Ο Βασίλης Στράτης πρόσεχε να μη δείξει πως είχε αναγνωρίσει τον αξιωματικό, γιατί ήξερε πως αυτό μπορούσε να του στοιχίσει τη ζωή. Ο Πετρίτης άρχισε υποβάλλοντάς του ερωτήσεις σε τόνο κουβεντιαστό, το χαμόγελό του αποκάλυπτε ένα δόντι χρυσό. Ζητούσε τα ονόματα των οπαδών του ΕΔΕΣ και ιδιαιτέρως τα κατατόπια του αδερφού του Βασίλη, του Μηνά, δίχως στιγμή να αναφερθεί και αγνοώντας παντελώς τον κουβαριασμένο Μπουκουβάλα που βογκούσε στο πάτωμα.
Όταν ο Βασίλης μουρμούρισε πως δεν είχε ιδέα που κρυβόταν ο Μηνάς, ο Πετρίτης έγνεψε στον άλλο αντάρτη, που βγήκε μπροστά. Τον αρπάξανε από τα μαλλιά και τον λύγισαν ως κάτω, χτυπώντας τον στη ράχη και στα παΐδια μ' ένα στειλιάρι χοντρό σαν τον καρπό του. Από ένστικτο ο Βασίλης έβαλε τα χέρια του πίσω, και το στειλιάρι του άνοιξε μια πληγή εφτά οχτώ πόντους, που άρχισε να στάζει αίμα στο πάτωμα. Τα χτυπήματα έπεφταν με ρυθμό ασίγαστο, ενώ ο Βασίλης ένιωθε τα κόκαλά του να τσακίζονται.
Το παλικάρι δεν είχε ακόμη χάσει τις αισθήσεις του όταν οι αξιωματικοί του είπαν πως θα του 'διναν άλλη μια ευκαιρία να θυμηθεί που κρυβότανε ο αδερφός του και τον πέταξαν με κλωτσιές σε μια γωνιά πλάι στον Μπουκουβάλα. Είδε την πόρτα ανοιχτή, και τον Κίτσο Χαϊδή, όρθιο εκεί να τον κρατάνε γερά δυο φρουροί. Ο Πετρίτης άφησε τον Κίτσο να δει καλά, μετά έγνεψε στους φρουρούς να σύρουν έξω τα δυο ψόφια κορμιά.
Καθώς ο ήλιος αφάνιζε την ομίχλη, πλήθος οι χωριανοί άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από το σχολείο. Ως το μεσημέρι όλοι σχεδόν οι Λιώτες είχανε συναχθεί. Ο αριθμός και η σιωπή τους τρομάξανε τους αντάρτες που στέκονταν μπροστά στην πόρτα.
Καθώς οι δυνατές κραυγές υψώνονταν από το σχολείο, οι οπλισμένοι αντάρτες απ' έξω, μ' ένα πρόσταγμα του επικεφαλής, αρχίσανε να τραγουδάνε. Στην αρχή οι φωνές τους ήταν φάλτσες και δισταχτικές, όμως με τ' αγέρωχα λόγια η αυτοπεποίθησή τους μεγάλωσε, ώσπου στεντόρεια ανακράζανε τους στίχους και βροντούσανε τα πόδια στο ρυθμό.
http://hellas-diaggeleas.blogspot.gr/p/blog-page_2.html
Όταν ο Βασίλης μουρμούρισε πως δεν είχε ιδέα που κρυβόταν ο Μηνάς, ο Πετρίτης έγνεψε στον άλλο αντάρτη, που βγήκε μπροστά. Τον αρπάξανε από τα μαλλιά και τον λύγισαν ως κάτω, χτυπώντας τον στη ράχη και στα παΐδια μ' ένα στειλιάρι χοντρό σαν τον καρπό του. Από ένστικτο ο Βασίλης έβαλε τα χέρια του πίσω, και το στειλιάρι του άνοιξε μια πληγή εφτά οχτώ πόντους, που άρχισε να στάζει αίμα στο πάτωμα. Τα χτυπήματα έπεφταν με ρυθμό ασίγαστο, ενώ ο Βασίλης ένιωθε τα κόκαλά του να τσακίζονται.
Μετά το στειλιάρι ήρθε η ώρα του φάλαγγα. Μπήκανε δυο οπλισμένοι φρουροί για να κρατήσουνε τα πόδια του λυγισμένα ανάμεσα στον αορτήρα και στην κάννη ενός τουφεκιού, ενώ οι αξιωματικοί κοπανούσανε τα ρόπαλά τους πάνω στις πατούσες του. Όταν ο Βασίλης κουλουριάστηκε στο πάτωμα, ο Πετρίτης τον κλώτσησε κατάμουτρα, γεμίζοντας το στόμα του με χώμα, δόντια κι αίμα.
Το παλικάρι δεν είχε ακόμη χάσει τις αισθήσεις του όταν οι αξιωματικοί του είπαν πως θα του 'διναν άλλη μια ευκαιρία να θυμηθεί που κρυβότανε ο αδερφός του και τον πέταξαν με κλωτσιές σε μια γωνιά πλάι στον Μπουκουβάλα. Είδε την πόρτα ανοιχτή, και τον Κίτσο Χαϊδή, όρθιο εκεί να τον κρατάνε γερά δυο φρουροί. Ο Πετρίτης άφησε τον Κίτσο να δει καλά, μετά έγνεψε στους φρουρούς να σύρουν έξω τα δυο ψόφια κορμιά.
Τους πέταξαν σε μια από τις μεγάλες τάξεις και όπως έπεφταν ανάμεσα σε άλλους δαρμένους, ο Βασίλης είδε πλάι του κάποιο νεαρό, το Δημήτρη Κυράτση, που ο πατέρας του είχε παντοπωλείο στον Τσαμαντά. Το πρόσωπό του ήτανε σταχτί κι από τα ρουθούνια του κυλούσε αίμα. Πάνω από τ' αριστερό του φρύδι ο Βασίλης είδε την τρύπα μιας πληγής, σαν από καρφί. Εκείνη τη νύχτα ο νεαρός Κυράτσης εξαφανίστηκε από το σχολείο και οι δικοί του δεν έμαθαν ποτέ τι απόγινε.
Καθώς ο ήλιος αφάνιζε την ομίχλη, πλήθος οι χωριανοί άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από το σχολείο. Ως το μεσημέρι όλοι σχεδόν οι Λιώτες είχανε συναχθεί. Ο αριθμός και η σιωπή τους τρομάξανε τους αντάρτες που στέκονταν μπροστά στην πόρτα.
Οι χωριανοί και οι αντάρτες ανταλλάξανε ματιές, οι ανάσες τους ανέβαιναν σαν καπνός στην παγωμένη ατμόσφαιρα, ωσότου άξαφνα τρομαχτικές ομαδικές κραυγές πόνου ξεσπάσανε από τη δυτική τάξη του σχολείου, όπου οι αξιωματικοί είχαν ορμήσει μέσα στο σωρό των κρατουμένων και τους χτυπούσαν με τα στειλιάρια κοπανώντας σαν θεριστές που αλωνίζουνε το στάρι, τη μάζα των κεφαλιών, των χεριών και των ποδιών που σφάδαζαν. Μια ανατριχίλα διαπέρασε τον κόσμο απ' έξω.
Καθώς οι δυνατές κραυγές υψώνονταν από το σχολείο, οι οπλισμένοι αντάρτες απ' έξω, μ' ένα πρόσταγμα του επικεφαλής, αρχίσανε να τραγουδάνε. Στην αρχή οι φωνές τους ήταν φάλτσες και δισταχτικές, όμως με τ' αγέρωχα λόγια η αυτοπεποίθησή τους μεγάλωσε, ώσπου στεντόρεια ανακράζανε τους στίχους και βροντούσανε τα πόδια στο ρυθμό.
http://hellas-diaggeleas.blogspot.gr/p/blog-page_2.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!