Απο το βιβλίο του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΔΗ
"ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ"
ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ
1975
ΠΡΟΤΙΜΗΣΕ ΝΑ ΕΧΗ ΝΗΣΤΙΚΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ
— Σου έστειλα Μαρία πολλά και καλά τρόφιμα και δέν τά δέχθηκες, έλεγε αγριεμένος ό Κώστας Μπογδάνος, εργολάβος στή Θεσσαλονίκη, τον Φλεβάρη του 1942 στή χήρα του αδελφού του.
— Και γιατί δέν το δέχθηκες; Δέν μου το λές;
— Ξέρεις το γιατί. Ήταν της Βουλγαρικής Λέσχης.
— Και τί σέ πείραζε αφού τά έστελνα εγώ;
— Δέν μας έχεις συνηθίσει σέ τέτοια χοβαρδαλίκια.
— Και αν ήταν της Λέσχης ήταν χαλασμένα, βρώμικα, δηλητηριασμένα;
— Ήταν Βουλγάρικα. Και ή Λέσχη θά μέ έγραφε Βουλγάρα. ....
Δέν τά έδινε γιά τά μαύρα μάτια.
— Μά Βούλγαροι είμαστε. Ό πάππος και δ πατέρας γεννήθηκαν στή Ντίμπρα πάνω στή Σερβία κοντά στά Αλβανικά σύνορα. Σέ ξεύρω είσαι φανατική γραικομάνα. Μά Βούλγαρος ήταν και ο άντρας σου.
— Ό αδελφός σου ήταν πάντοτε καλός Έλληνας πατριώτης. Ποτέ δέν άλλαξε. Δέν έμοιαζε εσένα πού έγινες πλούσιος νοικοκύρης στην Ελλάδα, δούλεψες και σέ κρατικά έργα, ήσουνα και στο συμβούλιο των εφέδρων και τώρα κόπηκες μεγάλος Βούλγαρος πράκτορας.
— Δέν είμαι κουτός. Ή Βουλγαρία θά τά πάρη όλα αυτά τά μέρη, όλη τή Μακεδονία.
— Και φοβήθηκες μήν κρυώση το φαγί;
— Μέ κοροϊδεύεις κιόλας. Γιά το ευχαριστώ! Θά έπρεπε νά σέ αρπάξω άπ' τά μαλλιά, νά τά ξεριζώσω γιά νά βγάλω τά χαλασμένα μυαλά σου.
— Μπορείς νά τό κάμης...
— Άκου Μαρία. Δέν έστειλα τά τρόφιμα γιά σένα μά γιά τά παιδιά, τά ορφανά τού αδελφού μου.
— Πολύ τά φρόντισες έως τώρα. Τους έφαγες και τό μερίδιο άπ' τήν κληρονομιά όπως τολεγε όλος ο κόσμος. Και θέλησες νά παρουσίασης στή Λέσχη μιαν άλλη καινούργια Βουλγαρική οικογένεια.
Ό Μπογδάνος τινάχθηκε, έκαμε δυο γύρους γιά νά ξεθυμάνη και είπε:
— Α, δεν ύποφέρεσαι. Ξεπέρασες κάθε όριο. Μα τό Θεό μέ δυσκολία συγκρατήθηκα να μη σέ χτυπήσω και σε αρπάξω άπ' τα μαλλιά.
— Γιατί; ψέμματα είπα;
— Ας τα καταπιώ. Και δε μου λες; Πώς θα θρέψης τα παιδιά; Είναι τρία και μικρά. Που θα βρής τό βούτυρο, τό τυρί, τις κονσέρβες, τό γάλα του κουτιού, τή ζάχαρη, τα φασόλια, τις πατάτες, τό αλεύρι πού σου στείλαμε και τα κλώτσησες;
— Θα τα εξοικονομήσουμε. Θα υποφέρουμε και εμείς λιγάκι. Όπως όλος ό κόσμος. Έτσι είναι ή εποχή. Μα δεν θα πουληθούμε στους Βουλγάρους.
— Σήμερα και οι πλουσιώτεροι εδώ έμποροι πεινούν. Πού να βρουν βούτυρο, κονσέρβες, γάλα τού κουτιού και όλα τα άλλα. Συ πώς θα θρέψης τα παιδιά;
— Θα τα θρέψω.
— Με αέρα φρέσκο;! Μα εσύ δέν είσαι μητέρα. Είσαι εχθρός των παιδιών σου. Τα παίρνεις στο λαιμό σου με τόν γραικομάνικο φανατισμό σου. Αυτή είναι ή αλήθεια. Καμμιά άλλη μάνα δέν θα έκαμνε όπως έκαμες εσύ. Έγώ είπον και έλάλησα. Όλη ή αμαρτία δική σου.
— Ή αμαρτία δική μου.
— Τό ομολογώ. Σκέφτηκα πολλές φορές νά πάω στον Γερμανό φρούραρχο, πού είναι φίλος μου και νά ζητήσω νά πάρω τά παιδιά.
— Πώς θά τά πάρης άπ' τή μάνα τους;!
— Για νά μήν πεθάνουν άπ' τήν πείνα με τή μάνα πού έχουν.
— Δέν θά πεθάνουν.
Ύστερα άπό λίγο καιρό πέθαναν ξαφνικά σέ δυο μέρες δύο άπ' τά παιδιά. Έτρεξε ό θείος και είπε καταγανακτισμένος:
— Σύ Μαρία σκότωσες τά δυο παιδάκια. Ή φτωχή μάνα ξέσπασε στά κλάματα.
— Μή με σπαράζεις περισσότερο, Κώστα, σέ παρακαλώ. Ξέρεις τόν πόνο πού έχει ή μάνα πού χάνει ξάφνου δυο παιδιά, δυο αγγελούδια.
— Αν είχες αυτόν τόν πόνο δέν θά έδιωχνες τά πλούσια τρόφιμα, πού σού έστελνα.
— Δέν πέθαναν άπ' τήν πείνα τά παιδιά.
— Μήπως πέθαναν άπό πολυφαγία;
— Από κάποια αρρώστια τών μικρών. Έτσι είπε ό γιατρός.
— Αν ήταν καλοθρεμμένα και χορτάτα δέν θά τά τσάκιζε τόσο γρήγορα ή αρρώστια.
— Ό Θεός τό ξεύρει.
— Μά τό ξέρουν και οί άνθρωποι πού δέν έχουν τά μυαλά έξω άπ' τό κεφάλι.
— Είσαι κακός Κώστα και εννοείς νά μέ βασανίζης.
— Τό αξίζεις. Μά νά κυττάξουμε τώρα νά μήν εχη τήν ίδια τύχη και τό τρίτο παιδάκι.
— Α, βέβαια, Θεός φυλάξοι!
Και έκαμε πολλές φορές τό σταυρό της.
— Δέν φτάνουν τά σταυροκοπήματα. Χρειάζεται και μυαλό.
— Τάχω χαμένα... Δέν ξέρω που βρίσκεται τώρα τό μυαλό μου... Τόσο μεγάλο τό χτύπημα !...
— Τέλος πάντων. Έχομε νά κάνουμε και τήν κηδεία. Κοστίζει. Έχεις χρήματα;
— Που νά τά βρώ;!
— Και τί θά γίνη; Θά μείνουν άταφα τά δυο παιδιά;
— Μίλησα μέ τόν παπά της ενορίας.
— Και τί μπορεί νά κάμη; Τό πολύ νά μή ζήτηση αυτός πληρωμή. Μά χρειάζονται χρήματα γιά τά κιβούρια, γιά τόν νεκροθάπτη, γιά τόν τάφο και τήν άδεια και πολλά άλλα.
— Δέν ξεύρω... Δέν ξεύρω... Φοβάμαι θά τρελλαθώ. Ό παπάς είπε θά φροντίση.
— Αν περιμένης άπ' τόν παπά! Πρόκοψες. Θά φροντίσω έγώ. Δέν πέρασε μιά - μιάμιση ώρα και παρουσιάσθηκε μιά νεκροφόρα μέ δυο μικρά και ωραία φέρετρα, μερικά ξένα επιβατικά αυτοκίνητα, έ'να παπά άγνωστο και κάμποσους άνδρες και γυναίκες επίσης άγνωστους. "Ολοι της Βουλγαρικής Λέσχης!...
Ή Μαρία τινάχθηκε ορθια και μέ τά χέρια και κλάματα και λυγμούς τους έλεγε νά φύγουν. Εκείνοι δέν τό κουνούσαν. Επιχείρησαν νά πάρουν τά δυο παιδιά μέ φωνές: «Είναι Βουλγαρόπουλα. Ιδικά μας. Έχομε και τήν άδεια του Γερμανικού φρουραρχείου». Πετάχθηκε όμως απειλητική ή γειτονιά. Έφτασε τρεχάτος και αγριεμένος δ θείος. Ήταν όμως μεγάλο και περισσότερο αγριεμένο το πλήθος.
Ό θείος με τον παπά και τους άλλους θεώρησαν φρονιμώτερο να πάρουν πόδι για ν' αποφύγουν τό ξυλοκόπημα.
Οί γείτονοι και οι άλλοι του μαχαλά άνασκουμπώθηκαν, φτωχοί άνθρωποι του λαού. Ένας μαραγκός έφτιαξε τό φέρετρο για τα δυο παιδιά. Ένας σωφέρ έφερε τό αυτοκίνητο με γκαζοζέν για τό φέρετρο και τήν μάνα. Ή Μαρία όμως προτίμησε να πάη πεζή με τις καλές εκείνες γειτόνισσες. Ένας πήγε νά φέρη τον ψάλτη και τα έξαπτέρυγα, άλλος έτρεξε για τήν άδεια, άλλοι πήγαν στο νεκροταφείο και έσκαψαν τόν τάφο.
Έγινε συναγερμός και ή κηδεία πήρε παλλαϊκή μορφή.
Τα δυο ορφανά έμειναν Ελληνόπουλα και στον τάφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!