώντας βέβαια με όρους ωμού ρεαλισμού, πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι όλες οι σύγχρονες αστικοκεφαλαιοκρατικές κοινωνίες είναι κοινωνίες διασχιζόμενες από ανελέητους κοινωνιοοικονομικούς ανταγωνισμούς οι οποίοι, αν αφεθούν χωρίς κάποιου είδους δικαιική ρύθμιση, είναι ικανοί να διαρρήξουν ολοσχερώς το κοινωνικό σώμα: αυτός είναι ο ελάχιστος ––και υπό άρσιν–– νομιμοποιητικός όρος για τις νεοτερικές μορφές κράτους που προέκυψαν μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας. Υπό αυτές τις συνθήκες όμως, για να είναι ένα κράτος «νόμιμο» πρέπει να πληροί κάποιες καταστατικές προϋποθέσεις οι οποίες αρχικώς αποκρυσταλλώθηκαν σε συνταγματικές αρχές και σε νομικούς κώδικες και σήμερα, θεωρητικά τουλάχιστον, αποτελούν τον κορμό ενός ακόμα υπό διαμόρφωσιν και συμπλήρωσιν διεθνούς δικαίου. Ένα κράτος που δεν αναγνωρίζει και δεν τηρεί ένα μίνιμουμ τέτοιων αρχών θέτει αυτομάτως εαυτόν εκτός διεθνούς νομιμότητας και, αν συνεχίσει να συνιστά απειλή για άλλα κράτη και πληθυσμούς, αντιμετωπίζεται στρατιωτικά και συχνά διαμελίζεται: κλασικό παράδειγμα, η ναζιστική Γερμανία…
Αυτή είναι όμως σήμερα η περίπτωση του Ισραήλ – και κατά μείζονα λόγο, βέβαια, του ισχυρού πάτρωνά του, των ΗΠΑ… Στο μεταψυχροπολεμικό σκηνικό έχουν μεταλλαχθεί σε αληθινά κράτη-παρίες που θέτουν υπό θανάσιμη απειλή τη ζωή σε ολόκληρο τον πλανήτη, δολοφονικές κεφαλαιοκρατικές μηχανές που έχουν ξεφύγει από κάθε έννομο έλεγχο και τείνουν να επαναφέρουν τις διεθνείς σχέσεις σε επίπεδο λίθινης προϊστορίας. Όσοι ολιγωρούν απέναντί τους μοιάζουν με τις καιροσκοπικές «φιλελεύθερες» κυβερνήσεις της δεκαετίας τού 1930 που δίσταζαν να απομονώσουν τη χιτλερική Γερμανία επειδή έβλεπαν στη ναζιστική μηχανή ένα όργανο που θα συνέτριβε και τον δικό τους αντίπαλο: τον μπολσεβικισμό. Υπό αυτή την οπτική το ερώτημα της κας Μπενβενίστε είναι αυτοδικαίως απαντημένο, και χωρίς δήλωση: το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ δεν είναι μεταφυσικά εγγυημένο, κι εξαρτάται όχι από το τί το Ισραήλ «είναι» αλλά από το τί το Ισραήλ κάνει. Και αφού η ίδια γνωρίζει «πολύ καλύτερα από πολλούς γράφοντες» την ιστορία και την περιοχή, μη μας πει ότι δεν θυμάται πως πριν από την ίδρυση του κράτους υπήρχε ένα σιωνιστικό κίνημα με εντελώς άλλους σκοπούς και οράματα, ότι δεν έχει ακουστά το δράμα όλων εκείνων των ανθρώπων που συνέρρευσαν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα στην οθωμανική ακόμα επαρχία της Παλαιστίνης, και μετέπειτα βρετανικό προτεκτοράτο, για να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους αυτόχθονες αδελφούς τους κατά τής αποικιοκρατίας των Βρετανών στο όνειρο μιας ελεύθερης και αδελφωμένης κοινωνίας Εβραίων και Αράβων, στο όνειρο μιας αναρχικής δημοκρατίας των συμβουλίων και μιας ελευθερωμένης ζώνης, στην καρδιά τής ερήμου, από τους τρόμους και τη βαρβαρότητα μιας κεφαλαιοκρατικής/ιμπεριαλιστικής Ευρώπης – και πώς, πάνω στα άγρια συντετριμμένα όνειρα εκείνων των ανθρώπων, έστησαν οι εθνικιστές στρατηγοί το δικό τους χορό των εκκαθαρίσεων και το κράτος της συνεχούς, ατέρμονα ανακυκλούμενης βίας… Παλιές ιστορίες βέβαια, για τους περισσότερους, και όσο λιγότερο τα σκαλίζουμε τόσο καλύτερα για όλους· το θέμα άλλωστε είναι τί κάνουμε σήμερα, όπως λένε.
Ίσως ακόμα και σήμερα, λοιπόν, το Ισραήλ έχει χρόνο να κερδίσει το δικαίωμα στην ύπαρξη – αν ελευθερώσει τους πληθυσμούς που κρατάει αιχμαλώτους και τους επιτρέψει να δημιουργήσουν ελεύθερα τις δικές τους πολιτικές και κοινωνικές δομές, τούς βοηθήσει μάλιστα σε αυτό με τον δυσανάλογο πλούτο που έχει συσσωρεύσει χάρη στη συστράτευσή του με το νεοαποικιακό στρατόπεδο της άλλοτε αντισημιτικής Δύσης· αν αποσυρθεί άνευ όρων από τα εδάφη των γειτονικών του χωρών που κατέχει παράνομα τουλάχιστον από το 1967 κι εντεύθεν· αν το ίδιο μεταλλαχθεί σε κανονικό, συνταγματικό σύγχρονο κράτος όπου οι όροι της πολιτικής συμμετοχής θα διασφαλίζονται μέσω κοινών για όλους τυπικών κριτηρίων και χωρίς ανατριχιαστικούς φονταμενταλιστικούς φραγμούς φυλής ή θρησκεύματος· και αν ζητήσει δημοσίως συγγνώμη από τον αραβικό κόσμο για όλο τον τρομερό και άσκοπο πόνο που έχει μέχρι τώρα προκαλέσει. Και όσον αφορά εμάς, εδώ, πρωτίστως να αποφύγουμε να κάνουμε ό,τι η κα Μπενβενίστε: να μην πιστέψουμε ότι όλ’ αυτά συμβαίνουν σε έναν άλλον κόσμο, μακριά, καθώς ατενίζουμε «την όμορφη Μεσόγειο από την πολυθρόνα μας», διότι η ολοκληρωτική απειλή βρίσκεται ήδη μια τρίχα πάνω από τα κεφάλια μας, και να καταλάβουμε πως η Χεσμπολάχ πολεμάει εξίσου για τη δική μας ελευθερία, πως οι παλαιστίνιοι μαχητές ανατινάζονται για τη δική μας ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που οι ίδιοι έχουμε προ πολλού ανταλλάξει με την ευμάρεια της συμμετοχής στο στρατόπεδο των νικητών· ακόμη, να αναλαμβάνουμε δημοσίως και ατομικά τη γνώμη μας, όποια κι αν είναι αυτή, χωρίς να υπολογίζουμε κέρδη και απώλειες, χωρίς να διαστρέφουμε ύπουλα τις λέξεις και τις σημασίες και χωρίς να ενεργούμε παρασκηνιακά, όταν οι συσχετισμοί δυνάμεων το επιτρέπουν, για να επηρεάζουμε ομάδες και κέντρα διαμόρφωσης της γνώμης – αυτό που κοινώς αποκαλούμε λόμπι.
***
Υστερόγραφο II (Ιανουάριος 2009). Αυτή τη φορά δεν εμφανίστηκαν στην Αυγή κροκοδείλιες διαμαρτυρίες «αριστερών Εβραίων» να καταγγείλουν τον «υφέρποντα αντισημιτισμό» των Ελλήνων, όπως την αμέσως προηγούμενη φορά που το Ισραήλ σφαγίασε έναν άμαχο πληθυσμό (στον Λίβανο το 2006)· η φρικωδία των όσων συμβαίνουν από τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου στη Γάζα είναι τόση, οι εικόνες που αντίκρυσαν όσοι πλησίασαν τον τόπο της μεθοδευμένης γενοκτονίας, αλλά και οι εικόνες που φτάνουν μέχρις εμάς μέσ’ από το φίλτρο των διεθνών ειδήσεων είναι τέτοιας υφής που κανένας, οσοδήποτε κυνικός ή ανάλγητος, εφόσον τουλάχιστον διαθέτει κάποια ευφυΐα, δεν θα διακινδύνευε να γίνει στόχος τόσης συσσωρευμένης δημόσιας οργής. Και όμως· η δουλοπρέπεια, η λαγνεία της ισχύος και η παντελής διανοητική συσκότιση βρίσκουν πάντα συνδυασμούς οι οποίοι μας εκπλήσσουν, έτσι το Ισραήλ κέρδισε τις ημέρες αυτές έναν αναπάντεχο συνήγορο στις τάξεις της εγχώριας «διανόησης»: την κα Τέτα Παπαδοπούλου. Θα την παρασημοφορήσει, αναρωτιέμαι, η Πρεσβεία του Ισραήλ στην Ελλάδα για το δημοσίευμά της στην Ελευθεροτυπία (Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009) με τίτλο «Ο εχθρός των Παλαιστινίων»;
Η κα Τέτα Παπαδοπούλου είναι βεβαίως γνωστή και σεσημασμένη (αυτοσυστήνεται μάλιστα ως μαθήτρια του Καστοριάδη: τέτοιοι μαθητές θα έφταναν για να σιχαθεί κανείς ακόμα και τον Καστοριάδη…). Η επίθεσή της στη νοημοσύνη μας αυτή τη φορά όμως ξεπέρασε κάθε όριο, είναι δομικώς συγκρίσιμη μόνο με τις επιθέσεις του Ισραήλ στο διεθνές δίκαιο και στην ανθρώπινη υπόσταση, με οιονδήποτε τρόπο εννοημένη. Απηχώντας τη ρητορική του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, θέση αρχής της είναι ότι «Όπως κάθε κράτος, το Ισραήλ έχει αναφαίρετο δικαίωμα να αμυνθεί». Απέναντι σε ποιον; Απέναντι στις ρουκέτες της Χαμάς, βέβαια, που είναι η κύρια αιτία της αιματοχυσίας, και διαρρηγνύει τα ιμάτιά της απέναντι στο «ευτελές και προσβλητικό» επιχείρημα ότι από τις ρουκέτες Κασάμ έχουν σκοτωθεί λίγοι Ισραηλινοί. Και εγείρει το αποστομωτικό επιχείρημα: «Κανένα κράτος στον κόσμο δεν μπορεί να ανεχθεί μια τέτοια κατάσταση […] Τί θα έκανε η Ελλάδα εάν δεχόταν επίθεση με ρουκέτες π.χ. στη μισή Πελοπόννησο; Θα έμενε αδρανής; Θα έλεγε, δεν πειράζει αφού έχουν σκοτωθεί λίγοι;». Μέσα στην αγανάκτηση που την πνίγει ξέχασε όμως να μας πει υπό ποιες προϋποθέσεις, σε ποιαν ακολουθία γεγονότων. Αν η Ελλάδα είχε ιδρυθεί πετσοκόβοντας έναν ιθαγενή πληθυσμό, και τα υπολείμματά του τα κρατούσε αιχμάλωτα σε ζωώδη κατάσταση ας πούμε στη Μεσσηνιακή Μάνη (το παράδειγμα δεν είναι εντελώς φανταστικό: αυτή ήταν περίπου η θέση των αρχαίων ειλώτων, όταν τη γη τους κυρίευσε το δωρικό φύλο των Σπαρτιατών), δεν θα άξιζε η Ελλάδα όχι μόνο ρουκέτες αλλά και εισβολή στην πρωτεύουσά της που θα της καθιστούσε οριστικά ανίκανη να ασκεί το μονοπώλιο της βίας; Και για ν’ αλλάξουμε λίγο το παράδειγμα, μήπως η κα Παπαδοπούλου θα είχε την ευχαρίστηση να ξαναγράψει το βιβλίο της νεοελληνικής ιστορίας (αφού η κα Ρεπούση υστερεί προφανώς σε ριζοσπαστικότητα) από τη σκοπιά των δικαιωμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να «υπερασπίσει τους υπηκόους της» από την τρομοκρατία των ρακένδυτων στασιαστών, πολλώ μάλλον ευρισκόμενη εντός τού δικαίου της Ιεράς Συμμαχίας; Όχι, πράγματι, δεν δικαιολογεί τις ρουκέτες της Χαμάς το ότι έχουν μικρές απώλειες: αν κάτι τις δικαιολογεί, είναι ο ανείπωτος ηρωισμός ενός λαού που αρνείται να αφανιστεί υψώνοντας το αμελητέο ανάστημά του σε όλους τους άνανδρα συνασπισμένους ισχυρούς τής γης – και από ηθική άποψη, υπό τον συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων, δεκατρείς νεκροί ισραηλινοί στρατιώτες είναι πολύ πιο γενναίο και θαυμαστό επίτευγμα από χίλιους και πλέον νεκρούς, γυναικόπαιδα και αμάχους και ανθρώπους ήδη εξοντωμένους από τον αποκλεισμό και τη στέρηση...
Ο πραγματικός «εχθρός των Παλαιστινίων» είναι για την κα Παπαδοπούλου η Χαμάς, που την χαρακτηρίζει μια «κουλτούρα θανάτου», που «ωθούσε αγόρια και κορίτσια 15 και 16 ετών να ζώνονται εκρηκτικά και να ανατινάζονται κομματιάζοντας (συχνά) συνομηλίκους τους στο Ισραήλ». Ενώ αν δεν υπήρχε η Χαμάς, τα 15χρονα και 16χρονα αγόρια και κορίτσια της Γάζας θα χαίρονταν την ελευθερία της μετακίνησης στη χώρα τους, τη θάλασσα που είναι τρία χιλιόμετρα από το σπίτι τους αλλά δεν την έχουν δει ποτέ στη ζωή τους, τα κυριαρχικά τους δικαιώματα και τα δικαιώματά τους στην εργασία και την περίθαλψη, μην αφήνοντας να τους συσκοτίζουν την ατελείωτη χαρά για τη ζωή λεπτομέρειες όπως η έλλειψη νερού, ηλεκτρικού, θέρμανσης, το ότι μπορεί καμιά νύχτα να ξυπνήσουν με το σπίτι τους γκρεμισμένο πάνω στο κεφάλι τους ή να φάνε αδέσποτη ριπή αν ανοίξουν απροειδοποίητα το παραθυρό τους! Μάλιστα, η Χαμάς, που φτιάχνει τα τούνελ για την ανακούφιση του λιμοκτονούντος πληθυσμού μέσα σε σπίτια, που εξαπολύει ρουκέτες μέσ’ από πυκνοκατωκημένες περιοχές και στιβάζει εκρηκτικά δίπλα σε τζαμιά, νοσοκομεία και σχολεία – αντί να ιδρύσει περιφραγμένες στρατιωτικές βάσεις στην έρημο του Τακλαμακάν ή της Νεβάδα! Το είπε άλλωστε και η «φιλελεύθερη αριστερή ισραηλινή εφημερίδα Χαάρετζ» (τα κατηγορήματα «φιλελεύθερη» και «αριστερή» παρατίθενται ωσεί επιτατικά το ένα του άλλου, τεκμήριο του τί ακριβώς σημαίνει «αριστερά» στο Ισραήλ, όπως ακριβώς και στις ΗΠΑ): την ίδια ημέρα όμως η Χαάρετζ δημοσίευε άρθρο του Gideon Levy, στο οποίο διαβάζουμε: «Πιλότοι βομβαρδίζουν ανεμπόδιστα σαν να ασκούνται, στρατιώτες στρατιωτικών οχημάτων και πυροβολικού βομβαρδίζουν σπίτια και πολίτες από τα τεθωρακισμένα τους, άλλοι καταστρέφουν ολόκληρους δρόμους με τα απειλητικά προστατευμένα τους οχήματα χωρίς να αντιμετωπίσουν σοβαρή αντίσταση. Ένας μεγάλος, οργανωμένος στρατός μάχεται εναντίον ενός απροστάτευτου λαού και μιας αδύναμης, παρηκμασμένης οργάνωσης που έχει εγκαταλείψει τις ζώνες των συγκρούσεων και μόλις που αντιστέκεται […] Περίπου το ένα τρίτο αυτών που έχουν σκοτωθεί στη Γάζα είναι παιδιά […]Αρκεί να δει κανείς τις εικόνες που φτάνουν από το νοσοκομείο Σιφά για να διαπιστώσει πόσα καμμένα, αιμόφυρτα και νεκρά παιδιά βρίσκονται τώρα εκεί. Στην ιστορία αναρίθμητοι πόλεμοι έχουν στοιχίσει αμέτρητες ζωές. Όμως η τρομακτική αναλογία αυτού του πολέμου […] δεν έχει κάτι αντίστοιχο στην πρόσφατη μνήμη».
Και όμως έχει. Είναι ακριβώς η σχεδιασμένη γενοκτονία στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου. Το μόνο που θέλει πραγματικά το Ισραήλ είναι μια Palestinian free επικράτεια, όπως ο ακριβώς οι ναζί οραματίστηκαν μια Judenfrei Ευρώπη. Αν το πρόβλημα ήταν η Χαμάς και οι ισλαμιστικές οργανώσεις, δεν θα κορόιδευαν τόσο εξοργιστικά τον Μαχμούντ Αμπάς γυμνώνοντάς τον και από το τελευταίο ίχνος νομιμοποίησης στην ίδια του τη βάση· δεν θα υπονόμευαν συστηματικά τον Αραφάτ και την PLO και δεν θα έκαναν κουρελόχαρτο κάθε βασανιστικά κερδισμένη συμφωνία είτε σε διμερές επίπεδο είτε στο πλαίσιο των Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Το πρόβλημα του Ισραήλ και των προστατών του δεν είναι ο ισλαμισμός: αυτοί άλλωστε τον εξέθρεψαν, τον καιρό που η ενίσχυση των ισλαμικών κινημάτων ήταν η δεσπόζουσα στην Λευκό Οίκο στρατηγική Μπρζεζίνσκι, για να τσακιστεί ο αραβικός σοσιαλισμός και η Σοβιετική στήριξη στα απελευθερωτικά κινήματα της Μέσης Ανατολής… Πρόβλημα του Ισραήλ είναι ο οιοσδήποτε αναδεικνύεται νόμιμος εκπρόσωπος των Παλαιστινίων με λαϊκή βάση στήριξης και κύρος στις διεθνείς διαπραγματεύσεις – και ο φρικιαστικός χαρακτήρας της πρόσφατης σφαγής είναι δείκτης ακριβώς του τρόμου που διακατέχει το Ισραήλ απέναντι στην προοπτική αναβάθμισης της Χαμάς, της Χασμπολάχ και του ίδιου τού Ιράν ως διεθνών συνομιλητών στον νεοδιαμορφούμενο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων (δηλαδή, μετά την αναγκαστική τακτική αναδίπλωση της αμερικανοβρετανικής αυτοκρατορίας). Η κα Παπαδοπούλου όμως δεν έχει φραγμούς λογικής ή ευθυκρισίας, όταν με χαρακτηριστική ολιγόνοια αναφωνεί: «Ίσως να πείτε “μα έγιναν εκλογές, οι Παλαιστίνιοι με την ψήφο τους εξέλεξαν τη Χαμάς”. Και λοιπόν; Μήπως ο Χίτλερ πήρε την εξουσία με πραξικόπημα;». Το ότι ο Χίτλερ πήρε την εξουσία με εκλογές σημαίνει ότι κάθε εκλεγμένη αρχή είναι Χίτλερ κα Παπαδοπούλου; Και αν το δεχθούμε αυτό, τί σημαίνει άραγε για τις φιλελεύθερες ολιγαρχίες της Δύσης που τόσο λιγωμένα υπερασπίζεστε, οι οποίες ακριβώς στη χειραγώγηση των εκλογικών αποτελεσμάτων στηρίζουν την εύθραυστη νομιμότητά τους; Και πάντως, απ’ όσο γνωρίζω, ο Χίτλερ ως ηγέτης εκλεγμένης κυβέρνησης περιβαλλόταν με την απόλυτη αποδοχή της διεθνούς κοινότητας μέχρι την τελευταία στιγμή, τη στιγμή δηλαδή που άρχισε να προσαρτά γειτονικές επικράτειες (και στον βαθμό που οι επικράτειες αυτές δεν ήταν αδιάφορες για τους δυτικούς συμμάχους του). Δεν υπονομεύθηκε με τον ξεδιάντροπο τρόπο που υπονομεύθηκε από τη «δημοκρατική» Ευρώπη η λωρίδα της Γάζας μετά τις εκλογές που ανέδειξαν τη Χαμάς στην ηγεσία, ενισχύοντας μ’ ένα εγκληματικό εμπάργκο τον στρατιωτικό αποκλεισμό εκ μέρους τού Ισραήλ… Και αν το πρόβλημα για τη διεθνή κοινότητα ήταν η επεκτατική πολιτική του Χίτλερ, σκεφτήκατε μήπως ποιον μας θυμίζει αυτή η πολιτική: τη Χαμάς, το Ιράν, ή μήπως το ίδιο το Ισραήλ (που έχει δικαίωμα να εξοπλίζεται από τις ΗΠΑ, ενώ η Χαμάς δεν έχει να εξοπλίζεται από το Ιράν);
Είναι όμως και οι φεμινιστικές ευαισθησίες της κας Παπαδοπούλου που θίγονται από τη Χαμάς και τους ισλαμιστές: οι τέσσερις σύζυγοι του δολοφονηθέντος Νιζάρ Ραγιάν (για τις οποίες παρεμβάλλει ένα φαρμακερό σχόλιο) και η «υποδούλωση των γυναικών» της Παλαιστίνης… Να χαίρεται την απελευθέρωση του φύλου της, μαζί με την Ντόρα Μπακογιάννη, τη Χίλαρυ Κλίντον, την Κοντολίζα Ράις και την Τζίπι Λίβνι! Σε ό,τι με αφορά, πάντως, απ’ όλες τις πρόσφατες ενέργειες του Ισραήλ μία επικροτώ ανεπιφύλακτα: τον βομβαρδισμό των σταθμών, των γραφείων και του προσωπικού τού Οργανισμού Ενωμένων Εθνών. Θα συμβούλευα μάλιστα το επιτελείο του να βομβαρδίσει προσεχώς και τις Βρυξέλλες αν οι δηλώσεις συμπαράστασης των ευρωπαίων ηγετών προς το Ισραήλ είναι λιγότερο θερμές απ’ όσο σε αυτές τις περιπτώσεις συνηθίζεται, και την ίδια την Ουάσινγκτον αν η ετήσια οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς το Ισραήλ αποδειχθεί μικρότερη του αναμενομένου μετά την ανάληψη καθηκόντων από την κυβέρνηση Ομπάμα.
[Από το Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή του 21ου αιώνα (Futura: Αθήνα 2009)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!