Τα στοιχεία της έρευνάς του, αποτέλεσαν το περιεχόμενο του βιβλίου του «ΕΛΕΝΗ», το οποίο τιμήθηκε ως το καλύτερο βιβλίο του έτους 1984.
Συνοπτικά η ιστορία που εξελίσσεται στο βιβλίο του «ΕΛΕΝΗ» ξεκινά από την 28η Αυγούστου του 1948, όταν η μητέρα του συγγραφέα, Ελένη Γκατζογιάννη, 41 ετών, και η θεία του Αλέξω, 56 ετών, εκτελέστηκαν κατόπιν εντολής του ανταρτοδικείου, με την κατηγορία ότι κατέστρωσαν και πέτυχαν την διαφυγή των τεσσάρων παιδιών της οικογένειας Γκατζογιάννη (τρία από τα τέσσερα κορίτσια και ο Νίκος) από τα συνολικά πέντε (4 κορίτσια και 1 αγόρι), για να τα γλυτώσει από το κομμουνιστικό, σε εξέλιξη, παιδομάζωμα.
Το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας «ΕΛΕΝΗ», με πρωταγωνιστές τον Τζόν Μάλκοβιτς και την Κέητ Νέλιγκαν, στην οποία ο Νίκ Γκατζογιάννης ήταν συμπαραγωγός, βασίστηκε στο περιεχόμενο του βιβλίου του, ενώ σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν στο Λιά, τόπου μαρτυρίου και εκτελέσεως της μητέρας του Ελένης.
Η ταινία προβλήθηκε το 1985 και μόνο για λίγες μέρες στην Ελλάδα. Στη συνέχεια οι «δημοκρατικοί» παρακρατικοί μηχανισμοί της Ελληνικής (κοινοβουλευτικής, εξωκοινοβουλευτικής, «εσωτερικού» & «εξωτερικού») Αριστεράς, αντέδρασαν με απειλές, βομβιστικές επιθέσεις και προπηλακισμούς θεατών.
Η εγκατάσταση στην Ελλάδα στα 1977 στάθηκε για μένα σκληρή αφύπνιση, διέλυσε κάθε πίστη που θα μπορούσε να 'χω στην αντίληψη των αδερφάδων μου για τη θεία δίκη. Από την άλλη πλευρά του ωκεανού είχα βρει παρηγοριά μαθαίνοντας την τύχη των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος εκτός νόμου, υπό διωγμόν και σπαρασσόμενο από εσωτερικές διαμάχες. Αλλά όταν έφτασα στην Αθήνα βρέθηκα μπροστά στην αναβίωση της δύναμης των κομμουνιστών στη χώρα.
Αμέσως μετά τη λήξη των εχθροπραξιών στα 1949, οι κομμουνιστές που δεν είχαν καταφύγει στο Παραπέτασμα διώκονταν και φυλακίζονταν με όλο το πάθος που είχε ριζώσει στα χρόνια του πολέμου. Σιγά σιγά, ωστόσο, οι εναντίον τους πιέσεις χαλάρωσαν. Στα 1954 αφήσανε να επιστρέψουν οι πρώτοι εξόριστοι από την Ουγγαρία: προσεχτικά κοσκινισμένοι Έλληνες που μπόρεσαν ν' αποδείξουν πως είχαν απαχθεί δια της βίας και δεν έτρεφαν καμιά συμπάθεια για το κόμμα. Ανάμεσά τους ήρθαν και πολλοί χωριανοί που τους είχανε αρπάξει από το Λια. Ύστερα από τούτο, οι πρόσφυγες άρχισαν να γυρίζουν σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, και η διαδικασία του κοσκινίσματος που τους επέτρεπε να επιστρέψουν στη χώρα έγινε πιο φιλελεύθερη.
«Το έκαναν για ανθρωπιστικούς λόγους», απάντησε ψύχραιμα ο νέος, «για να σας σώσουν από τις φασιστικές βόμβες».
«Και οι χιλιάδες πολίτες που εκτελέσανε στα ανταρτοκρατούμενα χωριά; Κι αυτό ήταν ανθρωπιστικό;» επέμενε ο θείος υψώνοντας τη φωνή. «Οι πέντε που σκοτώσανε στο Λια;».
Τα μάτια του παλικαριού σμίξανε. «Δεν θα τους σκότωναν αν δεν υπήρχε λόγος», είπε. «Θα είχαν πιθανόν πολύ μεγάλο λόγο».
Συνοπτικά η ιστορία που εξελίσσεται στο βιβλίο του «ΕΛΕΝΗ» ξεκινά από την 28η Αυγούστου του 1948, όταν η μητέρα του συγγραφέα, Ελένη Γκατζογιάννη, 41 ετών, και η θεία του Αλέξω, 56 ετών, εκτελέστηκαν κατόπιν εντολής του ανταρτοδικείου, με την κατηγορία ότι κατέστρωσαν και πέτυχαν την διαφυγή των τεσσάρων παιδιών της οικογένειας Γκατζογιάννη (τρία από τα τέσσερα κορίτσια και ο Νίκος) από τα συνολικά πέντε (4 κορίτσια και 1 αγόρι), για να τα γλυτώσει από το κομμουνιστικό, σε εξέλιξη, παιδομάζωμα.
Το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας «ΕΛΕΝΗ», με πρωταγωνιστές τον Τζόν Μάλκοβιτς και την Κέητ Νέλιγκαν, στην οποία ο Νίκ Γκατζογιάννης ήταν συμπαραγωγός, βασίστηκε στο περιεχόμενο του βιβλίου του, ενώ σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν στο Λιά, τόπου μαρτυρίου και εκτελέσεως της μητέρας του Ελένης.
Η ταινία προβλήθηκε το 1985 και μόνο για λίγες μέρες στην Ελλάδα. Στη συνέχεια οι «δημοκρατικοί» παρακρατικοί μηχανισμοί της Ελληνικής (κοινοβουλευτικής, εξωκοινοβουλευτικής, «εσωτερικού» & «εξωτερικού») Αριστεράς, αντέδρασαν με απειλές, βομβιστικές επιθέσεις και προπηλακισμούς θεατών.
Με τη σκόπιμη απουσία του κράτους και των αστυνομικών του δυνάμεων, οι «αγνοί δημοκράτες» τραμπούκιζαν ανενόχλητοι έξω από τις αίθουσες προβολής. Απαγόρευαν την πρόσβαση κλείνοντας με ανθρώπινες «αλυσίδες» τις εισόδους τους, ενώ τρομοκρατούσαν ή ξυλοφόρτωναν όσους επέμεναν. Στο τέλος με μια κίνηση «ύμνο» στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕ τη συνέχιση της προβολής της.
Αμέσως μετά τη λήξη των εχθροπραξιών στα 1949, οι κομμουνιστές που δεν είχαν καταφύγει στο Παραπέτασμα διώκονταν και φυλακίζονταν με όλο το πάθος που είχε ριζώσει στα χρόνια του πολέμου. Σιγά σιγά, ωστόσο, οι εναντίον τους πιέσεις χαλάρωσαν. Στα 1954 αφήσανε να επιστρέψουν οι πρώτοι εξόριστοι από την Ουγγαρία: προσεχτικά κοσκινισμένοι Έλληνες που μπόρεσαν ν' αποδείξουν πως είχαν απαχθεί δια της βίας και δεν έτρεφαν καμιά συμπάθεια για το κόμμα. Ανάμεσά τους ήρθαν και πολλοί χωριανοί που τους είχανε αρπάξει από το Λια. Ύστερα από τούτο, οι πρόσφυγες άρχισαν να γυρίζουν σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, και η διαδικασία του κοσκινίσματος που τους επέτρεπε να επιστρέψουν στη χώρα έγινε πιο φιλελεύθερη.
Μετά τη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Ελλάδα το 1974 και τη συμπλήρωση της τριακονταετούς παραγραφής όλων των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στα χρόνια του πολέμου, έφτασε πλημμυρίδα από εξόριστους Έλληνες κομμουνιστές, που άρχισαν να προπαγανδίζουν τη δική τους εκδοχή για τον πόλεμο, αναδείχνοντας τους κομμουνιστές καπετάνιους του αντάρτικου σε λαϊκούς ήρωες. Όταν εγκαταστάθηκα στην Ελλάδα, έβλεπα μπροστά μου καθημερινά την επιτυχία του κόμματος στην κατάχτηση της συμπάθειας των Ελλήνων που είχαν γεννηθεί μετά τον πόλεμο.Φοιτητές με νεανικά πρόσωπα μου χτυπούσαν την πόρτα κάθε Σαββατοκύριακο, για να μου δώσουν προπαγανδιστικά φυλλάδια και να με προσκαλέσουν στα ατελεύτητα φεστιβάλ της κομμουνιστικής νεολαίας. Αν τους ρωτούσες για το παιδομάζωμα, τις εκτελέσεις πολιτών και τις θηριωδίες των ανταρτών, χαμογελούσαν και κουνούσαν το κεφάλι μπρος στην αμάθειά μου: τέτοια πράματα δεν είχαν συμβεί ποτέ, μου εξηγούσαν υπομονετικά.
Ήταν αναμφισβήτητη η επιτυχία των κομμουνιστών, είχαν καταστήσει θρυλικούς τους αντάρτες στα μάτια της σημερινής ελληνικής νεολαίας και ξανάγραφαν την ιστορία του πολέμου, ακόμη και στο μυαλό παιδιών που γεννήθηκαν από συχωριανούς μου. Κάποτε, σε μια ονομαστική γιορτή όλο Λιώτες, άκουσα ένα φίλο περίπου στην ηλικία μου να συζητάει με τον ανιψιό του, φοιτητή στο πανεπιστήμιο, είκοσι δύο χρονών. Ο θείος έλεγε στο παλικάρι: «Δε διαλύσανε την οικογένειά μας, δεν πήρανε τη γιαγιά σου, τη μάνα σου και μένα από το χωριό μας και μας κλείσανε έξι χρόνια σε στρατόπεδα στην Ουγγαρία;».
«Το έκαναν για ανθρωπιστικούς λόγους», απάντησε ψύχραιμα ο νέος, «για να σας σώσουν από τις φασιστικές βόμβες».
«Και οι χιλιάδες πολίτες που εκτελέσανε στα ανταρτοκρατούμενα χωριά; Κι αυτό ήταν ανθρωπιστικό;» επέμενε ο θείος υψώνοντας τη φωνή. «Οι πέντε που σκοτώσανε στο Λια;».
Τα μάτια του παλικαριού σμίξανε. «Δεν θα τους σκότωναν αν δεν υπήρχε λόγος», είπε. «Θα είχαν πιθανόν πολύ μεγάλο λόγο».
Για να σβήσουν αυτές τις θηριωδίες από τη συνείδηση των Ελλήνων, οι κομμουνιστές, ευθύς μόλις νομιμοποιήθηκαν, εξαπέλυσαν μια ευρύτατη εκστρατεία να σταματήσουν όλα τα επίσημα μνημόσυνα για όσους σκοτώθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο, για τα θύματα, στα οποία ήταν και η μάνα μου. Πέτυχαν να πείσουν τη νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση που ανέβηκε στην εξουσία το 1981, να καταργήσει αυτές τις τελετές.http://hellas-diaggeleas.blogspot.gr/p/blog-page_2.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!